ἅλς
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
English (LSJ)
(A), ἁλός [ᾰ], ὁ: dat. pl. ἅλασιν (v. infr.):—
A salt, πάσσε δ' ἁλὸς θείοιο Il.9.214, cf. Od.17.455; ἁλὸς μέταλλον a salt-mine, Hdt.4.185; ἁλὸς χόνδροι lumps of rock-salt, ib.181: sg. also Ar.Ach.835, Philyll.28, Axionic.8: more freq. in plural, Od.11.123, Hdt.4.53, al., etc.:—prov. phrases: οὐ σύ γ' ἂν . . σῷ ἐπιστάτη οὐδ' ἅλα δοίης Od.17.455; φῄς μοι πάντα δόμεν· τάχα δ' . . οὐδ' ἅλα δοίης Theoc.27.61; ἅλας συναναλῶσαι, i.e. to be bound by ties of hospitality, Arist.EN1156b27; τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον to have eaten a bushel of salt together, i.e. to be old friends, Com.Adesp.176; οἱ περὶ ἅλα καὶ κύαμον, of friends, Plu.2.684e, cf. Arist.EE1238a3; ὅρκον μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν Archil.96; ποῦ ἅλες; ποῦ τράπεζαι; D.19.189; τοὺς ἅλας παραβαίνειν ib.191; τοὺς τῆς πόλεως ἅλας περὶ πλείονος ποιήσασθαι τῆς ξενικῆς τραπέζης Aeschin.3.224; ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη 'light come, light go', 'easy come, easy go' Zen.2.20; ἅλασιν ὕει, of great abundance, Suid.
2 in plural of medical preparations, Dsc.5.109.
II brine, Call.Fr.50.
III ἃλς ἀμμωνιακός = rock salt, PLond.1.78.90.
2 ἃλς Ἰνδικός = sugar, Archig. ap. Paul.Aeg.2.53.
IV ἅλες, οἱ, metaph., like Lat. sales, wit, possible but unlikely in Pl. Smp.177b, Ep.Col.4.6; certain in Plu.2.854c; ἅλες called "χάριτες" ib.685a. (Cf.sq.)
ἅλς (B), ἁλός [ᾰ], ἡ
A (ἁλὸς πολιοῖο Il.20.229), sea (generally of shallow water near shore), εἰς ἅλα δῖαν Il.1.141; χεῖρας νιψάμενος πολιῆς ἁλός in seawater, Od.2.261; ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς 12.27: sometimes pleonast. πόντος ἁλός Il.21.59, Thgn.10; ἁλὸς πελάγη or πέλαγος, Od.5.335, h.Ap. 73, E.Tr.88; πελαγίαν ἅλα A.Pers.427; παρ' ἁλμυρὰν ἅλα E.Ba.17; in plural (with a pun on ἅλς A), Ar.Ach.760.—Poet. word: nom. only Emp.56. (Cf. Lat. sal: both masc. and fem. are from the same root.)
Spanish (DGE)
ἁλός, ὁ, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [lesb. gen. ἄλος Alc.117b.27, 305a.10]
A ἡ ἅλς (masc. ἁλὸς πολιοῖο Il.20.229, Od.9.132)
1 el, la mar θῖν' ἔφ' ἁλὸς πολιῆς Il.1.350, 13.682, πολιᾶς ἁλός Pi.O.1.71, P.2.68, ἅ. πορφυρέη Il.16.391, cf. Alcm.89.5, γλαυκᾶς ἁλός Theoc.16.61, παρὰ θῖν' ἁλὸς ἀτρυγέτοιο Il.1.316, Hippon.121.4, ἁλμυρὰν ἅλα E.Ba.17, εἰς ἅλα δῖαν Il.1.141, Od.4.577, cf. Hes.Th.791, ζυγὸν ἐς ἅλα βάλλῃ Orác. en Hdt.8.20, ἐς ἅλα στίζουσα πνοιά Simon.95, εἰς ἅλα δερκομένα Theoc.6.11, cf. 8.56
•ἅλα ναιέμεν Il.15.190, cf. E.Hel.1584, ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς ἀλγήσετε Od.12.27, cf. Lyc.1245, ἁλὸς ἵπποι de las naves Od.4.708
•Κᾶρες ἁλὸς ταμίαι los carios, banqueros del mar Critias B 2.12
•Ἰονία Pi.N.7.65, Ἀτλαντική E.Fr.145.2, σύμπλουν πολλῆς ἁλός compañero de larga navegación, IG 12(2).458 (Mitilene I/II a.C.).
