ἀξία

From LSJ
Revision as of 13:52, 25 September 2024 by Spiros (talk | contribs)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξία Medium diacritics: ἀξία Low diacritics: αξία Capitals: ΑΞΙΑ
Transliteration A: axía Transliteration B: axia Transliteration C: aksia Beta Code: a)ci/a

English (LSJ)

Ion. ἀξίη, ἡ, (ἄξιος)
A worth, value, τῶν φορτίων Hdt.4.196; τοῦ τιμήματος τῆς ἀξίας ἕκαστον = each one according to the worth of the offering E.Hipp.623; ἡ ἀξία τοῦ δούλου Pl.Lg.936d; then, simply, money-value, price, amount, κατ' ἀξίην ἑκάστου ἀδικήματος ἐδικαίευ Hdt.1.100; ὑποτελέειν ἀξίην βασιλέϊ Id.4.201; τῆς ἀξίας τιμᾶσθαι = estimate the penalty at the real amount, Pl.Ap.36b, cf. e; τὴν ἀξίαν τῆς βλάβης ἀπογράφεσθαι Id.Lg.845e; προσάπτειν ἑκάστῳ τῶν ἁμαρτημάτων τὴν ἀξίαν τοῦ πάθους ib.876d; μὴ κατ' ἀξίαν τῆς οὐσίας X. Cyr.8.4.32; σκοποῦμαι . . εἰ ἄρα ὥσπερ τῶν οἰκετῶν, οὕτω καὶ τῶν φίλων εἰσὶν ἀξίαι Id.Mem.2.5.2; κατὰ τὴν τῆς ὀλιγωρίας ἀξίαν = according to the amount of his neglect, Decr. ap. D.18.74; ἡ κατ' ἀξίαν ἰσότης = proportionate equality, equality according to merit, Arist.Pol.1302a8; τὸ κατ' ἀξίαν ἴσον = equality in accordance with desert, what is equal according to merit ib.1301b30; παρὰ τὴν ἀξίαν = beyond one's deserts Id.EN1122b29,al.
2 of persons, reputation, dignity, Th.6.68, D.13.18, cf. 18.63; ἡ τῆς ἀρχῆς ἀξία Pl.Lg.945b; ἡ τῆς ἀξίας τιμή ib.744b; οἱ ἐπ' ἀξίας = persons of dignity, dignitaries, official personages, Luc.Nigr.24; ἐξεπορεύετο μετὰ μεγάλης ἀξίας = advanced with great dignity, pomp, Plb.38.8.6; κατὰ δουλικὴν ἀξίαν κοσμεῖσθαι = dress in accordance with the servile position D.S.5.40.
3 generally, a man's due, merit, deserts, τὴν μὲν ἀξίαν οὐ λάμψεαι, ἐλάσσω δὲ τῆς ἀξίης Hdt.7.39; εἰ τῆς ἀξίας ἐτύγχανες Ar.Av.1223; κατ' ἀξίαν = according to desert or merit, duly, E.Hec.374, Pl.R.496a, cf. Phd.113e, al.; ὑπὲρ τὴν ἀξίαν = beyond desert, undeservedly, E.HF146, D.2.3; παρὰ τὴν ἀξίαν = beyond one's deserts, οὐ κατ' ἀξίαν, Th.7.77, cf. D.1.23.
b penalty, τὴν ἀξίαν ἀποτίνειν = pay the appropriate penalty, τὴν ἀξίαν ὑπέχειν = suffer the appropriate penalty, Luc. DMort.30.1, Pisc.8.
4 moral value, Stoic.3.30: pl., Cleanth.ib. 1.129.
II estimate of a thing's worth, opinion, κατὰ τὴν ἰδίαν ἀξίαν D.S.14.10, cf. 107; esp. estimate of the moral value of actions, αἱ τῶν ἐκτὸς ἀξίαι Arr.Epict.1.2.7, cf. 1.25.17.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀξίη, -ης Hdt.4.196
