σταθερός

Revision as of 16:00, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ά, Ion. ή, όν,

   A standing fast, firm, fixed, γαῖα, opp. ἄστατος, Opp.C.2.412; of the sea, calm, still, σ. χεῦμα A.Fr.276; βύθος D.H.1.71; σταθερῆς (sc. θαλάσσης) AP10.17 (Antiphil.), cf. 7.393 (Diocl., dub. sens.), Poll.1.106; σ. ὕδωρ stagnant, App.Pun.99; σ. μέλαν, of ink, AP6.66 (Paul. Sil.).    2 σ. μεσημβρία high noon, when the sun as it were stands still in the meridian, Pl.Phdr.242a; σ. ἦμαρ mid-day, A.R.1.450; νυκτὸς τὸ-ώτατον Eun.VS p.485 B.; θέρος σ. mid-summer, Antim.95.    3 steady, settled, of weather, ἀὴρ εὔδιος καὶ σ. D.H.Dem.7; εὐδία σ. Plu.Dio 38, cf. M.Ant.12.22; οὐ σ. φῶς οὐδ' ἠρεμοῦν Plu.2.934e.    4 metaph., σ. κάλυξ ἥβης Ar.Fr.467; σ. ἡλικία J.BJ3.1.3; ἡ ἀρετὴ σ. τι AP10.74 (Paul. Sil.); σαοφροσύνη IG3.776; σ. βάδισμα, βλέμμα, Ph.2.267, 26; ἀνάληψις Id.1.179 (Sup.); of speech, calm, deliberate, τὸ βραδὺ καὶ σ. D.H.Comp.23.    5 not used, properly, of persons, Phryn.189, Thom.Mag.p.110 R., but v. EM277.49.    6 Adv. -ρῶς constantly, Cratin.206; firmly, Procl. Inst.156. Adv. Comp., -ώτερον ὁ νοῦς ἵδρυτο Ph.1.372.

German (Pape)

