ἐκκόπτω

From LSJ
Revision as of 07:55, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκόπτω Medium diacritics: ἐκκόπτω Low diacritics: εκκόπτω Capitals: ΕΚΚΟΠΤΩ
Transliteration A: ekkóptō Transliteration B: ekkoptō Transliteration C: ekkopto Beta Code: e)kko/ptw

English (LSJ)

A cut out, knock out, τοὺς γομφίους Phryn.Com.68; τῶν ἑρπετῶν ἐξέκοψε τὸ φθέγμα Call.Iamb.1.163:—Pass., ἢν..τωφθαλμὼ' κκοπῇς have your eyes knocked out, Ar.Av.342; τὸν ὀφθαλμὸν ἐκκεκομμένος D.18.67; ἐξεκέκοπτο τὴν φωνήν had lost his voice, Luc.JTr.16.
2 cut [trees] out of a wood, fell, Hdt.6.37 (Pass.), 9.97, Th.6.99, etc.; δένδρα ἐκκεκόφασι X.HG6.5.37; παράδεισον laid waste the park, Id.An.1.4.10; χωρία D.H.8.87; νήσους καὶ πόλεις Plu.Pomp.24: hence,
b metaph., cut off, make an end of, τοὺς ἄνδρας Hdt.4.110; ἐ. φενακισμόν, ἱεροσυλίαν, Din.2.4, Is.8.39; eradicate abuses, OGI669.64 (Egypt, i A.D.); τὴν αἰσθητικὴν ἐνέργειαν Arist.PA656b5; extirpate, (λύπας) Diog.Oen.2:—Pass., ἡ θρασύτης ἐξεκέκοπτο Pl.Chrm.155c.
c ἐ. πλοῖα scuttle ships, IG12(7).386.9 (Amorgos).
3 as military term, beat off, repulse, τὰς ἀκροβολίσεις X.Cyr.6.2.15; τοὺς ἐπὶ τῷ λόφῳ Id.HG7.4.26.
4 win, in throwing the dice, Alex.44, Menecr.ID.:—Pass., to be ruined at play, Hsch.
5 ἐ. θύρας break open, Lys.3.6; οἰκίαν ἐ. Plb.4.3.10.
6 cut out or erase an inscription, SIG38.38 (Teos, V B.C.), Arist.Rh.1400a33; οὐδενὶ ἐξέσται..γράμμα ἐκκόψαι CIG3028 (Ephesus), al.; ἐ. τὴν χεῖρα Ev.Matt.5.30; cut out, as a surgeon does, Luc.Cat.24.
7 coin, stamp money, D.S.11.26.
b metaph., φαντασίαν ἐ. ὡς.. Phld.Lib.p.56 O.; γένη οὐκ ἐκκοπτόμενα ἰδίοις τέλεσι genders not marked by different terminations, A.D. Synt.104.23; ἐ. ἀναφθέγματα coin expressions, Phld.D.3.14.
8 hinder, bring to a stop, PAlex.4.1 (iii B.C.), Vett.Val.268.6.
II intr., pause, come to a stop, Id.260.24.

Spanish (DGE)