A Ide cosas y abstr.
1 de cosas en venta o sometidas a valoración valor, precio ἀξία τῶν φορτίων Hdt.l.c., τοῦ δούλου Pl.Lg.936d, τὴν ἀξίαν τῆς βλάβης ἀπογραφόμενος = consignando el valor del perjuicio Pl.Lg.845e, τὸ κατ' ἀξίαν ἴσον Arist.Pol.1301b30, παρὰ τὴν ἀξίαν Arist.EN 1122b27
valoración, estimación, tasación de tierras, bienes PTeb.14.11 (II a.C.), 61b.98 (II a.C.), UPZ 218.2.10, 221.2.13 (II a.C.)
fig. πρίασθαι ... τοῦ τιμήματος τῆς ἀξίας = comprar ... según el precio de la ofrenda E.Hipp.623, τῶν φίλων εἰσὶν ἀξίαι hay un precio de los amigos X.Mem.2.5.2, τίνα μὲν ἔχει ἀξίαν ὡς πρὸς τὸ ὅλον, τίνα δέ ὡς πρὸς τὸν ἄνθρωπον qué valor tiene en relación al Todo, qué valor en cuanto al Hombre M.Ant.3.11
valor moral Chrysipp.Stoic.3.30, Cleanth.Stoic.1.129.
2 de abstr. magnitud κατ' ἀξίην ἑκάστου ἀδικήματος Hdt.1.100, ἀ. τῆς οὐσίας X.Cyr.8.4.32, κατὰ τὴν τῆς ὀλιγωρίας ἀξίαν Decr. en D.18.74.
3 abs. tributo debido ὑποτελέειν ... ἀξίην βασιλέϊ Hdt.4.201.
II de pers. y asimilados
1 c. gen. de acciones o abs. lo merecido a veces premio o castigo τῆς ἀξίας τυγχάνειν Ar.Au.1223, ἔχειν τὴν ἀξίαν Pl.Mx.239c, προσάπτειν ἑκάστῳ τῶν ἁμαρτημάτων τὴν ἀξίαν τοῦ πάθους Pl.Lg.876d, κατ' ἀξίαν = conforme a los méritos E.Hec.374, Pl.R.496a, LXX Si.10.28, Him.41.6, ὑπὲρ τὴν ἀξίαν = inmerecidamente E.HF 146, D.2.3, παρὰ τὴν ἀξίαν Th.7.77, D.1.23, M.Ant.9.1, ἡ κατ' ἀξίαν ἰσότης = igualdad con relación a los méritos Arist.Pol.1302a8, cf. UPZ 110.128 (II a.C.), τὴν μὲν ἀ. οὐ λάμψεαι no recibirás tu merecido Hdt.7.39, (ἀντιτιμήσομαι ...) τῆς ἀ. (propondré a cambio para mí) una pena justa Pl.Ap.36b, ἀποτίνειν τὴν ἀξίαν Luc.DMort.30.1, ὑπέχειν ... τὴν ἀξίαν Luc.Pisc.8, cf. Didym.in Iob.3.3-5 (p.170).
2 c. gen. de pers. o abs. reputación, dignidad Th.6.68, D.13.18, Chrysipp.Stoic.3.71, τοῦ γένους CIG 2771.1.8 (Afrodisias I d.C.), οἱ ἐπ' ἀξίας = personas de dignidad Luc.Nigr.24, ἐξεπορεύετο μετὰ μεγάλης ἀξίας Plb.38.8.6, de la ciudad, D.18.63, τὴν τῆς ἀρχῆς ἀξίαν Pl.Lg.945b, τὴν τῆς ἀξίας ... τιμήν Pl.Lg.744b
bienestar εὔχομαι μείζονος ἀξίας γενέσθαι PFay.125.11 (II d.C.).
3 condición δουλική D.S.5.40.
B transf. de ἀξιόω estimación, opinión κατὰ τὴν ἰδίαν ἀξίαν D.S.14.10, cf. 107, αἱ τῶν ἐκτὸς ἀξίαι Arr.Epict.1.2.7, cf. 1.25.17.

