ἐνιαυτός
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
English (LSJ)
ὁ, (ἐνί, αὐτός) prop. A anniversary, μηδὲ τᾷ ὑστεραίᾳ μηδ' ἐν ταῖς δεκάταις μηδ' ἐν τοῖς ἐνιαυτοῖς Michel995 C49 (pl., Delph.): hence πρὸ τῶ ἐ. before the lapse of a year, Leg.Gort.9.29; ἐνιαυτῷ on the expiry of a year, ib.1.35; and so, any long period of time, cycle, period, ἔτος ἦλθε περιπλομένων ἐνιαυτῶν as times rolled on the year came, Od.1.16; ἐπιπλομένων ἐ. Hes.Th.493, Sc.87; χρονίους ἐτῶν παλαιῶν ἐνιαυτούς Ar.Ra.347; πόλιν ἐνιαυτόν τινα ἔδοσαν ἐνοικεῖν Th.3.68; ὁ μέγας ἐ., of a Pythagorean cycle, Eudem. ap. Theo Sm. p.198H.; also of the Metonic Cycle of nineteen years, D.S.12.36; of a period of 600 years, J.AJ1.3.9:—ἀΐδιος ἐ. Apollod.3.4.2. 2 = ἔτος, a year, εἴνατός ἐστι περιτροπέων ἐ. Il.2.295; δεκάτους περιτελλομένους ἐ. 8.404; Διὸς ἐνιαυτοί 2.134; μῆνές τε καὶ ἐνιαυτῶν περίοδοι Pl.Ti.47a; ἐ. ἡμερῶν LXX Le.25.29; ἐνιαυτόν during a year, Od.1.288; αἱ σπονδαὶ ἐνιαυτὸν ἔσονται Indut. ap. Th.4.118; ἐπεί κε ὠνίαυτος ἐξέλθῃ IG12(2).1.12 (Mytil., iv B. C.); τὸν πρῶτον ἐ. Lys.32.8; ὁπηνίκα . . τοὐνιαυτοῦ at what time in the year, Ar.Fr.569.7; δὶς τοῦ ἐ. twice a year, Pl.Criti.118e; τοῦ ἐ. every year, X.Vect.4.23; ἑκάστου ἐ. Id.Ath.3.4; but ἕκαστον τὸν ἐ. IG2.1055.4: with Preps., δι' ἐνιαυτοῦ Antipho Fr.28; δι' ἐ. πέμπτου every five years, Pl.Criti.119d; θητεύσαμεν εἰς ἐ. for a year, Il.21.444; τελεσφόρον εἰς ἐ. 19.32; κατ' ἐνιαυτὸν ἄρξαι for a year, Th.1.93; or, every year, Isoc.3.17, Diph.38.5; καθ' ἕκαστον ἐ. Id.89; ἐπ' ἐ. for a year, Pl.Lg.945b, etc.; μετὰ τὸν ἐ. at the end of the year, Th.1.138; παρ' ἐνιαυτὸν ἄρχειν in alternate years, D.S.4.65; πρὸ ἐνιαυτοῦ a year before, Plu.2.147e; ἐς τὸν σᾶτες ἐ. for the current year, IG14.256 (Phintias); ἐν τῷ καθ' ἕτος ἐ. in the current year, CIG3641b5 (Lampsacus). 3 Ἐνιαυτός, personified, Ael.Fr.19, Orph.Fr.127.3 (s. v.l.), Procl.in Ti.3.41 D. II name for a Cornucopiae, Callix.2, cf. Ath.11.783c.
