συμβιβάζω

From LSJ
Revision as of 09:20, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβῐβάζω Medium diacritics: συμβιβάζω Low diacritics: συμβιβάζω Capitals: ΣΥΜΒΙΒΑΖΩ
Transliteration A: symbibázō Transliteration B: symbibazō Transliteration C: symvivazo Beta Code: sumbiba/zw

English (LSJ)

Causal of συμβαίνω, A bring together: Pass., to be put together, to be knit together, framed, ἔκ τινος Ep.Eph.4.16, Ep.Col.2.19. 2 metaph., bring to terms, reconcile, Hdt.1.74; σ. τινά τινι reconcile one to another, Th.2.29; σ. [τινὰς] εἰς τὸ μέσον, as mediator, Pl.Prt.337e: abs., bring about an agreement, IG12.57.24. II put together, compare, examine, τὰ λεγόμενα Pl.Hp.Mi.369d; [τὰς μεταφοράς] Phld.Rh.1.174 S.; σ. περί τινων ὃ ἕκαστον εἴη Pl.R.504a (though Timaeus here expld. it intr. agree). III elicit a logical consequence, infer (cf. συμβαίνω 111.3 b), Arist.Top.155a25, SE181a22; ἔκ τινων Id.Top.161b37; σ. ὅτι . . ib. 154a36; σ. ὡς . . Id.Rh.Al. 1426a37, 1441a6; σ. πότερον . . Id.Top.158b27; πῶς . . Phld.Rh.1.172 S. (Pass.); ὅτι . . Act.Ap.9.22: c. acc. et inf., Ocell.3.3:—Pass., συμβιβασθέντος when the conclusion has been drawn, v.l. in Arist.SE 179a30. 2 teach, instruct, συμβιβάσω ὑμᾶς ἃ ποιήσετε LXX Ex. 4.15; συμβιβάσεις τοὺς υἱούς σου ib.De.4.9, cf. Is.40.14, 1 Ep.Cor.2.16.

German (Pape)

[Seite 978] 1) zusammenführen, an einander fügen, verbinden, bes. Sp. Übertr., aussöhnen, zu einem Vergleich bringen, durch ein Bündniß vereinigen, Her. 1, 74; τινά τινι, Thuc. 2, 29; Plat. Prot. 337 e. – 2) zusammenstellen und vergleichen, auch aus der Vergleichung schließen, folgern, Plat. Rep. VI, 504 a; συμβεβίβασται, S. Emp. adv. phys. 2, 319. Bei Sp. auch wie διδάσκειν, τινά, LXX. – 3) intr., übereinkommen über Etwas, περί τινος.

French (Bailly abrégé)

réconcilier : τινά τινι une personne avec une autre.
Étymologie: σύν, βιβάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-βιβάζω, Att. ξυμβιβάζω bij elkaar brengen, verenigen; overdr..; σ. εἰς τὸ μέσον bij elkaar brengen in het midden, d.w.z. tot een compromis brengen Plat. Prot. 337e; pass. bijeengehouden worden, met ἐκ + gen. door iets; overdr. tot een overeenkomst brengen, verzoenen; met acc. en dat. iem. met iem..; Thuc. 2.29.6; naast elkaar zetten:. σ. τὰ λεγόμενα naast elkaar zetten wat er gezegd wordt Plat. HpMi 369d. afleiden, (eruit) opmaken, concluderen; met ὅτι -zin. NT Act. Ap. 16.10. onderwijzen:. τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου, ὃς συμβιβάσει αὐτόν; wie kent de gedachten van de Heer, zodat hij hem zou kunnen onderwijzen? NT 1 Cor. 2.16.

Russian (Dvoretsky)

συμβῐβάζω: [causat. к συμβαίνω
1) приводить к соглашению, примирять (τινά τινι Her.): συμβιβάζων εἰς τὸ μέσον Plat. мировой посредник;
2) сопоставлять, разбирать, исследовать (τὰ λεγόμενα Plat.);
3) логически доказывать, (умо)заключать, выводить (τι ἔκ τινος Arst.);
4) наставлять, учить (τινά NT).