[Seite 927] stehend, feststehend, unbeweglich, fest; Aesch. frg. 261 bei Plat. Phaedr. 242 a, ἢ οὐχ ὁρᾷς ὡς σχεδὸν μεσημβρία ἵσταται ἤδη (vulg. ἡ δὴ) καλουμένη σταθερά, der hohe Mittag, wenn die Sonne im Zenith gleichsam stille steht; u. dem analog νυκτὸς τὸ σταθερώτατον, die hohe Mitternacht, θέρος σταθερόν, der hohe, heißeste Sommer, Antimach. 76; σταθερὸν ἦμαρ, Ap. Rh. 1, 450; vgl. Ruhnk. Tim. p. 235. – Vom ruhigen Meere, Antiphil. ep. (X, 17), wo Jac. zu vergleichen; μέλαν σταθερόν, Paul. Sil. 52 (VI, 62); vgl. βύθος, D. Hal. 1, 71; ἡ σταθερή sc. γῆ, das feste Land, Diocl. 4 (VII, 393); εὐδία, übtr. Ruhe im Staate, Plut. Dio 38. – S. auch σταθηρός.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰθερός: ά, Ἰων. ή, όν, (ἴδε ἐν τέλ.), ὁ στερεῶς ἱστάμενος, ἀμετακίνητος, στερεός, σταθ. γαῖα, terra firma, ἀντίθετον τῷ ἄστατος, Ὀππ. Κυν. 2. 412· ἡ σταθερὰ (ἐξυπακ. γῆ) Ἀνθ. Π. 7. 393., 8. 159· ― ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἥσυχος, γαλήνιος, στ. χεῦμα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 274 (ἂν μὴ ἀναγνωστέον χεῖμα)· βύθος Διον. Ἁλ. 1. 71· ἡ στ. (ἐξυπακ. θάλασσα) Ἀνθ. Π. 10. 17, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 106· στ. ὕδωρ, στάσιμον, Ἀππ. Καρχηδ. 99· στ. μέλαν, ἐπὶ μελάνης, Ἀνθ. Π. 6. 66. 2) στ. μεσημβρία, ἀκριβῶς μεσημβρία, ὅτε, οὕτως εἰπεῖν, ὁ ἥλιος ἵσταται ἀκίνητος ἐπὶ τοῦ μεσημβρινοῦ κύκλου, Πλάτ. Φαῖδρ. 242Α· οὕτω, στ. ἧμαρ, μεσημβρία, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 450· τὸ σταθερώτατον τῆς μεσημβρίας Συνέσ. 202C· νυκτὸς τὸ σταθερώτατον Εὐνάπ. σ. 74· θέρος σταθερόν, τὸ μέσον τοῦ θέρους, Ἀντίμ. 76. 3) σταθερός, ἀματάβλητος, ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, ἀὴρ εὔδιος καὶ στ. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 7· στ. εὐδία Πλουτ. Διον. 37, πρβλ. Μᾶρκ. Ἀντων. 12. 22· οὐ σταθερὸν φῶς οὐδ’ ἠρεμοῦν ὁ αὐτ. 2. 934Ε. 4) μεταφορ., στ. κάλυξ ἥβης Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 74· στ. ἡλικία Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 1, 3· ἡ ἀρετὴ στ. τι Ἀνθ. Π. 10. 74· σωφροσύνη Ἑλλ. Ἐπιγγράμμ. 910. 2· στ. βάδισμα, βλέμμα, κτλ., Φίλων, κλπ.· ἐπὶ λόγου ἢ ὁμιλίας, ἥσυχος, μετὰ περισκέψεως λαλούμενος, τὸ βραδὺ καὶ στ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23. 5) δὲν εἶναι ἐν χρήσει (κυρίως) ἐπὶ προσώπων, Φρύνιχ. 215, Θωμ. Μάγιστρ. 301. ἀλλ’ ἴδε Ἐτυμολ. Μέγ. 277. 49. ― Ἐπίρρ. -ρῶς, ὡς καὶ νῦν, Κρατῖν. ἐν «Σεριφίοις» 4. (Ἡ √ΣΤΑΘ ἐμηκύνθη ἐκ τῆς √ΣΤΑ, ἵστημι, στῆναι, ὡς ἐν τοῖς σταθμός, σταθμή, ἀσταθής, Λατ. stab-ulum).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
fixe, immobile : σταθερὰ εὐδία PLUT temps au beau fixe.
Étymologie: R. Σταθ de Στα ; cf. ἵστημι.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σταθερός, -ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ά, Ν, και σταθηρός, -ά, -όν και ιων. τ. θηλ. -ή, Α
1. αυτός που στέκεται στερεά, ευσταθής, αμετακίνητος (α. «σταθερό έδαφος» β. «σταθερό κτήριο» γ. «σταθερά γαῑα», Οππ.)
2. (κυριολ. και μτφ.) αμετάβλητος (α. «σταθερός καιρός» β. «σταθερές τιμές» γ. «τών πρώτων μου χρόνων σταθερά παρηγόρησις», Κάλβ.
δ. «ἀρετὴ σταθερά», Ανθ. Παλ.
ε. «σταθερὰ σαοφροσύνη», επιγρ.
στ. «ἀὴρ εὔδιος σταθερὸς, Διον. Αλ.)
3. (για πρόσ.) αυτός που εμμένει σε κάτι
4. φρ. «σταθερό(ν) βλέμμα» — βλέμμα προσηλωμένο με θάρρος σε κάποιον
νεοελλ.
1. φυσ. αυτός που διατηρεί τα αρχικά χαρακτηριστικά του, αμετάβλητος στον χρόνο
2. (για χημική ουσία) αυτός που δεν διασπάται παρά μόνο με την πύρωση του σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες ή παρουσιάζει αξιοσημείωτο βαθμό αδράνειας κατά την επίδραση διαφόρων χημικών αντιδραστηρίων
