ἀτενής

From LSJ
Revision as of 11:10, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτενής Medium diacritics: ἀτενής Low diacritics: ατενής Capitals: ΑΤΕΝΗΣ
Transliteration A: atenḗs Transliteration B: atenēs Transliteration C: atenis Beta Code: a)tenh/s

English (LSJ)

ές, A stretched, strained, κισσός S.Ant.826 (lyr.); freq. of the eyes, staring, Arist.HA492a11; τὸ ἀ. τῆς ὄψεως καὶ ἄτεγκτον D.H.5.8; τὴν ὄψιν εἰς τὸ ἀ. ἀπερείδεσθαι intently, Luc.Icar.12. 2 intense, excessive, ὀργαί A.Ag.71 (lyr.); ὀδυρμοί Call.Fr.1.7 P. 3 straight, direct, ἥκω δ' ἀτενὴς ἀπ' οἴκων straight from home, E.Fr.65. 4 of diseases, obstinate, ἰσχιάς prob. for ἀγεννής in Archig. ap. Aët.12.1. II of men's minds and speech, intent, earnest, ἀτενεῖ . . νόῳ Hes.Th.661, Pi.N.7.88; ἁπλοῖ καὶ ἀ., of men, Pl.R.547e; ἀ. παρρησία E.Fr.737; ἀ. ψυχή Luc.Nigr.4. 2 unbending, stubborn, ἀ. ἀτεράμων τε Ar.V.730 (lyr.); ἀστένακτος καὶ ἀτενής D.H.5.8: Comp., Phld. Lib.p.44 O. III Adv. ἀτενῶς, Ion. ἀτενέως Hp.Prorrh.1.24; ἀτενῶς ἐμβλέπειν Agatharch.41; δυσπειθῶς καὶ ἀτενῶς ἔχειν πρός τι = to be obstinately averse to, Plu.Galb.25:—more freq. in neut., ἀτενὲς ἴκελοι exceeding like, Pi.P.2.77; ἀ. ἀπ' ἀοῦς from dawn onwards, Epich.124.1; καταμαθεῖν ἀτενῶς Id.172.4; ἀ. τηρεῖν Diph.61; ἀτενῶς βλέπειν Plb.18.53.9.

German (Pape)

[Seite 385] ές (τείνω, α intens.), sehr gespannt, aufmerksam, ernst, νόος Hes. Ih. 66 l; Pind. N. 7, 88; ψυχή Luc. Nigr. 4; standhaft, hart, ὀργαί Aesch. Ag. 71; ἁπλοῖ καὶ ἀτενεῖς ἄνδρες Plat. Rep. VII, 547 e; καὶ ἀτεράμων Ar. Vesp. 730; κισσός, fest anhangend, Soph. Ant. 820; unerbittlich, καὶ στεῤῥός Dion. Hal. 8, 45; ἀτενὲς βλέπειν εἴς τινα, unverwandt, Pol. 18, 36; Luc. Alex. 14; τὴν ὄψιν ἐς τὸ ἀτενὲς ἀπερείσασθαι Icarom. 12; ἀτενεῖς ὀφθαλμοί, unverwandt auf einen Punkt gerichtet, Arist. H. A. 1, 10; τὸ ἀτενὲς τῆς ὄψεως D. Hal. 5, 8; – adv., ἀτενὲς ἴκελος, ganz gleich, Pind. P. 2, 77; ἀτενὲς ἥκω ἀπ' οἴκων, stracks, Eur. Alcm. fr. 15; ἀτενὲς ἀπ' ἀοῦς, gleich vom Morgen an, Epicharm. Ath. VII, 277 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτενής: -ές, (α ἀθροιστ., τείνω) ὁ ἐξαπλούμενος, ὁ προσκολώμενος, τὰν κισσὸς ὡς ἀτενὴς πετραία βλάστα δάμασεν Σοφ. Ἀντ. 826· συχν. ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ὁ ἀτενίζων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 10, 3· τὸ ἀτ. τῆς ὄψεως Διον. Ἁλ. 5. 8· τὴν ὄψιν εἰς τὸ ἀτ. ἀπερείδεσθαι, ἀσκαρδαμυκτεὶ βλέπειν, Λουκ. Ἰκαρομ. 12· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2) σφοδρός, ἰσχυρός, δεινός, ὀργαὶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 71. 3) κατ’ εὐθεῖαν, ἥκω δ’ ἀτενὴς ἀπ’ οἴκων Εὐρ. Ἀποσπ. 66. ΙΙ. ἐπὶ τῆς διανοίας καὶ τοῦ λόγου τοῦ ἀνθρώπου, ἀτενεῖ… νόῳ Ἡσ. Θ. 661, πρβλ. Πινδ. Ν. 7. 129· ἁπλοῖ καὶ ἀτ. ἐπὶ ἀνθρώπων, Πλάτ. Πολ. 547Ε· ἀτ. παρρησία Εὐρ. Ἀποσπ. 737. 2) ἄκαμπτος, ἰσχυρογνώμων, ἐπίμονος, ἀτενὴς ἀτεράμων τε Ἀριστοφ. Σφ. 730· ἀστένακτος καὶ ἀτ. Διον. Ἁλ. 5. 8. ΙΙΙ. ἐπίρρ. ἀτενῶς, Ἰων. -έως Ἱππ. Προρρ. 78· ἀτ. ἐμβλέπειν Διόδ. 3. 18· ἀτ. ἔχειν πρός τι Πλουτ. Γάλβ. 25: συχνότερον κατ’ οὐδέτ., ἀτενὲς ἴκελοι, καθ’ ὑπερβολὴν ὅμοιοι, Πινδ. Π. 2. 141· καταμαθεῖν ἀτενὲς Ἐπίχ. 96 Ahr.· ἀτενὲς τηρεῖν Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 2, 4· ἀτ. βλέπειν Πολύβ. 18. 36, 9· πρβλ. ἀτενίζω.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fortement tendu, d’où
1 fixe, attentif;
2 p. anal. droit, qui vient en droite ligne, direct;
3 ferme, fort : ἀτενεῖς ὀργαί ESCHL colère intense ou violente;
4 qui s’attache fortement à (lierre).
Étymologie: ἀ intens., τείνω.