A tr.
I concr.
1 sacar, arrancar τοὺς γομφίους Phryn.Com.73, τὸν ὀδόντα τῆς θεραπαίνης LXX Ex.21.27, σαύρας δεξιὸν ὀφθαλμόν Suppl.Mag.78.2.4, en v. pas. c. ac. de rel., esp. de los ojos ἢν ... τὠφθαλμὼ 'κκοπῇς Ar.Au.342, cf. Arist.HA 573b14, τὸν ὀφθαλμὸν ἐκκεκομμένος teniendo vaciado un ojo D.18.67, cf. Phld.Ir.23.36, Sor.1.9.52
arrancar, fig. arrebatar ὁ Ζεὺς ... τῶν ἑρπετῶν μὲν ἐξέκοψε τὸ φθέγμα Zeus arrebató la voz a los animales Call.Fr.192.7, en v. pas. τὴν φωνὴν ἐξεκέκοπτο Luc.ITr.16.
2 cortar
a) talar, abatir δένδρεα Hdt.9.97, X.HG 6.5.37, τὰς ἐλάας Th.6.99, cf. Thphr.HP 4.13.3, en v. pas. πίτυς ... ἐκκοπεῖσα Hdt.6.37, de una palmera PBerl.Leihg.38.41 (II d.C.), de viñas IG 12(7).62.27 (Arcesine IV a.C.), PPher.302 (II d.C.), POxy.2847.5 (III d.C.)
podar φοίνικος παραφυάδας Nic.Fr.80;
b) medic. cortar, extirpar οὐ ... ἔκκοπτε τὰ κατὰ τῶν ὠμοπλατῶν ὀστᾶ τοῦ θώρακος Gal.2.687, ὄγκον ... διὰ χειρουργίας Sor.137.19, ἐ. χρὴ τὸ τεθλασμένον hay que extirpar lo contuso Gal.10.446, en v. pas. Gal.2.687, τί γὰρ ὄφελος ... τὰς ἀκάνθας ἐκκοπῆναι πάσας de qué sirve que todas las espinas sean extirpadas Chrys.M.62.113
sajar, abrir las venas, para hacer una sangría Aret.CD 1.3.3
amputar αὐτήν (τὴν χεῖρα) Eu.Matt.5.30;
c) perforar τοῦ κανείου τὸν πυθμένα Hp.Mul.2.133, τοὺς ἀγωγοὺς ὕδατος Hdn.7.12.3;
d) romper, saltar, desportillar de vasos, en v. pas. (οἰνοχόαι) τοὺς πυθμένας ἐκκεκομμέναι IG 11(2).199.B.82, cf. 161C.38 (ambas III a.C.);
e) gram. apocopar en v. pas. ἐξεκόπη παρὰ Ἀριστίᾳ ref. al gen. Ποσειδῶ Hdn.Gr.2.916.
3 en el juego sacar una jugada, ganar ἀστραγάλους ἐκκόψας Menecr.1, cf. Alex.45, part. perf. pas. ἐκκεκομμένος arruinado por el juego Hsch.
4 borrar a golpes, martillar textos grabados en piedra φοινικήϊα (sc. γράμματα) SIG 38.38 (Teos V a.C.), cf. Arist.Rh.1400a34, IIl.25.121 (III a.C.), IG 22.1121.26 (IV d.C.), en imprecaciones funerar. τῷ ἐκκόψαντι τὰ ἐπιγεγραμμένα μήτε γῆ βατὴ μήτε θάλασσα πλωτή SEG 38.1544.22 (Comagene I d.C.), cf. SEG 1.442 (Lidia), οὐδενὶ ἐξέσται ... γράμμα ἐκκόψαι IEphesos 3216.3 (imper.), cf. 2304.4 (I d.C.), ἐπιγραφήν MAMA 8.570.9 (Caria III d.C.)
raspar, borrar en v. pas. ἴχνη μὲν καὶ σημεῖα πολλὰ τῶν ἐγκαυμάτων ... ἐκκέκοπται huellas y señales de quemaduras han sido quitadas Luc.Cat.24.
5 destruir
a) matar τοὺς ἄνδρας Hdt.4.110, τὰ ἔθνη, οἷς ἀσφαλὲς ἦν συνγνώμην ἔχειν, ἔσωσα μᾶλλον ἢν ἐξέκοψα Mon.Anc.Gr.1.23;