3. το θηλ. ως ουσ. η σταθερά
φυσ. ποσότητα, αριθμός ή φυσικό μέγεθος που δεν μεταβάλλεται και χαρακτηρίζει γενικές φυσικές ιδιότητες ή αναφέρεται σε ορισμένες ιδιότητες σωμάτων ή οργάνων μέτρησης ή σχετίζεται με τη χρήση ορισμένου συστήματος μονάδων
4. φρ. α) «φυσικές σταθερές»
φυσ. θεμελιώδεις αμετάβλητες ποσότητες που εμφανίζονται σε βασικές θεωρητικές εξισώσεις της φυσικής και συχνά αναφέρονται στα στοιχειώδη σωματίδια από τα οποία είναι συγκροτημένη η ύλη και οι οποίες είναι δυνατόν να αποτελούν μαθηματικές εκφράσεις άλλων σταθερών
β) «σταθερά δράσης του Πλανκ»
φυσ. φυσική σταθερά που εμφανίζεται στις εξισώσεις της κβαντικής θεωρίας
γ) «σταθερά της βαρύτητας»
φυσ. φυσική σταθερά που συνδέει το μέτρο της δύναμης της βαρύτητας η οποία ασκείται ανάμεσα σε δύο σώματα με τις μάζες τους και την μεταξύ τους απόσταση
δ) «σταθερά υφής»
φυσ. φυσική σταθερά που αποτελεί μαθηματική έκφραση της μαγνητικής διαπερατότητας του κενού, της ταχύτητας του φωτός στο κενό, της σταθεράς δράσης του Πλανκ και του στοιχειώδους ηλεκτρικού φορτίου
ε) «σταθερά του Λόσμιτ»
φυσ.-χημ. το πλήθος τών μορίων που περιέχονται σε ένα γραμμομόριο μιας χημικής ένωσης ή το πλήθος τών ατόμων που περιέχονται σε ένα γραμμοάτομο ενός στοιχείου, συμβολιζόμενο με το γράμμα Ν, και το οποίο ισούται με 6, 023
1023 μόρια ανά γραμμομόριο, αλλ. αριθμός του Αβογκάντρο
στ) «σταθερά αερίων»
φυσ. θεμελιώδης φυσική σταθερά, με σύμβολο R, που προκύπτει κατά τη διατύπωση της καταστατικής εξίσωσης τών αερίων και της οποίας η τιμή για τα ιδανικά αέρια είναι ίση με το γινόμενο της πίεσης, Ρ, επὶ τον όγκο, V, διηρημένο με την απόλυτη θερμοκρασία του αερίου, Τ, δηλαδή R=PV/T
ζ) «σταθερά Μπόλτσμαν»
φυσ. θεμελιώδης σταθερά, με σύμβολο k, που υπεισέρχεται σε όλους τους τύπους της κλασικής και κβαντικής φυσικής και είναι ίση με τον λόγο της σταθεράς τών ιδανικών αερίων προς τον αριθμό του Αβογκάντρο, δηλαδή k = R/ Ν, ή με 1, 38062
10-23 τζάουλ ανά κέλβιν
η) «σταθερά γαλβανομέτρου» — απόκλιση την οποία προκαλεί ρεύμα μοναδιαίας έντασης
θ) «σταθερά διάδοσης»
φυσ. μιγαδική σταθερά που χαρακτηρίζει την εξασθένηση και μεταβολή φάσης ανά μονάδα μήκους ενός ηλεκτρικού μεγέθους κατά την διάδοση του
ι) «σταθερά χρόνου»
φυσ. χρονικό διάστημα, κατά το πέρας του οποίου η αρχική τιμή μιας εκθετικής συνάρτησης του χρόνου υποβιβάζεται κατά τον παράγοντα 1/e
ια) «ηλιακή σταθερά» — η ηλιακή ακτινοβολία που προσπίπτει στα όρια της ατμόσφαιρας ανά δευτερόλεπτο και ανά μονάδα κάθετης επιφάνειας
ιβ) «θεωρία ή υπόθεση σταθερής κατάστασης»
αστρον. κοσμολογική θεωρία σύμφωνα με την οποία το σύμπαν διατηρεί σταθερή πυκνότητα ύλης με την πάροδο του χρόνου και η οποία έχει διάφορες παραλλαγές
αρχ.
1. (για την επιφάνεια της θάλασσας ή άλλου υγρού) ατάραχος, ακίνητος, γαλήνιος
2. (για λόγο) ήρεμος, ήσυχος, αυτός που διατυπώνεται με περίσκεψη
3. φρ. α) «σταθερά μεσημβρία» — το καταμεσήμερο, όταν ο ήλιος βρίσκεται στο ζενίθ (Πλάτ.)
β) «θέρος σταθερόν» — το μέσο του θέρους, με τα κυνικά καύματα (Αντίμ.)
γ) «νυκτὸς τὸ σταθερώτατον» — τα μεσάνυχτα (Ευνάπ.)
δ) «σταθερὸν ἦμαρ» — το μεσημέρι (Απολλ. Ρόδ.)
ε) «σταθερὸν ὕδωρ» — στάσιμο νερό (Αππ.).
επίρρ...
σταθερώς / σταθερῶς ΝΜΑ, και σταθερά Ν
με σταθερότητα, χωρίς αλλαγές ή διακυμάνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σταθ-ερός έχει σχηματιστεί από θ. σταθ- του εστάθην, παθ. αόρ. του ἵσταμαι (βλ. λ. ίστημι), παράλληλα με τα επίθετα εὐ-σταθής / -σταθής κατά το σχήμα ἀκρατής, κρατερός, ἀφανής, φανερόςνόμος του Caland»)
βλ. και λ. ευσταθής].

