τέμενος
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
English (LSJ)
εος, τό, Arc. nom. and acc. sg.
A τέμενες IG5(2).432.31,42 (Megalop., ii B.C.); Aeol. gen. sg. τεμένηος Alc.152: (τέμνω):—a piece of land cut off and assigned as an official domain, esp. to kings and chiefs, καὶ μέν οἱ [Βελλεροφόντῃ] Αύκιοι τέμενος τάμον ἔξοχον ἄλλων καλὸν φυταλιῆς καὶ ἀρούρης, ὄφρα νέμοιτο Il.6.194, cf. 20.184,391; τέμενος περικαλλὲς.. πεντηκοντόγυον 9.578, cf. 12.313; τέμενος βασιλήϊον 18.550; δμῶες Ὀδυσσῆος τέμενος μέγα κοπρίσσοντες Od.17.299, cf. 6.293: in plural, τεμένεα 11.185; τεμένη, μέρος τιμῆς Arist.Rh.1361a35.
II a piece of land marked off from common uses and dedicated to a god, precinct, ἔνθα τέ οἱ τέμενος βωμός τε θυήεις Il.8.48, cf. 2.696, al., Pi.N.10.19, IG12.94.29, etc.; τὸ τέμενος τῶν ἡρῴων Test.Epict.2.13; in it stood the temple or shrine, Hdt.2.112, 155, 3.142; Πρωτεσίλεω τάφος τε καὶ τέμενος περὶ αὐτόν Id.9.116: hence the Pythian race-course is called a τέμενος, Pi.P.5.33; Syracuse is the τέμενος Ἄρεος ib.2.2; the sacred valley of the Nile is the Νείλοιο πῖον τέμενος Κρονίδα ib. 4.56; the lake formed by the Cephisus is the τέμενος Καφισίδος ib.12.27; the Acropolis is the ἱερὸν τέμενος (of Pallas), Ar.Lys.483 (lyr.): poet. also, τέμενος αἰθέρος A.Pers.365; ἀνέμων Philet.13; Μαραθὼν σῆς ἀρετῆς τέμενος IG14.1185 (Rome); τρόπαια στησάμενοι, Διός άγνότατον τέμενος to be a grove of Zeus, Tim.Pers.211; of sacred grones, h.Ven.267.
III temple, ἄγαμαι τοῦ τεμένους τῆς ὀροφῆς Chor.p.88 B., cf. p.116 B.
German (Pape)
[Seite 1090] εος, τό, ein ausgesondertes Stück Land, besonders ein Tempelbezirk eines Gottes und ein einem Fürsten von Staats wegen gegebenes, mit seiner Stellung verbundenes Landgut; verwandt τέμνω, schneiden, abschneiden, absondern, aussondern, vgl. Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 2. Aufl. S. 200. 448. 625. 659. Iliad. 18, 550 τέμενος βαθυλήιον, var. lect. τέμενος βασιλήιον, Scholl. Aristonic. ὅτι τὸν ἀποτετμημένον τόπον τέμενος λέγει; Iliad. 6, 194 καὶ μέν οἱ Λύκιοι τέμενος τάμον ἔξοχον ἄλλων, καλὸν φυταλιῆς καὶ ἀρούρης, ὄφρα νέμοιτο, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι παρετυμολογεῖ τὸ τέμενος ἀπὸ τοῦ τεμεῖν καὶ ἀφορίσαι; Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 150. Das Wort ist von Hom. an überall häufig; bei Hom. erscheint es nur in der Form τέμενος, ausgenommen eine einzige Stelle, Odyss. 11, 185 σὸν δ' οὔ πώ τις ἔχει καλὸν γέρας, ἀλλὰ ἕκηλος
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 primit. portion de territoire qu'on réservait aux chefs, enclos servant de résidence ; τέμνειν τινὶ τέμενος IL découper une portion de champ, réserver un enclos pour qqn;
2 portion de territoire (champ ou bois), avec un autel ou un temple, consacrée à une divinité ; particul. chapelle.
Étymologie: R. Τεμ, couper, v. τέμνω ; cf. lat. templum.
