περιτίθημι
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
A place or put round, put on, περὶ δὲ ξύλα θῆκαν Od. 18.308; δέραισι περθέτω (Aeol.)… ὐποθύμιδας Alc.36; π. κυνέην τινί Hdt.2.162; στεφάνους τινί Id.6.69; πιλίδια περὶ τὴν κεφαλήν Pl.R. 406d; χρυσόν ib.420e; φωνήεσί τε καὶ ἀφώνοις π. γράμματα attach letters to... Id.Cra.393e, cf. 414c; π. σφαῖραν Arist.Cael.285b3; σκληρὸν περὶ τὸ σαρκῶδες περιέθηκεν ἡ φύσις Id.PA685a8; δέρματα ἐπὶ τοὺς βραχίονας LXX Ge.27.16; περίβολον τῷ τεμένει IG12(9).906.7 (Chalcis, iii A. D.):—Med., put round oneself, put on, περὶ δὲ τρυφάλειαν… κρατὶ θέτο Il.19.381; περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ' ὤμῳ Od.2.3,4.308; περθέμενον χλάμυν (Aeol. for περι-) prob. in Sapph.64; π. στέφανον E., Med. 984 (lyr.), cf. Ar.Th.380, al.; στρεπτόν X.Cyr.2.4.6; σκευήν Pl.Cri.53d; δακτύλιον Id.R.360b; βασιλείαν OGI90.44 (Rosetta, ii B.C.); διάδημα αὐτὸς περιεθήκατο App.Mith.67.
II metaph., bestow, confer upon, π. τινὶ βασιληΐην, κράτος, ἐλευθερίην, Hdt.1.129, 3.81, 142, Simon.100; πόλει τὸ κάλλιστον ὄνομα, τινὶ δόξαν, Th.4.87, Isoc.5.149, etc.; π. τινὶ ὄνειδος, ἀτιμίαν, put reproach, dishonour upon him, Antipho 5.18, Th.6.89; πίστιν τισί Aeschin.2.103; συμφοράν Antipho 2.3.1; Μηδικὴν ἀχὴν τοῖς Ἕλλησι put the Median yoke round their necks, Th.8.43; ὁ πυκτικὸς… οὐ πᾶσι τὴν αὐτὴν μάχην π. does not prescribe... Arist.EN1180b11; τῇ Ἀθηνᾷ τὴν τέχνην ascribe, Id.Pol.1341b8; [ταῖς πράξεσι] μέγεθος π. καὶ κάλλος Id.Rh.1368a29:—Med., assume, ἰσχὺν ἑαυτῷ Democr.252; σχῆμα ἀλλότριον Arr.Epict. 2.19.28.
2 reversely, π. τινὰ ὕβρει envelop him with... D.L.6.33.
German (Pape)
[Seite 596] (s. τίθημι), herumsetzen, -stellen, -legen, anziehen, beilegen, verleihen, τινί τι; Hom. nur in tmesi, wie man z. B. Od. 2, 3 περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ' ὤμῳ erklärt; med. sich aufsetzen, στέφανον περιθέσθαι, Eur. Med. 984; – περιθεῖναι ἄλλῳ τέῳ τὴν βασιληΐην, Her. 1, 129. 3, 81; auch τὴν ἐλευθερίην ὑμῖν περιτίθημι, 3, 142; vgl. ἐμοὶ δὲ ἀτιμίαν περιέθετε, Thuc. 6, 89; ἀντ' ἐλευθερίας Μηδικὴν ἀρχὴν τοῖς Ἕλλησι περιθεῖναι, auflegen, 8, 43; und eigentlich κυνέην τινί, Her. 2, 162; πιλίδια περὶ τὴν κεφαλην περιτιθείς, Plat. Rep. III, 406 d; στέφανον σοὶ περιθήσω, Alc. II, 151 a; med., σκευήν τινα περιθέμενος, Crit. 53 d; – μέγεθος τοῖς μικροῖς περιθεῖναι, Isocr. 4, 9; τινὶ στρατηγίαν, Pol. 2, 36, 3; βασιλείαν, 4, 81, 4; τοῦτο περιτιθέασιν οἱ συγγραφεῖς Ἀννίβᾳ, 3, 48, 4, sie schreiben es ihm zu; Luc. vrbdt τοιαῦτά σοι περιθήσω τὰ γνωρίσματα, Somn. 11.
