ψαύω

From LSJ
Revision as of 11:37, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψαύω Medium diacritics: ψαύω Low diacritics: ψαύω Capitals: ΨΑΥΩ
Transliteration A: psaúō Transliteration B: psauō Transliteration C: psayo Beta Code: yau/w

English (LSJ)

Ep. impf. A ψαῦον Il.13.132; ψαύεσκον (ἐπι-) Orph.L.126: fut. ψαύσω A.Ch.182, etc.: aor. ἔψαυσα Pi.N.5.42, etc.: pf. ἔψαυκα (παρ-) S.E.M.7.116:—Pass., aor. ἐψαύσθην Dsc.2.14: pf. ἔψαυσμαι (παρ-) Hp.Morb.4.44:—touch, τινος Il.23.519,806, Hdt.2.47. etc.; ἁπτόμενοι καὶ ψ. ἀλλήλων in close contact, Plu.Pyrrh.12: metaph., μὴ ψαύειν ἀδικίας ὃν τρόπον οὐδὲ πυρός Phld.Rh.2.155S.: c. dat. instr., ψαῦον . . κόρυθες . . φάλοισι the helmets touched with their φάλοι, Il.13.132, 16.216; τῇ κεφαλῇ τοῦ οὐρανοῦ ψ. Hdt.3.30; χεροῖν . . ἔψαυσα πηγῆς A.Pers.202; εἰ τῆσδε χώρας μήποτε ψαύσει ποδί Id.Ch.182: but the dat. is used for the gen. in Pi.P.9.120, Herod.4.75, Q.S.8.349 (cf. θιγγάνω 11.3, προσψαύω):—ψαύω never takes acc. exc. in αἵματι ψαῦσαι θύρας Ezek.Exag.158: in S.Ant. 857, ἔψαυσας ἀλγεινοτάτας ἐμοὶ μερίμνας, πατρὸς τριπόλιστον οἶκτον (v.l. οἶτον) , μερίμνας is gen. sg. and οἶκτον or οἶτον is acc. depending on ἔψαυσας . . μερίμνας, = ἐποίησάς με μεριμνᾶν; and ib.961, κεῖνος ἐπέγνω μανίαις ψαύων τὸν θεὸν ἐν κερτομίοις γλώσσαις, the construction is ἐπέγνω τὸν θεόν, ψαύων (sc. αὐτοῦ) he learned to know the god, assailing (him): later writers used the Pass. as if the Act. had a trans. sense, Dsc. l. c., Plu.2.951d. 2 touch lightly. a way of feeling the pulse, opp. θλίβω, Gal.8.808: metaph., touch upon a subject, notice it slightly, Plb.1.13.8:—Med., c. acc. rei, touch lightly upon a subject, Gal.18(1).331. 3 touch as an enemy, lay hands upon, τινος E.IA1559: abs., κλάοις ἄν, εἰ ψαύσειας A.Supp. 925, cf. S.OC856. 4 touch, affect, οὐ γὰρ ἄκρας καρδίας ἔψαυσέ μου E.Hec.242. 5 reach, gain, ὕμνων Pi.N.5.42; ψ. Ἀφροδίτας Id.O. 6.35: abs., hit the mark, AP7.428.11 (Mel.). 6 Math., ἐπίπεδα ψαύοντα tangent planes, Archim.Con.Sph.17. II rarely in Pass., to be touched, of the star-fish, ἐνδίδωσι τὸ σῶμα καὶ περιορᾷ ψαυόμενον ὑπὸ τῶν παρατρεχόντων Plu.2.978b, cf. 951d (if the comma be placed before, not after, οὐσίας) ; ὅσοι ὑπὸ τῶν Ἀμινναίων (sc. οἴνων) ψαύονται κεφαλῆς those who are affected in the head... Dsc. 5.19.—The word is very rare in early Prose, Antipho 3.3.5, X. Mem.1.4.12: freq. later, Plb.1.13.8, al., Plu.2.589f, al.

German (Pape)

