ἐνίημι
English (LSJ)
Afut. -ήσω Th.4.115: aor. -ῆκα, Ep. -έηκα: [mostly ἐνῐημι in Ep., always ἐνῑημι in Trag.; but ἐνῑετε Il.12.441]:—send in or send into, ἄλλους δ' ὀτρύνοντες ἐνήσομεν will send into the battle, ib.14.131; ἄλλην ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον εἶναι Od.12.65.
2 implant, inspire, c. acc. rei et dat. pers., ἐνῆκε δέ οἱ μένος ἠΰ Il.20.80; καί οἱ μυίης θάρσος ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκε 17.570; τοῖσιν κότον αἰνὸν ἐνήσεις 16.449; ἐνεὶς ἐλαφρὰν λύσσαν E.Ba.851; ἐ. τισὶ δαπάνην involve them in expense, PAmh.2.133.9 (ii A.D.):—Pass., κίνησις παρ' ἄλλου ἐνιεμένη introduced from without, Plot.6.3.23.
3 reversely, c. acc. pers. et dat. rei, plunge into, τὸν . . Ζεὺς ἐνέηκε πόνοισι Il.10.89; νῦν μιν μᾶλλον ἀγηνορίῃσιν ἐνῆκας plunged him in, inspired him with pride of soul, 9.700; so ἥδε δ' ὁδὸς καὶ μᾶλλον ὁμοφροσύνῃσιν ἐνήσει (sc. ἡμᾶς) shall bring us yet more to harmony, Od.15.198.
4 generally, throw in, ἐπεί ῥ' ἐνέηκε (sc. φάρμακον οἴνῳ) ib.4.233; τάμισον [τυρῷ] Theoc.11.66; νηυσὶν ἐνίετε θεσπιδαὲς πῦρ Il.12.441, cf. E.Tr.1262 (so in Pass., πῦρ ἐνίετο ταῖς ἀσπίσιν Jul.Or.1.27d); also ἐς τὰς πόλις ἐ. πῦρ Hdt. 8.32, cf. Th.4.115; of ships, launch them into the deep, ἐνήσομεν εὐρέϊ πόντῳ (sc. νῆα) Od.2.295, 12.293.
5 send into the assembly, employ, ἄλλους ῥήτορας Th.6.29; ἐ. διαβολάς Plb.28.4.10.
6 inject poison, of spiders, X.Mem.1.3.12; ἰὸν ἐ. τινί A.R.4.1508; also of clysters, Nic.Al.197, Aret.CA1.6, Dsc.1.30, etc.
b infuse, in Pass., ἐνεήσθω ἐν αὐτέῳ ἄνηθον Aret.CA1.1; κάνναβις ἐνεσμένη (ἐνεεσμένη Geronthr.) ἰς χόλη soaked (?), Edict.Diocl.32.17.
7 urge on, incite, πόθος μ' ἐνέηκε v.l. for ἀν- in Mosch.2.157.
8 Med., of trumpets, begin to sound, D.S.17.106.
II intr., press on, X.Cyr.7.1.29, HG2.4.32:—Med., plunge into, ὑδάτεσσι Arat.943.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [át. ῑ, ép. gener. ῐ, pero ἐνῑετε Il.12.441]
• Morfología: [aor. ind. 3a sg. ἐνέηκε Od.4.233, 1a plu. ἐνήκαμεν Od.12.401]
A tr.
I 1poner, colocar, instalar ἄλλην (πέλειαν) ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον εἶναι otra paloma pone el padre (Zeus) para restablecer el número, Od.12.65, τὰς θύρας ἐπισκευάσαντι ... καὶ σ[τροφ] εῖς ἐνέντι καὶ κλεῖδας ἐνέντι ID 372A.111 (III/II a.C.).
2 c. ac. del fuego prender νηυσὶν ἐνίετε ... πῦρ prended fuego a las naves, Il.12.441, cf. E.Tr.1262, Plb.1.48.7, I.BI 1.311, D.C.Epit.9.21.3, c. indic. del lugar c. prep. ἐς τὰς πόλις ἐνιέντες πῦρ Hdt.8.32, ἐς τὰ ξύλινα παραφράγματα Th.4.115, en v. pas. πῦρ μὲν ἐνίετο ταῖς ἀσπίσιν Iul.Or.1.27d.
