συνοχή
ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge
English (LSJ)
ἡ, (συνέχω)
A holding together, μηχανημάτων Orib.49.4.75; grasping in the hand, ῥόας Philostr.VA4.28.
2 maintenance, control, συνοχὴ ἡ ἑαυτοῦ = self-maintenance, Chrysipp.Stoic.2.173; προνοίᾳ καὶ σ. θεοῦ Placit.2.4.2; συνοχὴ τῆς ἰδίας εὐδαιμονίας Epicur.Fr.361.
II (συνέχομαι) a being held together,
1 contraction, ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ where the road contracts, at a narrow part of the road, Il.23.330; ἁλὸς ἐν ξυνοχῇσιν in the narrows or straits, A.R.2.318; ἐνὶ ξυνοχῇ λιμένος Id.1.1006.
2 conflict in battle, ἐνὶ ξυνοχῇσιν ἀγῶνος Q.S.4.342; ἐνὶ ξυνοχῇ πολέμοιο A.R.1.160; στυγερῶν ἐγ ξυνοχαῖς πολέμων IG9(1).1064 (Anticyra, iii B.C.).
3 continuity, Arist.Top.122b26, cf. Alex.Aphr.ad loc.; συνοχὴ κατὰ τόπον Apollod.Stoic. 3.260; coherence, συνοχὴ καὶ ἕνωσις τῶν μερῶν Dam.Pr.112, al.; combination of elements, Plot.2.9.5.
b intension or connotation, Dam.Pr.263.
4 line of union, meeting-place, βλεφάρων Coluth.74; ξ. χιτῶνος the joining of the tunic on the shoulder, A.R.1.744; ἡ κατὰ τὴν ἐσθῆτα συνοχή the clinging of the garment to the body, Arr.Epict.4.11.12.
5 metaph., distress, affliction, Ev.Luc.21.25, 2 Ep.Cor.2.4; oppression, Vett.Val.2.8(pl.),PMag.Lond.122.35; detention, imprisonment, BGU 1821.21 (i B.C.), PLond.2.354.24 (i B.C.), Vett.Val.74.23, Man.1.313 (pl.), al.: but of going to bed in disease, ἀκίνδυνος ἔσται ἡ συνοχή Serapio in Cat.Cod.Astr.1.102.
6 trap, gin, snare, LXX Jd.2.3 (pl.).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 cohésion, jonction, union ; contention d'esprit, attention;
2 resserrement : ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ IL à l'endroit où la route se resserre, carrefour;
NT: angoisse ; détresse.
Étymologie: συνέχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνοχή -ῆς, ἡ Att. ook ξυνοχή συνέχω vernauwing:; ἐν ξυνοχῇσι ὁδοῦ bij een versmalling van de weg Il. 23.330; overdr. beklemming:. σ. καρδίας beklemming des harten NT 2 Cor. 2.4.
German (Pape)
ἡ, Zusammenhalt, Zusammenhang, das Zusammenstoßen; ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ, Il. 23.330, beim Zusammentreffen der Wege, auf dem Kreuzwege; vom Zusammentreffen in der Schlacht, sp.D., wie Ap.Rh., πολέμοιο, 1.160; ἐνὶ ξυνοχῇσιν ἀγῶνος, Qu.Sm. 4.342. – Überh. Verbindung, ξυνοχὴ κεχάλαστο χιτῶνος, Ap.Rh. 1.744; vgl. Opp. Hal. 5.131; und im plur. Fesseln, Bande, Maneth. 2.282.
übertragen, Beklemmung, Angst, Sp., wie LXX. und NT.
Russian (Dvoretsky)
συνοχή: ἡ
1 pl. сужение, узкое место: ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ Hom. в узкой части дороги, по по друг. на скрещении дорог;
2 непрерывность, сплошная связь Arst.;
3 задержка, остановка (τῆς κινήσεως Arst.);
4 удерживание, сохранение (ἑαυτοῦ Plut.);
5 стеснение, томление (καρδίας NT);
6 смятение, испуг (ἐθνῶν ἐπὶ γῆς NT).
