πῶλος

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῶλος Medium diacritics: πῶλος Low diacritics: πώλος Capitals: ΠΩΛΟΣ
Transliteration A: pō̂los Transliteration B: pōlos Transliteration C: polos Beta Code: pw=los

English (LSJ)

ὁ and ἡ,
A foal, whether colt or filly, Il.20.222 (fem.), Od.23.246 (masc.); ἵππους . . πάσας θηλείας, πολλῇσι δὲ πῶλοι ὑπῆσαν Il.11.681; ἐδάμασσε πώλους Pi.P.2.8; νεοζυγὴς πῶλος A.Pr.1010; κριθῶντα π. Id.Ag.1641; ὁ ἔτι ἀδάμαστος πῶλος X.Eq.1.1; ἵπποι π., opp. ἵπποι τέλειοι, IG9(1).12.18 (Ambryssus, iii A.D.): freq. used by Poets generally for ἵππος, A.Fr.326, S.OC313, 1062 (lyr.), El.705 sq.: in races, πώλων ἀβόλων ἅρμα IG22.2326.11; πώλοις τε ἀβόλοις καὶ τελείων τε καὶ ἀβόλων τοῖς μέσοις Pl.Lg.834c: metaph., πῶλος Κύπριδος, of courtesans, Eub.84.2.
2 any young animal: of the elephant, Arist.HA610a33; camel, ib.630b34; κάμηλος πῶλος BGU768.2 (ii A.D.); of the dog, AP12.238 (Strat.); ass, Ev.Marc.11.2; ὄνοι π. PLille 8.9 (iii B.C.); pullet, Alex.Trall.5.6; πῶλοι βουβαλίδων Ael.NA7.47.
3 in Poets, in fem., young girl, maiden, Anacr.75.1, E.Hec. 142 (anap.); πῶλον ἄζυγα λέκτρων Id.Hipp.546 (lyr.), cf. Fr.781.21 (lyr.), Cratin.87, Epicr.9; κακῆς γυναικὸς πῶλον E.Andr.621: less freq. masc., young man, Id.Rh.386 (anap.), Ph.947; ἀνδρὸς φίλου πῶλον . . ζυγέντ' ἐν ἅρμασιν πημάτων A.Ch.794 (lyr.).
II a Corinthian coin, from the figure of Pegasus upon it, E.Fr.675, cf. Poll.9.76.
III ἱερὸς π. Ἴσιδος, title of priest in Egypt, OGI739.8 (ii B.C.), PGrenf.2.20.5 (ii B.C.), PRein.10.5, al. (ii B.C.); πῶλος alone, of a priest of Demeter and Persephone, IG5(1).1444 (Messene, iv/iii B.C.).

Οἱ ἵπποι

German (Pape)

[Seite 827] ὁ u. ἡ, Fohlen, Füllen, junges Pferd; ἵππους θ ηλείας, πολλῇσι δὲ πῶλοι ὑπῆσαν, Il. 11, 681, vgl. 20, 222 Od. 23, 246; ἐδάμασσε πώλους, Pind.; νεοζυγής, Aesch. Prom. 1012, u. öfter, u. Soph. – Übh. junges Tier; von Elephanten u. Kameelen, Arist. H. A. 9, 1, 47; κύνεος, Strat. 77 (XII, 238). – Uebtr., junges Mädchen, wie δάμαλις, μόσχος u. dgl., Eur. Hec. 144 Rhes. 261; auch von Jünglingen, Phoen. 975; Aesch. Ch. 783; Cratin. bei Hephaest. p. 17. – Eine korinthische Münze, deren Gepräge ein Pferd war, s. Valck. Phoen. 331.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
1 poulain ou pouliche, jeune cheval, animal ; cheval en gén.
2 p. ext. ou anal. jeune fille, jeune garçon;
NT: ânon.
Étymologie: cf. lat. pullus, apparenté à παῖς et à puer.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πῶλος -ου, ὁ, ἡ veulen; poët. uitbr. paard; overdr. van mensen, meestal voor meisjes; τὰν μὲν Οἰχαλίᾳ πῶλον het meisje in Oechalia Eur. Hipp. 546; ook van jongens. ἴσθι... πῶλον … ζυγέντ’ ἐν ἅρμασιν πημάτων weet dat het “veulen” voor de wagen van rampspoed is gespannen Aeschl. Ch. 794.