3 ref. líquidos echar, verter ἐπεί ῥ' ἐνέηκε (φάρμακον οἴνῳ) Od.4.233
•de obj. o ingredientes en un líquido echar, meter κἂν γάρ τις αὐτὴν (τὴν κλεψύδραν) ... ἐνῇ εἰς τὸ ὕδωρ si alguien mete la clepsidra en el agua Arist.Pr.914b13, τάμισον ... ἐνεῖσα Theoc.11.66, en v. pas. ἐνεήσθω δὲ ἐν αὐτέῳ ἄνηθον Aret.CA 1.1.16.
4 náut. echar, botar ἐνήσομεν (νῆα) ... πόντῳ Od.2.295, 12.293, ἀναβάντες ἐνήκαμεν ... πόντῳ tras embarcar echamos la nave al mar, Od.12.401.
5 tirar, lanzar a o contra τοῖς μὲν κριοῖς διὰ κεραιῶν ἐνιέντες σηκώματα lanzando pesos a los arietes por medio de grúas Plb.21.27.4
•fig. ὁ ἀξιοπίστως ἐνιεὶς τὰς ... διαβολάς el que ha lanzado acusaciones de forma creíble en la asamblea, Plb.28.4.10, cf. Plu.Aem.30, σπινθῆρας ... μόνον τοῖς ὠσὶν ἡμῶν ἐνιέντες Ph.2.575.
6 ref. al sonido emitir ὅκα μοῦσαν ἐνείην ἀκρὶς ἀπὸ πτερύγων cada vez que emito música como un grillo con sus alas, AP 7.197 (Phaenn.).
II 1inocular, inyectar c. suj. de anim. venenosos ἐνίησι γάρ τι τὰ φαλάγγια κατὰ τὸ δῆγμα pues los escorpiones inoculan algo con la picadura X.Mem.1.3.12, ᾧ κεν ... ἰὸν ἐνείη (ὄφις) A.R.4.1508, μήποτέ τοι ... ἰὸν ἐνείη Nic.Th.305
•fig., de los negociantes τὸν ἀεὶ ὑπείκοντα ἐνιέντες ἀργύριον τιτρώσκοντες picando a quien se ponga a su alcance con el aguijón de su dinero Pl.R.555e.
2 medic. inyectar como enema, clisterizar κλυστῆρος ἐνεὶς ὁπλίζεο τεῦχος prepara e inserta un clister Nic.Al.197, ἔλαιον θερμὸν ... ἐνιέναι Aret.CA 2.5.3, καστόριον ... ἐς τὸ ἔντερον ἐνεῖναι Aret.CA 1.3, cf. 6.10, en v. pas. ἐνίεται (τὸ ἔλαιον) ... πρὸς τοῦς εἰλεώδεις se inyecta el aceite a los enfermos de íleo Dsc.1.30.2
•inyectar aire, insuflar en v. pas. ἔνεσις φύσης ἐνιεμένης ἐς τὴν κοιλίην Hp.Art.48.
III fig.
1 empujar, impulsar, exhortar c. ac. de pers. ἄλλους δ' ὀτρύνοντες ἐνήσομεν exhortando a otros, los empujaremos a entrar en el combate Il.14.131, ἄλλους ῥήτορας ἐνιέντες Th.6.29, cf. D.C.39.27.3.
2 infundir, suscitar en c. ac. de abstr. y dat. de pers. ἐνῆκε δέ οἱ μένος ἠΰ e infundió en él noble furia, Il.20.80, τοῖσιν κότον αἰνὸν ἐνήσεις en ellos infundirás un atroz rencor, Il.16.449, ἐν γὰρ ἕηκε Ζεὺς μένος ἀκάματόν σφιν A.R.2.274 (tm.), c. giro prep. καί οἱ μυίης θάρσος ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκεν y en el pecho le infundió la terca audacia de la mosca, Il.17.570.
3 suscitar, causar sólo c. ac. ἐνεὶς ... λύσσαν suscitando una locura Dioniso en Penteo, E.Ba.851, c. ac. y dat. πολὺν αὐτοῖς φόβον τε καὶ τρόμον ἐνιέντες LXX 4Ma.4.10, en v. pas. κίνησις ... παρ' ἄλλου ἐνιεμένη movimiento suscitado por otro Plot.6.3.23.
