πρόξενος

English (LSJ)

(πρόξενϝος IG9(1).867 (Corc., vii/vi B. C.)), Cret. πρόξηνος GDI 5028 A2,6, Schwyzer187 (ii B. C.), Ion. πρόξεινος Hdt. (v. infr.): ὁ (ἡ, when used of a woman, v. infr. ΙΙ):—
A public ξένος, public guest or friend, made so by an act of the State: Alexander 1 of Macedon was πρόξενος καὶ εὐεργέτης of Athens, Hdt.8.136, cf. 143; πρόξενοι ἀμφικτιόνων Pi.I.4(3).8; εἶναι πρόξενον τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων Στράτωνα τὸν Σιδῶνος βασιλέα καὶ αὐτὸν καὶ ἐκγόνους IG22.141.9; πρόξενοι καὶ πολῖται Lys.28.1; especially of persons representing the interests of a foreign state in their own community, Pl.Lg.642b, etc.; opp. ϝιδιόξενος (q.v.), IG9(1).333.11 (Locr., v B. C.); of πρόξενος of Athens in other states, Pindar at Thebes, Isoc.15.166; Thucydides at Pharsalus, Th.8.92; π. τῆς πόλεως, i.e. of Athens at Mytilene, Arist.Pol. 1304a10; of other states at Athens, Cimon and Callias of Sparta, And.3.3, X.HG5.4.22; Nicias of Syracuse, D.S.13.27; Thraso of Thebes, Aeschin.3.138; ὅσους γέγραφε προξένους εἶναι καὶ Ἀθηναίους Din.1.45; of other states at Sparta, e.g. Lichas of Argos, Th.5.76; Clearchus of Byzantium, X.HG1.1.35; π. of barbarian communities and rulers, Id.An.5.4.2, 5.6.11; sometimes the function was exercised by a community, εἶμεν τὰν πόλιν τῶν Δελφῶν πρόξενον τᾶς πόλιος τᾶς Σαρδιανῶν.. διὰ τὸ μὴ ὑπάρχειν πρόξενον Σαρδιανοῖς SIG548.10 (Delph., iii B. C.).
b later, of patrons or representatives of guilds, e.g. the σύνοδος τοῦ Διὸς τοῦ Ξενίου at Athens, IG22.1012.18, cf.7.2486 (Thebes), 14.615 (Rhegium).
2 at Sparta, officials appointed by the Kings to entertain foreign guests, Hdt.6.57; also at Delphi, of persons extending public hospitality, E.Ion551,1039, Andr.1103; so in Nephelococcygia, Ar.Av.1021.
3 in plural, witnesses to a will, IG14.636 (Petelia).
II generally, patron, protector, A.Supp.420 (lyr.), al., Ar.Th.602; φίλης γὰρ προξένου κατήνυσαν at the house of a kind patroness, i.e. Clytaemnestra, S.El.1451; προξένῳ χρῆσθαί τινι E.Fr.721.
III Adj., assisting, relieving, c. gen., Alciphr.3.72.
2 causing, producing, κακῶν, συμπτωμάτων, νόσων, Ruf.Fr.64, Olymp.in Mete.3.21, Sch.Ar.Nu.243.

German (Pape)