Russian (Dvoretsky)

πῶλος: ὁ и ἡ
1 жеребенок, молодая лошадь (жеребчик или кобылка) Hom., Pind., Aesch., Xen. etc.;
2 молодое животное, детеныш (ἡ θήρα καὶ μεγάλων ὄντων καὶ πώλων Arst.; ἡ ὄνος καὶ ὁ π. NT): οἱ κύνεοι πῶλοι Anth. щенки;
3 девушка, реже юноша Anacr., Aesch., Eur.;
4 пол (коринфская монета с изображением крылатого коня Пегаса) Eur.

English (Autenrieth)

foal.

English (Slater)

(ἡ) colt κείνας ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους (P. 2.8)

English (Strong)

apparently a primary word; a "foal" or "filly", i.e. (specially), a young ass: colt.

English (Thayer)

πωλου, ὁ (in classical Greek ἡ also) (Latin pullus, O. H. G. folo, English foal; perhaps allied with παῖς; cf. Curtius, § 387);
1. a colt, the young of the horse: so very often from Homer down.
2. universally, a young creature: Aelian v. h. 4,9; specifically, of the young of various animals; in the N.T. of a young ass, an ass's colt: L marginal reading),4,5,7; Geoponica); the Sept. several times for עַיִר; for יַעֲלָה a female ibex, Proverbs 5:19.

Greek Monolingual

ο / πῶλος, Ν ΜΑ
ζωολ. γενική ονομασία τών νεαρών ιπποειδών, αλλ. πουλάρι
αρχ.
1. (γενικά) μικρό ή νεαρό ζώο (α. «κάμηλος πῶλος», πάπ.
β. «πῶλοι βουβαλίδων», Αιλ.)
2. κορινθιακό νόμισμα που ονομάστηκε έτσι επειδή έφερε την εικόνα του Πήγασου
3. τίτλος ιέρειας της Δήμητρος ή της Περσεφόνης
4. (στην Αίγυπτο) τίτλος ιέρειας της Ίσιδος («ἱερὸς πῶλος Ἴσιδος», πάπ.)
5. μτφ. α) νεαρή κόρη, κορίτσι
β) (σπάνια) νεαρός, παλληκάρι
γ) πόρνη («πῶλοι Κυπρίδος», Εύβουλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πῶλος (< pōu-lo-s) συνδέεται με τα γερμ. Fohlen / Fullen «πουλάρι» (πρβλ. και λατ. pullus «πουλάρι») και, κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα pew-/ pow- με σημ. «λίγος, μικρός» (πρβλ. παῖς, λατ. puer «παιδί»). Ο δυσερμήνευτος μακρόχρονος φωνηεντισμός -ω- του τ. αντιστοιχεί στο αλβαν. pele «φοράδα» και πιθ. στο αρμεν. ul «κατσικάκι». Ο τ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. poro)].

