ἔνοχος
English (LSJ)
ἔνοχον,
A = ἐνεχόμενος, held in, bound by, τοιαύταις δόξαις Arist.Metaph.1009b17; ταῖς εἰρημέναις βλάβαις Id.Pol.1337b17; [ἔθεσι γεροντικοῖς] Apollod.Com.7.2.
2 c. gen., connected with, κοιλίης Hp.Ep.23.
II as law-term, liable to, subject to, νόμοις, δίκαις, Pl.Lg.869b; τῇ γραφῇ X.Mem.1.2.64; τῇ κρίσει Ev.Matt.5.22; τῷ ὅρκῳ PRyl.82.14 (ii A. D.), etc.; τοῖς ἐπιτιμίοις τοῦ φόνου Antipho 4.1.6; ζημίαις Lys.14.9; ταῖς ἀραῖς D.19.201; δεσμῷ Id.51.4; ὅρκῳ PHib.1.65.22 (iii B. C.), etc.; ἔνοχος ἀνοίαις liable to the imputation of it, Isoc.8.7; ἁμαρτήμασι Aeschin.2.146; τοῖς αἰσχίστοις ἐπιτηδεύμασιν Id.1.185.
2 ἔνοχος ψευδομαρτυρίοις liable to action for perjury, Pl.Tht. 148b: c. gen., ἔνοχος τοῦ φόνου Antipho6.46; βιαίων, λιποταξίου (sc. δίκῃ, γραφῇ), Pl.Lg.914e, Lys.14.5; ἱεροσυλίας LXX 2 Ma.13.6; μοιχείας Vett. Val.117.10; ἔνοχος θανάτου liable to the penalty of death, D.S.27.4, Ev.Matt.26.66 (but θανάτῳ Wilcken Chr.13.11 (i A. D.)): c. inf., ἔ. ἔστω ἀποτῖσαι CIG2832.8 (Aphrodisias).
3 less freq. with Preps., ἔ. ἐν τοῖς αὐτοῖς Decr. ap. And.1.79; περὶ ταὐτά Arist.Rh.1384b2; ἔνοχοι ἔντω ἐνς Ἀθαναίαν IG4.554 (Argos, vi/v B. C.).
4 guilty, liable to the penalty for, ἔ. τῷ φόνῳ Antipho 1.11, Arist.Pol.1269a3, cf. Rh.1380a3: abs., Antipho4.1.1,6.17, Pl.Sph.261a, etc.
b of property, subject to liability, PMasp.312.86 (vi A. D.).
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): arcad. ἴνοχος IPArk.24.23 (Alifeira III a.C.)
• Grafía: graf. ἔνουχος PPetr.3.56b.17 (III a.C.)
• Morfología: [eol. ac. plu. ἐνόχοις IG 12(2).526d.16 (Ereso IV a.C.)]
I 1unido, bien sujeto a c. gen. ἔνοχα δὲ κοιλίης ... ἔντερα Hp.Ep.23, ἐπ' ἀγκύρης ἔνοχον βάρος εἰς ἅλα δύνων sumergiéndome en el mar en pos de un áncora pesada sujeta al fondo AP 7.506 (Leon.).
2 fig. sujeto a, presa de, dominado por creencias o circunstancias gener. neg., c. dat. τοιαύταις δόξαις γεγένηνται ἔνοχοι Arist.Metaph.1009b17, τὸ δὲ προσεδρεύειν λίαν ... ἔνοχον (ποιεῖ τὴν διάνοιαν) ταῖς εἰρημέναις βλάβαις Arist.Pol.1337b17, ἐθῶν γεροντικῶν οἷς ἔ., εἰς τὸ γῆρας ἂν ἔλθῃς, ἔσῃ Apollod.Com.7.2, ταύταις ταῖς ἀνοίαις Isoc.8.7, τοῖς ἐπιληπτικοῖς ἔ. víctima de crisis epilépticas Plu.Caes.17, ἔνοχοι τοῖς βακχικοῖς πάθεσι γυναῖκες Plu.2.291a, cf. Alex.2, τοῖς περὶ τὰς γυναῖκας ἐρωτικοῖς Plu.Cim.4, tb. c. gen. διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας Ep.Hebr.2.15.
II jur.