2 en gen. dependiendo de otra palabra que significaba extensión, paso, camino pero que luego ha significado mar: por lo tanto tiende a traducirse como el agua salada πόντος ἁλός Il.21.59, Thgn.10, πόροι ἁλός Od.12.259, ἁλὸς ἐν πελάγεσσι Od.5.335, h.Ap.73, Archil.4, πελάγει διδύμας ἁλός del Bósforo, S.Ant.966, cf. E.Tr.88
•c. adj. πελαγίαν ἅλα A.Pers.427, οἶδμα ποντίας ἁλός A.Fr.449.6; v. tb. s.u. ἅλαδε.
B ὁ ἅλς, οἱ ἅλες
I 1sal común
a) como condimento πάσσε δ' ἁλὸς θείοιο Il.9.214, ἅλεσσι μεμιγμένον εἶδαρ Od.11.123, 23.270, σεαυτὸν ἁλὶ πάσεις ἀλείφων Crates Com.14.10 (cj.), τοῖς ἁλσί γε παστέα ταυτί Ar.Pax 1074, ἅλας οὐν φέρεις; (jugando c. el sent. A 1) Ar.Ach.760, con mostaza νάπυι καὶ ἁλσὶν κεχρειμένος IG 42.126.18, cf. 21 (II a.C.), en una dieta elemental de pan y sal παίειν ἐφ' ἁλὶ τὰν μᾶδδαν Ar.Ach.835, cf. Pl.R.372c, Aesop.51.3, en el ayuno Const.App.5.18.1, obtenida por evaporación en salinas ἅλς ἐπάγη ῥιπῇσιν ἑωσμένος ἠελίοιο Emp.B 56, ἅλες ... πήγνυνται Hdt.4.53, cf. 7.30
•op. νίτρον, λίτρον Pl.Ti.60e, Arist.Mete.383b20;
b) otros usos: para conservar ἐν ἁλσί, ἐν ἁλί = en salazón, en sal o en salmuera κρέας Hp.Vict.3.79, de una aceituna εἰν ἁλὶ νήχεσθαι Call.Fr.248.2, cf. Nonn.D.17.55
•en preparaciones médicas, Hp.Acut.21, ἐν ἁλσὶν ἡ ποίησις = la preparación es en sal Thphr.Od.35, cf. 50, Dsc.5.109, Ael.Ep.10, para abonar la tierra, Thphr.CP 1.17.1, cf. LXX 4Re.2.20;
c) utilizada en los cultos de Oriente πᾶν δῶρον θυσίας ὑμῶν ἁλὶ ἁλισθήσεται LXX Le.2.13, λίβανον καθαρὸν καὶ ἅλα LXX Le.24.7
•interpretado alegóricamente, Cyr.Al.M.68.840A, 841A, Thdt.M.80.305B
•en fórmulas gnósticas, Hippol.Haer.9.15, en la magia, Hippol.Haer.4.28
•considerada de antiguo θεοφιλὲς σῶμα y una de las γῆς εἴδη Pl.Ti.60e, cf. Arist.Sens.441b4 (y 1 a);
d) sobre la que pesa un impuesto ἀφίημι ... τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τῶν φόρων καὶ τῆς τιμῆς τοῦ ἁλός LXX 1Ma.10.29, cf. PLond.1905, OStras.5 (III a.C.), PFay.192 (II a.C.);
e) objeto de comercio ἐμβαλοῦ εἰς τὸ πλοῖον ἅλας PHib.152 (III a.C.), ἁλὸ(ς) καμὴλ(ους) δ cuatro camellos cargados de sal, PAmh.77.52 (II a.C.).