Greek Monotonic

πῶλος: ὁ και ἡ,
1. πουλάρι, νεαρό άλογο, είτε αρσενικό είτε θηλυκό, σε Όμηρ.· στους ποιητές γενικά αντί ἵππος, σε Σοφ. κ.λπ.
2. νεαρό ζώο, μικρό, σε Ανθ.
3. στους Ποιητές, θηλ., νεαρό κορίτσι, κοπέλα, κόρη, όπως τα δάμαλις, μόσχος, πόρτις, Λατ. juvenca, σε Ευρ.· σπανιότερα αρσ., νεαρός άντρας, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πῶλος: ὁ καὶ ἡ, «πωλάρι», μικρὸς ἢ νέος ἵππος εἴτε ἄρρην εἴτε θῆλυς, πρβλ. Ἰλ. Υ. 222, πρὸς τὸ Ὀδ. Ψ. 246· ἵππους… πάσας θηλείας, πολλῇσι δὲ πῶλοι ὑπῆσαν Ἰλ. Λ. 681· πώλους δαμάσαι Πινδ. Π. 2. 15· π. νεοζυγὴς Αἰσχύλ. Πρ. 1009, πρβλ. Ἀγ. 1641· ὁ ἔτι ἀδάμαστος π. Ξεν. Ἱππ. 1. 1· ― ἀλλὰ παρὰ ποιηταῖς εἶναι ἐν χρήσει καθόλου ἀντὶ τοῦ ἵππος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 341, Σοφ. Ο. Κ. 313, 1062, 1069, Ἠλ. 705 κἑξ.· ― ἐν τοῖς ἀγῶσιν ὑπῆρχε καὶ ἀγὼν νέων ἵππων ἢ πώλων ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν τέλειον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758 ΙΙΙ· πρβλ. πωλικός. 2) ζῷον νεαρόν, μικρόν, ἐκ τοῦ εἴδους τῶν κατοικιδίων· ἐπὶ τοῦ ἐλέφαντος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 32· ἐπὶ τοῦ κυνός, Ἀνθ. Π. 12. 238· οὕτω, πῶλοι βουβαλίδων Αἰλ. π. Ζ. 7. 47. 3) παρὰ ποιηταῖς, ἐν τῷ θηλ. γένει, μικρὸν κοράσιον, παρθένος, κόρη, ὡς τὸ δάμαλις, μόσχος, πόρτις, Λατ. juvenca, Ἀνακρ. 75, Εὐρ. Ἑκ. 144, Ἱππ. 546· κακῆς γυναικὸς πῶλον ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 621· πῶλοι Κύπριδος, ἐπὶ πορνῶν, Εὔβουλ. ἐν «Παννυχίδι» 1· ― σπανιώτερον ἀρσ., νέος, νεανίας, Εὐριπ. Ρῆσ. 386, Φοίν. 926· ἀνδρὸς φίλου πῶλον... ζυγέντ’ ἐν ἅρμασιν πημάτων Αἰσχύλ. Χο. 794. ΙΙ. Κορινθιακὸν νόμισμα, ὡς ἐκ τῆς ἐπ’ αὐτοῦ εἰκόνος τοῦ Πηγάσου, Εὐρ. Ἀποσπ. 676, πρβλ. Πολυδ. Θ´, 76 (Πρβλ. Λατ. pull-us· Γοτθ. ful-a· Ἀρχ. Γερμ. fol-o (fohlen, foal, filly)· ― πιθανῶς δὲ καὶ Ἀρχαιότ. Ἑλλ. παῦς (δηλ. παῖς), Ἀρχ. Λατιν. Marci-por (-puer), pû-pa, pu-pilla, κτλ., ἀνήκουσιν εἰς τὴν αὐτὴν οἰκογένειαν λέξεων, ὥστεῥίζα θὰ ἦτο ΠΟϜ, ἴδε Curt. Gr. Et. ἀρ. 387).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. f.
Meaning: young horse, foal, filly (Il.), second. also of other young animals (Arist. etc.), poet. also horse in gen., metaph. young girl, youth etc. (Anacr., A., E.).
Other forms: Myc. poro.
Compounds: Comp. πωλο-δάμν-ης m. "foal-tamer", horsebreaker (X.; Schwyzer 451, Fraenkel Nom. ag. 2, 93) with πωλοδαμν-έω (S., E., X.) etc.; λευκό-πωλος with white foals (Pi., trag.).
Derivatives: 1. Dimin. πωλ-ίον n. (Att., Arist. a.o.), -άριον (Pl. ap. D. L. a.o.); 2. adj. -ικός belonging to, concerning foals (S., E., Arc. a.o. inscr.), virginal (A. in lyr.; Chantraine Études 116ff.); -ειος id. (Suid.); 3. Πωλώ f. surn. of Artemis in Thasos (Nilsson Gr. Rel. I 483 n. 3); 4. denomin. πωλ-εύω to break in a young horse (X.) with -εία f., -ευσις f., -ευμα n., -ευτής m., -ευτικός (X., Max. Tyr. a.o.).
Origin: IE [Indo-European] [841 to be corrected] *polH-, plH- foal
Etymology: Semant. πῶλος agrees exactly with NHG Fohlen, Füllen a. cogn., e.g. Goth. fula, OWNo. fole, OHG folo, PGm. *fulan-, with the dimin. OWNo. fyl n., Pgm. *ful-i̯a-, OHG fulīn n., PGm. *ful-īna- n. As aginst πῶλος PGm. *fulan represent the zero grade: IE pōlH-: plH̥-. We should not connect παῖς, Lat. puer etc., for which one posited orig. (u)-l-: pu-l-; s. παῖς w. lit. Then there is Alb. pelë mare from *pōl-n- (Jokl Festschr. Kretschmer 83). -- Arm. ul small goat, a.o. connected by Meillet Rev. ét. armén. 10, 184f. (including amul < IE *n̥-pōlos unfertile) and Mladenov KZ 50, 54 f., is however because of the deviating meaning rather doubtful; cf. Lidén Armen. Stud. 25 (w. older lit.). -- To be rejected Thieme Studien 48 n. 2 (p. 49): prop. meadow-animal to IE *kʷel- (s. πέλομαι).