4 c. ac. de pers. y dat. de cosa llevar a, sumir τὸν ... Ζεὺς ἐνέηκε πόνοισι Zeus lo sumió en pesares, Il.10.89, μιν ... ἀγηνορίῃσιν ἐνῆκας lo sumiste en arrogancias, Il.9.700, ἐν δ' αὐτὸν (Ξάνθον) ἵει πυρί (tm.) Il.21.338, ὁδὸς ... ὁμοφροσύνῃσιν ἐνήσει (ἡμᾶς) el viaje nos sumirá en la concordia, Od.15.198.
B intr.
I act. lanzarse a rienda suelta παρήγγειλε τοὺς μὲν ἱππέας ἐλᾶν εἰς αὐτοὺς ἐνέντας X.HG 2.4.32, cf. Cyr.7.1.29.
II en v. med.
1 lanzarse dentro c. dat. εἰνάλιαι ὄρνιθες ... ἐνιέμεναι ὑδάτεσσιν Arat.943.
2 del sonido resonar τῶν σαλπίγγων ἐνιεμένων τῷ παραδόξῳ πτοηθῆναι τὰ θηρία los animales fueron ahuyentados por el ruido extraño de las trompetas resonantes D.S.17.106.
German (Pape)
[Seite 844] (s. ἵημι), hineinsenden, -schicken, -lassen, -werfen; πῦρ νηυσίν Il. 12, 441, wie Eur. Troad. 1262; εἰς τὰ ἱρά Her. 8, 32; φάρμακον οἴνῳ Od. 4, 233, vgl. Theocr. 11, 66; ἰόν τινι Ap. Rh. 4, 1508; ἐνίησί τι τὰ φαλάγγια κατὰ τὸ δῆγμα Xen. Hem. 1, 3, 12; ἄλλους δ' ὀτρύνοντες ἐνήσομεν, werden wir in den Kampf senden, Il. 14, 131; ἄλλην ἐνίησι πατήρ, eine andere Taube sendet er (in die Reihe der anderen), Od. 12, 65; μένος τινί, Muth einflößen, Il. 17, 156. 19, 37; so öfter übertr., von Gemüthsstimmungen, τοῖσιν κότον ἐνήσεις 16, 449; ἐνεὶς ἐλαφρὰν λύσσαν Eur. Bacch. 849; u. umgekehrt, νῦν μιν πολὺ μᾶλλον ἀγηνορίῃσιν ἐνῆκας, du hast ihn viel weiter in den Hochmuth hineingebracht, hast ihn viel hochmütiger gemacht, Il. 9, 700, wie ἥδε δ' ὁδὸς καὶ μᾶλλον ὁμοφροσύνῃσιν ἐνήσει, wird uns noch einträchtiger machen, Od. 15, 198, u. noch anschaulicher τὸν ἐνέηκε πόνοις, er stürzte ihn in Drangsale, Il. 10, 89; mit Weglassung des accus., ἐνήσομεν εὐρέϊ πόντῳ, sc. νῆα, wollen das Schiff ins Meer lassen, wollen in See stechen, Od. 12, 293. – Auch in Prosa, ἐνιέντες ἀργύριον Plat. Rep. VIII, 555 e; πῦρ ἐς τὰς πόλις Her. 8, 32; Thuc. 4, 115. 6, 29; τὰ ὑποζύγια εἰς τὸν ποταμόν Pol. 5, 48, 7; τὰς διαβολάς, anstiften, 28, 4, 10, wie ῥήτορας ἐνιέντες Thuc. 6, 29. – Vom Klystier, Medic. – Scheinbar intr., ἐνίει Xen. Cyr. 7, 1, 29, sc. ἑαυτόν, eindringen. – D. Sic. 17, 106 σαλπίγγων ἐνιεμένων, als in die Trompete gestoßen wurde.