Greek (Liddell-Scott)
συνοχή: Ἀττ. ξυν-, ἡ, (συνέχω) συγκράτησις, τὸ κατέχειν ἐν τῇ χειρί, τινος Φιλόστρ. 168. ΙΙ. (συνέχομαι, τὸ συνέχεσθαι, συγκρατεῖσθαι, 1) συστολή, σμίκρυνσις, ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ, ἔνθα ἡ ὁδὸς συστέλλεται, στενεύει, Ἰλ. Χ. 330· ἁλὸς ἐν ξυνοχῇσιν, εἰς τὰ στενὰ τῆς θαλάσσης, ἐν τοῖς πορθμοῖς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 318· ἐνὶ ξυνοχῇ λιμένος ὁ αὐτ. 1. 1006 2) συμπλοκή, ξυνοχῇσιν ἀγῶνος Κόϊντ. Σμ. 4. 342· ἐνὶ ξυνοχῇ πολέμοιο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 160. 3) συνέχεια, Ἀριστ. Τοπ. 4. 2, 13, πρβλ. Ἀλέξ. Ἀφρ. παρὰ Σουΐδ. 4) γραμμὴ ἢ σημεῖον ἑνώσεως ἢ συναντήσεως, βλεφάρων Κόλουθ. 73· ξυν. χιτῶνος, ἡ κατὰ τὸν ὦμον σύνδεσις τοῦ χιτῶνος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 744· ἡ κατὰ ἐσθῆτα σ., ἡ εἰς τὸ σῶμα συναρμογὴ τοῦ ἐνδύματος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 11, 12. 5) ἐμπόδιον, κώλυμα, τῆς κινήσεως Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 2, 4, πρβλ. 1. 3, 8· σ. ἑαυτοῦ, ἡ ἐφ’ ἑαυτοῦ συγκράτησις, κυριότης, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1054F· προνοίᾳ καὶ συν θεοῦ αὐτόθι 886Ε, πρβλ. 881Β. 6) μεταφορ., ἀνάγκη, στενοχωρία, θλῖψις, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 25. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. β΄, 4· ― ἐπὶ φυλακίσεως, εἱρκτῆς, Μανέθ. 1. 313, κ. ἀλλ.
English (Autenrieth)
(ἔχω): pl., meeting, ὁδοῦ, of the forward and the homestretch, Il. 23.330†.
Spanish
English (Strong)
from συνέχω; restraint, i.e. (figuratively) anxiety: anguish, distress.
English (Thayer)
συνοχῆς, ἡ (συνέχω, which see), a holding together, narrowing; narrows, the contracting part of a way, Homer Iliad 23,330. Metaphorically, straits, distress, anguish: καρδίας added, contractio animi, Cicero, Tusc. 1,37, 90; opposed to effusio, 4,31, 66; συνοχήν καί ταλαιπωρίαν, Aq.).
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνοχή Α συνέχω
1. συγκράτηση, σύνδεση
2. μτφ. α) λογική αλληλουχία, ειρμός (α. «λείπει η συνοχή από τον λόγο του» β. «τὰς... εὐτονωτάτας καὶ στερροτάτας συνοχὰς οὐ συντριπτέον οὐδὲ διακοπτέον», Ωριγ.)
β) στενοχώρια, θλίψη
νεοελλ.
1. φυσ. διαμοριακή ελκτική δύναμη η οποία ασκείται ανάμεσα σε δύο προσκείμενα τμήματα ενός υλικού, συνήθως στερεού ή υγρού
2. (κοινων.-ψυχολ.) η συνισταμένη όλων τών δυνάμεων που επιδρούν στα μέλη μιας ομάδας ώστε αυτά να αντισταθούν στις δυνάμεις διάσπασης της ομάδας και να μείνουν στους κόλπους της
3. γλωσσ. καθοριστική εσωτερική σχέση του λόγου στο επίπεδο της μορφής, δηλαδή στο καθαρώς γλωσσικό επίπεδο, χάρη στην οποία οι προτάσεις μετατρέπονται σε εκφωνήματα και το σύνολο τών εκφωνημάτων σε κείμενο, το οποίο με τον τρόπο αυτόν καθίσταται οργανωμένη ενότητα λόγου και όχι απλό άθροισμα γλωσσικών στοιχείων
νεοελλ.-μσν.