Greek Monotonic

στᾰθερός: -ά, Ιων. -ή, -όν (στῆναι
1. αυτός που μένει στερεός, αμετακίνητος, ασάλευτος· ἡ σταθερή (ενν. γῆ), στερεή γη, Λατ. terra firma, σε Ανθ.· λέγεται για τη θάλασσα, ήσυχη, ακύμαντη, γαλήνια, στο ίδ.
2. σταθερὰ μεσημβρία, ακριβώς το μεσημέρι, όταν ο ήλιος μοιάζει να στέκεται ακίνητος στον μεσημβρινό κύκλο, σε Πλάτ.
3. μεταφ., αμετάβλητος στις αρχές του, σώφρων, συνετός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

στᾰθερός: устойчивый, неподвижный: μεσημβρία καλουμένη σταθερά Plat. так называемый неподвижный полдень (когда солнце в зените); σταθερὰ εὐδία Plat. тихая погода, перен. безмятежный покой; σταθερὸν μέλαν Anth. прочные чернила.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταθερός -ά -όν [~ σταθμός] staand:. μεσημβρία … ἡ … καλουμένη σταθερά het deel van de middag dat ‘staand’ wordt genoemd (d.w.z. het heetste deel van de middag, wanneer men de indruk had dat de zon stilstond) Plat. Phaedr. 242a. stabiel:. εὐδία mooi weer Plut. Dion 38.2.

Frisk Etymological English

See also: s. on στάθμη.

Middle Liddell

στῆναι
1. standing fast, steadfast, ἡ σταθερή (sc. γῆ), terra firma, Anth.;—of the sea, calm, still, Anth.
2. στ. μεσημβρία high noon, when the sun seems to stand still in the meridian, Plat.
3. metaph. steady, deliberate, Anth.

Frisk Etymology German

σταθερός: {statherós}
See also: s. zu στάθμη.
Page 2,774