English (Strong)

from σύν and bibazo (to force; causative (by reduplication) of the base of βάσις); to drive together, i.e. unite (in association or affection), (mentally) to infer, show, teach: compact, assuredly gather, intrust, knit together, prove.

English (Thayer)

(WH συνβιβάζω (so Tdf. in σύν, II. at the end); 1st aorist βυνεβίβασα (L T Tr WH, but see below); passive, present participle συμβιβαζόμενος; 1st aorist participle συμβιβασθεις; (βιβάζω to mount the female, copulate with her; to leap, cover, of animals; allow to be covered, admit to cover);
1. to cause to coalesce, to join together, put together: τό σῶμα, passive, of the parts of the body 'knit together' into one whole, compacted together, to unite or knit together in affection, passive, Winer's Grammar, § 63,2a.; Buttmann, § 144,13a.) (to reconcile one to another, Herodotus 1,74; Thucydides 2,29).
2. to put together in one's mind, to compare; by comparison to gather, conclude, consider: followed by ὅτι, Plato, Hipp., min., p. 369d.; de rep. 6, p. 504a.).
3. to cause a person to unite with one in a conclusion or come to the same opinion, to prove, demonstrate: followed by ὅτι, Aristotle, top. 7,5, p. 151a, 36); followed by ὡς (Aristotle, rhet. Alex. 4, p. 1426a, 37: etc.); Jamblichus, vit. Pythagoras c. 13 § 60; followed by the accusative with infinitive, Ocellus Lucanus, 3,3); by a usage purely Biblical, with the accusative of a person, to teach, instruct, one: הֵבִין, הודִיעַ, Alex., Ald., etc.; for הורָה, בִּינָה הִשְׂכִּיל, Theod., συνεβίβασαν in א A B etc. (and adopted by L T Tr WH) yields no sense; (but it may be translated (with R. V. marginal reading) 'some of the multitude instructed Alexander', etc.; R. V. text translates it they brought Alexander out of the multitude, etc.).)

Greek Monolingual

ΝΜΑ
συνδιαλλάσσω, συμφιλιώνω (α. «έκαναν πολλές προσπάθειες ώσπου να τους συμβιβάσουν» β. «οἱ δὲ συμβιβάσαντες αὐτοὺς ἦσαν οἵδε», Ηρόδ.)
νεοελλ.
μέσ. συμβιβάζομαι
1. συγκατατίθεμαι, υποχωρώ (α. «για να αποφύγει μεγαλύτερους κινδύνους, συμβιβάστηκε» β. «αντί να τρέχουν στα δικαστήρια, συμβιβάστηκαν»)
2. συμφωνώ, βρίσκομαι σε αρμονία με κάτι, εναρμονίζομαι, ταιριάζω («η συμπεριφορά του δεν συμβιβάζεται με το αξίωμά του»)
3. φρ. «τά συμβιβάσαμε» ή «θα τά συμβιβάσουμε» — ήλθαμε ή θα έλθουμε σε συμβιβασμό
αρχ.
1. παραβάλλω, συγκρίνω
2. αποδεικνύω λογικώς («Σαῡλος συμβιβάζων ὅτι οὗτὸς ἐστιν ὁ Χριστός», ΚΔ)
3. διδάσκω («συμβιβάσω ὑμᾱς ἅ ποιήσετε», ΠΔ)
4. (το μέσ.) οδηγούμαι στο ίδιο σημείο με κάτι άλλο, συναρμόζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + βιβάζω «προχωρώ»].