French (Bailly abrégé)
f. ἐνήσω, ao. ἐνῆκα, épq. ἐνέηκα;
I. tr. 1 envoyer dans, pousser dans : τινά envoyer qqn au combat, le pousser dans la mêlée ; abs. jeter dans ; fig. τινι μένος IL, θάρσος ἐνὶ στήθεσσιν IL inspirer du courage à qqn, jeter de la hardiesse dans l'âme de qqn ; τινα ἐν. πόνοισι IL jeter qqn dans la peine ; τινα ἀγηνορίῃσιν ou ὁμοφροσύνῃσιν IL, OD inspirer à qqn des sentiments de présomption, de concorde;
2 envoyer sur ou contre ; νῆα πόντῳ OD lancer un vaisseau sur la mer ; πῦρ νηυσίν IL ou ἐς τὰς πόλεις HDT lancer du feu sur des navires, sur les villes;
II. intr. en apparence (s.e. ἑαυτόν);
1 se jeter sur, presser;
2 se laisser aller, se relâcher.
Étymologie: ἐν, ἵημι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνίημι: (fut. ἐνήσω, aor. ἐνῆκα - эп. ἐνέηκα) (куда-л.)
1 посылать (ἄλλην πέλειαν Hom.; ἄλλους ῥητορας Thuc.): ἄλλους ὀτρύνοντες ἐνήσομεν Her. мы убедим других идти (в бой);
2 вводить, вгонять (τὰ ὑποζύγια εἰς τὸν ποταμόν Polyb.);
3 спускать (πόντῳ, sc. νῆα Hom.);
4 опускать (τὴν κλεψύδραν εἰς τὸ ὕδωρ Arst.);
5 впускать: ἐνίησί τι τὰ φαλάγγια κατὰ τὸ δῆγμα Xen. жаля, пауки впускают что-то; ἐνιέντες ἀργύριον τιτρώσκοντες Plat. (о ростовщиках) причиняя раны своими денежными ссудами;
6 вливать (sc. φάρμακον οἴνῳ Hom.; τάμισον δριμεῖαν Theocr.);
7 обрушивать, бросать (πῦρ νηυσίν Hom., ἐς τὰ ἱρά Her., τῇ πόλει Plut.): ἐ. τὰς διαβολάς Polyb. распространять клевету;
8 насылать, внушать (μένος τινί Hom.; λύσσαν Eur.);
9 трубить: σαλπίγγων ἐνιεμένων Diod. когда затрубили трубы;
10 ввергать, погружать (τινὰ πόνοις Hom.): ἀγηνορίῃσιν ἐ. τινά Hom. заставить кого-л. возгордиться;
11 (sc. ἑαυτόν) устремляться, бросаться: ἐνίει οὐδὲν φειδόμενος τῶν ἵππων Xen. он помчался вперед, не жалея лошадей;
12 ослаблять, убавлять (τὰ μὲν ἐ., τὰ δὲ ἐντείνειν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνίημι: μέλλ. -ήσω: ἀόρ. -ῆκα, καὶ Ἐπικ. -έηκα: ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐνῐημι παρ’ Ἐπικ., ἀείποτε δὲ ἐνῑημι παρὰ Τραγ.· ἀλλ’ ἐνῑετε ἐν Ἰλ. Μ. 441. Πέμπω εἰς, ἄλλους δ’ ὀτρύνοντες ἐνήσομεν, «ἐμβαλοῦμεν (αὐτοὺς) τοῖς πολεμίοις» (Σχόλ.), Ἰλ. Ξ. 131· ἐπιπέμπω, ἄλλην (πέλειαν) ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον εἶναι Ὀδ. Μ. 65. 2) ἐντίθημι, ἐμβάλλω, ἐμπνέω, μετ’ αἰτ. πράγμ. καὶ δοτ. προσ., ἐνῆκε δέ οἱ μένος ἠΰ Ἰλ. Υ. 80· καί οἱ θάρσος ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκε Ρ. 570· τοῖσιν κότον αἰνὸν ἐνήσεις Π. 449· ἐνεὶς λύσσαν Εὐρ. Βάκχ. 851. 