Russian (Dvoretsky)
τέμενος: εος τό
1 земельный надел, участок, владение, поле, поместье Hom., Arst.;
2 освященный участок, священное место, святилище Hom., Her.: τ. Ἄρεος Pind. = Συράκοσαι; Καφισίδος τ. Pind. = ἡ Κηφισὶς λίμνη; Νείλοιο τ. Pind. священная долина Нила; τ. αἰθέρος Aesch. небесные пространства.
Greek (Liddell-Scott)
τέμενος: -εος, τό, (√ΤΕΜ, τέμνω) μέρος γῆς ἀποκεχωρισμένον ἢ σεσημειωμένον ὡς κτῆμα ἀνῆκον εἰς ἐπίσημόν τι πρόσωπον, μάλιστα εἰς βασιλεῖς ἢ ἀρχηγούς· καὶ μὲν οἱ [Βελλεροφόντῃ] Λύκιοι τέμενος τάμον ἔξοχον ἄλλων, καλὸν φυταλιῆς καὶ ἀρούρης, ὄφρα νέμοιτο Ἰλ. Ζ. 194, πρβλ. Υ. 184, 391· τ. περικαλλές... πεντηκοντόγυον Ι. 578, πρβλ. Μ. 313· τέμ. βαθυλήιον Ἰλ. Σ. 550· δμῶες Ὀδυσσῆος τέμ. μέγα κοπρήσοντες Ὀδ. Ρ. 299, πρβλ. Ζ. 293· οὕτως ἐν τῷ πληθυντ., τεμένη Λ. 185· τεμένη, μέρος τιμῆς Ἀριστ. Ρητορ. 1. 5, 9. ΙΙ. μέρος γῆς ἀποκεχωρισμένον ἀπὸ πάσης κοινῆς καὶ συνήθους χρήσεως καὶ ἀφιερωμένον εἰς θεὸν ὡς ἱερὸν ἔδαφος, ἔνθα δέ οἱ τέμ. βωμός τε θυήεις Ἰλ. Θ. 48, πρβλ. Β. 696., Ψ. 147, Ὀδ. Θ. 363, Πίνδ., κλπ.· ἐν αὐτῷ ἱδρύετο ὁ ναὸς ἢ τὸ ἱερόν, Ἡρόδ. 2. 112, 155, 3. 142· Πρωτεσίλεω τάφος τε καὶ τ. περὶ αὐτὸν ὁ αὐτ. 9. 116· - ἐντεῦθεν τὸ Πυθικὸν στάδιον καλεῖται τέμενος ἢ ἱερὸς τόπος, Πινδ. Π. 5 45· αἱ Συράκουσαι καλοῦνται τέμ. Ἄρεος αὐτόθι 2. 2· ἡ ἱερὰ κοιλὰς τοῦ Νείλου καλεῖται τέμ. Νείλοιο αὐτόθι 4. 99· ἡ λίμνη ἣν ἐσχημάτιζεν ὁ Κηφισὸς ἐκαλεῖτο τέμ. Καφισίδος αὐτόθι 12. 47· ἡ Ἀκρόπολις εἶναι ἱερὸν τ. (τῆς Παλλάδος), Ἀριστοφ. Λυσ. 483· καὶ παρὰ μεταγεν., ἡ θάλασσα καλεῖται τέμενος τοῦ Ποσειδῶνος, πρβλ. ἄλσος ΙΙ· ποιητικ. ὡσαύτως, τέμενος αἰθέρος, ὡς τὸ caeli templa παρὰ τῷ Ἐννίῳ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 365 ἀνέμων Φιλητᾶς παρὰ Στοβ. τ. 59 5 Μαραθὼν σῆς ἀρετῆς τ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 292. Πρβλ. Cladstone, Homer. St d. 3. 58 κἑξ. - Καθ’ Ἡσύχ.· «τέμενος· πᾶς ὁ μεμερισμένος τόπος τινί, εἰς τιμήν, ἢ ἱερὸν καὶ βωμός, ἢ ἀπονεμηθὲν θεῷ ἢ βασιλεῖ».
English (Autenrieth)
εος (τέμνω, cf. templum): a piece of land marked off and reserved as the king's estate, Od. 11.185; or as the sacred precinct of a god (grove with temple), Od. 8.363.