German (Pape)

[Seite 269] (s. ἄξιος), ἡ, Werth, Preis einer Sache, φορτίων Her. 4, 196; διπλασίαν τῆς ἀξίας τοῦ δούλου κομιζέσθω Plat. Legg. XI, 936 d; ἔλαττον τῆς ἀξίας, unter dem Preise, Xen. Mem. 1, 6, 11 u. öfter; dah. Census, Pol. 2, 62. Uebh. das Jedem Gebührende, ὑποτελεῖν τὴν ἀξίην βασιλέϊ Her. 4, 201; von verdientem Lobe, τῆς ἀξίας τιμήσομαι Plat. Apol. 36 b; τὴν ἀξίαν κομίζεσθαι Rep. X, 615 c; von verdienter Strafe, τὴν ἀξίην λαβεῖν Her. 7, 39; προσάπτειν ἑκἀστῳ τῶν ἁμαρτημάτων τὴν ἀξίαν Plat. Legg. IX, 876 d; so τὴν ἀξίαν ἀποτίνειν, ὑπέχειν, Luc. Am üblichstensind die Vrbdgn κατ' ἀξίαν, nach Gebühr, nach Würdigkeit, Plat. u. Andere; μὴ κατ' ἀξίαν τῆς οὐσίας ὠφελεῖν τοὺς φίλους Xen. Cyr. 8, 4, 32, nicht in einer dem Vermögen angemessenen Weise; πρὸς τὴν ἀξίαν ib. 8, 4, 29; παρὰ τὴν ἀξίαν, ohne Verdienst, ohne Verschulden, Thuc. 7, 77; εὖ πράττειν Dem. 1, 23; δεδουλωμένοι 2, 28; ὑπὲρ τὴν ἀξίαν τὴν ἑαυτοῦ πεποίηκε 2, 3, wie Eur. Herc. fur. 146. – Würde, auch äußere, wie ἀξίωμα, ἐπορεύετο μετὰ μεγάλης ἀξίας Pol. 39, 2; οἱ ἐπ' ἀξίας, die Würdenträger, Luc. Nigr. 24. – Bei den Stoikern das Sittlichgute, honestum. – Bei Sp. auch Verlangen, Wille, wie ἀξίωσις, κατὰ τὴν ἰδίαν ἀξίαν Diod. S. 14, 10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. 1 prix ou valeur d'une chose : τοῦ τιμήματος τῆς ἀξίας ἕκαστον EUR chacun suivant l'estimation de la valeur (du don offert) ; κατ' ἀξίαν, κατὰ τὴν ἀξίαν, πρὸς τὴν ἀξίαν selon le mérite ; παρὰ τὴν ἀξίαν, ὑπὲρ τὴν ἀξίαν au-delà ou au-dessus du mérite;
2 salaire, récompense, châtiment : τὴν ἀξίαν λαβεῖν XÉN recevoir son salaire, sa récompense ; τὴν ἀξίαν ἀποτίνειν LUC payer une faute, subir le châtiment dû ; τῆς ἀξίας τιμήσομαι PLAT je vais estimer la peine qui m'est due;
II. dignité, rang élevé, honneur.
Étymologie: ἄξιος.

Russian (Dvoretsky)