[Seite 736] ὁ, ion. πρόξεινος, Her., öffentlicher Gastfreund, Gastfreund von Staatswegen, sowohl der Bürger, der von seinem Staate beauftragt ist, den Gesandten eines andern Staates bei sich aufzunehmen, ihm alle Pflichten der Gastfreundschaft zu erweisen u. ihm seine Geschäfte betreiben zu helfen, als auch derjenige, der sich als öffentlicher Gastfreund, wie die Gesandten und Geschäftsträger in einem andern Staate aufhält, Her. 6, 57; es galt auch als ein Ehrentitel, der solchen Fremden, die sich um den Staat Verdienste erworben hatten, ertheilt wurde, wie z. B. Alexander, des Amyntas Sohn von Macedonien, der Athener πρόξεινος καὶ φίλος hieß, 8, 143; od. πρόξεινος καὶ εὐεργέτης, 8, 136; auch derjenige, der das Interesse eines andern Staates nach dazu erhaltenem Auftrage vertritt, wie unsere Consuln u. Residenten, an den sich daher die Bürger jenes Staates, wenn sie an den Ort kamen, wo er sich aufhielt, wenden, um von ihm Beistand u. Rat für die Betreibung ihrer Geschäfte daselbst, auch wohl gastliche Aufnahme zu erhalten; so daß also πρόξενος übh. das zwischen zwei Städten od. Staaten ist, was ξένος zwischen zwei Privatpersonen; vgl. noch Pind. πρόξενοι ἀμφικτιόνων, I. 3, 26; Aesch. Suppl. 414 u. öfter in diesem Stück; φίλης γὰρ προξένου κατήνυσαν, Soph. El. 1443; Eur.; Plat. Legg. I, 642 b; Xen. Hell. 1, 1, 25 u. öfter; Valck. zu Her. 6, 57; Koen zu Greg. Cor. p. 552; Boeckh Staatshaush. I p. 55. II p. 78 u. Ullrich de proxenia, Berol. 1822. – Adjectivisch, Alles, was Etwas vermittelt, herbeischafft, veranlaßt, anfängt, ὁρῶ τάδε φροίμια πρόξενα πόνων βιαίων ἐμῶν, Aesch. Suppl. 810.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
proxène :
1 hôte public, titre d'honneur décerné à des Grecs ou à des étrangers qui avaient rendu service à une Cité;
2 étranger résidant dans une cité et chargé, à titre honorifique, des intérêts de ses nationaux (à peu près comme nos consuls ou résidents) ; patron, protecteur.
Étymologie: πρό, ξένος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόξενος -ου, ὁ, ἡ, Ion. πρόξεινος [πρό, ξενός] proxenos van officiële gastvriend van de stad bevriende relatie:. πρόξεινος... καὶ εὐεργέτης een bevriende relatie en weldoener (van de Atheners) Hdt. 8.136.1. burger die als beschermheer en zaakwaarnemer van vreemdelingen uit een bepaalde stad optreedt consul:. τῶν... Λακεδαιμονίων... πρέσβεις ἐτύγχανον Ἀθήνησιν ὄντες παρὰ Καλλιᾳ τῷ προξένῳ er waren juist gezanten van de Lacedaemoniërs in Athene, bij de proxenos (consul) Callias Xen. Hell. 5.4.22; ποῦ πρόξενοι; waar zijn de consuls? Aristoph. Av. 1021. alg. gastvriend, beschermer:. γενοῦ... πρόξενος wees onze beschermer Aeschl. Suppl. 419; φίλης... προξένου κατήνυσαν zij troffen een vriendelijke gastvrouw Soph. El. 1451.

Russian (Dvoretsky)

πρόξενος: ион. πρόξεινος ὁ и ἡ
1 проксен (лицо оказавшее гостеприимство гражданам другого государства и получавшее за это ряд привилегий от последнего) Pind., Her., Thuc., Xen., Plat. etc.;
2 защитник, заступник (Ἑρμῆς π. Aesch.);
3 гостеприимный хозяин (ἡ φίλη π. Soph.).

English (Slater)

πρόξενος one who enjoys good relations (with foreigners), intimate τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι τιμάεντες ἀρχᾶθεν λέγονται πρόξενοί τ' ἀμφικτιόνων κελαδεννᾶς τ ὀρφανοὶ ὕβριος (cf. Παρθ. 2. 41—3.) (I. 4.8)

