εὐώνυμος
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
(A), εὐώνυμον, (ὄνομα)
A of good name, honoured, Hes.Th.409, Pi.O.2.7, etc.; εὐώνυμος χάρις = the honour of a good name, Id.P.11.58; δίκη… μὴ εὐώνυμος = not creditable, Pl.Lg. 754e.
2 expressed in well-chosen terms, λόγος Luc.Lex.1.
II having an auspicious name or having an auspicious sound, ἀριστοκρατία Pl.Plt.302d; πρόσρημα D.C.52.4.
2 prosperous, fortunate, δίκα, πόδες, Pi.N. 7.48, 8.47, cf. Eust.895.37.
3 epithet of Artemis, Ἀρχ. Ἐφ. 1914.20 (Gonni, iv/iii B.C.).
III euphemism (like ἀριστερός) for left, on the left hand (because bad omens came from the left), ὠλένη εὐώνυμος S.Tr.926; ἐξ εὐωνύμου χειρός Hdt.7.109; ἐξ εὐωνύμου (sc. χειρός) Id.1.72; κατὰ τὰ εὐώνυμα X.Lac.11.10; εἰς τὰ εὐώνυμα παρεκκλίνειν Arist.PA 666b7; ἐπὶ τὰ εὐώνυμα ἀνακλίνεσθαι Id.HA498a11; ἐξ εὐωνύμων Ev.Matt. 20.21; as military term, τὸ εὐώνυμον κέρας Hdt.6.111, Th.5.67, etc.; τὸ εὐώνυμον (without κέρας) Th.4.96.
2 euphemism of bad omens, opp. οἱ δεξιοὶ φύσιν, A.Pr.490, cf.SIG1167.3 (Ephesus, vi/v B. C.).
3 Astron., southerly, Cleom.1.1.
(B) ἡ, spindle tree, Euonymus europaeus, Plin.HN13.118; τὸ εὐώνυμον δένδρον Thphr.HP3.18.13.
German (Pape)
[Seite 1111] mit gutem Namen, berühmt, geehrt; Ἀστερίη Hes. Th. 409; πάτρα, πατέρες, Pind. N. 7, 85 Ol. 2, 8; Ἀθῆναι N. 4, 19; auch πόδες, die im Wettlaufe den Sieg davon getragen haben, 8, 47; χάρις, rühmliches Lob, P. 11, 58; ἀριστοκρατία Plat. Polit. 302 d; καὶ καλὴ δίκη, im Gegensatz von αἰσχρά, ehrenvoll, Legg. VI, 754 e. Geziert sagt Luc. Leziph. 1 λόγος εὐών., reich an schönen Namen. – Mit einem Namen von guter Vorbedeutung, ἡ ἰσονομία τό τε πρόσρημα εὐώνυμον καὶ τὸ ἔργον δικαιότατον ἔχει D. Cass. 52, 4; vgl. auch die Stellen des Plat. – Dah. euphemistischer Ausdruck für links (denn ἀριστερός hatte eine üble Vorbedeutung, u. man suchte daher dies Wort zu vermeiden), sowohl bei den Tragg., neben δεξιός Aesch. Prom. 488, ὠλένη Soph. Tr. 922, als in Prosa, Plat. Legg. VI, 760 d; häufiger bei Her., 7, 109; bes. Thuc. u. Xen. in der Bezeichnung des linken Flügels, τὸ εὐώνυμον κέρας u. τὸ εὐών. allein, u. so auch Sp.; – ἡ εὐώνυμος, der Spindelbaum, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. qui a un beau nom :
1 au nom respecté ou honoré;
2 qui a un nom de bon augure ; d'où par antiphrase, pour ἀριστερός ou σκαιός, placé à gauche : ἐξ εὐωνύμου χειρός HDT ou simpl. ἐξ εὐωνύμου = à main gauche, à gauche ; κατὰ τὰ εὐώνυμα = vers la gauche, sur la gauche ; τὸ εὐώνυμον κέρας (ou simpl.) τὸ εὐώνυμον = l'aile gauche;
II. rempli de beaux mots.
Étymologie: εὖ, ὄνομα.