German (Pape)
[Seite 844] ὁ, (nach Plat. Crat. 410 d von ἐν ἑαυτῷ, andere Alte wunderlich ἐνἰαύω, vgl. ἔνος, ἔτος), ein in sich abgeschlossener Zeitraum, Kreislauf der Zeit, ἔτος ἦλθε περιπλομένων ἐνιαυτῶν, im Laufe der Zeit kam das Jahr, Od. 1, 16; χρονίους ἐτῶν παλαιῶν ἐνιαυτούς Ar. Ran. 348, wo der Schol. zu vgl.; ἐν ὥραις ἐτῶν τε καὶ ἐνιαυτῶν Plat. Legg. X, 906 c. Dah. von größeren Zeitabschnitten, Κάδμος ἐνιαυτὸν ἐθήτευσεν Ἄρει· ἦν δὲ ὁ ἐνιαυτὸς τότε ὀκτὼ ἔτη, Apolld. 3, 4, 1; ὁ μέγας ἐνιαυτός, bei D. Sic. 2, 47, = 19 ἔτη; das ist der Cyclus des Meton, 12, 36; vgl. Plut. defect. or. 21 u. Idelers Handbuch der Chronologie II p. 588 ff. – Gew. = das Jahr, wie Διὸς ἐνιαυτοί, Jahre des Zeus, denn Zeus ist der Ordner des Zeitlaufs, Il. 2, 134; bei den Folgdn, ἐνιαυτὸς ὁπόταν ἥλιος τὸν ἑαυτοῦ περιέλθῃ κύκλον Plat. Tim. 39 c; – κατ' ἐνιαυτόν, jährlich (s. κατά, wie die anderen Vrbdgn mit Präpositionen unter diesen); τοῦ ἐνιαυτοῦ, des Jahres, alljährlich, Plat. u. A. – Bei Ath. XI, 783 c eine Art Becher.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιαυτός: ὁ, (ἔνος, ὃ ἴδε), κυρίως πᾶσα μακρὰ περίοδος χρόνου, κύκλος, περίοδος, «ἐνιαυτὸς δὲ ὁ μακρὸς χρόνος καὶ διατριβὴν ἔχων πολλήν, παρὰ τὸ ἰαύω, τὸ διατρίβω» (Εὐστ.)· ἀλλ’ ὅτε δὴ ἔτος ἦλθε περιπλομένων ἐνιαυτῶν, «συστρεφομένων, τελεουμένων τῶν χρόνων, εἰς ἑαυτοὺς ἀνακυκλουμένων» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 16, ἔνθα ἴδε Nitsch· χρονίους τ’ ἐτῶν παλαιῶν ἐνιαυτοὺς Ἀριστοφ. Βάτρ. 347· ἐπιπλομένου δ’ ἐνιαυτοῦ Ἡσ. Θ. 493· τάχα δ’ ἄμμες ἐπιπλομένων ἐνιαυτῶν γεινόμεθ’, «προϊόντος δὲ τοῦ χρόνου ἐγεννήθημεν καὶ ἡμεῖς» (Τζέτζ.), Ἀσπ. Ἡρ. 87· ἐνιαυτόν τινα Θουκ. 3. 68: - ὁ μέγας ἐνιαυτός, ἐπὶ τοῦ Πυθαγορείου χρονικοῦ κύκλου, Εὔδημ. παρὰ Θέωνι Σμυρν. 40· ὡσαύτως, ἐνιαυτὸς Μέτωνος, «ἡ ἐννεακαιδεκαετηρίς· Μέτων γὰρ ὁ μαθηματικὸς περίοδον ἐκτιθεὶς χρόνου ἐνέταξε ιθ΄» Σουΐδ.· τὸν ἐννεακαιδεκαετῆ χρόνον ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων μέγαν ἐνιαυτὸν ὀνομάζεσθαι Διόδ. 2. 47., 12. 36· ἐπὶ περιόδου 600 ἐτῶν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 3, 9· ἀΐδιος ἐνιαυτὸς Ἀπολλόδ. 3. 4, 2. ΙΙ. = ἔτος, εἴνατός ἐστι περιτροπέων ἐνιαυτὸς Ἰλ. Β. 295, Θ. 404, Μ. 15, πρβλ. Ω. 765, Ὀδ. Β. 89, ἔνθα ὑπάρχει ἡ λέξις ἔτος (ἴδε λυκάβας)· Διὸς μεγάλου ἐνιαυτοί, ἐπειδὴ ὁ Ζεὺς διέτασσε τὰς χρονικὰς περιόδους, Ἰλ. Β. 134· ἐνιαυτόν, ἐπὶ ἓν ἔτος, ἦ τ’ ἂν τρυχόμενός περ ἔτι τλαίης ἐνιαυτὸν Ὀδ. Α. 288, πρβλ. Θουκ. 4. 188, κτλ.· ὁπηνίκ’ ἐστὶ τοὐνιαυτοῦ, ποία ὥρα τοῦ ἔτους εἶναι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476. 7· δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ Πλάτ. Κριτί. 118Ε· ἑξήκοντα τάλαντα τοῦ ἐνιαυτοῦ, κατ’ ἔτος, Ξεν. Πόροι 4. 23· ἑκάστου ἐνιαυτοῦ ὁ αὐτ. Ἀθην. Πολ. 3, 4: - μετὰ προθέσ., δι’ ἐνιαυτοῦ πέμπτου, «κάθε πέντε χρόνια», Πλάτ. Κριτί 119D· εἰς ἐνιαυτόν, δι’ ἓν ἔτος, Ἰλ. Φ. 444· τελεσφόρον εἰς ἐν Τ. 32· κατ’ ἐνιαυτόν, δι’ ἓν ἔτος Θουκ. 1. 93· ἢ κατ’ ἔτος, Δίφιλ. ἐν τοῖς «Ἐναγίζουσι» 2 (Ἀθήν. 165F)· καθ’ ἕκαστον ἐνιαυτὸν Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 4· - ἐπ’ ἐνιαυτὸν Πλάτ. Νόμ. 945Β, κτλ.: - μετὰ τὸν ἐνιαυτόν, εἰς τὸ τέλος τοῦ ἔτους, Θουκ. 1. 138· - παρ’ ἐνιαυτόν, ἕκαστον δεύτερον ἔτος, Διόδ. 4. 65· πρὸ ἐνιαυτοῦ, πρὸ ἑνὸς ἔτους, Πλούτ. 2. 147Ε: - Περὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔτους ἴδε Lewis Astr. of. Anc. σ. 12 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 période astronomique, période de temps déterminée;
2 particul. année ; ἐνιαυτόν OD pendant une année ; εἰς ἐνιαυτόν IL ou κατ’ ἐνιαυτόν THC pour une année ; τοῦ ἐνιαυτοῦ XÉN, ἑκάστου ἐνιαυτοῦ XÉN chaque année ; μετὰ τὸν ἐνιαυτόν THC à la fin de l’année ; πρὸ ἐνιαυτοῦ PLUT une année avant.
Étymologie: orig. inconnue, pê apparenté à ἔνος et pour la fin du mot, à ἔτος ; ou p. ἐνιαϜτός, de ἐν ἰᾷ *Ϝ(ε)τῇ, càd « le temps qui s’écoule en une seule année », *Ϝετή = Ϝέτος > ἔτος -- DELG plusieurs hypothèses.
English (Autenrieth)
year. Perhaps originally a less specific term than ἔτος, ἔτος ἦλθε περιπλομένων ἐνιαυτῶν, ‘as time and seasons rolled round,’ Od. 1.16 ; Διὸς ἐνιαυτοί, Il. 2.134 (cf. Od. 14.93).
English (Slater)
ἐνῐαυτός
1 year “εἴκοσι δ' ἐκτελέσαις ἐνιαυτοὺς” (P. 4.104) τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν ἀτέκμαρτον προνοῆσαι (P. 10.63) ἔρχεται δ' ἐνιαυτῷ ὑπερτάταν[ (Pae. 15.9) pro pers., ὁ παντελὴς Ἐνιαυτὸς ὧραί τε Θεμίγονοι (Pae. 1.5)
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): eol. ἐνίαυτος Alc.42.12
• Morfología: [du. ἐνιαυτοῖν I.AI 18.224]
A como unidad temporal basada en el ciclo solar
1 año
a) frec. c. numerales, para el cómputo de acontecimientos ἐννέα δὴ βεβάασι ... ἐνιαυτοί nueve años han transcurrido, Il.2.134, cf. 2.295, 8.404, πέρθετο δὲ Πριάμοιο πόλις δεκάτῳ ἐνιαυτῷ Il.12.15, cf. Od.2.175, 3.391, 16.18, ref. a un solo año ἤν περ γὰρ κεῖταί γε τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν ref. a Patroclo Il.19.32, ἔτι τλαίης ἐνιαυτόν (si te enteras de que vive tu padre) debieras intentar un año más de viaje Od.1.288, περιπλομένων ἐνιαυτῶν con el paso de los años, Od.1.16, c. giro prep. Συβαρῖται ... πρὸ ἐνιαυτοῦ τὰς κλήσεις ποιοῦνται τῶν γυναικῶν Plu.2.147e;
