κακοήθης
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
English (LSJ)
κακόηθες, (ἦθος)
A ill-disposed, malicious, opp. εὐήθης, Ar.Pax822 (Comp., 823), D.18.11, Pl.Ep.360c, Ph.1.529, etc.; of animals, κακοήθες ὄρνεον καὶ πανοῦργον Arist.HA613b23; esp. thinking evil, prone to put the worst construction on everything, Id.Rh.1389b20; τὸ κακόηθες = malice, wickedness, Pl.R.401b, Men.653, Ph.1.684, etc. Adv., πανούργως καὶ κακοήθως Men.Epit.318; κακοήθως πολιτεύεσθαι Philipp. ap. D.18.78, cf. J.AJ13.11.1: Comp. κακοηθεστέρως Poll.4.148.
II of things, infamous, abominable, κλειδία κρυπτὰ κακοηθέστατα Ar.Th.422.
2 Medic., of sores, fevers, etc., malignant, Hp.Aph.6.4, Prog.20 (Sup.); ἐξάνθημα Phld.Ind.Sto.26. Adv. κακοήθως Hp.Art.41 codd.
German (Pape)
[Seite 1300] ες, von bösem Charakter, arglistig, hämisch, vgl. κακοήθεια; Plat. vrbdt τὸ κακόηθες καὶ ἀκόλαστον, Rep. III, 401 b; Dem. 18, 11 u. Folgende; auch adv., Plut. Pericl. 16. Auch von Sachen, κλειδία κακοηθέστατα, Schlüssel von ganz verwünschter Art, Ar. Th. 422; von Krankheiten, bes. bösartigen Geschwüren, Hippocr. u. a. Medic.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
méchant, vicieux, détestable;
Sp. κακοηθέστατος.
Étymologie: κακός, ἦθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοήθης -ες [κακός, ἦθος] met slecht karakter, kwaadaardig; van zaken slecht; geneesk. kwaadaardig; n. subst. τὸ κακόηθες kwaadwilligheid:. διακωλύειν τὸ κακόηθες τοῦτο die kwaadwilligheid verhinderen Plat. Resp. 401b.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοήθης:
1 злой, негодный, порочный, дурной, Arph., Dem.: τὸ κακόηθες καὶ ἀκόλαστον καὶ ἀνελεύθερον Plat. испорченность, разнузданность и низость;
2 (о вещах) отвратительный, скверный, бран. проклятый (κλειδία κακοηθέστατα! Arph.);
3 злокачественный, опасный (δῆγμα σηπῶν Arst.).
Greek Monolingual
-όηθες (Α κακοήθης, -όηθες)
1. αυτός που έχει κακό χαρακτήρα, κακεντρεχής, μοχθηρός (α. «κακοήθης γείτονας» β. «ἀπὸ τοὐρανοῦ 'φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ», Αριστοφ.)
2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) δυσίατος ή ανίατος, με θανατηφόρα έκβαση («κακοήθης όγκος»)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται παρά τον ηθικό νόμο («κακοήθης συμπεριφορά»)
2. αισχρός, ανήθικος, αχρείος, φαύλος («κακοήθης γυναίκα»)
αρχ.
1. (για πράγματα) ο χειρίστου είδους, ελεεινός («κλειδία κρυπτὰ κακοηθέστατα»)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόηθες
η κακία («τὸ κακόηθες τοῦτο καὶ ἀκόλαστον καὶ ἀνελεύθερον καὶ ἄσχημον», Πλάτ.).
επίρρ...
κακοήθως (Α κακοήθως)
με κακοήθη τρόπο, άτιμα, αισχρά, δόλια
αρχ.
ιατρ. με δύσκολη θεραπεία, με πιθανή μοιραία έκβαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ήθης (< ἦθος), πρβλ. καλοήθης, χρηστοήθης].
Greek Monotonic
κᾰκοήθης: -ες (ἦθος)·
I. 1. κακεντρεχής, μοχθηρός, σε Αριστοφ., Δημ.
2. ως ουσ., τὸ κακόηθες, κακή τάση, συνήθεια, αδυναμία για την εκτέλεση ενός πράγματος, σε Πλάτ.
II. λέγεται για ασθένειες, κακοήθης· επίρρ. -θως, παρά Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοήθης: -ες, (ἦθος) ὁ ἔχων κακὸν ἦθος, ἔχων κακὰς διαθέσεις, κακεντρεχής, μοχθηρός, Λατ. malitiosus, ἀντίθετον τῷ εὐήθης, Ἀριστοφ. Εἰρ. 822. 3, Δημ. 228. 27, Πλάτ. Ἐπιστ. 360C· ἰδίως ὁ διανοούμενος τὸ κακόν, ὁ ἐπὶ τὸ χεῖρον ὑπολαμβάνων ἅπαντα, Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 3. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κλειδία.. κρυπτὰ κακοηθέστατα, ἐκ τοῦ χειρίστου εἴδους, Ἀριστοφ. Θεσμ. 422. 3) ὡς οὐσιαστ., τὸ κακόηθες, ἡ κακοήθεια, ἡ κακία, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 107· - κακὴ ἕξις ἢ ἰσχυρὰ ῥοπὴ πρὸς τὸ πράττειν τι, Πλάτ. Πολ. 401Β, κλ.· scribendi κ. Ἰουβενάλ. 7. 52. ΙΙ. ἐπὶ ἕλκους, πυρετῶν, κ.τ.τ. ὡς καὶ νῦν, κακοήθης, Ἱππ. Ἀφ. 1256, Προγν. 44: - Ἐπίρρ. -θως Ἱππ. π. Ἄρθρ. 807, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 251. 22: - Συγκρ. -εστέρως Πολυδ. Δ΄, 148.