English (Slater)

ᾰτενής
   1 earnest φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι νόῳ φιλήσαντ ἀτενέι γείτονι χάρμα πάντων ἐπάξιον (N. 7.88) n. sing. pro adv., really, absolutely, ὑποφάτιες, ὀργαῖς ἀτενὲς ἀλωπέκων ἴκελοι (P. 2.77)

Spanish (DGE)

-ές
I concr.
1 tenaz κισσός S.Ant.826
c. idea de mov. derecho, directo ἥκω δ' ἀτενὴς ἀπ' οἴκων E.Fr.65.
2 compacto γῆ ἀ. καὶ σκληρά Plu.2.640e.
II fig.
1 atento, interesado de la mente νοῦς Hes.Th.661, Pi.N.7.88, cf. Pl.R.547e, ψυχή Luc.Nigr.4
de la mirada atenta, fija Arist.HA 492a11, Hld.3.5.5
subst. τὸ ἀ. fijeza, atención τὸ ἀ. τῆς ὄψεως D.H.5.8, cf. Luc.Icar.12
neutr. como adv. atentamente αἰ λῇς καταμαθεῖν ἀτενές Epich.154.4, esp. de la mirada ἀτενὲς δὲ τηρῶ Diph.61.4, ὅταν ἴδωσιν ἀτενές Ael.NA 17.25, ἀναβλέψας X.Eph.2.4.3, cf. Longus 4.20, Aesop.117.1, δεδαρκῶς Macho 127.
2 de palabras inflexible, recto παρρησία E.Fr.737, λόγος Cels.Phil.8.12.
3 de pasiones, dolores intenso ὀργαί A.A.71, ὀδυρμοί Call.Fr.228.7
de defectos obstinado φιλονικία Plu.Arist.2.
4 de pers. tenaz, inflexible Ar.V.730, ἁπλούς τε καὶ ἀτενεῖς ... ἄνδρας Pl.R.547e, ἄδακρύς τε καὶ ... ἀ. διαμένων D.H.5.8, cf. Phld.Lib.p.44
subst. τὸ ἀ. πρὸς τὸν δῆμον su inflexibilidad respecto al pueblo Plu.Dio 52
neutr. como adv. pertinazmente, sin parar ἀτενὲς ἀπ' ἀοῦς ἀφύας ἀπεπυρίζομες Epich.71.1.
III adv. -ῶς, jón. -έως
1 fija, atentamente ὀφθαλμοὶ ἐκλάμπουσιν ἀτενέως Hp.Prorrh.1.124, βλέποντες Plb.18.53.9, Agatharch.41, Sch.Ar.Ach.10d.
2 tenaz, obstinadamente πρὸς τὰ τοιαῦτα δυσπειθῶς καὶ ἀ. ἔχοντας Plu.Galb.25.
• Etimología: Comp. de un tema *tenos no atestiguado en gr., de la raíz *ten- de τείνω q.u., cf. lat. tenus ai. tánas. La α vendría de (grado ω de *en) o sería protética.