English (Slater)
τέμενος (-ος, -ει, -εϊ, -ος, -εσσι.) sanctuary, precinct ἀείδετο δὲ πὰν τέμενος (at Olympia) (O. 10.76) ἁγνὸν Ποσειδάωνος ἕσσαντ' ἐνναλίου τέμενος (P. 4.204) ἀκηράτοις ἁνίαις ποδαρκέων δώδεκ' ἂν δρόμων τέμενος (the Isthmian precinct) (P. 5.33) δονάκων, τοὶ παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων Καφισίδος ἐν τεμένει (at Orchomenos) (P. 12.27) Ποσειδάνιον ἂν τέμενος (at the Isthmus) (N. 6.41) Κρονίου πὰρ τεμένει (at Olympia) (N. 6.61) ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς, ἀμφοτέρας ἰὼν χειρός (the precinct of Herakles in Aigina) (N. 7.94) Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι (I. 1.59) [δηρι]αζόμενον (sc. Νεοπτόλεμον) κτάνεν λτ;ἐνγτ; [τεμέ]νεϊ φίλῳ γᾶς πὰρ' ὀμφαλὸν εὐρύν (Pae. 6.120) Τυνδ]αριδᾶν ἱερῷ [τεμέ]νει (supp. Lobel) Πα. 1. 2. ]θεαν ἐρατὸν τέμενος ?fr. 345. 11. τεμένει P. Oxy. 1792, fr. 38. met., ὦ Συράκοσαι, βαθυπολέμου τέμενος Ἄρεος (P. 2.2) “Νείλοιο πρὸς πῖον τέμενος Κρονίδα” (τὴν Λιβύην) Σ.) (P. 4.56) βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ, ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν (i. e. ἱερὸν Ἄργος) (N. 10.19)
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και αρκαδ. τ. τέμενες Α
1. ναός οποιασδήποτε θρησκείας
2. (στην αρχαιότητα) χωριστό μέρος γης, ιδίως ιερό άλσος, αφιερωμένο σε θεό ή σε ήρωα, στο οποίο υπήρχε, συνήθως, ναός και βωμός (α. «ἔστι δὲ ἐν τῷ τεμένεϊ τοῦ Πρωτέος ἱρόν», Ηρόδ.
β. «Δήμητρος τέμενος», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «τέμενος τῶν Μουσῶν» — κάθε ίδρυμα όπου καλλιεργούνται τα γράμματα και οι καλές τέχνες
νεοελλ.
(ειδικά) ευκτήριος μουσουλμανικός οίκος, τζαμί
αρχ.
1. αποχωρισμένο από τη δημόσια χρήση μέρος γης που δινόταν σε κάποιον ως κτήμα του, ως ιδιοκτησία του («ἐν δ' έτίθει τέμενος βαθηλήϊον», Ομ. Ιλ.)
2. μεγάλο συνήθως τεμάχιο γης που δινόταν ως ιδιοκτησία σε βασιλιά ή ηγεμόνα (α. «δμῶες Ὀδυσσῆος τέμενος μέγα κοπρίσσοντες», Ομ. Ιλ.
β. «ἀλλὰ ἕκηλος Τηλέμαχος τεμένεα νέμεται», Ομ. Ιλ.)
3. (γενικά) ιερός τόπος («ἀκηράτοις ἀνίαις ποταρκέων δώδεκ' ἄν δρόμων τέμενος», Πίνδ.)
4. φρ. α) «τέμενος Ἄρεος» — οι Συρακούσες (Πίνδ.)
β) «τέμενος Νείλου» — η ιερή κοιλάδα του Νείλου (Πίνδ.)
γ) «τέμενος Κηφισίδος» — η λίμνη του Κηφισού που ήταν αφιερωμένη στη νύμφη Κηφισίδα (Πίνδ.)
δ) «ἱερὸν τέμενος [Παλλάδος]» — η Ακρόπολη τών Αθηνών (Αριστοφ.)
ε) «τέμενος Ποσειδῶνος» — η θάλασσα (Αριστοφ.)
στ) «τέμενος αἰθέρος» — ο αέρας (Αισχύλ., Φιλήτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα τεμᾶ- του τέμνω με επίθημα -νος (πρβλ. κτῆνος). Σοβαρά προβλήματα ωστόσο παρουσιάζει το -ε- της δεύτερης συλλαβής (βλ. λ. τέμνω). Η άποψη ότι η λ. τέμενος είναι δάνεια από το σουμερ. temen «θεμέλιο» (πρβλ. ακκαδ. temennu) θεωρείται παντελώς αστήρικτη και πρέπει να αποκλειστεί].