Russian (Dvoretsky)
εὐώνῠμος: ὄνυμα = ὄνομα
1 имеющий славное имя, славный, почтенный (Ἀστερίη Hes.; πατέρες Pind.);
2 звучащий как хорошее предзнаменование или приятно звучащий (ἀριστοκρατία Plat.; λόγος Luc.);
3 euphemism (= ἀριστερός) левый (ὠλένη Soph.; κέρας Her., Plut.; τόπος Plat.; πούς NT): ἐξ εὐωνύμου (χειρός) Her. и ἐξ εὐωνύμων NT слева; κατὰ Xen. и ἐπὶ или εἰς τὰ εὐώνυμα Arst. налево, влево;
4 euphemism зловещий (οἰωνοί Aesch.).
εὐώνυμος: II ὁ бересклет (Euonymus europaeus L) Plin.
Greek (Liddell-Scott)
εὐώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ἔχων καλὸν ὄνομα, ἔντιμος, Ἡσ. Θ. 409, Πινδ. Ο. 2. 12, κλ.· εὐώνυμος χάρις, ἡ τιμὴ καλοῦ ὀνόματος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 11. 90· δίκη… μὴ εὐώνυμος, οὐχὶ ἔντιμος, Πλάτ. Νόμ. 754Ε. 2) ἐπὶ καλοῦ οἰωνοῦ, εὐοίωνος, Λατιν. bone ominatus, ἀντίθετον τῷ δυσώνυμος, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 302D, Δίων Κ. 52. 4. 3) εὐτυχής, Πίνδ. 7. 70., 8. 80· πρβλ. Εὐστ. 852. 5. ΙΙ. εὐφημιστικῶς ἀντὶ ἀριστερός, (διότι οἱ κακοὶ οἰωνοὶ ἤρχοντο ἐξ ἀριστερῶν, πρβλ. δεξιός, εὔξεινος, εὔφημος καὶ ἀριστερός), λύει τὸν αὑτῆς πέπλον… ἐκ δ’ ἐλώπισεν πλευρὰν ἅπασαν ὠλένην τ’ εὐώνυμον Σοφ. Τρ. 926· ἐξ εὐωνύμου χειρὸς Ἡρόδ. 7. 109· ἐξ εὐωνύμου (ἐξυπ. χειρὸς) ὁ αὐτ. 1. 72· κατὰ τὰ εὐ. Ξεν. Λακ. 11, 10· εἰς τὰ εὐ. παρεκκλίνειν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 19· ἐπὶ τὰ εὐ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 9· ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, τὸ εὐώνυμον κέρας Ἡρόδ. 6. 111, Θουκ. 5. 67, Ξεν., κλ. τὸ εὐώνυμον (ἄνευ τοῦ κέρας) Θουκ. 4. 96· ἐπὶ οἰωνῶν, ἀντίθετον τῷ οἱ δεξιοὶ φύσιν, Αἰσχύλ. Πρ. 490. ΙΙΙ. ὡς ὄν. κύρ., «Εὐώνυμον· καὶ δῆμος φυλῆς τῆς Ἐρεχθηΐδος»
English (Slater)
εὐώνυμος, -ον (-ῳ, -ον; -ων.) of glorious name, honoured (Θήρωνα) εὐωνύμων τε πατέρων ἄωτον ὀρθόπολιν (O. 2.7) γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών i. e. consisting in a good name (P. 11.58) λιπαρᾶν εὐωνύμων ἀπ' Ἀθανᾶν (N. 4.19) εὐώνυμον ἐς δίκαν τρία ἔπεα διαρκέσει as regards their right to a good name (N. 7.48) Αἰακόν ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ (N. 7.85) ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν (i. e. νικηφόρων. Σ.) (N. 8.47) Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι πάτραν τ' εὐώνυμον ἐστεφάνωσαν (N. 11.20)
English (Strong)
from εὖ and ὄνομα; properly, well-named (good-omened), i.e. the left (which was the lucky side among the pagan Greeks); neuter as adverbial, at the left hand: (on the) left.