Middle Liddell

πῶλος, ὁ, ἡ,
1. a foal, young horse, whether colt or filly, Hom.: in Poets generally for ἵππος, Soph., etc.
2. a young animal, a puppy, Anth.
3. in Poets, in fem., a young girl, maiden, like δάμαλις, μόσχος, πόρτις, Lat. juvenca, Eur.:—more rarely masc., a young man, Aesch.

Frisk Etymology German

πῶλος: {pō̃los}
Forms: myk. po-ro.
Grammar: m. f.
Meaning: junges Pferd, Fohlen, Füllen (seit Il.), sekund. auch von anderen jungen Tieren (Arist. usw.), poet. auch Pferd im allg., übertr. junges Mädchen, Jüngling (Anakr., A., E. u.a.);
Composita: Komp. πωλοδάμνης m. " Fohlenbändiger", Einreiter (X.; Schwyzer 451, Fraenkel Nom. ag. 2, 93) mit πωλοδαμνέω (S., E., X. u.a.) usw.; λευκόπωλος mit weißen Fohlen (Pi., Trag.).
Derivative: Davon 1. die Demin. πωλίον n. (att., Arist. u.a.), -άριον (Pl. ap. D. L. u.a.); 2. die Adj. -ικός zu Fohlen gehörig, auf Fohlen bezüglich (S., E., ark. u.a. Inschr.), jungfräulich (A. in lyr.; Chantraine Études 116ff.); -ειος ib. (Suid.); 3. Πωλώ f. Bein. der Artemis in Thasos (Nilsson Gr. Rel. I 483 A. 3); 4. das Denominativ πωλεύω ein junges Pferd einreiten (X. u.a.) mit -εία f., -ευσις f., -ευμα n., -ευτής m., -ευτικός (X., Max. Tyr. u.a.).
Etymology: Semantisch stimmt πῶλος genau zu nhd. Fohlen, Füllen u. Verw., z.B. got. fula, awno. fole, ahd. folo, urg. *fulan-, mit den Demin. awno. fyl n., urg. *ful-i̯a-, ahd. fulīn n., urg. *ful-īna- n. Gegenüber πῶλος repräsentiert urgerm. *fulandie Schwundstufe: idg. pōl-: pl̥-; wenn man aber auch παῖς, lat. puer usw. einbeziehen will, muß ein urspr. [u]-l-: pu-l- angesetzt werden; s. παῖς m. Lit. Hinzu kommt alb. pelë Stute aus *pōl-n- (Jokl Festschr. Kretschmer 83). — Arm. ul Zicklein, u.a. von Meillet Rev. ét. armén. 10, 184f. (einschließlich amul aus idg. *-pōlos unfruchtbar) und Mladenov KZ 50, 54 f. herangezogen, ist dagegen wegen der abweichenden Bed. etwas fraglich; vgl. Lidén Armen. Stud. 25 (m. ält. Lit.). — Abzulehnen Thieme Studien 48 A. 2 (S. 49): eig. Weidetier zu idg. qʷel- (s. πέλομαι).
Page 2,634