b) para el cómputo de la edad año o año(s) de edad ἐπιπλομένου δ' ἐνιαυτοῦ de la edad de Zeus, Hes.Th.493, cf. Sc.87, ἤδη δ' ἑπτά τ' ἔασι καὶ ἑξήκοντ' ἐνιαυτοὶ βληστρίζοντες ἐμὴν φροντίδ' ἀν' Ἑλλάδα γῆν ya son sesenta y siete años paseando mi pensamiento por la tierra griega Xenoph.B 8, τὸν πρῶτον μὲν ἐνιαυτὸν ... τοῦτο χρὴ ποιεῖν el primer año, es preciso hacer esto ref. al baño de los niños, Mnesith.Ath.20.7, ἀποσείονται δὲ λύπας χρονίους τ' ἐτῶν παλαιῶν ἐνιαυτούς se sacuden sus penas y los dilatados años de su anciana edad Ar.Ra.347, υἱὸν Θέωνα ἐνιαυτοῦ ἑνός al hijo Teón de un año de edad, BGU 1084.25 (II d.C.), ref. al embarazo ὅτε δή ῥ' ἐ. ἔην ... ἣ δ' ἔτεκ' ἐννέα κούρας cuando pasó un año, ella dio a luz nueve muchachas Hes.Th.58, ἐς δ' ἐνίαυτον παῖδα γέννατ' y al año dio a luz un niño Alc.l.c., ref. una enfermedad παύσασθαι δ' ἐ. χαλέπας οὐκ ἴ<κανος νόσω> y todo un año no es bastante para poner fin a su cruel enfermedad ref. al amor, Theoc.30.23;
c) c. divisiones internas οὐδεὶς οἶδ' ὁπηνίκ' ἐστι τοὐνιαυτοῦ nadie sabe en qué época del año está Ar.Fr.581.7, op. a otras unidades ἡλικίῃσιν, ὥρῃσιν, ἐνιαυτοῖς ὅμοια τὰ ζῶντα en lo referente a sus edades, los seres vivos guardan semejanza con las estaciones y los años Hp.Hum.11, μῆνές τε καὶ ἐνιαυτῶν περίοδοι Pl.Ti.47a, ἕως πληρωθῇ ἐνιαυτὸς ἡμερῶν hasta que se cumpla un año entero LXX Le.25.29
•identificadas con su comienzo o fin ἦλθ' ἦλθε χελιδὼν καλὰς ὥρας ἄγουσα, καλοὺς ἐνιαυτούς ref. la primavera y tiempo de cosechas Carm.Pop.2.3, Δίκταν ἐς ἐνιαυτὸν ἕρπε ref. al día que marca el final de cada año Hymn.Curet.5, 25;
d) indic. compromiso contractual θητεύσαμεν εἰς ἐνιαυτόν alquilamos nuestros servicios por un año, Il.21.444, δύω Ἄρκτοι ... μιν ... ἔτρεφον εἰς ἐνιαυτόν a Zeus, Arat.34, ἔδωκεν ὀψώνια ταῖς δυνάμεσιν εἰς ἐνιαυτόν dio a las tropas la soldada de un año LXX 1Ma.3.28
•legal, administrativo, etc. ἐπεί κε ὠνίαυτος ἐξέλθῃ ἐν ἐξ μήννε<σ>σι (el proceso tendrá lugar) en el plazo de seis meses después de que haya terminado el año de ejercicio en el cargo SEG 34.849.12 (Mitilene V a.C.), τὸ δὲ πεσούμενον χρῆμα ἑκάστου ἐνιαυτοῦ δοθῆναι τῷ ἱερομνήμονι Sokolowski 2.72A.6 (Tasos I a.C.);
e) usos abs. en ciertos casos: en ac. de ext. durante un año, de un año αἱ σπονδαὶ ἐνιαυτὸν ἔσονται la duración de la tregua será de un año Th.4.118, cf. 3.68, <δένδρεα δ'> ... τέθηλεν ... κατ' ἠέρα πάντ' ἐνιαυτόν Emp.B 38, cf. Lys.32.8, ἑκατὸν πεντήκοντα δυοῖν δραχμῶν ἕκαστον τὸν ἐνιαυτόν al precio de ciento cincuenta y dos dracmas por año, IG 22.2492.4 (IV a.C.)