b) de lugares arrasar, devastar παράδεισον X.An.1.4.10, ἄλση LXX De.12.3, I.AI 10.52, χωρία D.H.8.87, νήσους καὶ πόλεις Plu.Pomp.24, en v. pas. τὰ εἴδωλα αὐτῶν ἐκκεκομμένα LXX Is.27.9;
c) desfondar, echar a pique πλοῖα IG 12(7).386.9 (Amorgos);
d) forzar τὰς θύρας Lys.3.6, cf. D.S.14.115, τὰς οἰκίας Plb.4.3.10.
6 c. ac. de resultado acuñar νόμισμα D.S.11.26, en sent. fig. φαντασίαν ἐκκόπτοντες ὥς εἰσι δὴ φιλοπαρρησιάσται acuñando la imagen de que gustan de la franqueza Phld.Lib.16b.4
gram. marcar, señalar en v. pas. τὰ γένη οὐκ ἐκκοπτόμενα ἰδίοις τέλεσι géneros no marcados por terminaciones propias A.D.Synt.104.23.
7 tallar en piedra o madera τὰς θύρας PSI 669.4 (III a.C.), en v. pas. ἡ πέτρα ... πύλην ἐκκεκομμένην ἔχουσα la piedra tenía una puerta tallada Herm.Sim.9.2.2.
II usos fig.
1 eliminar, quitar, cortar c. ac. abstr. τῆς φιλαργυρίης τὴν ... ῥίζαν Hp.Ep.16, τὰς συκοφαντίας Lys.28.6, τὴν ἱεροσυλίαν Is.8.39, τοὺς φενακισμούς Din.2.4, τὴν ἀφορμήν 2Ep.Cor.11.12, la facultad de hablar, Phld.D.3.14.3, τῷ μόνῳ δυναμ[ένῳ] τὰ τοιαῦτα ὁλ[οσχερ] ῶς ἐ. al único que puede zanjar de raíz este tipo de cuestiones, ITemple of Hibis 4.64 (I d.C.), τὴν ἀθέμιτον ... ὀργήν 1Ep.Clem.63.2, cf. Thdt.Qu.in Ge.48, τὰς βουλάς Vett.Val.375.20, τὰ δόγματα Arr.Epict.2.22.34, τῶν λυπῶν τὰς κενάς Diog.Oen.3.6.9, τὰς ἀδικίας Tib.II Nou.8, τὰς δίκας Sch.Ar.Eq.825b
c. ac. de abstr. y gen. de pers. apartar δεσπότας, οἳ ἐκκόψουσιν ὑμῶν τὴν τρυφὴν amos que os apartarán de la vida relajada Crates Theb.Ep.34.3, en v. pas. μου ἡ πρόσθεν θρασύτης ἐξεκέκοπτο se apartó de mí, e.e., me abandonó mi anterior audacia Pl.Chrm.155c, cf. Plu.Dem.23, ἂν λάβω ξύλον, ποήσω τὰ δάκρυ' ὑμῶν ταῦτ' ἐγὼ ἐκκεκόφθαι Men.Sam.441, c. ac. de rel. τὴν αἴσθησιν ἐκκεκομμένος del pecador respecto al pecado, Didym.Gen.85.2
embotar, debilitar ἐκκόπτει ... ἡ τῆς ἐν τῷ αἵματι θερμότητος κίνησις τὴν αἰσθητικὴν ἐνέργειαν Arist.PA 656b5.
2 milit. rechazar τοὺς ἐπὶ τῷ λόφῳ X.HG 7.4.26, τῶν τοξοτῶν καὶ ἀκοντιστῶν τὰς ἀκροβολίσεις X.Cyr.6.2.15.
3 ref. al tiempo diferir, aplazar τὴν δικαιοδοσίαν Plb.20.6.2
interrumpir τὴν πορείαν Procop.Vand.1.11.26.
B intr.
1 carecer de sentido ἐὰν δὲ περισπωμένως ἀναγινώσκωμεν ἀρχεδικᾶν, οὐκ ἐκκόπτει ἡ γραφή Sch.Pi.P.4.195a.
2 cesar, acabar c. gen. κἂν ἐπ' ἔλαττον τῆς ἀδικίας ἐκκόπτοιεν Tz.Ex.34.26.