Greek Monolingual

ο, η, ΝΜΑ, και πρόξενος, -ον ΜΑ, και ιων. τ. πρόξεινος και κρητ. τ. πρόξηνος, Α
ως επίθ. αυτός που προξενεί κάτι, ο αίτιος για κάτι, αυτός στον οποίο οφείλεται κάτι, υπαίτιος (α. «πρόξενος αναταραχής» β. «πρόξενος κακῶν», Ρούφ.)
νεοελλ.
1. κυβερνητικός λειτουργός ενός κράτους τοποθετημένος σε ξένη επικράτεια, που έχει περιορισμένες ασυλίες και προνόμια, όπως του απαραβίαστου του προσώπου και της μη υπαγωγής στις δικαιοδοσίες τών τοπικών δικαστηρίων και του οποίου κυριότερα καθήκοντα είναι η προστασία τών συμφερόντων του κράτους αποστολής και τών υπηκόων του, η ανάπτυξη τών εμπορικών, οικονομικών, πνευματικών και επιστημονικών σχέσεων, η έκδοση και ανανέωση διαβατηρίων και η χορήγηση και ανανέωση θεώρησης εισόδου στο κράτος αποστολής, η τέλεση συμβολαιογραφικών και ληξιαρχικών πράξεων, η διαφύλαξη τών συμφερόντων τών φυσικών και νομικών προσώπων ιθαγένειας του κράτους αποστολής, η αντιπροσώπευση τών συμφερόντων τών υπηκόων του κράτους αποστολής, η άσκηση ελέγχου και εποπτείας και η παροχή συνδρομής στα πλοία και στα αεροσκάφη της χώρας αποστολής καθώς και στα πληρώματά τους
2. φρ. α) «τακτικός πρόξενος» ή «έμμισθος πρόξενος» — πρόξενος, υπήκοος της χώρας που αντιπροσωπεύει, στον οποίο απαγορεύεται να ασκήσει άλλο επάγγελμα
β) «επίτιμος πρόξενος» ή «άμισθος πρόξενος» — άτομο που ασκεί τα καθήκοντα προξένου, χωρίς να είναι υποχρεωτικά υπήκοος της χώρας που εκπροσωπεί, δεν μισθοδοτείται και μπορεί να ασκεί άλλο επάγγελμα
μσν.-αρχ.
ως επίθ. αυτός που βοηθάει να γίνει κάτι, που συντελεί σε κάτι (α. «βωμοὶ τῶν εἰδώλων πρόξενοι δυσσεβείας», Θεοδώρ.
β. «τεῡχος... πρόξενον εὐφραδίας», Αλκίφρ.)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.
1. δημόσιος ξένος, επίσημος φίλος της πόλεως, που ανακηρυσσόταν με επίσημη απόφασηεἶναι πρόξενον τοῦ δήμου τῶν Ἀθηναίων Στράτωνα τὸν Σιδῶνος βασιλέα καὶ αὐτὸν καὶ ἐκγόνους», επιγρ.)
2. αναγνωρισμένος επίσημα αντιπρόσωπος ξένης χώρας - πόλεως που φρόντιζε για τα δικαιώματα και τα συμφέροντα τών υπηκόων της (α. «Θουκυδίδου τοῦ Φαρσαλίου τοῦ προξένου τῆς πόλεως παρόντος», Θουκ.
β. «Μιλτιάδην τὸν Κίμωνος... πρόξενον ὄντα Λακεδαιμονίων», Ανδοκ.)
3. επίσημος απεσταλμένος ξένων ηγεμόνων, μέλος διπλωματικών αποστολών («Τιμησίθεον τὸν Τραπεζούντιον πρόξενον ὄντα τῶν Μοσσυνοίκων», Ξεν.)
4. πόλη που αντιπροσωπεύει μια άλλη πόληεἶμεν τὰν πόλιν τῶν Δελφῶν πρόξενον τᾱς πόλιος τῶν Σαρδιανῶν», επιγρ.)
5. αυτός στον οποίο έχει ανατεθεί η φιλοξενία τών ξένων («εἴσω προξένων μέθες πόδα», Ευρ.)
6. δημόσιος υπάλληλος, αρμόδιος για την καταγραφή διαθηκών
7. προστάτης, βοηθός («φρόντισον καὶ γενοῦ πανδίκως εὐσεβὴς πρόξενος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ξένος (πρβλ. απόξενος)].