French (Bailly abrégé)
ao. περιέθηκα, etc.
mettre autour, appliquer, attribuer : τί τινι qch à qqn;
Moy. περιτίθεμαι mettre sur soi tout autour (du corps, de la tête) : τι se ceindre ou se revêtir de qch (une couronne, un collier, etc.).
Étymologie: περί, τίθημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-τίθημι om... heen plaatsen, opzetten; ook med..; περίθου τὸν στέφανον zet de krans op je hoofd Aristoph. Eccl. 131; overdr. verlenen, toewijzen:. αἲ γὰρ ἐμοὶ τοσσήνδε θεοὶ δύναμιν περιθεῖεν mochten de goden mij zo grote kracht verlenen Od. 3.205; περιθεῖναι ἄλλῳ τέῳ τὴν βασιληΐην iemand anders het koningschap toewijzen Hdt. 1.129.4.
Russian (Dvoretsky)
περιτίθημι: (aor. 1 περιέθηκα, aor. 2 περιέθην; Hom. только in tmesi) тж. med.
1 накладывать кругом (ξυλα Hom.);
2 надевать (κυνέην τινί Her.; χλαμύδα τινί NT); med. надевать на себя (ξίφος ὤμῳ Hom.; στρεπτόν Xen.; στέφανον Eur.);
3 строить кругом (φραγμὸν τῷ ἀμπελῶνι NT);
4 прибавлять, приставлять: τοῖς ἄλλοις φωνήεσι ἄλλα γράμματα π. Plat. добавлять к другим гласным (за исключением ε, υ, ο, ω) другие буквы (для образования их алфавитных наименований);
5 придавать, сообщать (μέγεθος καὶ κάλλος π. τινί Arst.);
6 налагать, навязывать (τὴν Μηδικὴν ἀρχὴν τοῖς Ἓλλησι Thuc.);
7 давать, передавать (βασιληΐην τινί Her.; τὸν κάλλιστον ὄνομα τῇ πόλει Thuc.): π. ἀτιμίαν τινί Thuc. наносить кому-л. оскорбление; τὴν ἐλευθερίην π. τινί Her. даровать кому-л. свободу; π. στρατηγίαν τινί Polyb. возложить на кого-л. командование;
8 приписывать (ἐπιστήμην τινι Polyb.);
9 перен. облекать: π. πίστιν τινί Aeschin. облечь кого-л. (своим) доверием; π. τινὰ ὕβρει Diog. L. преисполнить кого-л. гордостью.
English (Autenrieth)
aor. opt. περιθεῖεν: place around; fig., δύναμίν τινι, ‘bestow,’ ‘invest with,’ Od. 3.205†.
Spanish
poner alrededor, ponerse alrededor del cuello
English (Strong)
from περί and τίθημι; to place around; by implication, to present: bestow upon, hedge round about, put about (on, upon), set about.
English (Thayer)
3rd person plural περιτιθέασιν (ἐπιτίθημι); 1st aorist περιέθηκα; 2nd aorist participle περιθείς, περιθέντες; from Homer down;
a. properly, to place around, set about, (cf. περί, III:1): τίνι τί, as φραγμόν τῷ ἀμπελῶνι, to put a garment on one, στέφανον, put on (encircle one's head with) a crown, Plato, Alcib. 2, p. 151a.); τί τίνι, to put or bind one thing around another, τίνι τί, to present, bestow, confer, a thing upon one (so in classical Greek from Herodotus down, as ἐλευθερίαν, Herodotus 3,142; δόξαν, Demosthenes, p. 1417,3; see Passow, ii, p. 881 f; (Liddell and Scott, under the word, II.); τό ὄνομα, Thucydides 4,87): τιμήν, Esther 1:20.