German (Pape)

[Seite 764] aushauen, ausschlagen; ὀφθαλμόν Dem. 24, 140; ἐξεκόπην τὸν ὀφθαλμόν Ar. Nubb. 24; vgl. Aesch. 1, 172; Plut. Poplic. 16 u. a. Sp.; bei den Chirurgen = ausschneiden, vgl. Luc. Catapl. 24; umhauen, δένδρεα Her. 9, 97; τὰς ἐλάας Thuc. 6, 99; Lys. 7, 7; παράδεισον Xen. An. 1, 4, 10; – erbrechen, τὰς θύρας Lys. 3, 6; πύλας D. Sic. 14, 115; τὴν οἰκίαν Pol. 4, 3, 10; Plut. Aler. 12; – heraus-, herabwerfen, Xen. Hell. 7, 4, 32; von Soldaten, ibd. 26; τὰς ἀκροβολίσεις, zurückschlagen, Cyr. 6, 2, 15; ausrotten, tödten, ἄνδρας Her. 4, 110; λῃστάς Dem. 7, 4; oft bei Sp.; νήσους καὶ πόλεις, zerstören, Plut. Pomp. 24; χωρία D. Hal. 8, 87; ἀνθρώπους τῆς πατρίδος Plut. Cic. et Dem. 6. – Übertr., καί μου ἡ πρόσθεν θρασύτης ἐξεκέκοπτο Plat. Charm. 155 c; φενακισμούς, vernichten, Din. 2, 4; αὐτῶν τὴν ἱεροσυλίαν Is. 8, 39; ἐκκέκομμαι τὴν φωνήν, die Stimme ist mir erloschen, Luc. Iup. trag. 16. – Bei Dem. 59, 98 = ἐκκολάπτω, austilgen, etwas in Stein Eingegrabenes. – Von Spielern, νικᾶν κύβοις, Alexis bei B. A. 92; – νόμισμα, prägen, D. Sic. 11, 26. – Bei K. S. = excommuniciren.

French (Bailly abrégé)