1 sujeto a la justicia de, sometido a, responsable de las consecuencias del delito ante c. dat. de la instancia que garantiza el castigo:
a) los dioses ὃς δ' ἂν ἀδικήσει τὸν κίονα ... ἔστω θεοῖς πᾶσιν ἔ. ITyriaion 27.27 (imper.), cf. RECAM 3.9.8 (Balbura, imper.), εἰ δὲ μὴ ἔ. ἔστω τῇ Μητρὶ Ὀρείᾳ Wiener Denkschr. 45.1897.54.79 (Enoanda), raro c. giro prep. αὐτοὶ ἔνοχοι ἔντο ἐνς Ἀθαναίαν que ellos mismos sean responsables ante Atenea, IG 4.554 (Argos VI/V a.C.);
b) las leyes πολλοῖς ἔ. ἔστω νόμοις ὁ δράσας τι τοιοῦτον Pl.Lg.869a, ἔνοχοι ἔστωσαν τῷ κατὰ τὸν τῆς οἰκονομίας νόμῳ IOropos 324.50 (III a.C.), cf. IG 12(2).l.c., IPArk.l.c.;
c) otras instancias τῷ συνεδρίῳ Eu.Matt.5.22, εἰσοίσει δὲ οὐθεὶς νεκρὸν ἀλλότριον, ἐπεὶ ἔνοχος ἔσται τῷ φίσκῳ δηναρίοις ͵α RECAM 4.73.9 (Iconion, imper.);
d) juramentos vinculantes ἔνοχοι μήτε τοῖς ὅρκοις οἷς ὤμοσαν οἱ Λακεδαιμόνιοι Plb.12.6b.9, en doc. legales en pap. ἢ ἔ. εἴην τῷ ὅρκῳ POxy.3912.23 (III d.C.), cf. PHib.83.9 (III a.C.), PPetr.l.c., ἔνοχοι ἐσόμεθα τῷ θείῳ ὅρκῳ καὶ τῷ περὶ τούτου κινδύνῳ SB 7685.13 (IV d.C.).
2 sujeto, expuesto a las consecuencias del delito, gener. c. dat.:
a) la pena o el castigo ἔνοχον ɛ̄ναι ζɛ̄μίᾳ IG 13.93.44 (V a.C.), cf. Lys.14.9, ἀποκτείνας τοῦ φόνου τοῖς ἐπιτίμοις ἔ. ἐστιν Antipho 4.1.6, ἔνοχοι δεσμῷ γεγόνασιν se han hecho reos de prisión D.51.4, θανάτῳ SIG 684.20 (Dime II a.C.), cf. IKibyra 2.18 (II a.C.), Wilcken Chr.13.11 (I d.C.), c. gen. ἔ. θανάτου Eu.Matt.26.66, cf. D.S.27.4, τῆς αἰωνίου κολάσεως Ath.Al.M.28.664C, c. giro prep. ἔνοχον εἶναι τὸν παραβαίνοντα ταῦτα ἐν τοῖς αὐτοῖς ... And.1.79;
b) un juicio, acusación o demanda (cf. tb. II 3) αἰκίας δίκαις ταῖς ἐσχάταις ἔ. ἂν γίγνοιτο Pl.Lg.869b, ἔ. ἐστιν ... γραφῇ παρανόμων Arist.Ath.45.4, cf. X.Mem.1.2.64, λιποταξίου (γραφῇ) Lys.14.5, cf. Arist.Oec.1349a19, ταῖς αὐταῖς αἰτίαις Gorg.B 11a.22, κρίνομες ... μὴ ἐνόχους Κλαζομενίους τοῖς ἐγ[κεκλη] μένοις SEG 29.1130bis.A.24 (Clazomenas II a.C.), ἔ. ἔσται τυμβωρυχίας ἐνκλήματι quedará expuesto a la acusación de violación de tumbas, IArykanda 121.12 (III d.C.), c. giro prep. περὶ ταὐτά Arist.Rh.1384b2;
c) maldiciones ταῖς ἐκ [τῶν] νόμων ἀραῖς ἔ. ἔστω Sokolowski 3.118.35 (Quíos IV a.C.), cf. D.19.201, RKilikien p.58 nota 1 (Cilicia II d.C.), πάσαις ἀραῖς Ph.1.527;
d) multas o sanciones τοῖς αὐτοῖς ἐπιτίμοις ἔνοχοι ἔσονται COrd.Ptol.22.28 (III a.C.), cf. ICr.3.3.3A.78 (Hierapitna III/II a.C.), IBeroeae 1B.39 (II a.C.), Luc.Sat.10, c. giro prep. ἐν τοῖς αὐτοῖς ἐπιτιμίοις ἔνοχοι ἔστωσαν κατὰ τὸν μαστρικὸν νόμον FD 3.238.4 (II a.C.), c. gen. ὁ τελώνης τῷ παρακομίζοντι διπλοῦ ἔ. ἔστω que el aduanero deba al transportista el doble del valor de la mercancía SEG 39.1180.80 (Éfeso I d.C.).