[Seite 1392] perf. pass. ἔψαυσμαι, aor. ἐψαύσθην, berühren, antasten, befühlen; gew. c. gen.; Il. 23, 519. 806; h. Ven. 125; Her. 2, 47. 3, 30; Pind. N. 5, 42; Od. 6, 35; Aesch. χεροῖν καλιῤῥόου ἔψαυσα πηγῆς Pers. 198; εἰ τῆσδε χώρας μήποτε ψαύσει ποδί Ch. 180; Soph. Trach. 1002 O. R. 1405 u. öfter; Eur. Or. 369; μὴ ψαῦ' ὧν σε μὴ ψαύειν χρεών El. 223, u. öfter; selten in att. Prosa, wie Xen. Mem. 1, 4,12 Antipho 3 γ 5; ψαῦον κόρυθες φάλοισιν Il. 13, 132. 11, 216 ist eigtl. die Helme stießen mit den Büschen an einander; Pind. P. 9, 124 vrbdt ὃς ἂν πρῶτος ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις, wer sie zuerst am Kleide berührte; vgl. Qu. Sm. 8, 349 ἄνω δ' ἔψαυε νέφεσσι τρυφάλεια; auch = feindlich angreifen, erreichen, treffen, so auch im med., Sp.; absolut, κἀμὲ φέρων ἐπ' ὠμοῖς ψαύει ματαίαις χερσίν, Soph. Trach. 562; O. C. 1541; übertr. von der Rede, κεῖνος ἐπέγνω μανίαις ψαύων τὸν θεὸν ἐν κερτομίοις γλώσσαις, Ant. 951, wo der acc. θεόν von ἐπέγνω abzuhangen scheint, wenn man ihn nicht von ψαύω = λοιδορέω abhangen läßt; ib. 850 ἔψαυσας ἀλγεινοτάτας ἐμοὶ μερίμνας ist μερίμνας entweder der gen. oder der accus., da ψαύων hier so viel wie »erwähnen«, »sagen« ist. – Übertr. = leicht berühren, einen Gegenstand nur andeuten, ἐπὶ κεφαλαίων ψαύειν τῶν πράξεων Pol. 1, 13, 8, u. öfter, u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

pf. inus.
Pass. ao. ἐψαύσθην, pf. ἔψαυσμαι;
I. tâter, palper : τοῦ στόματος XÉN la bouche en parl. de la langue;
II. toucher :
1 au propre τῇ κεφάλῃ τοῦ οὐρανοῦ HDT toucher le ciel de la tête ; ψαῦον κόρυθες φάλοισι νευόντων IL les casques touchaient de leurs panaches les panaches qui s'inclinaient ; χώρας ποδί ESCHL toucher du pied le sol d'un pays ; abs. prendre la main pour conduire qqn;
2 avec idée d'hostilité toucher, mettre la main sur, gén. ; en venir aux mains avec, gén.;
3 fig. toucher, atteindre : καρδίας EUR toucher le cœur, càd blesser, affliger ; μερίμνας SOPH toucher un souci, un chagrin, càd le réveiller, avec un acc. de pers. : θεὸν ἐν κερτομίοις γλώσσαις SOPH atteindre un dieu par des propos injurieux ; atteindre à, parvenir à : τῆς ἀληθείας PLUT à la vérité.
Étymologie: R. Ψυ, frotter ; cf. R. Ψα, v. ψάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψαύω [~ ψάω] ep. imperf. ψαῦον; aor. ψαῦσα aanraken, met gen.:; ψ. παριὼν ὑός in het voorbijgaan een varken aanraken Hdt. 2.47.1; vijandig:. μὴ ψαύσῃ τις Ἀργείων ἐμοῦ laat niemand van de Grieken mij aanraken Eur. IA 1559. in aanraking komen met, raken, treffen, bereiken:. ὑπ’ Ἀπόλλωνι γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ’ Ἀφροδίτας door toedoen van Apollo kwam zij voor het eerst in aanraking met de heerlijke liefde Pind. O. 6.35; οὐ ψαύω καὶ τᾷδε ook hiermee tref ik het niet AP 7.428.11.

Russian (Dvoretsky)