English (Thayer)
εὐώνυμον (εὖ and ὄνομα);
1. of good name (Hesiod, Pindar), and of good omen (Plato, polit., p. 302d.; legg. 6, p. 754e.); in the latter sense used in taking auguries; but those omens were euphemistically called εὐώνυμα which in fact were regarded as unlucky, i. e. which came from the left, sinister omens (for which a good name was desired); hence,
2. left (so from Aeschylus and Herodotus down): ἐξ εὐωνύμων (cf. Winer's Grammar, § 27,3; § 19 under the word δεξιά; Buttmann, 89 (78)), on the left hand (to the left): R G L), Mark 15:27>.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐώνυμος, -ον)
1. (κατ' ευφ.) αριστερός, ζερβός («το ευώνυμον κέρας»)
2. φρ. «εξ ευωνύμων» — από αριστερά
νεοελλ.
βοτ. το αρσ. ως ουσ. ο ευώνυμος
γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών που ανήκει στην τάξη κηλαστρώδη, οικογένεια κηλαστρίδες
μσν.-αρχ.
φρ. «ὁ ἐξ εὐωνύμων»
α) αυτός που βρίσκεται σε κατώτερη μοίρα
β) εκκλ. αυτός που λόγω αμαρτιών φέρει ευθύνη, που πρέπει να τιμωρηθεί
αρχ.
1. αυτός που έχει καλό όνομα, έντιμος, περίφημος
2. αυτός που έχει εκφραστεί καλά
3. ευτυχής
4. αυτός που προοιωνίζεται καλά, ευτυχή πράγματα, ο ευοίωνος
5. (για οιωνούς) αυτός που έρχεται από αριστερά, ο κακός οιωνός (τους οιωνούς που έρχονταν από αριστερά τους θεωρούσαν κακούς, δυσμενείς)
6. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὐώνυμος
το είδος Euonymus europeus, του γένους Ευώνυμος, που είναι γνωστό με την κοινή ονομασία ασπρόξυλο.
επίρρ...
εὐώνυμα (Μ)
από αριστερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ώνυμος (< όνομα), ευφημιστικό σύνθετο. Το -ω- οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. ανώνυμος)].
Greek Monotonic
εὐώνῠμος: -ον (ὄνυμα, Αιολ. αντί ὄνομα)·
I. 1. αυτός που έχει καλό όνομα, τιμημένος, έντιμος, σε Ησίοδ., Πίνδ. κ.λπ.
2. ευοίωνος, ευνοϊκός, αίσιος, στον ίδ., Πλάτ.
II. ευφημ. αντί ἀριστερός (γιατί οι κακοί οιωνοί έρχονταν απ' τα αριστερά), αριστερός, αυτός που βρίσκεται στ' αριστερά, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· ἐξ ἐυωνύμου χειρός ή ἐξ εὐωνύμου, στα αριστερά, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
εὐ-ώνῠμος, ον ὄνυμα, aeolic for ὄνομα
I. of good name, honoured, Hes., Pind., etc.
2. of good omen, prosperous, fortunate, Pind., Plat.
II. euphemistic for ἀριστερός (which was a word of ill omen), left, on the left hand, Hdt., Soph., etc.; ἐξ εὐωνύμου χειρός or ἐξ εὐωνύμου, on the left, Hdt.
Frisk Etymology German
εὐώνυμος: {euṓnumos}
Meaning: von gutem Namen, von gutem Ruf, berühmt (Hes. Th. 409, Pi., Pl. u. a.); links (Ephesos VI-Va u. a.); τὸ εὐώνυμον (κέρας) = der linke Flügel (Hdt., Th., X.).
Etymology: Euphemistischer Ersatz der älteren σκαιός, λαιός, auch ἀριστερός; s. Chantraine Μνήμης χάριν 1, 61ff. — Vgl. ὄνομα.
