μητέρα
γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules
Greek Monolingual
και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί)
1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα
2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει
3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.)
4. επίθετο της Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και αψύχων, τα οποία θεωρούνταν, κατά κάποιον τρόπο, παιδιά της («γῆ, πάντων μήτηρ», Ησίοδ.)
5. τόπος γέννησης, γενέτειρα, πατρίδα (α. «ώ Ελλάς, και καλείσαι μήτηρ ηρώων», Κάλβος
β. «μᾱτερ ἐμά...Θήβας», Πίνδ.)
6. φρ. «Μεγάλη Μητέρα Θεά» — προσωνυμία που αποδόθηκε στις περισσότερες γυναικείες θεότητες και ιδίως σε εκείνες που σχετίζονταν με τη γονιμότητα και την ευφορία, όπως λ.χ. στην Κυβέλη, τη Ρέα, τη Γαία, την Ίσιδα και τη Δήμητρα
νεοελλ.
1. μτφ. χώρα ή τόπος όπου εμφανίστηκε για πρώτη φορά ένα αγαθό ή μια αξία και μεταλαμπαδεύθηκε σε άλλες χώρες, κοιτίδα, λίκνο («Η Ελλάδα είναι η μητέρα της δημοκρατίας»)
2. φρ. α) «μητέρα-θεά»
αρχαιολ. όρος που χρησιμοποιήθηκε για τα ποικίλα ειδώλια της προϊστορικής εποχής
β) «μητέρα γλώσσα»
γλωσσ. η γλώσσα από την οποία προέκυψε μία άλλη («η Λατινική είναι η μητέρα γλώσσα της Ιταλικής, Ισπανικής, Γαλλικής και Ρουμανικής»)
γ) «μήτηρ όνυχος»
ανατ. ο μηνίσκος
δ) «μητέρα οικογένειας»
i) η οικοδέσποινα
ii) η γυναίκα η οποία έχει πολλά παιδιά
νεοελλ.-μσν.
1. μτφ. κάθε πρόσωπο το οποίο περιβάλλει με στοργή κάποιο άλλο και γενικά καθένας που φροντίζει για κάτι και επιδεικνύει γι' αυτό στοργή όμοια προς εκείνη που επιδεικνύει μια μητέρα για τα παιδιά της (α. «ο επιλοχίας είναι η μητέρα του λόχου» β. «η Εκκλησία είναι η μητέρα τών πιστών» γ. «τών ναυτών στο πέλαγος είναι η Παναγία πάντα μητέρα», Διακρούσ.)
2. φρ. α) «μήτηρ Θεού» — όνομα που δόθηκε από την Εκκλησία στην Παναγία ως Θεοτόκο και μητέρα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα τών ανθρώπων Ιησού Χριστού
β) «μήτηρ τών Εκκλησιών»
i) το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο ιδρύει και ανακηρύσσει αυτοκέφαλες Εκκλησίες
ii) (στην υμνολογία) η Εκκλησία τών Ιεροσολύμων
γ) «πρώτη μητέρα ή μητέρα όλων τών ανθρώπων» — η Εύα
δ) «βασίλισσα μητέρα»
i) η μάννα του βασιλιά, η βασιλομήτωρ
ii) η Παναγία
μσν.
φρ. «ἀπὸ κοιλίας μητρός» — από την αρχή, από την πρώτη στιγμή της ζωής
αρχ.
1. αυτός από τον οποίο προέρχεται κάτι, ο γενεσιουργός («πολιτειῶν μητέρες δύο», Πλάτ.)
2. η νύχτα, ως μητέρα της ημέρας
3. μτφ. πόλη ή χώρα στην οποία βρίσκεται κάτι σε αφθονία («Ἴτωνά τε, μητέρα μήλων», Ομ. Ιλ.)
4. στον πληθ. αἱ μητέραι
η μάννα και η γιαγιά
5. λεγόταν ως τύπος προσφώνησης και ως τιμητικός τίτλος («ὦ μῆτερ», Διόδ.)