Greek Monolingual
ΜΑ τίθημι
μσν.
θέτω προς εξέταση, μελέτη
αρχ.
1. τοποθετώ ολόγυρα, βάζω γύρω γύρω
2. περιβάλλω
3. επιθέτω, προσθέτω
4. ενώνω, συνάπτω
5. επισυνάπτω σε διάφορα σημεία ενός όλου
6. προσδένω
7. επιφέρω
8. παρέχω
9. επιθέτω, επιβάλλω
10. χρεώνω στον λογαριασμό κάποιου
11. (με κακή σημ.) προσάπτω
12. μτφ. α) παρέχω, δίνω χορηγώ
β) εκμεταλλεύομαι, κοροϊδεύω, πιάνω κορόιδο
13. μέσ. α) περιβάλλομαι, φορώ
β) αναλαμβάνω, υποδύομαι
γ) εξαρτώ, κρεμώ («ξίφος περιτίθεμαι ὤμῳ» — κρεμώ ξίφος από τον ώμο μου, Ομ. Οδ.)
14. φρ. α) «περιτίθημι χρυσόν» — περιβάλλω με χρυσό, επιχρυσώνω
β) «στέφανον [ή στεφάνους] περιτίθημί τινι» — στεφανώνω
γ) «περιτίθημί τινα ὕβρει» — βρίζω κάποιον, φέρομαι προσβλητικά σε κάποιον.
Greek Monotonic
περιτίθημι: μέλ. -θήσω, αόρ. αʹ περιέθηκα, αόρ. βʹ προστ. περίθες·
I. τοποθετώ κάτι γύρω από κάτι άλλο, σε Ομήρ. Οδ.· περιτιθέναι τί τινι, σε Ηρόδ. — Μέσ., τοποθετώ γύρω μου, περιβάλλω, σε Όμηρ., Ευρ.
II. μεταφ. όπως το περιβάλλω, παραχωρώ, χορηγώ, επιδαψιλεύω, περιτίθημί τινι βασιληΐην ἐλευθερίην, σε Ηρόδ., Θουκ.· ομοίως, περιτίθημι τὴν Μηδικὴν ἀρχὴν τοῖς Ἕλλησι, επιβάλλω τη Μηδική εξουσία ως ζυγό γύρω από το λαιμό των Ελλήνων, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
περιτίθημι: μέλλ. -θήσω· ἀόρ. α΄ περιέθηκα, ας, ε κτλ. (ὁ πλ. καὶ ἐκ τοῦ ἀορ. β΄ περιέθεμεν κτλ.), προστ. περίθες. Τίθημί τι περί τι, περὶ δὲ ξύλα θῆκαν Ὀδ. Σ. 308· π. κυνέην τινὶ Ἡρόδ. 2. 162· στέφανόν τινι ὁ αὐτ. 6. 69· πιλίδιον περὶ τὴν κεφαλὴν Πλάτ. Πολ. 406D· χρυσὸν αὐτόθι 420Ε· τοῖς φωνήεσί τε καὶ τοῖς ἀφώνοις... περιτιθέντες ἄλλα γράμματα λέγομεν, συνάπτοντες ἄλλα γράμματα προφέρομεν, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 393Ε, 414C· π. τοῖς σχήμασι σφαῖραν Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 2, 11· σκληρὸν περιέθηκεν ἡ φύσις περὶ τὸ σαρκῶδες ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 9, 8. ― Μέσ., τίθημι περὶ ἐμαυτόν, περιβάλλομαι, φορῶ, περὶ δὲ τρυφάλειαν... κρατὶ θέτο Ἰλ. Τ. 381· περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ’ ὤμῳ Ὀδ. Β. 3, Δ. 308· περθέμενον χλάμυν (Αἰολ. ἀντὶ περι-) Σαπφὼ 68 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Seidl) π. στέφανον Εὐρ. Μήδ. 984, Ἀριστοφ. Θεσμ. 380, κ. ἀλλ.· στρεπτὸν Ξεν. Κύρ. 2. 