1 retrancher en coupant, amputer, abattre (des arbres);
2 déplacer, démolir ou détruire en frappant ; Pass. τὸν ὀφθαλμὸν ἐκκεκομμένος DÉM qui a l'œil crevé ou abîmé ; ἐκκ. νήσους καὶ πόλεις PLUT dévaster des îles et des cités ; ἄνδρας HDT faire périr des hommes ; ἐκκέκομμαι τὴν φωνήν LUC j'ai la voix brisée.
Étymologie: ἐκ, κόπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκόπτω:
1 выбивать (ὀφθαλμόν Arph., Aeschin., Arst., Dem., Plut.; τὰ ἐδάφη τῶν νεῶν Plut.);
2 вырезывать, оперативно удалять (σημεῖα τῶν ἐγκαυμάτων ἐκκέκοπται Luc.);
3 отрезывать, отрубать (τὴν δεξιὰν χεῖρα NT);
4 вырубать, срубать (δένδρεα Her.; ἐλάας Thuc., Lys.; παράδεισον Xen.);
5 выламывать, взламывать (θύρας Lys.; πύλας Diod.);
6 разрушать, разорять (οἰκίας Polyb.; νήσους καὶ πόλεις Plut.);
7 ломать, разбирать (τὰ σκηνώματα Xen.);
8 отбивать, отражать (τὰς ἀκροβολίσεις Xen.);
9 сбрасывать, прогонять (τοὺς ἐπὶ τῷ λόφῳ, sc. πολεμίους Xen.);
10 истреблять, умерщвлять, убивать (ἄνδρας Her.; λῃστάς Dem.);
11 уничтожать, искоренять, подавлять (τὴν αἰσθητικὴν ἐνέργειαν Arst.; τὸ φίλαυτον ἑαυτῶν καὶ τὴν οἴησιν Plut.): ἡ θρασύτης μου ἐξεκέκοπτο Plat. смелость моя пропала; ἐκκέκομμαι τὴν φωνήν Luc. у меня пропал голос;
12 соскабливать, стирать (τὸ ἐπὶ τῆς στήλης ὄνομα Arst.);
13 выбивать, чеканить (νόμισμα Diod.);
14 прогонять, нарушать (τὸν ὕπνον μερίμναις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκόπτω: μέλλ. -ψω, ἀποκόπτω, ἐκκρούω, τοὺς γομφίους Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 4: Παθ., ἐξεκόπη τὠφθαλμώ, οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἐξεκρούσθησαν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 342· τὸν ὀφθαλμὸν ἐκκεκομμένος Δημ. 247. 11· ἐκκέκομμαι τὴν φωνήν, ἐκόπη ἡ φωνή μου, Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 16. 2) ἀποκόπτω δένδρα ἐκ τοῦ δάσους (πρβλ. ἐκβάλλω ΙΙ. 1), δένδρεα Ἡρόδ. 6. 37., 9. 97· ἐκκεκόφασι δένδρα Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 37· Κῦρος δ’ αὐτὸν (τὸν παράδεισον) ἐξέκοψε ὁ αὐτ. Ἀν. 1.4, 10: - ἐντεῦθεν, β) κατακόπτω, ἐξολοθρεύω, Λατ. exscindere, τοὺς ἄνδρας Ἡρόδ. 4. 110· ἐκκ. φενακισμόν, ἱεροσυλίαν Δείναρχ. 105. 28, Ἰσαῖος 73. 26· τὴν αἰσθητικὴν ἐνέργειαν Ἀριστ. π. Ζῴων Μορ. 2. 10, 11: - Παθ., ἡ θρασύτης ἐξεκεκοπτο Πλάτ. Χαρμ. 155C. 3) ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ἀποκρούω, ἀπωθῶ, τὰς ἀκροβολίσεις Ξεν. Κύρ. 6.2, 15· τοὺς ἐπὶ τῷ λόφῳ ὁ αὐτ. Ἑλλ. 7. 4, 26: - νικῶ ἐν κύβοις, Ἄλεξ. ἐν «Δακτυλίῳ» 2. 4) ἐκκ. θύρας, βιαίως ἀνοίγειν αὐτάς, Λυσ. 97. 1· οἰκίαν ἐκκ. Πολύβ. 4. 3, 10. 5) ἐκκολάπτω, ἐξαλείφω ἐπιγραφήν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 25· οὐδενὶ ἐξέσται... γράμμα ἐκκόψαι Συλλ. Ἐπιγρ. 3028-9, -44· ἐκκ. τὴν χεῖρα Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 30· ἀποκόπτω ὡς χειρουργός, Λουκ. Κατάπλ. 24. 6) κόπτω νομίσματα, Διόδ. 11. 26. 7) παρ’ Ἐκκλ., ἀποχωρίζω τῆς κοινωνίας, ἀφορίζω.

English (Strong)

from ἐκ and κόπτω; to exscind; figuratively, to frustrate: cut down (off, out), hew down, hinder.

English (Thayer)

future ἐκκόψω; 1st aorist imperative ἔκκοψον, subjunctive ἐκκόψω; (passive, present ἐκκόπτομαι); 2nd aorist ἐξεκοπην; 2future ἐκκοπήσομαι; to cut out, cut off;
a. properly: of a tree, Herodotus 9,97, etc.); a hand, an eye: τόν ὀφθυλμον, Demosthenes, p. 744 (13) 17); passive ἐκ τίνος, a branch from a tree, τήν ἀφορμήν, to cut off occasion, τήν ἐλπίδα, ἐγκόπτεσθαι; see ἐγκόπτω.