3 expuesto a la acusación de, reo de gener. c. dat. del delito τοῖς αἰσχίστοις ἐπιτηδεύμασιν Aeschin.1.185, τοῖς ψευδομαρτυρίοις Pl.Tht.148b, τῷ φόνῳ Arist.Pol.1269a3, Antipho 1.11, cf. PTeb.960.10 (II a.C.), Paus.7.25.7, τὸ τέμενος καθαιρέτω ... ἢ ἔ. ἔστω τᾷ ἀσεβείᾳ Sokolowski 3.136.29 (Yaliso IV/III a.C.), cf. PSI 515.17 (III a.C.), Plu.Per.33, ἔνοχοι ἔστωσαν τῷ παρησπ[ο] νδηκέναι καὶ λελύκεν τὰ(ς) συνθήκας BCH 94.1970.638 (Malla III/II a.C.), τῇ ἱερ[οσο] υλίῃ IDarmezin 131.24 (Coronea III a.C.), cf. IBeroeae 1B.100 (II a.C.), φωρᾷ λείας PDryton 33.17 (II a.C.), δωροδοκίᾳ Ph.2.254, tb. c. gen. ἔνοχον εἶναι τοῦ φόνου Antipho 6.46, τῶν βιαίων ἔ. ἔστω Pl.Lg.914e, μοιχείας Vett.Val.111.23, c. giro prep. ὅπως ἔ. γένηται περὶ τοῦ φόνου PKöln 272.16 (III a.C.)
•raro en uso abs. culpable op. καθαρός ‘inocente’, Antipho 4.1.1, cf. Pl.Sph.261a.
4 culpable de delito o pecado contra c. gen. de pers. o cosas ἔνοχοί σου LXX Is.54.17, ἔ. ἔσται τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ κυρίου 1Ep.Cor.11.27, γέγονεν πάντων ἔ. Ep.Iac.2.10.
5 sujeto a obligaciones legales ref. bienes, op. ἀγωγός ‘disponible’ πάντα ἐν καιρῷ τελευτῆς παρ' ἐμοῦ πράγματα καὶ ἀγωγὰ καὶ ἔνοχα PMasp.312.46 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 851] darin festgehalten, unterworfen, schuldig; ὅπως μὴ τούτοις ἔνοχον σαυτὸν ποιήσῃς Plat. Lys. 266 b; bes. νόμῳ, dem Gesetz unterworfen, den das Gesetz mit seiner Strafe trifft, Legg. IX, 869 b; bestimmter mit Angabe der Anklagepunkte, τοῖς ψευδομαρτυρίοις Theaet. 148 b; ψόγῳ προδοσίας Legg. XI, 917 e; auch νόμοις ἔνοχον ἑαυτὸν καταστῆσαι, sich den Gesetzen unterwerfen, Dem. u. oft bei den Rednern, πᾶσι τούτοις Isocr. 4, 184, wie Xen. Hell. 7, 3, 8; οὐδενὶ τούτων Is. 6, 9; τῇ γραφῇ, der Klage verfallen, Dem. 24, 108; ἀσεβείᾳ ibd. 177; αἰσχίστοις ἐπιτηδεύμασιν Aesch. 1, 185, der sich den schmählichsten Lebenswandel hat zu Schulden kommen lassen; auch ταῖς μεγίσταις τιμωρίαις, Dem. 24, 120, den Strafen verfallen, wie διτταῖς δίκαις Plat. Legg. VIII, 843 a; τοῖς φόνου ἐπιτιμίοις Antiph. IV α 4; ζημίαις πάσαις Lys. 14, 9; ἐν τοῖς αὐτοῖς, derselben Strafe verfallen, Andoc. 1, 79. Bei Arist. rhet. 2, 6 οἱ ἔνοχοι περὶ ταῦτα. Das Verbrechen steht auch im gen. dabei, τῶν βιαίων ἔνοχος ἔστω Plat. Legg. XI, 914 e; λειποταξίου Lys. 15, 5; so schwankt bei Dem. 51, 4 die Lesart zwischen ἔνοχος δεσμῷ u. δεσμῶν, Letzteres ist von Bekker mit Recht verworfen; Arist. Oec. 2, 20 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 assujetti à, asservi à : ζημίαις LYS sous le coup d'amendes;
2 exposé à ; particul. exposé à une accusation, accusé de : τινι ou περί τινος de qch;
NT: coupable envers.