ἀξία: ион. ἀξίη
1 цена, стоимость (φορτίων Her.; ἡ ἀ. νομίσματι μετρεῖται Arst.): ἔλαττον τῆς ἀξίας Xen. ниже (настоящей) цены;
2 ценность, достоинство: κατὰ (τὴν) ἀξίαν Eur., Thuc., Xen., Plat., Arst. по достоинству, по заслугам; παρὰ τὴν ἀξίαν Thuc. и ὑπὲρ τὴν ἀξίαν Eur., Dem. не по заслугам, незаслуженно; τῆς ἀξίας τιμᾶσθαι Plat. воздавать по заслугам;
3 вознаграждение, возмещение, плата (τῆς βλάβης Plat.): τὴν ἀξίαν ἀποτίνειν или ὑπέχειν Luc. нести заслуженное наказание;
4 звание, (общественное) положение (κατὰ δουλικὴν ἀξίαν Diod.): ἡ τῆς ἀρχῆς ἀ. Plat. государственный пост; οἱ ἐπ᾽ ἀξίας Luc. высокопоставленные лица; ἐκπορεύεσθαι μετὰ μεγάλης ἀξίας Polyb. совершать пышное шествие;
5 оценка, мнение (κατὰ τὴν ἰδίαν ἀξίαν Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀξία: Ἰων. -ίη, ἡ, (ἄξιος) ὡς καὶ νῦν, ἡ ἀξία πράγματός τινος, πρὶν ἂν σφι ἀπισωθῇ (ὁ χρυσὸς) τῇ ἀξίῃ τῶν φορτίων Ἡρόδ. 4. 196· ἀλλ’ ἀντιθέντας… τοῦ τιμήματος τῆς ἀξίας ἕκαστον Εὐρ. Ἱππ. 623· ἡ ἀξία τοῦ δούλου Πλάτ. Νόμ. 936D· τὸ ἁρμόζον, τὸ πρέπον, κατ’ ἀξίαν ἑκάστου ἀδικήματος Ἡρόδ. 1. 100· χρηματικὸν ποσόν, ὑποτελέειν… ἀξίην βασιλέϊ ὁ αὐτ. 4. 201· τῆς ἀξίας τιμᾶσθαι, τῆς πραγματικῆς ἀξίας, Πλάτ. Ἀπολ. 36Β, πρβλ. D. E· ἡ ἀξία τῆς βλάβης ὁ αὐτ. Νόμ. 845Ε· προσάπτειν ἑκάστῳ τῶν ἁμαρτημάτων τὴν ἀξίαν τοῦ… πάθους αὐτόθι 876D· μὴ κατ’ ἀξίαν τῆς οὐσίας Ξεν. Κύρ. 8. 4, 32· σκοποῦμαι… εἰ ἄρα ὥσπερ τῶν οἰκετῶν, οὕτω καὶ τῶν φίλων εἰσὶν ἀξίαι ὁ αὐτ. Ἀπομν. 2. 5, 2· κατὰ τὴν τῆς ὀλιγωρίας ἀξίαν, κατὰ τὸν βαθμὸν τῆς ἀμελείας του, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 249. 27· ἡ κατ’ ἀξίαν ἰσότης Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 1, 15· τὸ κατ’ ἀξίαν ἴσον αὐτόθι 5. 7, 8· παρὰ τὴν ἀξίαν ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 13 κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀξία, ὑπόληψις, βαθμός, τιμή, Θουκ. 6. 68, Δημ. 171. 13., 246. 1· ἡ τῆς ἀρχῆς ἀξία Πλάτ. Νόμ. 945Β· ἡ τῆς ἀξίας τιμὴ αὐτόθι 744Β· οἱ ἐπ’ ἀξίας, ἄνθρωποι ἀξίαν ἔχοντες, πρόσωπα ἐπίσημα, Λουκ. Νιγρ. 24· ἐξεπορεύετο μετὰ μεγάλης ἀξίας, μετὰ μεγάλης μεγαλοπρεπείας, πομπῆς, Πολύβ. 