Greek Monotonic

πρόξενος: Ιων. πρό-ξεινος, ὁ,
I. δημόσιος ξένος, δημόσιος επισκέπτης ή φίλος με απόφαση της πολιτείας, όπως ήταν ο βασιλιάς της Μακεδονίας στους Αθηναίους (Αλέξανδρος Αʹ), σε Ηρόδ.· η λέξη δήλωνε την ίδια σχέση μεταξύ πολιτείας και ατόμου από άλλη πόλη, όπως η λέξη ξένος, αλλά μεταξύ ατόμων από διαφορετικές πόλεις· ο πρόξενος απολάμβανε τα προνόμιά του με τον όρο να περιποιείται και να βοηθά τους πρέσβεις και τους πολίτες της πολιτείας που αυτός εκπροσωπούσε, έτσι ώστε οι πρόξενοι αντιστοιχούσαν στους σημερινούς προξένους, πράκτορες, υπουργούς, αρμοστές, παρόλο που ο πρόξενος ήταν πάντα μέλος ξένης πολιτείας·
II. γενικά, προστάτης, ευεργέτης, σε Αισχύλ.· ως θηλ., προστάτιδα, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόξενος: Ἰων. πρόξεινος, ὁ, (ἡ, ἐπὶ γυναικός, ἴδε κατωτ. ΙΙ)· ― ἐπὶ δημοσίου ξένου, δημόσιος φίλος, γενόμενος τοιοῦτος δι’ ἀποφάσεως τῆς πολιτείας, οἷος ἦτο Ἀλέξανδρος ὁ Α΄ τῆς Μακεδονίας τοῖς Ἀθηναίοις, Ἡρόδ. 8. 136, 143, πρβλ. Πινδ. Ι. 4. 13 (3. 26), κτλ.· ὡσαύτως Στράτων ὁ βασιλεὺς τῆς Σιδῶνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 87, κτλ.· πρόξενοι καὶ πολῖται Λυσί. 179. 26. Ἡ λέξις ἐδήλου τὴν αὐτὴν σχέσιν μεταξὺ πόλεως καὶ πολίτου ξένης πόλεως ἣν ἡ λέξις ξένος ἐδήλου μεταξὺ πολιτῶν δύο διαφόρων πόλεων· (ἀλλ’ ἡ σχέσις μεταξὺ δύο πόλεων ἢ ἐθνῶν ἐδηλοῦτο καὶ διὰ τῆς λέξεως ξενία, Ἡρόδ. 6. 21, πρβλ. Wachsm. Antiq. of Greece § 25). Σὺν τῷ χρόνῳ ἡ σχέσις αὕτη ἔλαβε χαρακτῆρα τυπικὸν καὶ «διπλωματικὸν» καὶ ὁ πρόξενος ἀπέλαυε τῶν προξενικῶν προνομίων ἐπὶ τῷ ὅρῳ νὰ ὑποδέχηται, ξενίζῃ καὶ περιποιῆται τοὺς πρέσβεις καὶ πολίτας τῆς πόλεως ἣν ἀντεπροσώπευεν, ὥστε οἱ πρόξενοι ὅμοιοι τρόπον τινὰ πρὸς τοὺς σημερινοὺς προξένους καὶ «πολιτικοὺς πράκτορας», ἂν καὶ ὁ πρόξενος ἦτο ἀείποτε μέλος τῆς ξένης πόλεως. Τὸ ἀξίωμα τοῦτο ἦτο πιθανῶς αὐθαίρετον (πρβλ. ἐθελοπρόξενος, Θουκ. 3. 70), ἀλλὰ ταχέως ἤρξαντο νὰ δορίζωνται οἱ πρόξενοι· ὤφειλε δὲ ὁ πρόξενος τοσοῦτον νὰ ταυτίζῃ ἑαυτὸν μετὰ τῆς χώρας ἣν ἀντεπροσώπει, ὥστε αὕτη ἐγίνετο οὕτως εἰπεῖν δευτέρα αὐτοῦ πατρίς, Πλάτ. Νόμ. 642Β. ― Ἐν Ἀθήναις καὶ ἄλλαις Ἑλληνικαῖς πόλεσιν ἑκάστη πολιτεία ἐξέλεγε τὸν ἑαυτῆς πρόξενον· ἐν Σπάρτῃ οἱ πρόξενοι διωρίζοντο ὑπὸ τῶν βασιλέων (Ἡρόδ. 6. 57) ἢ ὑπὸ τοῦ λαοῦ (Συλλ. Ἐπιγρ. 1335, Διογ. Λ. 2. 