Page 1,597
Chinese
原文音譯:eÙènumoj 由-哦匿摩士
詞類次數:形容詞(10)
原文字根:好-名的
字義溯源:左邊,左(有美名的),南邊;按照希臘古俗,左邊象徵幸福與美好的;由(εὖ / εὖγε)=好)與(ὄνομα)=名字)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=美),而 (ὄνομα)又出自(γινώσκω)*=知道)。這字的字義:美名,美的徵兆。比較:(ἀριστερός)=左手)
出現次數:總共(9);太(5);可(2);徒(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 左邊(6) 太20:21; 太20:23; 太25:33; 太27:38; 可10:40; 可15:27;
2) 左(1) 啓10:2;
3) 左邊的(1) 太25:41;
4) 南邊(1) 徒21:3
Wikipedia EN
Euonymus europaeus, the spindle, European spindle, or common spindle, is a species of flowering plant in the family Celastraceae, native to much of Europe, where it inhabits the edges of forest, hedges and gentle slopes, tending to thrive on nutrient-rich, chalky and salt-poor soils. It is a deciduous shrub or small tree.
Mantoulidis Etymological
(=πού ἔχει καλό ὄνομα, κατ' εὐφημισμό ἀντί ἀριστερός). Ἀπό τό εὖ + ὄνομα -ὄνυμα.
Lexicon Thucydideum
sinister (de exercitus cornu), left (of the army's wing), 1.48.4. 1.49.6. 3.107.4. 3.107.44.43.4. 4.43.5. 4.93.4. 4.96.3. 4.96.5. 5.10.3. 5.10.8. 5.67.1. 5.67.2. 5.71.1. 5.71.3. 5.73.2. 6.70.2. 6.101.4. 6.101.6. 7.6.3. 8.42.2. 8.104.4. 8.104.5. 8.105.2.
Translations
left (adjective)
Acehnese: wie; Afrikaans: links; Aklanon: waea; Albanian: majtë; Amharic: ግራ; Arabic: يَسَار, شِمَال; Egyptian Arabic: شمال; Hijazi Arabic: يسار, شُمال; Armenian: ձախ; Aromanian: stãngu; Assamese: বাওঁ; Asturian: izquierdu, esquierdu; Azerbaijani: sol; Balinese: kebot; Bashkir: һул, һулаҡай; Basque: ezker; Belarusian: левы; Bengali: বাঁ; Bhojpuri: बायाँ; Bikol Central: wala; Buginese: abeo; Bulgarian: ляв; Burmese: ဘယ်, ဝဲ; Buryat: зүүн; Catalan: esquerre; Cebuano: wala; Central Dusun: gibang; Chechen: аьрру; Chinese Cantonese: 左; Dungan: зуә; Mandarin: 左; Cornish: kledh; Czech: levý, levá, levé; Danish: venstre; Dutch: links, linker; Erzya: керш; Esperanto: maldekstra, liva; Estonian: vasak, pahem; Even: дьэгэнгэг; Evenki: дегинңу; Faroese: vinstra; Fijian: i mawī, mawi; Finnish: vasen; French: gauche; Galician: esquerda, xiquerda, seestra, saestra, seistra; Georgian: მარცხენა; German: link; Old High German: winstero, winistro, winstro; Gilbertese: máing; Gothic: 𐌷𐌻𐌴𐌹𐌳𐌿𐌼𐌰; Greek: αριστερός; Ancient Greek: ἀριστερός, λαιός, εὐώνυμος; Hawaiian: hema; Hebrew: שְׂמֹאל; Hiligaynon: wala; Hindi: बायाँ, बाएँ; Hungarian: bal; Icelandic: vinstri; Ido: sinistra; Ilocano: kanigid; Indonesian: kiri; Ingrian: kura; Ingush: аьрда; Interlingua: sinistre, leve; Irish: clé; Italian: sinistro; Japanese: 左; Javanese: kiwa, kering; Kalmyk: зүн; Kashubian: lewi; Kazakh: сол; Khmer: ឆ្វេង; Korean: 왼, 왼쪽; Kurdish Northern Kurdish: çep; Kyrgyz: сол; Ladin: man ciancia; Ladino: siedra; Lakota: catkayata; Lao: ຊ້າຍ; Latgalian: kairuo; Latin: laevus, scaevus, sinister; Latvian: kreiss; Lithuanian: kairioji; Luxembourgish: lénks; Macedonian: лев; Madurese: kacer; Makasar: kairi; Malay: kiri; Malayalam: ഇടത്; Maltese: xellug; Manchu: ᡥᠠᠰᡥᡡ; Maori: mauī; Mi'kmaq: inaganeq; Minangkabau: kida; Moksha: кержи; Mongolian: зүүн; Nanai: деги; Naxi: wai; Neapolitan: sinisto; Nias: kabera; Norwegian: venstre; Occitan: esquèr; Odia: ବାମ; Ojibwe: namanjinik, namanjinikan; Old Church Slavonic Cyrillic: лѣвъ; Old East Slavic: лѣвъ; Old English: winestra; Old Frisian: winstera; Old Javanese: kiwa, keriṅ; Ottoman Turkish: صول; Pangasinan: kawigi; Pashto: يسار; Persian: چپ; Polish: lewy; Portuguese: esquerdo; Quechua: lluq'i; Romani Vlax Romani: stïngo; Romanian: stâng; Romansch: seniester; Russian: левый; Samoan: tau-aŋavale; Sanskrit: सव्य, वाम; Scottish Gaelic: ceàrr, clì; Serbo-Croatian Cyrillic: ле̑вӣ, лије̑вӣ; Roman: lȇvī, lijȇvī; Shor: сол; Slovak: ľаvý; Slovene: levi; Somali: bidix; Sorbian Lower Sorbian: lěwy; Upper Sorbian: lěwy; Southern Altai: сол; Spanish: izquierdo; Sundanese: kiwa; Swahili: kushoto; Swedish: vänster; Tagalog: kaliwa; Tahitian: ʻaui; Tajik: чап; Tamil: இடது; Tarantino: mmanghe; Tarifit: aẓermaḍ; Tatar: сул; Telugu: ఎడమ; Tetum: karuk; Thai: ซ้าย; Tibetan: གཡོན, གཡོན་པ; Tocharian B: saiwai; Tongan: hema; Turkish: sol; Turkmen: çep; Tuvan: солагай; Udi: дзах; Ugaritic: 𐎌𐎎𐎀𐎍; Ukrainian: лі́вий; Urdu: بایاں; Uyghur: سول, چەپ; Uzbek: soʻl, chap; Vietnamese: trái; Vilamovian: lewo; Waray-Waray: wala; Welsh: chwith; Yagnobi: чап; Yakut: хаҥас; Yiddish: לינק; Zande: gare; Zazaki: çep; Zealandic: lienks; Zhuang: swix
Euonymus europaeus
ar: مضاض أوروبي; arz: مضاض اوروبى; az: avropa gərməşovu; be: брызгліна еўрапейская; ca: boneter europeu; csb: zwëczajny brzëmielnik; cs: brslen evropský; cy: piswydden piswydd; da: almindelig benved; de: Gewöhnlicher Spindelstrauch; et: harilik kikkapuu; eu: basaerramu; fi: euroopansorvarinpensas; frr: kardinaalsmots; fr: fusain d'Europe; hr: obična kurika; hsb: europski kapralc; hu: közönséges kecskerágó; hy: իլենի եվրոպական; io: fuzeno; is: beinviður; lt: europinis ožekšnis; nl: wilde kardinaalsmuts; no: spolebusk; pl: trzmielina pospolita; ru: бересклет европейский; sk: bršlen európsky; sl: navadna trdoleska; sr: курика; sv: benved; uk: бруслина європейська; zh: 歐洲衛矛