2 otros tipos de sal
a) esp. sal gema ἁλός τε μέταλλον mina o cantera de sal gema en el Norte de África, Hdt.4.185, cf. 181, ἅλες ὀρυκτοί Arist.Mir.844b12, οἱ ὀρυκτοὶ καὶ οἱ θαλάττιοι Gal.12.372: κολωνός τε ἁλός Hdt.4.182, como resultado la ira de Dios ἐγένετο στήλη ἁλός de la mujer de Lot, LXX Ge.19.26;
b) sales unidas al asfalto y petróleo ἄσφαλτον καὶ ἅλας καὶ ἔλαιον ἀρύσσονται ἐξ αὐτοῦ (φρέατος) sacan de él (del pozo) asfalto, sales y petróleo Hdt.6.119, cf. Arist.Pr.933a20, ἡ θάλασσα τῶν ἁλῶν el mar de la sal, el mar Muerto LXX Ge.14.3;
c) ἅλες αἰγύπτιοι = alumbre Hp.Mul.1.78 (p.188)
•ἃλς ἅμμωνιακός PLond.1.p.78.90.
3 ἃλς Ἰνδικός = azúcar Archig. en Paul.Aeg.2.53.
II fig.
1 sal como cosa sin valor οὐδ' ἅλα δοίης Od.17.455, Theoc.27.61.
2 esp. como símbolo del compromiso de hospitalidad o amistad ὅρκον ... μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν Archil.34.2, τοὺς ἅλας παρέβαινον D.19.191, cf. 189, τοὺς τῆς πόλεως ἅλας περὶ πλείονος ποιήσασθαι τῆς ξενικῆς τραπέζης tener los compromisos con la ciudad en más que los de la hospitalidad Aeschin.3.224, μεταδοὺς ἁλῶν καὶ τραπέζης Plu.2.295c cf. Mitteis Chr.1.11.57 (II a.C.), κοινωνήσαντες ἁλῶν καὶ τραπέζης Origenes Cels.2.21
•prov. ὁ μέδιμνος τῶν ἁλῶν = el medimno de sal (que nos hemos comido) e.d. lo amigos que somos, Com.Adesp.176K., Arist.EE 1238a3, οἱ περὶ ἄλα καὶ κύαμον viejos amigos Plu.2.684e
•en lit. judeo-crist. como símbolo del pacto entre Dios y su pueblo διαθήκη ἁλὸς αἰωνίου ἐστιν LXX Nu.18.19, Le.2.13, interpretado alegóricamente οἱ ἅλες ... τρόπον τινα ἀθανατίζοντες (τὰ σώματα) Ph.2.255.
3 como símbolo de virtud o perfección ἔχετε ἐν αὐτοῖς ἅλα Eu.Marc.9.50, de los cristianos εἰ γὰρ φῶς ἐσμεν ... καὶ ἅλες Chrys.M.61.208 (var.), los apóstoles, Chrys.M.57.231
4 de obras literarias ingenio, cosas ingeniosas βιβλίῳ ἀνδρὸς σοφοῦ, ἐν ᾧ ἐνῆσαν ἅλες ἔπαινον θαυμάσιον ἔχοντες πρὸς ὠφελίαν Pl.Smp.177b, τῶν ... τοὺς βομβυλιοὺς καὶ τοὺς ἅλας ... βουληθέντων ἐπαινεῖν Isoc.10.12
•sal, salero, gracia, chispa, chiste αἱ Μενάνδρου κωμῳδίαι ἀφθόνων ἁλῶν καὶ ἱερῶν μετέχουσιν Plu.2.854c, cf. 685a
•gracia divina ἅ. τοῦ πνεύματος Mac.Aeg.M.34.453D.
C ἅλα· τὰς τῶν ὀνύχων ὀξύτητας Phot.p.69R., AB 374.
• Etimología: De la raíz ide. *sal- que en numerosas lenguas de la familia da las palabras para designar la sal y/o el mar. Aparece como palabra rad. o provista de un suf. -i (arm. al, let. sāls, aesl. salĭ, gr. ἁλι-). En lat. presenta sāl (masc.) y sale (neutr.). En diversas lenguas hay tb. un alarg. -d: cf. gót. salt.