Greek Monotonic
τέμενος: -εος, τό (τέμνω III. 2)·
I. κομμάτι γης αποκομμένο, σημειωμένο ως κτήμα που ανήκει σε βασιλείς και αρχηγούς, σε Όμηρ.
II. κομμάτι γης αφιερωμένο σε κάποιο θεό, ιερά εδάφη, στον ίδ.· σ' αυτό ιδρυόταν ο ναός ή το ιερό, σε Ηρόδ.· μεταφ., η ιερή κοιλάδα του Νείλου καλείται τέμενος Νείλοιο, σε Πίνδ.· η Ακρόπολη είναι το ἱερὸν τέμενος της Παλλάδος, σε Αριστ.
Middle Liddell
τέμενος, ος, εος, τό, τέμνω III. 2]
I. a piece of land cut off, assigned as a domain to kings and chiefs, Hom.
II. a piece of land dedicated to a god, the sacred precincts, Hom.: in it stood the temple, Hdt.:—metaph., the sacred valley of the Nile is the τέμ. Νείλοιο, Pind.; the Acropolis is the ἱερὸν τ. of Pallas, Ar.
Frisk Etymology German
τέμενος: {témenos}
Forms: myk. te-me-no.
Grammar: n.
Meaning: abgesondertes Stück Land, Krongut, heiliger Bezirk (ep. ion. poet. seit Il.),
Composita: Ganz vereinzelt als Vorderglied, z. B. τεμενουρός m. ‘Wächter eines τ.’ (Knidos).
Derivative: Wenige Ableitungen: 1. τεμένιος ‘zum τ. gehörig’ (S., Chios IVa), -ία f. Beiname d. Ἑστία (Erythrae IIIa); ἐντεμένιοι θεοί (Hypostase; Miletos, Priene). 2. -ικός ib. (Anaxandr.?, St. Byz.,EM). 3. -ίτης m. Götterbeiname (Ἀπόλλων, Ζεύς u.a.; Th., Inschr. usw.), f. -ῖτις N. einer Anhöhe bei Syrakus (Th.); Fraenkel Nom. ag. 2, 210, Redard 213, 138 u. 27. — 4. -ίζω (ἐν- ~ Poll.) ‘ein τ. einrichten, weihen’ (Pl., D.H. u.a.) mit -ισμα n. (D. C.); προ- ~ Vorbezirk des Tempels (Th. 1, 134, Hld.). Seit altere mit τέμνω verbunden (z.B. Z 194 τέμενος τάμον; vgl. H.: = πᾶς ὁ μεμερισμένος τόπος τινὶ εἰς τιμήν κτλ.), was nicht nur semantisch, sondern auch formal einwandfrei scheint, τέμενος wie z.B. γενετή (wenn nicht aus *τέμανος assimiliert mit Schwyzer 255 u. 362), Suffix -νος wie in κτῆνος, ἔρνος u.a.
Etymology: Morphologische Bedenken bei Jacqueline Manessy-Guitton IF 71, 14ff. (m. ausführl. Beh. und Bibliographie). die mit Autran und H. van Effenterre akkad.-sumerische Herkunft erwägt: akk. temennu Gründungsurkunde, sumer. temen ib.; urspr. abgegrenzter heiliger Bezirk ? — Der uralte Anschluß an τέμνω wäre dann Volksetymologie oder reines Wortspiel.
Page 2,873-874
English (Woodhouse)
consecrated ground, consecrated land, enclosure round a temple, precincts of a temple, sacred enclosure
Mantoulidis Etymological
(=μέρος γῆς χωρισμένο πού ἀνήκει σέ ἐπίσημο πρόσωπο, ἱερός τόπος). Ἀπό τό τέμνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
ager sacer, sacred land, 1.134.1, 3.70.4, [vulgo artic. deest commonly the article is lacking] 4.116.2, 6.54.7.
lucus ad Syracusas, grove near Syracuse, 6.99.3.