39. 2, 6: ― καὶ ἐπὶ ἐναντίας σημασίας, δουλικὴ ἀξία, δουλικὴ κατάστασις, Διόδ. 5. 40. 3) καθόλου, ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, τὸ τὶ ἀξίζει, τὴν μὲν ἀξίαν οὐ λάμψεαι, ἐλάσσω δὲ τῆς ἀξίης Ἡρόδ. 7. 39· εἰ τῆς ἀξίας ἐτύγχανες Ἀριστοφ. Ὄρν. 1223· κατ’ ἀξίαν, ὅσον ἀξίζει, Εὐρ. Ἑκ. 374, Πλάτ. Πολ. 496Α, Φαίδων 113Ε, κ. ἀλλ.· ὑπὲρ τὴν ἀξίαν, περισσότερον ἢ ὅσον ἀξίζει τις, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 146, Δημ. 18. 23· παρὰ τὴν ἀξίαν, οὐ κατ’ ἀξίαν Θουκ. 7. 77, πρβλ. Δημ. 61. 1. 4) κατὰ τὴν τεχνικὴν γλῶσσαν τῶν Στωικῶν, ἡ ἀξία εἶναι τὸ ἀγαθόν, τὸ καλόν, honestum Heyne Ἐπίκτ. 36. ΙΙ. ἐκτίμησις τῆς ἀξίας πράγματός τινος, γνώμη, κατὰ τὴν ἰδίαν ἀξίαν Διόδ. 14. 10, πρβλ. 107· πρβλ. καὶ τὰς λέξ. ἀξιόω, ἀξίωμα.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἀξία)
1. τιμή, κόστος
2. αντίτιμο, χρηματικό ποσό που αντιστοιχεί σε κάτι διατιθέμενο σε αγοραπωλησία
νεοελλ.
1. το σύνολο των ιδιοτήτων που συνιστούν τη σπουδαιότητα ή χρησιμότητα ενός προσώπου ή πράγματος
2. ο βαθμός της ηθικής ή πνευματικής υπεροχής προσώπου
3. αναγνωρισμένη ικανότητα, επιτηδειότητα, προσόντα
4. ποιοτικό επίπεδο, βαθμίδα
5. φρ. α) «αντικείμενο αξίας» — πολύτιμο, ακριβό αντικείμενο
β) «άνθρωπος αξίας» — αξιόλογος, σημαντικός, σπουδαίος
γ) «ηθικές αξίες» — γενικά παραδεκτές αρχές που διέπουν τη συμπεριφορά και τις σχέσεις των ατόμων
δ) (Γραμμ.) «γενική της αξίας» — η γενική που δηλώνει πόσο αξίζει, πόσο τιμάται κάτι
αρχ.
1. βαθμός, διαβάθμιση, αξιολόγηση
2. φόρος
3. (για πρόσωπα) α) υπόληψη
β) αξίωμα
γ) ό,τι αξίζει κάποιος ανάλογα με τις πράξεις του
4. φρ. α) «κατ' ἀξίαν» — όπως αρμόζει ή αξίζει σε κάποιον
β) «ὑπὲρ τὴν ἀξίαν» — περισσότερο από όσο αξίζει σε κάποιον
5. μεγαλοπρέπεια, απόδοση τιμών
6. πρόστιμο
7. γνώμη, εκτίμηση πράξεων από ηθική άποψη
8. φρ. «ἡ κατ' αξίαν ἰσότης» — αναλογική ισότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αξί-ια < άξιος.
ΣΥΝΘ. απαξία
νεοελλ.
υπεραξία].