3) τἀνάπαλιν, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ δοτ. πράγμ., βυθίζω εἴς τι, ὡς τὸ ἐμβάλλειν, Λατ. immittere, τόν... Ζεὺς ἐνέηκε πόνοισι διαμπερές, «τῇ κακοπαθείᾳ ἐνέβαλε μέχρι τέλους» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 89· νῦν αὖ μιν πολὺ μᾶλλον ἀγηνορίῃσιν ἐνῆκας, «νῦν δὲ αὐτὸν πολλῷ μᾶλλον εἰς ὑπερηφανείας ἐνέβαλες» (Θ. Γαζῆς), Ι. 700· οὕτως, ἥδε δ’ ὁδὸς καὶ μᾶλλον ὁμοφροσύνῃσιν ἐνήσει ἐνν. ἡμᾶς, «εἰς ὁμόνοιαν ἐμβαλεῖ» (Εὐστ.), Ὀδ. Ο. 198. 4) καθόλου, ῥίπτω τι ἐντός τινος, ἐπεί ῥ’ ἐνέηκε ἐνν. φάρμακον οἴνῳ Ὀδ. Δ. 233, πρβλ. Θεόκρ. 11. 66· νηυσὶν ἐνίετε θεσπιδαὲς πῦρ Ἰλ. Μ. 441, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 1262· ἀλλ’ ὡσαύτως, ἐς τὰς πόλεις ἐν. πῦρ Ἡρόδ. 8. 32, πρβλ. Θουκ. 4. 115. - Ἐπὶ πλοίων, καθέλκω εἰς τὴν θάλασσαν, ἐνήσομεν εὐρέϊ πόντῳ ἐνν. νῆα Ὀδ. Β. 295, πρβλ. Μ. 293. 5) βάλλω ἄλλον νὰ ὁμιλήσῃ εἰς τὸν δῆμον, ἄλλους ῥήτορας ἐνιέντες Θουκ. 6. 29· ἐν. διαβολὰς Πολύβ. 28. 4, 10. 6) ἐμβάλλω, χύνω μέσα, ἐπὶ φαλαγγίων, ἐνίησι γάρ τι τὰ φαλάγγια κατὰ τὸ δῆγμα Ξενοφ. Ἀπομν. 1. 3, 12· ἐπὶ ὄφεως, ἀλλὰ μὲν ᾧ τὰ πρῶτα μελάγχιμον ἰὸν ἐνείη ζωόντων, κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1508: - ἐπὶ κλυστῆρος, Νικ. Ἀλεξιφ. 197. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 6, πρβλ. ἔνεμα. 7) παρακινῶ, παρορμῶ, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., σὸς δὲ πόθος μ’ ἐνέηκε (ἄλλ. γρ. μ’ ἀνέηκε) τόσην ἅλα μετρήσασθαι Μόσχ. 2. 157. 8) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπὶ σαλπίγγων, ἀρχίζω νὰ ἠχῶ, Διόδ. 17. 106. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐφορμῶ, καὶ ὁ Ἀβραδάτας... ἀναβοήσας, ἄνδρες φίλοι, ἕπεσθε, ἐνίει Ξεν. Κύρ. 7. 1, 29· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ῥίπτω ἐμαυτὸν ἐντός τινος, ἐμπίπτω εἴς τι, ὑδάτεσσι Ἄρατ. 943. 2) ὡς τὸ ἐνδίδωμι, ἐνιέντας, διάφ. γρ. ἀντὶ ἀνιέντας, Πλουτ. 2. 437Α.
English (Autenrieth)
ἐνίησι, imp. ἐνίετε, fut. ἐνήσω, aor. ἐνῆκα, ἐνέηκε, part. fem. ἐνεῖσα: let go in or into, let in; of sending men into battle to fight, Il. 14.131; throwing fire upon, setting fire to, ships, Il. 12.441; launching a ship in the sea, Od. 2.295; often w. dat., νηυσίν, πόντῳ, rarely ἔν τινι; metaph., of inspiring feelings, θάρσος τινὶ ἐν στήθεσσιν, Il. 17.570; filling one with any sentiment, τινὶ ἀναλκίδα θῦμόν, Il. 16.656; κότον, Il. 16.449; μένος, Od. 13.387; plunging in troubles, πόνοισι, Il. 10.89; leading to concord, ὁμοφροσύνῃσιν, Il. 15.198.
English (Slater)
ἐνίημι
a provoke ἐνῆκεν καὶ ἔπειτ[ ]λος τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον Παρθ. 2. 61.
b dub., hurl λιθίνοις ὁπότ' ἐν δίσκοις ἵεν (Hermann: ὁπότε codd.: ὁπόταν Trypho ap. Eustath.: ποτ' ἀνὰ Ammonius) (I. 1.25)
Greek Monolingual
(Α ἐνίημι) ίημι
1. νεοελλ. (για φάρμακα, δηλητήρια) εισάγω με σύριγγα στο σώμα, κάνω ένεση, εγχέω θεραπευτικό υγρό
αρχ.