51). Ὡς παραδείγματα Ἀθηναίων προξένων ἐν ξέναις πολιτείαις εὑρίσκομεν τὸν Πίνδαρον ἐν Θήβαις, τὸν Θουκυδίδην ἐν Φαρσάλῳ, τὸν Δόξανδρον ἐν Μυτιλήνῃ, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 179 = 166, Θουκ. 8. 92, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 4, 6· πρβλ. Θουκ. 2. 29., 3. 2, Αἰσχίν. 90. 23, κτλ.· τῶν Σπαρτιατῶν δὲ προξένους ἐν Ἀθήναις τὸν Κίμωνα, τὸν Ἀλκιβιάδην, τὸν Καλλίαν, Ἀνδοκ. 23. 43, Θουκ. 5. 43, 6. 89, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 22· οὕτως ἐν Ἀθήναις ὁ Νικίας ἦν πρόξενος τῶν Συρακοσίων, Διόδ. 13. 27· ὁ Δημοσθένης καὶ Θράσων τῶν Θηβαίων, Αἰσχίν. 46. 42 κἑξ., 73. 20· ἐν Σπάρτῃ ὁ Λίχας ἦτο πρόξενος τῶν Ἀργείων, Θουκ. 5. 76· ὁ Φάραξ τῶν Βοιωτῶν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 6· ὁ Κλέαρχος τῶν Βυζαντίων, αὐτόθι 1. 1, 35· ὁ Πολυδάμας τῶν Θεσσαλῶν, 6. 1, 4. Τύραννοι ὡσαύτως καὶ βαρβαρικαὶ πολιτεῖαι εἶχον τοὺς ἑαυτῶν προξένους, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Ἀναβ. 5. 4, 2., 5. 6, 11. ― Ἐν Δελφοῖς φαίνεται ὅτι ὑπῆρχον ἐπίσημοι πρόξενοι μὴ ἀνήκοντες εἰς ὡρισμένας πολιτείας, Εὐρ. Ἴων 551, 1039, Ἀνδρ. 1003· πρβλ. τὸ Δελφοὶ ξεναγέται τοῦ Πινδ. ἐν Ν. 7. 63. Τὴν προξενίαν ἐνίοτε ἤσκουν ὁλόκληροι οἰκογένειαι καὶ κατήντησεν ἀξίωμα κληρονομικόν, Θουκ. 3. 2 καὶ 85., 5. 43, Ξεν. Συμπ. 8, 39. Οἱ πρόξενοι τῶν Ἀθηναίων εἶχον (ὡς γινώσκομεν) ἴδια προνόμια ὅτε ἐπεσκέπτοντο τὰς Ἀθήνας, οἷον ἰσοτέλειαν, προεδρίαν, κτλ., Δημ. 475. 10, Δείναρχ. 95 ἐν τέλ. ― Περὶ τῶν καθηκόντων αὐτῶν ἴδε Δημ. 1237. 17, πρβλ. Ἑρμάνν. Pol. Ant. § 116. 4, Ulrich de Proxenia (Berl. 1822), Meier de Pr. (Hal. 1843). 2) ἐν ἀρχαίᾳ ἐπιγραφῇ (Συλλ. Ἐπιγρ. 4) οἱ πρόξενοι φαίνεται ὅτι εἶναι δημόσιοι ὑπάλληλοι καταγράφοντες τὰς διαθήκας, Böckh σ. 12. ΙΙ. καθόλου, προστάτης, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 419, 492, 919, 920, Ἀριστοφ. Θεσμ. 602, πρβλ. 576 φίλης γὰρ προξένου κατήνυσαν, κατώρθωσαν νὰ τύχωσι καλῆς ὑποδοχῆς, ὑπὸ τῆς Κλυταιμνήστρας δηλαδή, ἀλλ’ ἡ ὑποκρυπτομένη ἔννοια εἶναι, ὡς λέγει ὁ Σχολ., «ὅτι κατ’ ἐκείνης τὸν φόνον εἰργάσαντο», Σοφ. Ἠλ. 1451· προξένῳ χρῆσθαί τινι Εὐρ. Ἀποσπ. 716. 2) ὡς ἐπίθετ., βοηθός, ἐπίκουρος, μετὰ γεν., τεῦχος πρ. εὐφραδίης Ἀνθ. Π. 1. 28, 4, πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 72. ― πρόξενϝος Kaib. ep. 119, 3.