Greek Monotonic

συμβῐβάζω: μτβ. του συμβαίνω,
I. 1. φέρνω, οδηγώ στο ίδιο σημείο — Παθ., συνάπτομαι ή συμπλέκομαι από κοινού, συσχηματίζομαι, σε Καινή Διαθήκη
2. μεταφ., συμφιλιώνω, μονοιάζω, ειρηνεύω, διαλάσσω, σε Ηρόδ.· συμβιβάζω τινά τινι, συμφιλιώνω κάποιον με κάποιον άλλο, σε Θουκ.
II. τοποθετώ δίπλα δίπλα, δηλ. παραβάλλω, αντιπαραβάλλω, συγκρίνω, εξετάζω, σε Πλάτ.
III. 1. αποδεικνύω δια της λογικής, σε Αριστ., Κ.Δ.
2. διδάσκω, καθοδηγώ, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

συμβῐβάζω: μεταβατικὸν τοῦ συμβαίνω, φέρω εἰς τὸ αὐτό· παθητ., φέρομαι εἰς τὸ αὐτό, συμπλέκομαι, σχηματίζομαι, ἔκ τινος Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. δϳ, 16, πρ. Κολοσ. βϳ, 19. 2) μεταφορ., ὡς καὶ νῦν, διαλλάττω, συμφιλιώνω, Ἡρόδ. 1. 74· σ. τινά τινι, διαλλάττω τινὰ πρός τινα, Θουκ. 2. 29· σ. τινὰς εἰς τὸ μέσον, ὡς μεσίτης, Πλάτ. Πρωτ. 337Ε. ― Παθ., συμβιβασθέντας ὁμοίως, διὰ κοινῆς συμφωνίας, διὰ συμβιβασμοῦ, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 24, 1. ΙΙ. ὡς τὸ συμβάλλω ΙΙΙ, βάλλω ὁμοῦ, παραβάλλω, ἐξετάζω, τὰ λεγόμενα Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 369D· σ. περί τινων ὃ ἕκαστον εἴη ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 504Α (ἂν καὶ ἐντεῦθα ὁ Τίμαιος ἡρμήνευσεν ἀμεταβ., συμφωνῶ, ἴδε Ruhnk.). ΙΙΙ. ἀποδεικνύω λογικῶς (πρβλ. συμβαίνω ΙΙΙ. 3. β), Ἀριστ. Τοπ. 7. 5, 10, Σοφιστ. Ἔλεγχ. 28· τι ἔκ τινων ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 8. 11, 9· σ. ὅτι... αὐτόθι 7. 5. 2· σ. ὡς... ὁ αὐτ. ἐν Ρήτορ. πρ. Ἀλ. 4. 9., 36. 8· σ. πότερον... ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 8. 3, 4· ὅτι... Πράξ. Ἀποστ. θϳ, 22· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., Ocell. εἰς Λουκ. 3. 2) διδάσκω, τινὰ καὶ τινά τι, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Μϳ, 14), Αϳ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. βϳ, 16· ― οἱ δὲ Ἀττικοὶ ἐχρῶντο τῷ προσβιβάζειν ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας.

Middle Liddell

Causal of συμβαίνω
I. to bring together: Pass. to be joined or knit together, framed, NTest.
2. metaph. to bring together, reconcile, Hdt.; ς. τινά τινι to reconcile one to another, Thuc.
II. to put together, compare, examine, Plat.
III. to prove logically, Arist., NTest.
2. to teach, instruct, NTest.

Chinese

原文音譯:sumbib£zw 沁-比巴索
詞類次數:動詞(6)
原文字根:共同-(行)步(化) 相當於: (יׄורֶה‎ / יָרֵא‎ / יָרָה‎)
字義溯源:一同努力,聯絡,互相聯絡,相連結,以為,聯合,連結在一起,結論,指導,證明,教導;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(βιαστής)X*=努力)組成,而 (βιαστής)X*出自(βάσις)=腳步), (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)。參讀 (ἀναβιβάζω) (διδάσκω) (εἰσάγω)同義字
出現次數:總共(6);徒(2);林前(1);弗(1);西(2)
譯字彙編
1) 互相聯絡(1) 西2:2;
2) 相連結(1) 西2:19;
3) 連結在一起(1) 弗4:16;
4) 要教導(1) 林前2:16;
5) 以為(1) 徒16:10;
6) 證明(1) 徒9:22