1. στέλνω μέσα, εμβάλλω, ρίχνω μέσα
2. εμβάλλω κάτι στην ψυχή κάποιου, εμπνέω («πὰρ δέ μοι στῆθι μένος πολυθαρσὲς ἐνεῖσα» — στάσου κοντά μου και βάλε στην ψυχή μου δύναμη και θάρρος, Ομ. Οδ.)
3. (με αιτ. προσ. και δοτ. πράγμ.) ρίχνω, βυθίζω κάποιον σε κάτι («τον... Ζεὺς ἐνέηκε πόνοισι διαμπερές» — αυτόν ο Ζευς τον βύθισε αιωνίως μέσα σε βάσανα, Ομ. Ιλ.)
4. γεν. ρίχνω εναντίον κάποιου, κυρίως φωτιά («νηυσὶν ἐνίετε θεοπιδαὲς πῡρ» — ρίχνετε στα πλοία θεϊκή, φοβερή φωτιά, Ομ. Ιλ.)
5. (για πλοίο) καθελκύω στη θάλασσα («ἐνήσομεν [νῆα] εὐρέι πόντῳ» — θα σύρουμε το πλοίο στο πέλαγος, Ομ. Οδ.)
6. (για φάρμακο, δηλητήριο) χύνω μέσα («ἐνίησι γάρ τι τά φαλάγγια κατὰ τὸ δῆγμα» — τα φαλάγγια [ιοβόλες αράχνες] χύνουν κάτι μέσα στο σώμα τη στιγμή που δαγκώνουν, Ξεν.)
7. παρακινώ, παρορμώ
8. μέσ. (για σάλπιγγες) αρχίζω να ηχώ
9. (αμτβ.) εφορμώ, εισβάλλω με ορμή, επιτίθεμαι
10. ενδίδωμι
11. υποβάλλω, παρεμβάλλω, υπεισάγω
12. μειώνω, ελαττώνω
13. χαλαρώνω.
Greek Monotonic
ἐνίημι: [ῑ], μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ -ῆκα, Επικ. -έηκα·
I. 1. στέλνω μέσα σε..., σε Όμηρ.
2. θέτω, βάζω, μπήγω, εμφυτεύω, εμπνέω, με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ., καὶ οἱ θάρσος ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκε, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐνεὶς λύσσαν, σε Ευρ.
3. αντιστρόφως, με αιτ. προσ. και δοτ. πράγμ., βυθίζω μέσα, τὸν Ζεὺς ἐνέηκε πόνοισι, σε Ομήρ. Ιλ.
4. γενικά, ρίχνω εντός ή πάνω σε κάτι, με δοτ., σε Όμηρ.· λέγεται για πλοία, τα ρίχνω, τα καθελκύω προς τη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., προτρέπω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι, με απαρ., σε Μόσχ.
5. στέλνω στη συνάθροιση, αποστέλλω, σε Θουκ.
6. εγχέω, βάζω, εισάγω δηλητήριο, σε Ξεν.
II. αμτβ., εφορμώ, εισχωρώ, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. -ήσω aor1 -ῆκα epic -έηκα
I. to send in or into, Hom.
2. to put in, implant, inspire, c. acc. rei et dat. pers., καί οἱ θάρσος ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκε Il.; ἐνεὶς λύσσαν Eur.
3. reversely, c. acc. pers. et dat. rei, to plunge into, τὸν Ζεὺς ἐνέηκε πόνοισι Il.
4. generally, to throw in or upon, c. dat., Hom.:—of ships, to launch them into the sea, Od.:— metaph. to incite one to do a thing, c. inf., Mosch.
5. to send into the assembly, employ, Thuc.
6. to inject poison, Xen.
II. intr. to press on, Xen.
Mantoulidis Etymological
(=στέλνω μέσα, ρίχνω μέσα). Σύνθετο ἀπό τό ἐν + ἵημι.
Παράγωγα: ἔνεσις, ἐνετέον, ἐνετήρ, ἐνετός (=βαλμένος). Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα ἵημι.
Lexicon Thucydideum
iniicere, to throw upon, 4.115.2,
immittere, incitare, to set on, incite, 6.29.3.