4, 6· σκευὴν Πλάτ. Κρίτων 53D· δακτύλιον ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 360Β· διάδημα αὐτὸς περιεθήκατο Ἀππ. Μιθρ. 67. ΙΙ. μεταφορ., ὡς τὸ περιβάλλω, παρέχω, χορηγῶ, ἐπιδαψιλεύω, π. τινὶ βασιληίην, ἐλευθερίην, κράτος Ἡρόδ. 1. 129., 3. 81, 142, Σιμων. 97· τὸ κάλλιστον ὄνομα, δόξαν, ἀξίωμα, κτλ., Θουκ. 4. 87, Ἰσοκρ. 112C, κτλ.· π. τινὶ ὄνειδος, ἀτιμίαν, Ἀντιφῶν 131. 32, Θουκ. 6. 89· πίστιν τινὶ Αἰσχίν. 41. 31· συμφορὰν Ἀντιφῶν 118. 3· π. τὴν Μηδικὴν ἀρχὴν τοῖς Ἕλλησιν, ἐπιβάλλω τὸν Μηδικὸν ζυγὸν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτῶν, Θουκ. 8. 43· ὁ πυκτικός... οὐ πᾶσι τὴν αὐτὴν μάχην π., δὲν προδιαγράφει, δὲν ἐφαρμόζει…, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10, 9, 15· π. ἐπιστήμην τινί, ἀποδίδω, ἀπονέμω, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 6, 14· [ταῖς πράξεσι] μέγεθος π. καὶ κάλλος ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 9, 40· ― Μέσ., ἀναλαμβάνω, ὑποδύομαι, σχῆμα ἀλλότριον Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 28. 2) τἀνάπαλιν, π. τινὰ ὕβρει, περιβάλλω..., Διογ. Λ. 6. 33.
Middle Liddell
fut. -θήσω aor1 περιέθηκα aor2 imperat. περίθες
I. to place round, Od.; περιτιθέναι τί τινι Hdt.:—Mid. to put round oneself, put on, Hom., Eur.
II. metaph., like περιβάλλω, to bestow, confer upon, π. τινὶ βασιληίην, ἐλευθερίην Hdt., Thuc.; so, π. τὴν Μηδικὴν ἀρχὴν τοῖς Ἕλλησι to put the Median yoke round their necks, Thuc.
Chinese
原文音譯:perit⋯qhmi 胚里-提帖米
詞類次數:動詞(8)
原文字根:四周-安放
字義溯源:綁,周圍圈上,圍上,穿上,戴上,加上,給,綁在⋯上,安頓,允許,包圍;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(τίθημι)*=設立,安放)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(8);太(3);可(3);約(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 綁在⋯上(3) 太27:48; 可15:36; 約19:29;
2) 加上(1) 林前12:23;
3) 戴上(1) 可15:17;
4) 周圍圈上(1) 可12:1;
5) 穿上(1) 太27:28;
6) 圍上(1) 太21:33
Léxico de magia
1 poner alrededor como acción de la divinidad ὁρκίζω σε τὸν περιθέντα ὄρη τῇ θαλάσσῃ <ἢ> τεῖχος ἔξ ἄμμου te conjuro por el que puso montes alrededor del mar o un muro de arena P IV 3062 2 en v. med. ponerse alrededor del cuello una lámina προσκύνει θεᾷ, τὴν δὲ λεπίδα περιθοῦ arrodíllate ante la diosa y ponte al cuello la lámina P III 417 λαβὼν λεπίδα ἡλιακὴν γράψον χαλκῷ γραφείῳ καὶ περίθου, ᾧ ἂν βούλῃ toma una lámina dorada como el sol, grábala con un estilo de bronce y póntela para cualquier cosa que quieras P VII 920 un trozo de tela τὸ δὲ ῥάκος περίθου περὶ τὸν τράχηλον pon la tela alrededor de tu cuello P VII 231