•en gen. por año, cada año, al año μισθὸν δὲ δόμεν τō ἐνιαυτō pagar como sueldo al año, ICr.App.28A.11 (Lito VI/V a.C.), cf. X.Vect.4.23, δὶς δὴ τοῦ ἐνιαυτοῦ dos veces al año Pl.Criti.118e, cf. X.Ath.3.4
•en dat. ἐνιαυτōι al cabo de un año, al expirar el año después de una sentencia legal ICr.4.72.1.36 (Gortina V a.C.);
f) en giros prep. μετὰ τὸν ἐνιαυτόν al cabo de un año Th.1.138, πρὸ τō ἐνιαυτō ICr.4.72.4.4 (Gortina V a.C.), κατ' ἐνιαυτὸν ... ἦρξε Th.1.93, cf. Pl.Lg.945b, en giro adnom. ὁ καθ' ἕτος ἐ. el año en curso, ILampsakos 9.38, TAM 5.1343.6 (ambas II a.C.), ὁ ἁιρημένος γυμνασίαρχος ἐς τὸν σᾶτες ἐνιαυτόν el gimnasiarca elegido para el año en curso, IGDS 161.10 (Gela I a.C.), παρ' ἐνιαυτὸν ἄρχειν gobernar en años alternos D.S.4.65, ἐνιαυτοὺς ἐξ ἐνιαυτῶν año tras año, PMich.757.4 (III/IV d.C.)
•esp. en el sent. cada año δι' ἐνιαυτοῦ πέμπτου ... συνελέγοντο cada cinco años se reunían Pl.Criti.119d, cf. Antipho Fr.28
•c. κατά distributivo cada año, todos los años οἱ μὲν τοίνυν κατ' ἐνιαυτὸν εἰς τὰς ἀρχὰς εἰσιόντες Isoc.3.17, cf. Diph.37.5, καθ' ἕκαστον ἐνιαυτόν Diph.89, CRIA 166.32 (III/II a.C.), cf. IG 10(2).2.348.9 (II d.C.).
2 aniversario, día de aniversario de la muerte ἐν τοῖς ἐνιαυτοῖ[ς] μήτ' οἰμώζεν μήτ' ὀτοτύζεν CID 1.9C.48 (V/IV a.C.).
B ref. a otros ciclos cósmicos
I astr.
1 el Gran Año ὁ μέγας ἐ. ciclo astronómico de cincuenta y nueve años, Oenopides 7, 9, Μέγας ἐ. ἢ Ἀστρονομίη Democr.B 11r (tít.), dicho de un período de seiscientos años μὴ ζήσασιν ἑξακοσίους ἐνιαυτούς· διὰ τοσούτων γὰρ ὁ μέγας ἐ. πληροῦται a los que no hubieran vivido seiscientos años, dado que el Gran Año se cumple al cabo de ese número de años I.AI 1.106.
2 el año de Metón ciclo de diecinueve años al final del cual las fases de la luna vuelven a producirse en las mismas fechas ἐ. Μέτωνος· ἡ ἐννεακαιδεκαετηρίς Sud., cf. D.S.12.36, Sch.Ar.Au.997, Phot.ε 955.
3 mit. año eterno equiv. a ocho años Κάδμος ... ἀίδιον ἐνιαυτὸν ἐθήτευσεν Ἄρει· ἦν δὲ ὁ ἐ. τότε ὀκτὼ ἔτη Cadmo sirvió a Ares durante un año eterno, ... pues un año de entonces era de ocho años Apollod.3.4.2.
II rel. c. objetos o anim.
1 c. cánidos ὁ ἐ. κυνικός el año del Perro o de Sirio por el orto de este astro en Cáncer, Procl.in Ti.3.93.8, pero rel. c. el lobo λύκος ἐνιαυτὸν σημαίνει (el soñar con) un lobo (significa) un tiempo de un año Artem.2.12 (p.124).
2 el (Buen) Año o Año de buenas cosechas dicho de cierta copa, equiv. al «cuerno de Amaltea» o «de la abundancia», Callix.2.27 (p.168.29), cf. Ath.783c, Eust.917.59.
III personif. y fig. Año
1 νῦν ὁ παντελὴς Ἐ. Ὧρα[ί] τε Θεμίγονοι Pi.Fr.52a.5, propiciado en Cádiz ἐν Γαδείροις βωμὸς Ἐνιαυτῷ ἵδρυται καὶ Μηνὶ ἄλλος Ael.Fr.19, fig. como sujeto activo τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν ἀτέκμαρτον προνοῆσαι oscuro es predecir lo que trae un año Pi.P.10.63.
2 en teogonías órficas, padre de Afrodita ἐν περιπλομέναις ὥραις Ἐνιαυτὸς ἔτικτεν παρθένον αἰδοίην Orph.Fr.189.3, cf. H.proem.18, Procl.in Ti.3.89.29.