Étymologie: ἐνέχω.
Russian (Dvoretsky)
ἔνοχος:
1 подверженный, подлежащий (ζημίαις πάσαις Lys.; ταῖς μεγίσταις τιμωρίαις Dem.): ἔ. θανάτου Diod. подлежащий смертной казни; ἔ. τῇ παροιμίᾳ, ἐν ἦ φαμέν … Arst. к нему можно применить пословицу, в которой говорится …; τοιαύταις δόξαις γεγένηνται ἐνοχοι Arst. они прониклись такого же рода мнениями; πᾶσι τούτοις ἔνοχοι τυγχάνουσιν Isocr. они оказываются в этом именно положении; ἔ. νόμῳ Plat., Arst., Dem.; подвластный закону;
2 (тж. ἔ. τῇ αἰτίᾳ Arst.) (за что-л.) ответственный, повинный, виновный (τινι, реже τινος Lys., Plat., Arst., Dem., редко περί τι Arst.): κατὰ πάντ᾽ ἔ. ὢν τῇ γραφῇ Aeschin. признанный виновным по всем пунктам обвинения.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνοχος: ον = ἐνεχόμενος, ὁ ἐχόμενος, κρατούμενος ἔν τινι, τοιαύταις δόξαις Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 5, 10˙ ἔνοχόν ἐστι ταῖς εἰρημέναις βλάβαις ὁ αὐτ. Πολιτ. 8. 2, 5˙ μὴ καταφρόνει, Φιλῖν’, ἐθῶν γεροντικῶν, οἷς ἔνοχος, εἰς τὸ γῆρας ἂν ἐλθῃς, ἔσει Ἀπολλόδ. ἐν «Λακαίνῃ» 1. ΙΙ. ἐν δικανικαῖς φράσεσιν, ὑπεύθυνος, ὑποκείμενος εἴς τι, τῷ νόμῳ, Πλάτ. Νόμοι 869Β˙ ἐπιτιμίοις φόνου Ἀντιφῶν 125. 33˙ ζημίαις Λυσ. 140. 20˙ ταῖς ἀραῖς Δημ. 404. 5˙ δεσμῷ αὐτόθι 1229. 11˙ ὅπερ ἄξιόν ἐστι δεδιέναι, μὴ καὶ νῦν ἡμεῖς ἔνοχοι γενώμεθα ταύταις ταῖς ἀνοίαις Ἰσοκρ. 160Α, πρβλ. Αἰσχίν. 1. 185. 2) ἔνοχος ψευδομαρτυρίας, ὑποκείμενος εἰς καταγγελίαν ἐπὶ..., Πλάτ. Θεαίτ. 148Β˙ ἔν. τῷ φόνῳ, ὑποκείμενος εἰς τὴν κατηγορίαν τοῦ φόνου, Ἀντιφῶν 112. 38, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 20˙ - ἐντεῦθεν μετὰ γεν., ἔνοχος βιαίων, λιποταξίου (ἐξυπακουομ. δίκῃ, γραφῇ), ὑποκείμενος εἰς τιμωρίαν διὰ..., Ἀντιφῶν 147. 2, Πλάτ. Νόμοι 914Ε, Λυσίας 140. 1˙ ἔνοχος θανάτου, ὑποκείμενος εἰς τιμωρίαν διὰ θανάτου, Διοδ. Ἀποσπ. 571. 14, Καιν. Διαθ.: - μετ’ ἀπαρ., ἔνοχος ἔστω ἀποτῖσαι Συλλ. Ἐπιγρ. 2832. 8 (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Böckh). 3) σπανίως μετὰ προθ., ἔνοχος ἔν τινι παρ’ Ἀνδοκ. 11. 5˙ περί τινος Φίλιππ. παρὰ Δημ. 239. 4˙ περί τι Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 19˙ ὡσαύτως, τούτοις ἔν. ἐφ’ οἷς ὀργίζονται αὐτόθι 2. 2, ἐν τέλει. 4) ἀπόλ., ἔνοχος, Ἀντιφῶν 125. 20., 143. 22, Πλάτ. Σοφ. 261Α, κτλ.