Translations
temple
Afrikaans: tempel; Aghwan: 𐕊𐔰𐕜𐔰𐕙; Albanian: faltore, tempull; Apache Western Apache: kįh biyiʼ daʼchʼokąąhí; Arabic: مَعْبَد, هَيْكَل; Egyptian Arabic: معبد; Armenian: տաճար, մեհյան, բագին; Asturian: templu; Azerbaijani: məbəd, ibadətxana; Baba Malay: tempeh; Bashkir: ғибәҙәтхана; Basque: tenplu; Belarusian: храм; Bengali: মন্দির, মঠ; Bhojpuri: 𑂧𑂢𑂹𑂠𑂱𑂪; Bulgarian: храм; Burmese: ဘုရား, ဝတ်ကျောင်း, နားထင်; Catalan: temple; Chinese Cantonese: 廟/庙; Mandarin: 寺廟/寺庙, 寺, 庙, 寺院; Cornish: eglos teg; Czech: chrám; Danish: tempel; Dutch: tempel; Dzongkha: ལྷ་ཁང; Esperanto: templo; Faroese: tempul; Finnish: temppeli; French: temple; Galician: templo; Georgian: ტაძარი; German: Tempel; Gothic: 𐌰𐌻𐌷𐍃, 𐌲𐌿𐌳𐌷𐌿𐍃; Greek: ναός; Ancient Greek: ἅγιον, ἕδρα, ἕδρη, ἵδρυμα, ἱερόν, ἱρόν, ναός, οἴκημα, ὄροφος, σκανά, σκηνή, σκήνωμα, τέμενος; Gujarati: મંદિર; Hawaiian: heiau; Hebrew: מִקְדָּשׁ; Hindi: मन्दिर, मठ; Hungarian: szentély, templom; Icelandic: musteri, hof; Ido: templo; Indonesian: kuil, pura, wihara, kelenteng temple); Interlingua: templo; Irish: teampall; Italian: tempio; Japanese: 神殿, Buddhist temple: 堂塔, 寺, 寺院, 神社, 寺院; Kannada: ದೇವಸ್ಥಾನ; Kazakh: ғыйбадатһана, храм, ғибадатхана; Khmer: វត្ត, ទេវាល័យ, ប្រាសាទ; Korean: 절, 사찰(寺刹), 사원; Kurdish Central Kurdish: پەرستگا; Kyrgyz: ибадаткана, храм; Lao: ວັດ; Latin: templum, aedis, delubrum, fanum; Latvian: templis; Lithuanian: šventykla; Lü: ᦞᧆ; Macedonian: храм; Magahi: 𑂧𑂢𑂹𑂠𑂱𑂪; Malay: kuil; Malayalam: അമ്പലം, ദേവാലയം; Maltese: tempju, maqdes; Maori: temepara; Marathi: देऊळ; Mongolian: сүм, ᠰᠦᠮ; ᠡ, сүм дуган, дуган; Norman: templ'ye; Norwegian Bokmål: tempel; Nynorsk: tempel; Occitan: temple; Old English: ealh, tempel; Oriya: ମନ୍ଦିର; Parthian: 𐭁𐭂𐭍𐭉; Persian: پرستشکده, معبد, ناوس, فرخار, فغستان, عبادتخانه; Plautdietsch: Tempel; Polish: świątynia; Portuguese: templo; Romani: khangeri; Romanian: templu; Russian: храм, место богослужения; Sanskrit: देवालय, मठ; Serbo-Croatian Cyrillic: храм, богомоља; Roman: hram, bogomolja; Slovak: chrám; Slovene: tempelj; Spanish: templo; Swahili: hekalu; Swedish: tempel; Tagalog: templo; Tajik: ибодатхона, маъбад, фархор; Tamil: கோயில், தேவளம், தேவாலயம்; Telugu: కోవెల, ఆలయము, గుడి, దేవళము; Thai: วัด; Tibetan: ལྷ་ཁང; Turkish: tapınak, toplak, ibadethane, mabet; Turkmen: ybadathana; Ukrainian: храм; Umbrian: 𐌖𐌄𐌓𐌚𐌀𐌋𐌄; Urdu: مندر, معبد, مٹھ; Uyghur: يباداتھانا, تاۈينيديغان چاي; Uzbek: ibodatxona, butxona; Vietnamese: đền, thiền viện; Welsh: teml; Yiddish: טעמפּל, שול; Yoruba: tẹmpili, ile Ọlọrun; Zhuang: caeh