• Etimología: Dud. Según algunas interpr. de ἐν-ιαυ-τός ‘descanso solar’, ‘solsticio’, deriv. de ἐνιαύω. Según otras interpr. comp. de *enos ‘año’, cf. ἔνος, δίενος, τετραένης, ἦνις, lituan. pér-nai, ruso lo-ni ‘del año pasado’ y de un deriv. del simple ἰαύω. Tb. se ha propuesto partir del grado ø de la r. *u̯et-/*u̯t, cf. ai par-ut, gr. πέρ-υσι, arm. heru ‘el año pasado’.
English (Strong)
prolongation from a primary enos (a year); a year: year.
English (Thayer)
ἐνιαυτοῦ, ὁ, a year: ποιεῖν ἐνιαυτόν, to spend a year, ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ, ἑπτάκις τῆς ἡμέρας, Winer's Grammar, § 30,8 N. 1; Krüger, § 47,10, 4); κατ' ἐνιαυτόν, yearly, Thucydides 1,93; Xenophon, oec. 4,6; an. 3,2, 12); in a wider sense, for some fixed and definite period of time: δεκτός. (From Homer down.) [ SYNONYMS: ἐνιαυτός, ἔτος: originally ἐνιαυτός seems to have denoted (yet cf. Curtius, § 210) a year viewed as a cycle or period of time, ἔτος as a division or sectional portion of time.]
Greek Monolingual
ο (AM ἐνιαυτός)
χρόνος, έτος, χρονιά
νεοελλ.
(νομ.) «πένθιμος ενιαυτός» — το πρώτο έτος από τον θάνατο του συζύγου, κατά το οποίο, αν η χήρα συνάψει νέο γάμο, υπόκειται σε διάφορες περιουσιακές συνέπειες
αρχ.
1. μεγάλη χρονική περίοδος, χρονικός κύκλος («περιπλομένων ένιαυτών», Ομ. Οδ.)
2. περίοδος εξακοσίων ετών
3. (ως κύρ. όνομα) Ἐνιαυτός
προσωποποίηση του έτους
4. ονομασία του κέρατος της Αμάλθειας
5. φρ. α) «μέγας ἐνιαυτός» — ο πυθαγόρειος χρονικός κύκλος
β) «ἐνιαυτὸς Μέτωνος» — χρονική περίοδος 239 μηνών, που αποτελούν κύκλο δεκαεννέα ετών
γ) «ἐνιαυτῷ» — με τη λήξη του έτους
δ) «τοῦ ἐνιαυτοῦ» — κάθε χρόνο
ε) «δι' ἐνιαυτοῦ πέμπτου» — κάθε πέντε έτη
στ) «εἰς ἐνιαυτόν», «κατ' ἐνιαυτόν», «ἐπ' ἐνιαυτόν» — για ένα έτος
ζ) «παρ' ἐνιαυτόν» — κάθε δεύτερο έτος
η) «πρὸ ἐνιαυτοῦ» — πριν από ένα έτος
θ) «εἰς τὸν σᾱτες ἐνιαυτόν» — για το τρέχον έτος
ι) «πρὸ τῷ ἐνιαυτῷ» — πριν από την πάροδο του έτους
ια) «ἐνιαυτὸς ἀναπαύσεως ή ἀφέσεως» — κάθε έβδομο έτος, κατά το οποίο οι Ισραηλίτες ἡταν υποχρεωμένοι να αφήνουν ακαλλιέργητα τα κτήματά τους στη διάθεση τών φτωχών και τών ξένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν-ιαυ-τός
α' συνθετικό της λ. είναι το en- «έτος», το οποίο πιθ. απαντά στα ένος «έτος» (πρβλ. δίενος, τετράενος κ.ά.), επίθ. ήνις «ηλικίας ενός έτους», καθώς και στα λιθ. per-nai «πέρυσι», γοτθ. fram fair-n-in jera «από πέρυσι», ρωσ. lo-ni (< ol-ni) «πέρυσι». Το β' συνθετικό της λέξεως παρουσιάζει ερμηνευτικές δυσχέρειες. Υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με το ιαύω «κοιμάμαι, παύω, σταματώ» και ότι προήλθε ως ρηματικό επίθετο σε -τος είτε από το θ. του ενεστ. ιαυ- είτε από θ. αν-, οπότε το -ι- είναι συνδετικό φωνήεν. Κατ' άλλους, ενιαυτός < εν-ιαύω
< προρρηματικό εν- + ρ. ιαύνω
πρόκειται δηλ. για τις ημέρες του ηλιοστασίου, επειδή τότε ο ήλιος φαίνεται στάσιμος ως προς την απόκλιση. Άλλες ερμηνείες που έχουν προταθεί δεν έχουν ισχυρή βάση.