Greek Monolingual

(AM ἐκκόπτω)
αποκόπτω, κόβω και αφαιρώ («εἰ ἡ δεξιά σου χεὶρ σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὴν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ», ΚΔ)
αρχ.-μσν.
1. δίνω τέλος
2. διακόπτω κάποιον που μιλάει
3. (για συζήτηση) σταματώ
4. (για χρόνο) αφαιρώ
5. (για εισφορά) καταργώ
6. εκκλ. αφορίζω
αρχ.
1. (για δέντρα) κόβω σύρριζα
2. εκμηδενίζω, σταματώ
3. αναγκάζω κάτι να σταματήσει («ἐκκόπτειν φενακισμόν»)
4. για πλοίο) βυθίζω διατρυπώντας το
5. (για πόρτα) σπάζω
6. (ως στρατ. όρος) α) αποκρούω, απωθώ
β) απομονώνω τμήμα από το κύριο σώμα
7. παθ. ξεχωρίζω ή ξεχωρίζομαι
8. (για παιχνίδι κύβων) κερδίζω
9. εξαλείφω κάτι χαραγμένο σε πέτρα ή ξύλο
10. πλάθω, π.χ. εικόνες, με τον λόγο
11. σταματώ την κίνησή μου.

Greek Monotonic

ἐκκόπτω: μέλ. -ψω, παρακ. -κέκοφα, Παθ. αόρ. βʹ ἐξ-εκόπην·
1. αποκόπτω, αφαιρώ, χτυπώ — Παθ., ἐξεκόπη τὠφθαλμώ, είχε και τα δύο του μάτια χτυπημένα, σε Αριστοφ.
2. κόβω (δέντρα), τα αποκόπτω από δάσος, υλοτομώ (πρβλ. ἐκβάλλω), σε Ηρόδ., Ξεν.· ἐκκ. τὸν παράδεισον, κόβω, ρίχνω κάτω, υλοτομώ όλα τα δέντρα του δάσους, σε Ξεν.
3. μεταφ., ανακόπτω, τερματίζω, εξολοθρεύω, σε Ηρόδ. κ.λπ.
4. ως στρατιωτικός όρος, αποκρούω, απωθώ, σε Ξεν.
5. αποκόπτω μέλος του σώματος, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

fut. ψω perf. -κέκοφα aor2 pass. ἐξ-εκόπην
1. to cut out, knock out:—Pass., ἐξεκόπη τὠφθαλμώ he had both his eyes knocked out, Ar.
2. to cut [trees] out of a wood, to fell (cf. ἐκβάλλὠ, Hdt., Xen.; ἐκκ. τὸν παράδεισον cut down all the trees in the park, Xen.
3. metaph. to cut off, make an end of, Hdt., etc.
4. as military term, to beat off, repulse, Xen.
5. to cut off, NTest.

Chinese

原文音譯:™kkÒptw 誒克-可普拖
詞類次數:動詞(11)
原文字根:出去-打擊 相當於: (גָּדַע‎) (כָּרַת‎) (נָפַל‎) (נָקַר‎)
字義溯源:砍斷,砍下,砍,切去,斷絕;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(κόπτω)*=砍)組成。這字表面上是說到砍樹,實際上是隱喻一些警戒的話
出現次數:總共(10);太(4);路(3);羅(2);林後(1)
譯字彙編
1) 砍下來(4) 太3:10; 太5:30; 太7:19; 路3:9;
2) 斷絕(1) 林後11:12;
3) 就當⋯砍下來(1) 太18:8;
4) 被砍(1) 羅11:24;
5) 被砍下來(1) 羅11:22;
6) 砍了罷(1) 路13:7;
7) 砍了(1) 路13:9

Léxico de magia

arrancar σαύρας δεξιὸν ὀφθαλμὸν ἐκκόψας καὶ αὐτὸν βαλὼν ἐν αἰγείῳ δέρματι arranca el ojo derecho de un lagarto y ponlo en una piel de cabra SM 78 2.4