ψαύω:
1 прикасаться, дотрагиваться (τινός Hom., Eur., Xen.; τινός и τινί Pind.): μὴ ψαύειν λέγω Soph. не (сметь) трогать, говорю; τῇ κεφαλῇ τοῦ οὐρανοῦ ψ. Her. касаться головой неба; ψ. и ψαύεσθαί τινος Plut. соприкасаться с чем-л.; ἄπτεσθαι καὶ ψ. ἀλλήλων Plut. соприкасаться (граничить) друг с другом, иметь смежные владения; τῆσδε χώρας ψ. ποδί Aesch. ступить ногой на эту землю; χεροῖν ψ. πηγῆς Aesch. ополоснуть руки в источнике; ψαῦον ἱππόκομοι κόρυθες φάλοισιν Hom. шлемы (воинов) соприкасались конскими султанами; ἐπὶ κεφαλαίων ψ. τῶν πράξεων Polyb. коснуться событий в общих чертах; ἔστιν ὅπη ψαύει τῆς ἀληθείας καὶ τὸ μυθῶδες Plut. бывает, что и сказка в какой-то мере говорит истину;
2 затрагивать, задевать, оскорблять (ἄκρας καρδίας τινός Eur.; τὸν θεὸν ἐν κερτομίοις γλώσσαις Soph.);
3 пробуждать, растравлять, бередить (ἀλγεινοτάτας μερίμνας Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ψαύω: μέλλ. ψαύσω· ἀόρ. ἔψαυσα· πρκμ. ἔψαυκα (παρ-) Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 126. - Παθ., ἀόρ, ἐψαύσθην Διοσκ. 2. 16· πρκμ. ἔψαυσμαι (παρ-) Ἱππ. 501. 45· (συγγενὲς τῷ ψάω). - Ἐγγίζω, ἐφάπτομαι, τινὸς Ἰλ. Ψ. 519, 806, Ἡρόδ. 2. 47, Ἀττ.· μετὰ δοτ. τοῦ ὀργάνου, τῇ κεφαλῇ τοῦ οὐρανοῦ ψ. Ἡρόδ. 4. 30· χεροῖν .. ἔψαυσα πηγῆς Αἰσχύλ. Πέρσ. 201· εἰ τῆσδε χώρας μήποτε ψαύσει ποδὶ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 182· οὕτω δὲ πιθανῶς ληπτέον τὴν δοτ. ἐν Ἰλ. Ν. 132, Π. 216· ψαῦον κόρυθες φάλοισιν, αἱ περικεφαλαῖαι ἔψαυον διὰ τῶν φάλων αὐτῶν· ἀλλ’ ἡ δοτ. ἐπέχει ἀναμφιβόλως τὸν τόπον τῆς γενικῆς ἐν Πινδ. Π. 9. 213, Κόϊντ. Σμυρ. 8. 349 (ὡς ἐν τῷ θιγγάνω καὶ προσψαύω, ἃ ἴδε)· - ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Σοφ. φαίνεται ὅτι κεῖται μετ’ αἰτ.· ἀλλ’ ἐν Ἀντιγ. 857, ἔψαυσας ἀλγεινοτάτας ἐμοὶ μερίμνας, πατρὸς τριπόλιστον οἶκτον, τὸ μερίμνας δυνατὸν νὰ εἶναι ἑνικὴ γενική, τὸ δὲ οἶκτον αἰτιατ. κατὰ παράθεσιν πρὸς τὴν προηγουμένην πρότασιν· καὶ αὐτόθι 961, κεῖνος ἐπέγνω ψαύων τὸν θεὸν ἐν κερτομίοις γλώσσαις, ἡ σύνταξις δύναται νὰ εἶναι: ἐπέγνω τὸν θεὸν ψαύων, ἀνεγνώρισε τὸν θεὸν καθαπτόμενος· ὁμολογητέον ὅτι αἱ συντάξεις αὗται εἶναί πως βεβιασμέναι, καὶ μεταγενέστεροι συγγραφεῖς βεβαίως μετεχειρίζοντο τὸ παθ., ὡς εἰ τὸ ἐνεργ. εἶχε κυρίως μεταβ. σημασ., Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 951C, πρβλ. Foës. Oec. Hipp. 2) ἐλαφρῶς θιγγάνω, ἐφάπτομαι, ψηλαφῶ· μεταφο., «ἐγγίζω» ὑπόθεσίν τινα, ζήτημά τι, Πολύβ. 1. 13, 8. 3) ἐγγίζω ὡς ἐχθρός, ἐπιβάλλω χεῖρα ἐπί τινα, τινὸς Εὐρ. Ι. Α. 1559· ἀπολ., κλάοις ἄν, εἰ ψαύσειας Αἰσχύλ. Ἱκ. 925, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 856. 4) ἐγγίζω, φθάνω, ἐπιδρῶ εἴς τι, οὐ γὰρ ἄκρας καρδίας ἔψαυσέ μου Εὐρ. Ἑκ. 242· ἐπὶ ταύτης τῆς σημασ. καὶ ὁ Διοσκ. 5. 27 ἔχει τὴν λέξιν ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ· ὡσαύτως, φθάνω τι, λαμβάνω, κερδαίνω, Πινδ. Ν. 5. 76, Ἀνθ. Π. 7. 428, 11· - ψ. Ἀφροδίτας (πρβλ. ἅπτομαι) Πινδ. Ο. 6. 58. - Ἡ λέξις εἶναι σπανιωτάτη παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις, Ἀντιφῶν 123. 2, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 12· συχν. παρὰ μεταγεν.. οἷον Πολύβ. 1. 13, 8, κ. ἀλλ., καὶ συχν. παρὰ Πλουτ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 522, 527, 528.

English (Autenrieth)

(ψάϝω), ipf. ψαῦον, aor. ἔψαυσα: touch lightly, graze; τινος, Il. 23.519, 806.