ΠΑΡ. ενιαύσιος
αρχ.
ενιαυτίζω
αρχ.-μσν.
ενιαυσιαίος.
ΣΥΝΘ. αρχ. ενιαυτοφανής, ενιαυτοφορώ].
Greek Monotonic
ἐνιαυτός: ὁ (ἔνος = annus)·
I. οποιαδήποτε μεγάλη χρονική περίοδος, κύκλος, περιπλομένων ἐνιαυτῶν, όπως τα χρόνια εξακολουθούσαν να κυλούν, σε Ομήρ. Οδ.· ἐτῶν ἐνιαυτούς, σε Αριστοφ.
II. ἔτος, χρόνος, χρονιά, έτος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐνιαυτόν, κατά τη διάρκεια ενός έτους, σε Ομήρ. Οδ.· τοῦ ἐνιαυτοῦ, κάθε χρόνο, σε Ξεν.· εἰς ἐνιαυτόν, για έναν χρόνο, σε Ομήρ. Ιλ.· κατ' ἐνιαυτόν, για ένα έτος, σε Θουκ.· ή κάθε χρόνο, σε Αττ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνιαυτός: ὁ
1) цикл времени, век: ἔτος ἦλθε περιπλομένων ἐνιαυτῶν, τῷ … Hom. в круговороте времен пришел год, когда …; χρόνιοι ἐτῶν παλαιῶν ἐνιαυτοί Arph. длинные вереницы долгих лет; Μέτωνος или ὁ μέγας ἐ. Diod. Метонов цикл, т. е. период в 19 лет;
2) год: ἐνιαυτόν, εἰς ἐνιαυτόν Hom. и κατ᾽ ἐνιαυτόν Thuc., Arst. в течение года; τοῦ ἐνιαυτοῦ Xen., Plat. и ἑκάστου ἐνιαυτοῦ Xen. каждый год; μετὰ τὸν ἐνιαυτόν Thuc. по истечении года; ἐνιαυτὸν κατ᾽ ἐνιαυτόν Diod. из года в год; πρὸ ἐνιαυτοῦ Plut. год тому назад, за год до этого; παρ᾽ ἐνιαυτόν Diod. чередуясь каждый год; δι᾽ ἐνιαυτοῦ πέμπτου Plat. каждые пять лет; αἱ κατ᾽ ἐνιαυτὸν ὧραι Arst. времена года.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: anniversary, year (Il.; Risch Mus. Helv. 3, 254).
Derivatives: ἐνιαύσιος, Delph. Coan -τιος (one)year, a year long, every year (π 454), ἐνιαυσιαῖος a year long (Arist.; s. Chantr. Form. 49); denomin. verb ἐνιαυτίζομαι, -ίζω pass a year (Pl. Com.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: A new expression for year, prop. year-day (cf. Bechtel Lex. s. v.). - For the formation cf. κονι-ορ-τός, βου-λυ-τός etc. (Schwyzer 501), it seems to contain a word for year, ἔνος (H., Sch. Theoc. 7, 147), seen in several compounds : δίενος διετής (Thphr.), ἑπτάενον ἑπταετῆ H., τετράενος (Call.); as σ-stem τετράενες n. (Theocr. 7, 147), ὕπενες εἰς τετάρτην H., s. also ἦνις. The same word prob. also in Baltic and Germanic, e. g. Lith. pér-nai πέρυσι (*per-h₁n-, with acute from the laryngeal), Russ. loni < *ol-ni of the past year, Goth. fram fair-nin jera from for- (= past) year. - The 2. member in ἰαύω, either the present-stem ἐν-ιαυτός (Meillet MSL 23, 274f.) or with the verbal root (cf. κονι-ορ-τός etc.s. above) with -ι- as compound vowel [hardly possible]: ἐν-ι-αυ-τός (Schwyzer 424 n. 5, 448). But a meaning *"Jahresruhe" (years rest) is not quite clear. - After Brugmann IF 15, 87ff., 17, 319f. and many others to ἐνιαύω as *"Rast-, Ruhestation der Sonne, Jahreswende"; a το-formation from a present would be remarkable. Hardly with Prellwitz a. o. from ἐνι αὑτῳ̃ "at the same point (as in spring)"; diff. Murray JournofHellStud. 71, 120. Doubts in Szemerényi, Sprache 11 (1965) 7f.