Middle Liddell

πρό-ξενος, Ionic πρό-ξεινος, ὁ,
I. a public ξένος, public guest or friend, made so by an act of the State, such as was the King of Macedon to the Athenians, Hdt.; —the word expressed the same relation between a State and an individual of another State, that ξένος expressed between individuals of different States.—The πρόξενος enjoyed his privileges on the condition of entertaining and assisting the ambassadors and citizens of the State which he represented, so that the πρόξενοι answered to our Consuls, Agents, Residents, though the πρόξενος was always a member of the foreign State.
II. generally, a patron, protector, Aesch.: as fem. a patroness, Soph.

English (Woodhouse)

patron, patroness, protector, consul accredited to a foreign state, state agent residing abroad, state agent

Wikipedia EN

Proxeny or proxenia (Greek: προξενία) in ancient Greece was an arrangement whereby a citizen (chosen by the city) hosted foreign ambassadors at his own expense, in return for honorary titles from the state. The citizen was called proxenos (πρόξενος; plural: proxenoi or proxeni, "instead of a foreigner") or proxeinos (πρόξεινος). The proxeny decrees, which amount to letters patent and resolutions of appreciation were issued by one state to a citizen of another for service as proxenos, a kind of honorary consul looking after the interests of the other state's citizens. A common phrase is euergetes (benefactor) and proxenos (πρόξεινος τε ειη και ευεργέτης).

A proxenos would use whatever influence he had in his own city to promote policies of friendship or alliance with the city he voluntarily represented. For example, Cimon was Sparta's proxenos at Athens and during his period of prominence in Athenian politics, previous to the outbreak of the First Peloponnesian War, he strongly advocated a policy of cooperation between the two states. Cimon was known to be so fond of Sparta that he named one of his sons Lacedaemonius (as Sparta was known as Lacedaemon in antiquity).

Lexicon Thucydideum

hospes publicus, public guest, state guest, 2.29.1. 2.85.5. 3.2.3. 3.52.5. 3.70.1. 4.78.1. 5.59.5. 5.76.3. 8.92.8.

Translations

protector

Arabic: حَامٍ‎; Armenian: պահապան; Azerbaijani: qoruyucu, havadar, himayədar; Bengali: মহাফেজ; Bulgarian: защитник; Catalan: protector; Chamorro: a'adahi; Czech: ochránce; Danish: beskytter; Dutch: beschermer, beschermheer, behoeder; Faroese: verndari; Finnish: suojelija; French: protecteur, guardien; Galician: protector; German: Beschützer; Ancient Greek: ἀλεξήτειρα, ἀλεξητήρ, ἀλκτήρ, ἀντιλήμπτωρ, ἀντιλήπτωρ, ἐπίκουρος, ἐπιστάτης, ἐπίτροπος, ἱκέτης, κηδεμών, κηδευτής, πρόξεινος, πρόξενος, πρόξηνος, προσκεπαστής, προστάτης, σκεπαστής, σκοπός, ὑπερασπιστής, φύλαξ, χραισμήτωρ; Irish: cosantóir; Italian: protettore, protettrice; Kurdish Central Kurdish: حافیز‎, پاڕێزگار‎; Northern Kurdish: parastvan, parastvan; Latin: patronus, patrona, protector, protectrix, tutor, fautor, praeses; Old English: sċildend; Portuguese: protetor; Romanian: protector, protectoare; Russian: защитник, защитница; Sanskrit: नाथ; Scottish Gaelic: tèarmannair; Spanish: protector, protectora, valedor; Swedish: beskyddare, protektor; Turkish: hami, koruyucu, mevla, sahip, veli; Ukrainian: захисник, захисниця; Urdu: محافظ