English (Slater)

ψαύω
   a touch c. gen. εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις (P. 9.120)
   b met., c. gen., attain to, experience γλυκείας πρῶτον ἔψαυσ' Ἀφροδίτας (O. 6.35) ποικίλων ἔψαυσας ὕμνων (N. 5.42)

Greek Monolingual

ΝΑ
αγγίζω κάτι ελαφρά, ψηλαφώ με τις άκρες τών δαχτύλων
αρχ.
1. (γενικά) αγγίζω κάτι («χεροῑν καλλιρρόου ἔψαυσα πηγῆς», Αισχύλ.)
2. φθάνω σε κάτι, κερδίζωψαύω ὕμνων», Πίνδ.)
3. αγγίζω κάτι με εχθρική διάθεση
4. μτφ. α) θίγω ένα θέμα χωρίς να υπεισέρχομαι σε λεπτομέρειες
β) ασκώ επιβλαβή επίδραση
γ) προσπαθώ
5. φρ. «ἐπίπεδα ψαύοντα»
μαθημ. εφαπτόμενα επίπεδα (Αρχιμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για καθαρά ελλ. σχηματισμό από το θ. του ψήω / ψάω / ψῆν τρίβω και σκουπίζω» (πρβλ. και τον σχηματισμό τών ψαίω, ψαίρω, ψίω), κατά τα χραύω, χναύω, θραύω.

Greek Monotonic

ψαύω: μέλ. ψαύσω, αόρ. αʹ ἔψαυσα, παρακ. ἔψαυκα — Παθ., αόρ. αʹ ἐψαύσθην, παρακ. ἔψαυσμαι (συγγενές προς το ψάω
1. αγγίζω, ακουμπώ, εφάπτομαι, με γεν., τινός, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με δοτ. του οργάνου, στο ίδ.· χεροῖν ἔψαυσα πηγῆς, σε Αισχύλ.· αλλά, ψαύειν τινί, αγγίζω ένα πράγμα, σε Πίνδ.· στον Σοφ. με αιτ., κεῖνος ψαύων τὸν θεόν, αυτός που προσβάλλει το θεό, σε Αντιγ. 961· αλλά, στο ίδ. 857, ἔψαυσας μερίμνας, πατρὸς οἶκτον, άγγιξες το πεπρωμένο του πατέρα μου, (το μερίμνας είναι γεν. και το οἶκτον αιτ. κατά παράθεση προς την προηγούμενη πρόταση).
2. αγγίζω ως εχθρός, απλώνω χέρι πάνω σε, τινός, σε Ευρ.
3. αγγίζω, φθάνω, επιδρώ σε κάτι, ἄκρας καρδίας ἔψαυσέ μου, στον ίδ. — Μέσ. επίσης, φθάνω κάτι, λαμβάνω, κερδίζω, σε Πίνδ.

Middle Liddell

akin to ψάω]
1. to touch, c. gen., Il., etc.; c. dat. instrumenti, Il.; χεροῖν ἔψαυσα πηγῆς Aesch.: but ψαύειν τινι to to touch a thing, Pind.: —in Soph. it seems to be used c. acc., κεῖνος ψαύων τὸν θεόν assailing the god, Antig. 961; but Soph. Antig. 857, ἔψαυσας μερίμνας, πατρὸς οἶτον thou didst touch on a theme of grief, —my father's fate, — μερίμνας is gen., and οἶτον acc. in apposition.
2. to touch as an enemy, lay hands upon, τινός Eur.
3. to touch, reach, affect, ἄκρας καρδίας ἔψαυσέ μου Eur.:—Mid. also, to reach, gain, Pind.

Frisk Etymology German

ψαύω: {psaúō}
Forms: Aor. ψαῦσαι (seit Il., sehr selten in att. Prosa), Fut. ψαύσω (A. usw.), Pf. ἔψαυκα (sp.),
Grammar: v.
Meaning: berühren, streifen, antasten; Pass. (selten) ἔψαυσμαι (Hp.), ψαυσθῆναι, ψαύομαι (sp.) berührt, gestreift werden.
Composita: auch m. ἐπι-, ποτι-, προσ-, συν- u.a.,
Derivative: Davon ψαῦσις (ἐπί-, σύν- u.a.) f. Berührung, Liebkosung, ψαῦσμα n. ib. (X. Eph.).
Etymology: Reimwort zu χραύω, χναύω, θραύω; Anlaut wie ψαίω, φαίρω, ψίω; s. ψῆν.
Page 2,1131

Mantoulidis Etymological

(=ἀγγίζω, ἐπιδρῶ). Θέμα ψαϝ → ψαυ + ω = ψαύω. Εἶναι συγγενικό μέ τό ψάω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ψαῦσις, ψαῦσμα, ψαυστέον, ψαυστός, ἄψαυστος (=ἄθικτος).