German (Pape)
[Seite 110] ἁλός (entst. aus σάλσ; sal), 1) ὁ ἅλς, Salz, gew. plural., Hom. Iliad. 9, 214 πάσσε δ' ἁλὸς θείοιο, gen. partit., streute des Salzes, etwas Salz, Od. 17, 455 οὐ σύ γ' ἂν ἐξ οἴκου σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ' ἅλα δοίης, v.l. οὔδαλα, Scholl. οὐδ' ἅλα: οὕτως Ἀρίσταρχος ἀνέγνωκε, καὶ ἀπέδωκε τοὺς ἅλας. ὁ δὲ Καλλίστρατος οὔδαλα, τὰ κόπρια, παρὰ τὸ ἐν τῷ οὐδῷ κεῖσθαι; vgl. Theocrit. Id. 27, 59 φῄς μοι πάντα δόμεν· τάχα δ' ὕστερον οὐδ' ἅλα δοίης; Od. 11, 123. 23, 270 οὐδέ θ' ἅλεσσι μεμιγμένον εἶδαρ ἔδουσιν; – sing. Her. 4, 181, ὁ ἅλς 185, plur. 4, 53. 5, 119. – Salz war Symbol der Gastfreundschaft, dah. ἁλῶν κοινωνεῖν, Gastfreunde sein, Dem. Mid. 1 18, wo jetzt λαλῶν steht; ποῦ ἅλες; ποῦ τράπεζαι; wo ist die Gastfreundschaft hin? Dem. 19, 189; τοὺς ἅλας καὶ τὰς σπονδὰς παραβαίνειν 191; s. Zenob. 1, 62; ἅλας συναναλῶσαι Arist. Nic. 8, 8; und wie wir sagen, τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον Plut. de am. mult. p. 290; Archiloch. hat diese Vrbdg zuerst, s. Jacobs Anth. p. 241; sprichwörtl. ἅλας ἄγων καθεύδεις Zenob. 1, 23; ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν ἔνθ' ἔβη, wie gewonnen, so zerronnen, 2, 20. – Salzlake Call. frg. 5; Nonn. D. 17, 55; – ἅλες Salzwerke D. Hal. 2, 55. – Übertr., witzige, beißende Reden, Plut. Symp. 5, 10; Ath. IX, 366 c. – 2) ἡ ἅλς, Meer, oft bei Hom., aber nur in cass. obliqq., πολυβενθέος Od. 4, 406, βαθείης Iliad. 13, 44, μαρμαρέην 14, 273, πορφυρέην 16, 391; πολιῆς 12, 284, πολιοῖο Od. 5, 410. 9, 132 Iliad. 20, 229 Scholl. Ariston. σημειοῦνταί τινες, ὅτι ἁλὸς πολιοῖο ἔφη, mascul. adject. beim subst. fem. homerisch; ἁλὸς ἀτρυγέτοιο Iliad. 1, 316; ἅλα δῖαν 1, 141, auch Zeus sagt ἅλα δῖαν Iliad. 15, 161. 223, Scholl. Ariston. 161 ἡ διπλῆ, ὅτι ἀφ' ἑαυτοῦ ὁ Ζεὺς τὴν θάλασσαν δῖαν εἴρηκεν, vs. 15 ἡ διπλῆ, ὅτι ἀφ' ἑαυτοῦ ὁ Ζεὺς δῖον τὸν Ἕκτορα καὶ ἑξῆς τὴν θάλασσαν »ἢ εἰς ἅλα δῖαν (161)«, πρὸς τὸ μὴ ὑποπτεύειν τὰ ἐν Ὀδυσσείᾳ »(1, 65) πῶς ἂν ἔπειτ' Ὀδυσῆος ἐγὼ θείοιο λαθοίμην«; für ἐξ ἁλός v.l. ἔξαλος Od. 1 1, 134. 23, 281, s. Scholl. (11, 134 aus Ariston., 23, 281 aus Didym.), vgl. ἐξ ἁλός Iliad. 20, 14 Od. 5, 422; Iliad. 21, 59 πόντος ἁλὸς πολιῆς, Theogn. 10 γήθησεν δὲ βαθὺς πόντος ἁλὸς πολιῆς; Od. 5, 335 ἁλὸς ἐν πελάγεσσι; 12, 27 ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς, auf dem Wasser oder auf dem Lande; die Schiffe ἁλὸς ἵπποι Od. 4, 708; – oft Pind., Tragg., πελαγία ἅλς Aesch. Pers. 427; selten in Prosa.
French (Bailly abrégé)
1ἁλός (ἡ) :
la mer.