Greek Monotonic

ἀξία: Ιων. -ίη, ἡ (ἄξιος), κόστος ή αξία πράγματος, με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ.· η αξία των χρημάτων, τιμή, ποσό, σε Ηρόδ.· τῆς ἀξίας τιμᾶσθαι, εκτιμώντας την ποινή στην πραγματική της αξία, σε Πλάτ.· κατ' ἀξίαν τῆς οὐσίας, σε Ξεν.
2. λέγεται για πρόσωπα, αξία, φήμη, κατάταξη, τιμή, σε Θουκ. κ.λπ.
3. γενικά, η αξία ενός ανθρώπου, τὴν ἀξίαν λαμβάνειν, τῆς ἀξίας τυγχάνειν, παίρνει αυτό που του αξίζει, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· κατ' ἀξίαν, σύμφωνα με την αξία, όπως πρέπει, σε Ευρ., Πλάτ.· παρὰ τὴν ἀξίαν, οὐ κατ' ἀξίαν, σε Θουκ., Δημ.

Middle Liddell

ἄξιος
1. the worth or value of a thing, c. gen., Hdt., Eur.; money-value, price, amount, Hdt.; τῆς ἀξίας τιμᾶσθαι to estimate the penalty at the real amount, Plat.; κατ' ἀξίαν τῆς οὐσίας Xen.
2. of persons, worth, reputation, rank, Thuc., etc.
3. generally, a man's due, his deserts, τὴν ἀξίαν λαμβάνειν, τῆς ἀξίας τυγχάνειν to get one's deserts, Hdt., Ar.; κατ' ἀξίαν according to desert, duly, Eur., Plat.; παρὰ τὴν ἀξίαν, οὐ κατ' ἀξίαν Thuc., Dem.

English (Woodhouse)

price, rank, value, worth, deserts, one's deserts, one's due, what one deserves

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

value

Albanian: vlerë; Arabic: قِيمَة; Hijazi Arabic: قيمة; Armenian: արժեք; Azerbaijani: dəyər, qiymət; Bashkir: ҡәҙер, ҡиммәт; Basque: balio; Belarusian: каштоўнасць, цэннасць, вартасць, кошт; Bengali: মূল্য; Bulgarian: ценност, стойност; Burmese: အဖိုး; Catalan: valor; Cebuano: balor; Chinese Cantonese: 價值, 价值; Dungan: җяҗы; Mandarin: 價值, 价值; Czech: hodnota; Danish: værdi; Dutch: waarde; Esperanto: valoro; Estonian: väärtus; Finnish: arvo; French: valeur; Friulian: valôr; Galician: valor; Georgian: ღირებულება, ფასეულობა; German: Wert; Gothic: 𐍅𐌰𐌹𐍂𐌸; Greek: αξία; Ancient Greek: ἀξία, ἀξίη; Haitian Creole: valè; Hebrew: עֵרֶך; Hindi: मूल्य, क़ीमत, क़द्र; Icelandic: gildi, mikilvægi, gagnsemi; Irish: luach; Italian: valore; Japanese: 価値; Kazakh: мән, құндылық, бағалылық; Khmer: តម្លៃ; Korean: 가치(價値); Kurdish Northern Kurdish: biha, nirx, qîmet; Kyrgyz: баалуулук, маани; Lao: ຄ່າ, ຄຸນຄ່າ; Latin: pretium, valor; Latvian: vērtība; Lithuanian: vertė; Macedonian: вредност; Malay: nilai; Malayalam: മൂല്യം; Maori: uaratanga, wāriu; Marathi: मूल्य; Mongolian Cyrillic: өртөг; Mongolian: ᠥᠷᠲᠡᠭ; Norman: valeu; Norwegian Bokmål: verd, verdi; Occitan: valor; Old English: weorþ; Ottoman Turkish: دكر, قیمت; Papiamentu: balor; Pashto: ارزش, ارزښت, بها, قيمت; Persian Iranian Persian: اَرْزِش, بَها, قِیْمَت, اَخْش; Plautdietsch: Wieet; Polish: wartość; Portuguese: valor, valia; Quechua: chanin; Romanian: valoare; Romansch: valur, valour, valeta, valita; Russian: ценность, стоимость; Sardinian: balore, valore; Scottish Gaelic: fiach, luach; Serbo-Croatian Cyrillic: вредно̄ст, вриједно̄ст, вридност; Roman: vrédnōst, vrijédnōst, vridnost; Sicilian: valuri; Slovak: hodnota; Slovene: vrednost; Somali: qiimo; Spanish: valor; Swahili: thamani; Swedish: värde; Tagalog: balor; Tajik: арзиш, қимат, баҳо; Tatar: кыйммәт, кадер; Telugu: విలువ; Thai: ค่า, คุณค่า; Turkish: değer, kıymet; Turkmen: baha, nyrh; Ukrainian: ці́нність, вартість, кошт; Urdu: قِیمَت, اَرْزِش, شَرْحْ; Uyghur: قىممەت, باھا; Uzbek: qiymat, baho, narx; Vietnamese: giá trị