συνάφεια
μσν.
πρόθεση, σκοπός
μσν.-αρχ.
το σημείο ένωσης τών βλεφάρων
αρχ.
1. το να κρατά κανείς κάτι στο χέρι του
2. συστολή, σμίκρυνση, στένεμα («ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ» — όπου ο δρόμος στενεύει, Ομ. Ιλ.)
3. συμπλοκή («ἐνὶ ξυνοχῇ πολέμοιο», Απολλ. Ρόδ.)
4. συνέχεια
5. συνδυασμός στοιχείων
6. (για χιτώνα) το δέσιμο στους ώμους
7. (για ρούχο) εφαρμογή
8. καταπίεση
9. ιατρ. κατάκλιση («ἀκίνδυνος ἔσται ἡ συνοχή», Σεραπ.)
10. μτφ. έλεγχος
11. στον πληθ. αἱ συνοχαί
α) φυλάκιση
β) παγίδα
12. φρ. «συνοχὴ ἡ ἑαυτοῦ» — αυτοέλεγχος, αυτοσυγκράτηση (Χρύσ. Στωικ.).
Greek Monotonic
συνοχή: Αττ. ξυν-, ἡ (συνέχομαι),
I. συγκράτηση, κράτημα με το χέρι· ἐν ξυνοχῆσιν ὁδοῦ, σε ένα σημείο όπου ο δρόμος στενεύει, σε Ομήρ. Ιλ.
II. καταναγκασμός, στενοχώρια, άγχος, θλίψη, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
[συνέχομαι]
I. a being held together, ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ at a narrow part of the road, Il.
II. constraint, affliction, anguish, NTest.
Chinese
原文音譯:sunÒch 尋-哦黑
詞類次數:名詞(2)
原文字根:共-有的 相當於: (מָצֹור)
字義溯源:抑制,痛苦,困苦;源自(συνέχω)=共同持有),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἔχω)*=持)組成
出現次數:總共(2);路(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 痛苦的(1) 林後2:4;
2) 困苦(1) 路21:25
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό συνέχω → σύν + ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
ἡ posesión por parte de un ser maligno διάσωσόν με πάντοτε εἰς τὸν αἰῶνα ... ἀπὸ πάσης συνοχῆς líbrame en todo momento y para siempre de toda posesión P VIII 35
Translations
affliction
Armenian: վիշտ; Bulgarian: болка, измъчване, огорчение; Chinese Cantonese: 痛苦; Mandarin: 痛苦; Dutch: lijden, pijn; Esperanto: aflikto; Finnish: kärsimys, tuska; French: affliction, détresse; Galician: anoto; German: Leiden, Behinderung; Gothic: 𐍃𐌻𐌰𐌷𐍃, 𐌰𐌲𐌲𐍅𐌹𐌸𐌰; Greek: συμφορά, βάσανο; Ancient Greek: ἀπόκναισις, ἄχεα, ἄχη, ἀχθηδών, ἄχος, δυηπάθια, δυηπαθίη, δυσπάθεια, δυσπαθία, δυσχέρημα, ἔκθλιψις, ἔτασις, θλῖψις, κακοπάθεια, κακοπαθία, καταπόνησις, λύπη, μέρμηρα, ξυνοχή, πεῖσις, πένθος, πωρητύς, σαββώ, συνοχή, συντριβή, σύντριμμα, συντριμμός, τὰ δύσφορα; Irish: angar, galar, doilíos; Italian: afflizione; Ladino: afrision, afriisyon; Malay: kepayahan; Plautdietsch: Älent; Polish: cierpienie, przypadłość, afekcja; Portuguese: aflição; Russian: страдание, печаль, огорчение, боль, горе, мучение; Serbo-Croatian: patnja, trpljenje; Spanish: aflicción, tribulación, quebranto; Turkish: ızdırap, dert, keder