Étymologie: pour *σαλς, de la R. Σαλ, Ἁλ sauter, bondir ; cf. ἅλλομαι ; litt. « la bondissante ».
2ἁλός (ὁ) :
1 bloc de sel, rocher de sel;
2 sel pour saupoudrer;
3 fig. sel d'une plaisanterie, d'un écrit.
Étymologie: p. *σαλς de ἅλς¹, l'idée de « mer, eau salée » ayant amené à l'idée de « sel » ; cf. lat. sal.
Russian (Dvoretsky)
ἅλς: ἁλός (ᾰ) ἡ преимущ. поэт. море: ἢ ἁλὸς ἢ ἐπὶ γῆς Hom. на море или на суше; πόντος ἁλός Hom., ἁλός πέλαγος Hom., HH, Eur. и ἅ. πελαγία Aesch. морская пучина, море.
ἁλός (ᾰ) ὁ тж. pl.
1 соль: πάσσειν ἁλός Hom. посыпать солью; ἁλὸς τρύφεα κατὰ χόνδρους ἐν κολωνοῖσι Her. куски и комья соли в виде холмов; ἁλὸς μέταλλον Her. соляная копь; οὐδ᾽ ἅλα δοίης Hom., Theocr. ты и щепотки соли не дал бы; οἱ ἅλες Aeschin., Dem. хлеб-соль, гостеприимство;
2 перен. соль, острота, остроумие Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἅλς: ἁλός [ᾰ], (Α) ἀρσ. δοτ. πληθ. ἅλασιν (ἴδε κατωτέρω): - καθ’ ἑνικόν, τεμάχιον, ὄγκος, ἅλατος, ἰδίως ἐπὶ τοῦ ὀρυκτοῦ ἅλατος, Ἡρόδ. 4. 181-185, πρβλ. χόνδρος, χονδρός. 2) καθόλου, ἅλας, κτλ., πάσσε δ’ ἁλὸς θείοιο (πρβλ. θεῖος), Ἰλ. Ι. 214. πρβλ. Ὀδ. Ρ. 455· ἁλὸς μέταλλον, ἁλατωρυχεῖον, Ἡρόδ. 4. 185· ἁλὸς χόνδρος, αὐτόθι 181· καθ’ ἑνικὸν ὡσαύτως ἅλας ἀντὶ τοῦ ἅλες, Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 13, Ἀξιόνικ. ἐν «Χαλκιδικῷ» 2: - ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ὁ πληθυντ. ἦτο συνηθέστερος, πρῶτον ἐν Ὀδ. Λ. 123, ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. 4. 53., 6. 119., 7. 30, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.: - παροιμ. φράσεις: οὐ σύ γ’ ἂν ... σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ’ ἅλα δοίης, Ὀδ. Ρ. 455· φής μοι πάντα δόμεν· τάχα δ’ ... οὐδ’ ἅλα δοίης Θεόκρ. 27. 61· ἅλας συναναλῶσαι, δηλ. τὸ νὰ εἶναί τις συνδεδεμένος διὰ δεσμῶν, ξενίας, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 3· τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον, τὸ νὰ ἔχῃ φάγῃ τις ὁλόκληρον μέδιμνον ἅλατος μετά τινος ἄλλου, δηλ. τὸ νὰ εἶναί τις παλαιὸς φίλος τοῦ ἄλλου, Πλάτ. 2. 94Α· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 7. 2, 35· ὅρκον μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν, Ἀρχίλ. 96· ποῦ ἅλες· ποῦ τράπεζαι, Δημ. 400. 16· τοὺς ἅλας παραβαίνειν, ὁ αὐτ. 401. 3· ἔτι καὶ οἱ τῆς πόλεως ἅλες, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ξενικὴ τράπεζα, ἔφησθα γὰρ τοὺς τῆς πόλεως ἅλας περὶ πλείονος ποιήσασθαι τῆς ξενικῆς τραπέζης, ὅτι θὰ προτιμήσῃς τὸ «ψωμὶ καὶ ἁλάτι» τῆς πατρίδος σου ἀπὸ τὰ ἁβρὰ ἐδέσματα ξένης τραπ., Αἰσχίν. Γ, 62, 10: ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ’ ἔβη, ἐπὶ ἀνθρώπων ἀπολεσάντων ὅ,τι ἔλαβον. Παροιμιογρ. ἅλασιν ὕει, ἐπὶ μεγάλης ἀφθονίας, Σουΐδ. ΙΙ. = ἅλμη, «ἅρμη», Λατ. muria, Καλλ. Ἀποσπ. 50: ὡσαύτως ἁλὸς ἄνθος· πρβλ. ἁλοσάνθινος. ΙΙΙ. ἅλες, = ἁλυκή, μέρος ἔνθα παρασκευάζεται καὶ συνάγεται τὸ ἅλας· ἀμφ., ἴδε ἁλή. IV. ἅλες, ὡσαύτως μεταφ. ὡς τὸ Λατ. sales, εὐφυΐα, Πλούτ. 2. 685Α. (ἐκ τῆς √ΑΛ παράγονται καὶ αἱ λέξεις ἅλας, ἁλή, ἅλμη, ἁλμυρός, ἁλίζω· πρβλ. Σανσκριτ. sar-as (sal)· Λατ. sal, sul-inus, sal-sus, Γοτθ. salt (ἅλας), saltum (ἁλίζω), Παλ. Ὑψ. Γερμ. sulza (salsugo), κτλ.: ἴδε ἑπομ. λέξ.).