6. φρ. «ἀπὸ [ή ἐκ] ματρός» — εκ γενετής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μή-τηρ ανάγεται σε ΙΕ τ. māter- «μητέρα» και εμφανίζεται σε όλες τις ΙΕ γλώσσες εκτός της χεττιτ. (χεττιτ. («μητέρα» = annaš), πρβλ. λατ. māter, αρχ. ινδ. mātar-, αρχ. περσ. και αβεστ. mātar-, αρμ. mātar-, αρχ. περσ. και αβεστ. mātar-, αρμ. mayr, αρχ. σλαβ. mati, αρχ. άνω γερμ. muoter, αρχ. ιρλδ. mathir (πρβλ. αγγλ. mother, γαλλ. mere, γερμ. Μuter). Το θέμα μᾶ- του τ. ανάγεται πιθ. σε υποκοριστικό και εκφραστικό ΙΕ τ. mā- «είδος μωρουδίστικου ψευδίσματος για τη μητέρα» (πρβλ. μᾶ (V), αρχ. ινδ. mā «μητέρα») με επίθημα -τηρ (πρβλ. πα-τήρ). Η λ. μήτηρ είχε και θρησκευτική σημ. Η λ. μήτηρ μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. mate καθώς και το τοπωνύμιο matoropuro). Τέλος, η λ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -μήτωρ (πρβλ. αμήτωρ, μητρομήτωρ, πατρομήτωρ) και ως α' συνθετικό στα ανθρωπωνύμια Μητρόδωρος, Μητρῶναξ, στα υποκορ. Μητρᾶς, Μητρίχη και ως β' συνθετικό στο Δημήτηρ.
ΠΑΡ. μήτρα, μητρ(υ)ά, μητρικός, μητρόθεν, μητρότητα
αρχ.
μήτειρα, μητράζω, μητράριον, μητριάζω, μητρίζω, μητρίς, μήτρως.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μητραγύρτης, μητράδελφος, μητραλοίας, μητροκτόνος, μητροκωμία, μητρόλεθρος, μητρόπολη, μητροφόνος
αρχ.
μητροδίδακτος, μητροδόκος, μητροκασιγνήτη, μητροκοίτης, μητροκολωνεία, μητρολέτης, μητρόληπτος, μητρομάμμη, μητρομήτωρ, μητρομιξία, μητρόξενος, μητροπάτωρ, μητροπόλος, μητρορραίστης, μητρόρριπτος, μητροτύπτης, μητροφθόρος, μητροφόντης
αρχ.-μσν.
μητρογάμος, μητροείδωλον, μητρόθεος, μητρόμοιος, μητρόνυμφος, μητρόπαις
μσν.
μητροήθης, μητρόθειος, μητροκομώ, μητροπατρώος, μητροπρεπής, μητρότεκνος
μσν.- νεοελλ.
μητροξάδελφος
νεοελλ.
μητράνανδρος, μητριαρχία, μητροκεντρικός, μητροκλινής, μητροκτησία, μητρομανής, μητροτοπικός
(Β' συνθετικό) α) σε -μήτηρ: αρχ. δυσμήτηρ, φιλομήτηρ
β) σε μήτωρ: αμήτωρ, θεομήτωρ
αρχ.
αμφιμήτωρ, αυτομήτωρ, διμήτωρ, διομήτωρ, δυσμήτωρ, ετερομήτωρ, κακομήτωρ, κυνομήτωρ, λιπομήτωρ, μητρομήτωρ, μονομήτωρ, μουσομήτωρ, οινομήτωρ, ομομήτωρ, παμμήτωρ, πατρομήτωρ, πολυμήτωρ, προμήτωρ, σιδηρομήτωρ, σταχυμήτωρ, ταχυμήτωρ, φιλομήτωρ
νεοελλ.
βασιλομήτωρ].