Middle Liddell
κᾰκο-ήθης, ες ἦθος
I. ill-disposed, malicious, Ar., Dem.
2. as substantive, τὸ κακόηθες wickedness, an ill habit or itch for doing a thing, Plat.
II. of diseases, malignant:—adv. -θως, ap. Dem.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=μοχθηρός). Ἀπό τό κακός + ἦθος.
Παράγωγα: κακοήθεια, κακοήθως, κακοηθίζομαι = κακοηθεύομαι, κακοήθευμα.
Translations
malicious
Armenian: նենգ; Bulgarian: злобен, злостен; Catalan: maliciós; Chinese Mandarin: 惡意的, 恶意的, 惡毒的, 恶毒的, 懷恨的, 怀恨的, 心懷叵測的, 心怀叵测的, 蓄意的; Czech: záludný; Danish: maliciøs; Dutch: boos, kwaad, kwaadaardig; Estonian: pahatahtlik; Finnish: ilkeä; French: malveillant; Galician: malicioso; German: böse, boshaft, maliziös, böswillig, bösartig; Greek: κακόβουλος, κακεντρεχής, μοχθηρός, κακοήθης; Ancient Greek: κακοήθης; Ido: mal-vol-anta, maligna; Indonesian: hasad, jahat; Italian: doloso, cattivo, malizioso, malevole; Japanese: 悪意のある; Macedonian: малициозен, злобен, пакосен; Polish: złośliwy; Portuguese: malicioso, maldoso; Romanian: malițios, răutăcios; Russian: злой, злобный, злостный; Serbo-Croatian: mȁliciōzan, zlȍban; Slovene: zloben, hudoben; Spanish: maligno; Swedish: illasinnad, illvillig, uppsåtlig
malignant
Armenian: չարորակ; Basque: gaizto; Bulgarian: злокачествен; Catalan: maligne; Czech: zhoubný, maligní; Dutch: kwaadaardig; Finnish: pahanlaatuinen; French: malin; German: bösartig, malign; Greek: κακοήθης; Ancient Greek: κακοήθης; Hungarian: rosszindulatú; Irish: ainciseach, urchóideach; Italian: maligno; Macedonian: злокачествен; Maori: orotā; Norwegian Bokmål: ondartet, malign; Nynorsk: vondarta, malign; Persian: بدخیم; Polish: złośliwy; Portuguese: maligno; Russian: злокачественный; Serbo-Croatian Cyrillic: малѝга̄н, зло̀ћудан; Roman: màlīgan, zlòćudan; Spanish: maligno; Swedish: malign, elakartad; Turkish: kötü huylu, habis; Ukrainian: злоякісний
infamous
Bulgarian: опозорен; Catalan: infame; Chinese Mandarin: 臭名昭著; Czech: nechvalně známý; Danish: berygtet, infamøs; Dutch: berucht; Esperanto: fifama; Finnish: pahamaineinen, surullisenkuuluisa; French: tristement célèbre; Galician: infame; German: anrüchig, berüchtigt, berühmt, ehrlos, entehrend, gemein, infam, niederträchtig, schändlich, verrucht, verrufen; Greek: διαβόητος; Ancient Greek: ἀδόκιμος, ἄδοξος, αἰσχρός, ἀμφιβόητος, ἀνώνυμος, ἀοίδιμος, ἀριγνώς, ἀρίγνωτος, ἄρρητος, ἄσχημος, ἀσχήμων, βδελυρός, βδελυχρός, διαβόητος, δυσκλεής, δύσφημος, ἐπιβόητος, ἐπίρρητος, κακόδοξος, κακοήθης, κατάφημος, κλύμενος, περιβόητος, περιφορητός, περιφόρητος; Hungarian: hírhedt; Ido: infama; Italian: famigerato; Japanese: 悪名高い; Korean: 악명 높은; Latin: infamis; Norwegian: beryktet; Occitan: infame; Old English: unhlīsful; Polish: niesławny; Portuguese: infame, famigerado; Romanian: infam, nerușinat, ticălos; Russian: бесславный, позорный, печально известный, печально знаменитый; Scottish Gaelic: droch-chliùiteach; Spanish: de mala fama, malfamado, malafamado; Swedish: ökänd, vanärande, vanfrejdad, äreslös; Turkish: alçak, ayıp, iğrenç, kepaze, kötü şöhretli, rezil, rezilane, rezilcesine, utanç verici; Ukrainian: безславний, сумнозві́сний; Westrobothnian: illtjännd