English (Strong)
from ἐνέχω; liable to (a condition, penalty or imputation): in danger of, guilty of, subject to.
English (Thayer)
ἔνοχον, equivalent to ὁ ἐνεχόμενος, one who is held in anything, so that he cannot escape; bound, under obligation, subject to, liable: with the genitive of the thing by which one is bound, δουλείας, τῶν βιβλίων, Sir. prolog. 9; with the dative τοῖς ἐρωτικοις, Plutarch; (on supposed distinctions in meaning between the construction with the genitive and with the dative (e. g. 'the construction with the dative expresses liability, that with the genitive carries the meaning further and implies either the actual or the rightful hold.' Green) see Schäfer on Demosth. see p. 323; cf. Winer's Grammar, § 28,2; Buttmann, 170 (148)). As in Greek writings, chiefly in a forensic sense, denoting the connection of a person either with his crime, or with the penalty or trial, or with that against whom or which he has offended; so a. absolutely guilty, worthy of punishment: guilty of anything: τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ κυρίου, guilty of a crime committed against the body and blood of the Lord, Winer's Grammar, 202 (190f)); πάντων, namely, ἐνταλμάτων, οἱ ἔνοχοί σου, αἰωνίου ἁμαρτήματος (an eternal sin), L T Tr text WH; (τῶν βιαίων, Plato, legg. 11,914e.; κλοπῆς, Philo de Jos. § 37; ἱεροσυλίας, Aristotle, oec. 2 (p. 1349{a}, 19), and in other examples; but much more often in the classics with the dative of the crime; cf. Passow or (Liddell and Scott) under the word).
d. with the genitive of the penalty: θανάτου, αἰωνίου κρίσεως, δεσμοῦ (others, dative), Demosthenes, p. 1229,11.
e. with the dative of the tribunal; liable to this or that tribunal i. e. to punishment to he imposed by this or that tribunal: τῇ κρίσει, τῷ συνεδρίῳ, ἔνοχος γραφή, to be indicted, Xenophon, mem. 1,2, 64; cf. Bleek, Br. an d. Hebrew ii. 1, p. 340f; (Winer's Grammar, 210 (198)).
f. by a use unknown to Greek writers it is connected with εἰς and the accusative of the place where the punishment is to be suffered: εἰς τήν γηνναν τοῦ πυρός, a pregnant construction (Winer's Grammar, 213 (200); 621 (577)) (but cf. Buttmann, 170 (148) (who regards it as a vivid circumlocution for the dative; cf. Green, Critical Notes (at the passage) 'liable as far' in respect of penal consequence 'as the fiery G.')) viz. to go away or be cast into etc. Matthew 5:22.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔνοχος, -ον)
1. αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί για αξιόποινη πράξη («ένοχος κλοπής»)
2. αυτός που έχει διαπράξει αθέμιτη ή αξιόποινη πράξη
νεοελλ.
1. αθέμιτος, παράνομος («ένοχες σχέσεις»)
2. ό,τι δείχνει ενοχή, καθετί ενοχοποιητικό («ένοχη σιγή»)
αρχ.-μσν.
άξιος τιμωρίας
μσν.
1. (νομ.) αυτός που υπόκειται σε ενοχή
2. το αρσ. ως ουσ. ο ένοχος
α) υπεύθυνος, αρχηγός
β) ειδικός αξιωματούχος για την είσπραξη φόρων
αρχ.