Chinese

原文音譯:pîloj 坡羅士
詞類次數:名詞(12)
原文字根:驢駒
字義溯源:小驢,驢駒,駒,雄驢駒
出現次數:總共(12);太(3);可(4);路(4);約(1)
譯字彙編
1) 驢駒(8) 太21:2; 太21:5; 太21:7; 可11:5; 可11:7; 路19:33; 路19:33; 路19:35;
2) 一匹驢駒(3) 可11:2; 可11:4; 路19:30;
3) 駒(1) 約12:15

English (Woodhouse)

foal, horse, young horse

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=πουλάρι). Σχετίζεται μέ τό παῖς. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα πωλεύω.

Translations

foal

Albanian: mëz; Arabic: مُهْر‎, فِلْو‎; Egyptian Arabic: مهر‎; Armenian: մտրուկ, քուռակ; Aromanian: mãndzu; Avar: тайи; Azerbaijani: qulun; Bashkir: ҡолон, ҡолонсаҡ, ҡолоҡай; Belarusian: жарабя, жарабё; Breton: ebeul; Bulgarian: конче, жребче; Burmese: မြင်းကလေး; Buryat: унаган; Catalan: pollí, poltre; Chechen: бекъа; Chinese Mandarin: 駒子, 驹子, 駒, 驹, 䮔; Chuvash: тиха; Crimean Tatar: bala, at bala; Czech: hříbě; Danish: føl; Dutch: veulen, kachtel; Erzya: парнэ, вашо; Esperanto: ĉevalido; Estonian: varss; Faroese: fyl, foli; Finnish: varsa; French: poulain, pouliche; Galician: poldro; Georgian: კვიცი; German: Fohlen, Füllen, Jungpferd; Alemannic German: Füli; Greek: πουλάρι; Ancient Greek: πῶλος; Hebrew: סייח‎; Hungarian: csikó; Icelandic: folald; Indonesian: anak kuda; Ingush: бакъ; Irish: searrach; Italian: puledro; Japanese: 子馬; Javanese: belo; Kalmyk: унһн; Kazakh: құлын, құлыншақ; Korean: 망아지; Kurdish Central Kurdish: جوانوو‎; Northern Kurdish: canî; Kyrgyz: кулун, тай; Latin: equulus; Latvian: kumeļš; Lithuanian: kumeliukas; Macedonian: ждребе; Malay: anak kuda; Maltese: felu; Maori: punua hōiho, hōiho kuao; Mongolian: унага; Norman: poulain; Norwegian: føll, fole; Old Church Slavonic: жрѣбьць, жрѣбѧ; Old English: fola; Persian: کره‎; Plautdietsch: Falm; Polish: źrebak, źrebię; Portuguese: potro; Romani: khuro; Romanian: mânz, mânză; Russian: жеребёнок; Scottish Gaelic: searrach; Serbo-Croatian Cyrillic: ждребе, ждријебе; Roman: ždrebe, ždrijebe; Shor: қулун; Sicilian: putru; Slovak: žriebä; Slovene: žrebe, žrebiček; Sorbian Lower Sorbian: žrěbje; Upper Sorbian: žrěbjo; Spanish: potranco, potro, potra, potrillo; Swedish: föl; Tagalog: bisiro; Tatar: колын; Turkish: tay; Turkmen: taý; Ukrainian: лоша, жеребець; Uzbek: toy; Vietnamese: ngựa con, lừa con; Volapük: jevodül; Welsh: ebol; West Frisian: fôle; Yakut: кулун