Middle Liddell
ἐνιαυτός, ὁ, ἔνος = annus]
I. any long period of time, a cycle, period, περιπλομένων ἐνιαυτῶν as times rolled on, Od.; ἐτῶν ἐνιαυτούς Ar.
II. = ἔτος, a year, Hom., etc.; ἐνιαυτόν during a year, Od.; τοῦ ἐνιαυτοῦ every year, Xen.; εἰς ἐνιαυτόν for a year, Il.;— κατ' ἐνιαυτόν for a year, Thuc.; or every year, attic
Frisk Etymology German
ἐνιαυτός: {eniautós}
Grammar: m.
Meaning: Jahrestag, Jahr (seit Il., wo immer am Versende; Risch Mus. Helv. 3, 254).
Derivative: Davon ἐνιαύσιος, delph. koisch -τιος ‘(ein)jährig, ein Jahr lang, alljährlich’ (seit π 454), ἐνιαυσιαῖος ein Jahr lang (Arist., J. usw.; nach den Massadj. auf -αῖος, Chantraine Formation 49); denominatives Verb ἐνιαυτίζομαι, -ίζω ein Jahr zubringen (Pl. Com. u. a.).
Etymology : Neben dem altererbten ἔτος besitzt das Griechische in ἐνιαυτός einen neugebildeten Ausdruck für Jahr, eig. Jahrestag (vgl. Bechtel Lex. s. v.). — Der Bildung nach an κονιορτός, βουλυτός usw. (Schwyzer 501) erinnernd, scheint es als Vorderglied ein Wort für Jahr, ἔνος (H., Sch. Theok. 7, 147) zu enthalten, das in mehreren Komposita (vielleicht nur aus diesen erschlossen) zu belegen ist: δίενος διετής (Thphr.), ἑπτάενον· ἑπταετῆ H., τετράενος (Kall.); als σ-Stamm τετράενες n. (Theokr. 7, 147), ὕπενες· εἰς τετάρτην H., s. auch ἦνις. Dasselbe Wort ist auch in einem baltischen und germanischen Adj. vermutet worden, z. B. lit. pér-nai πέρυσι, got. fram fair-nin jera vom Vorjahre. — Als Hinterglied empfiehlt sich der Form wegen ἰαύω, u. z. entweder im Präsensstamm ἐνιαυτός (Meillet MSL 23, 274f.) oder eher von der Verbalwurzel (vgl. κονιορτός usw. oben), wobei -ι- Kompositionsvokal wäre: ἐνι-αυτός (Schwyzer 424 A. 5, wo auch Lit., 448). Die dabei anzusetzende ursprüngliche Bedeutung *"Jahresruhe" leuchtet indessen nicht ganz ein. — Nach Brugmann IF 15, 87ff., 17, 319f. und zahlreichen Nachfolgern dagegen zu ἐνιαύω also *"Rast-, Ruhestation der Sonne, Jahreswende"; eine το-Bildung von einem Präsens wäre indessen sehr eigenartig. Jedenfalls nicht mit Prellwitz u. A. aus ἐνι αὐτῳ̃ "am selben Punkte (wie im Vorjahre)"; noch anders Murray JournofHellStud. 71, 120.
Page 1,518
Chinese
原文音譯:™niautÒj 恩你凹拖士
詞類次數:名詞(14)
原文字根:在內 同一的 相當於: (שָׁנָה)
字義溯源:年度,年分,年,一年;源自(ἐνοικέω)X*=年)
出現次數:總共(14);路(1);約(3);徒(2);加(1);來(4);雅(2);啓(1)
譯字彙編:
1) 年(9) 路4:19; 約11:49; 約18:13; 來9:7; 來9:25; 來10:1; 來10:3; 雅5:17; 啓9:15;
2) 一年(2) 徒18:11; 雅4:13;
3) 一⋯年(1) 徒11:26;
4) 年分(1) 加4:10;
5) 年的(1) 約11:51