1. ο υπεύθυνος για περιουσία
2. γεν. υπεύθυνος
3. αυτός που συνδέεται, που συνάπτεται με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενέχω «(συγ)κρατώ, δεσμεύω». Αρχικά, επομένως, η λ. δήλωνε αυτόν που είναι δεσμευμένος ή συνδεδεμένος με κάτι, από όπου ως δικανικός όρος σήμαινε «τον υποκείμενο» στους νόμους και μάλιστα σε μια συγκεκριμένη ποινή για ένα ορισμένο παράπτωμα. Με αυτήν τη σημασία η λ. έγινε συνήθης (περισσότερο από το αρχ. αίτιος) και παρέμεινε μέχρι σήμερα].
Greek Monotonic
ἔνοχος: ὁ (ἐνέχω), αυτός που ενέχεται, δηλ. είναι υπεύθυνος για, υπόχρεος για κάτι, υποκείμενος σε κάποιον, με δοτ., σε Πλάτ.· ἔν. θανάτου (ενν. ζημίᾳ), υποκείμενος στην τιμωρία του θανάτου, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἔνοχος, ον ἐνέχω
held in, i. e. liable to, subject to, c. dat., Plat.; ἔν. θανάτου (sc. ζημίᾳ) liable to the penalty of death, NTest.
Chinese
原文音譯:œnocoj 恩哦何士
詞類次數:形容詞(10)
原文字根:在內-有了 相當於: (דָּם)
字義溯源:有責任的,有罪的,難免受審,難免,干犯,擔當,受,該;源自(ἐνέχω)=壓抑);由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(ἔχω)*=持)組成。參讀 (ἁμαρτία)的比較
出現次數:總共(10);太(5);可(2);林前(1);來(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 難免(4) 太5:21; 太5:22; 太5:22; 太5:22;
2) 該(2) 太26:66; 可14:64;
3) 干犯了(1) 雅2:10;
4) 受(1) 來2:15;
5) 擔當(1) 可3:29;
6) 干犯(1) 林前11:27
English (Woodhouse)
accountable, liable, accountable to, exposed to, liable to give account, liable to, open to
Mantoulidis Etymological
(=ὑπεύθυνος). Ἀπό τό ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
liable
Bashkir: яуаплы; Bulgarian: отговорен; Catalan: responsable; Dutch: aansprakelijk, verantwoordelijk; French: responsable; German: fehlbar, haftbar, haftend, haftpflichtig; Greek: υπεύθυνος, υπόλογος; Ancient Greek: ἔνοχος, ὑπεύθυνος, ὑπόδικος; Hungarian: felelős; Icelandic: skaðabótaskyldur; Irish: faoi dhliteanas, freagrach; Italian: responsabile; Latin: obnoxius; Maori: eke; Portuguese: responsável; Romanian: răspunzător, responsabil; Russian: обязанный, ответственный; Spanish: responsable; Ukrainian: відповід́альний, зобов'язаний
guilty
Aghwan: 𐔲𐔴𐔾𐔿𐔰; Amharic: ጥፋተኛ; Arabic: مُذْنِب, مُذْنِبَة; Armenian: մեղավոր; Belarusian: вінаваты, ві́нны; Bulgarian: виновен; Catalan: culpable; Chinese Mandarin: 有罪; Czech: vinen, vinný; Danish: skyldig; Dutch: schuldig; Esperanto: kulpa; Finnish: syyllinen; French: coupable; German: schuldig; Greek: ένοχος; Ancient Greek: ἔνοχος; Hebrew: אָשֵׁם; Hindi: दोषी; Hungarian: bűnös; Icelandic: sekur; Irish: ciontach; Italian: colpevole; Japanese: 有罪の; Korean: 유죄의; Latin: sons, nocens, reus, culpabilis; Latvian: vainīgs; Luxembourgish: schëlleg; Macedonian: виновен; Malayalam: കുറ്റക്കാരനായ; Maori: whaihara; Norwegian Bokmål: skyldig; Old English: sċyldiġ; Persian: گناهکار; Polish: winny, winien, winna; Portuguese: culpado; Romani: dosh; Romanian: vinovat; Russian: виновный, виноватый; Sanskrit: ऋण; Serbo-Croatian Cyrillic: крив; Roman: kriv; Slovak: vínny; Slovene: kriv; Spanish: culpable; Swedish: skyldig; Turkish: suçlu; Ukrainian: винуватий, винний; Urdu: مجرم; Vietnamese: có tội, phạm tội, tội lỗi; Walloon: coupåbe; Yiddish: שולדיק