Greek Monolingual

-ές (AM ἀτενής, -ές)
Ι. (για το βλέμμα) ο προσηλωμένος σ' ένα σημείο
II. επίρρ. ατενώς
1. κατευθείαν, μπροστά
αρχ.
Ι. 1. εκτεταμένος, τεντωμένος
2. έντονος, ισχυρός
3. ευθύς
4. (για τον ανθρώπινο νου και λόγο) ειλικρινής, τίμιος
5. άκαμπτος, ισχυρογνώμων
6. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀτενές
υπερβολικά
II. επίρρ. φρ. «ἀτενῶς ἔχω πρός τι» — είμαι επίμονα αντίθετος σε κάτι, απεχθάνομαι κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (αθροιστικό) (πιθ. με ιωνική ψίλωση) + (ένσιγμο θέμα) τένος «τέντωμα, ένταση» (πρβλ. λατ. tenus «βρόχος», απ' όπου επίρρ. tenus «μέχρι, έως», αρχ. ινδ. tanas «καταγωγή, απόγονοι», ρ. τείνω), ενώ κατ' άλλη άποψη το α- πιθ. αντιπροσωπεύει τη συνεσταλμένη βαθμίδα του προρρηματικού εν-. Η λ. ατενής σημαίνει αρχικά «τεντωμένος, τεταμένος», μ' αυτή δε την έννοια χρησιμοποιείται κυρίως για να χαρακτηρίσει τα μάτια ή το σταθερό βλέμμα (Αριστοτέλης, Λουκιανός). Στην αρχική αυτή σημασία της λ. ανάγονται οι περαιτέρω χρήσεις της, «ολόισος» στον Ευριπίδη, «δριμύς, υπερβολικός» στον Αισχύλο και στον Καλλίμαχο, ενώ στον Ησίοδο, τον Πίνδαρο και τον Πλάτωνα σημαίνει «τεταμένος, θετικός, ειλικρινής» και αναφέρεται στον ανθρώπινο νου. Τέλος, ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί τον τ. ατενής για να δηλώσει «τον επίμονο».
ΠΑΡ. ατενίζω].

Greek Monotonic

ἀτενής: -ές (α αθροιστικό, τείνω
I. εξαπλούμενος, προσκολλώμενος, λέγεται για τον κισσό, σε Σοφ.·
II. μεταφ., λέγεται για τη διάνοια και το λόγο του ανθρώπου, επίμονος, σταθερός, άκαμπτος, ισχυρογνώμων, σε Ησίοδ., Πλάτ.· επίσης, σκληρός, ατίθασος, ανελέητος, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· επίρρ. ἀτενῶς, σοβαρά, αυστηρά, ἀτενῶς ἔχειν πρός τι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀτενής:
1) тугой, крепкий, тж. цепкий (κισσός Soph.);
2) напряженный, внимательный, пристальный (νόος Hes.; ὀφθαλμός Arst.; ὄψις Luc.): ἀτενεῖ τῇ ψυχῇ Luc. с напряженным вниманием;
3) сильный (ὀργαί Aesch.);
4) прямой, прямолинейный (ἥκω ἀ. ἀπ᾽ οἴκων Eur.);
5) прямой, непреклонный, упорный (ἀνήρ Arph., Plat.);
6) стремящийся, тяготеющий (πρὸς τὸ δίκαιον ἀ. φύσις Plut.).

Frisk Etymological English

-ές
Grammatical information: adj.
Meaning: stretched, strained (Hes.).
Derivatives: ἀτενίζω stare (Hp.)
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [1065] *ten- draw, stretch
Etymology: Perhaps with tension, with a copulativum (Ion. psilosis?) and a subst. *τένος n. = Lat. tenus n. cord, from the root of τείνω.

Middle Liddell

copulat.,, τείνω
I. strained tight, clinging, of ivy, Soph.: metaph.
II. of men's minds and speech, intent, earnest, Hes., Plat.; also stiff, stubborn, inexorable, Aesch., Ar.:—adv. ἀτενῶς earnestly, ἀτ. ἔχειν πρός τι Plut.

Frisk Etymology German

ἀτενής: -ές
{atenḗs}
Meaning: straff, unverwandt, aufmerksam (Hes., Pi. usw., vorw. poet.).
Derivative: Davon ἀτενίζω starren, mit unverwandtem Blick hinsehen (Hp., Arist. usw.) mit ἀτενισμός (Thphr. u. a.) und ἀτένισις (Paul. Aeg.).
Etymology : Eig. mit Spannung aus a copulativum (ion. Psilose) und einem Subst. *τένος n. Spannung, formal = lat. tenus n. Schnur mit Schlinge, wohl auch = Adv. tenus bis an, eig. Erstreckung, ai. tánas- n. Nachkommenschaft, s. Solmsen Wortforsch. 22f., Fraenkel KZ 43, 206. Vgl. τείνω.
Page 1,177