English (Autenrieth)
(cf. sal): (1) m., salt, grain of salt, prov. οὐδ' ἅλα δοίης, Od. 17.455; pl. ἅλες, salt (as we say ‘salts’ in medicine), Od. 11.123, Od. 23.270.—(2) fem., the sea.
English (Slater)
ἅλς (ᾰλός, ᾰλα) sea lit. ἐγγὺς ἐλθὼν πολιᾶς ἁλὸς (O. 1.71) βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος (O. 7.69) ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς (P. 2.68) ἁλὸς βαθεῖαν κέλευθον ἀνοίγων (P. 5.88) ἐς μυχοὺς ἁλὸς (P. 6.13) ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν (N. 3.21) οὐ μέμψεταί μ' ἀνὴρ Ἰονίας ὑπὲρ ἁλὸς οἰκέων (N. 7.65) νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ (I. 1.37) γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ (I. 4.56) ἁλὸς ἐπὶ κῦμα βάντες ἦλθον ἄγγελοι (Pae. 6.100) ]δἁλινα[ Θρ. 5c. 5.
English (Strong)
Greek Monotonic
ἅλς: (Α), ἁλός[ᾰ], ὁ, δοτ. πληθ. ἅλασιν· Λατ. SAL, τεμάχιο αλατιού, σε Ηρόδ.· γενικά, αλάτι, συχνά στον πληθ., σε Όμηρ. κ.λπ.· ἁλὸς μέταλλον, ορυχείο αλατιού, σε Ηρόδ., Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
• ἅλς: (Β), ἁλός[ᾰ], ἡ, θάλασσα, σε Όμηρ.
Frisk Etymological English
ἁλός
Grammatical information: m.
Meaning: salt (very often pl.) (Il.)
Other forms: f. (only sg.) poetical word for the sea (after θάλασσα or as collective?); since Arist. ἅλας, -ατος n. from the acc. pl., Leumann Hom. Wörter 160f.
Dialectal forms: Myc. opia₂ra /opihala/ coastal regions cf. ἔφαλος. apia₂ro /Amphihalos/, a₂rie perhaps /halien/ Perpillou Subst. en -eus, 1973, 61 n. 2, 161.
Compounds: ἁλί-πλοος, -πόρφυρος (for ἁλ- after the i-stems, not locatival with Schwyzer 476: 5, 1. On ἁλι-μυρήεις s. μύρομαι. ἁλουργός who exploits a salt-mine CEG6,
Derivatives: ἅλ-μη sea-water, brine ( Od.) with ἁλμυρός salt, briny (Od.); from *ἁλυρός (cf. ἁλυ-κός), Schwyzer 482: 6; cf. πλημυρίς. - ἅλιος, (-α), -ον of the sea (Hom.) - ἁλιεύς fisher (Od.) - ἁλυ-κός salt (Hp.).
Origin: IE [Indo-European] [878] *seh₂(e)l- salt
Etymology: Old word found in most IE languages: Lat. sāl (secondary lengthening), OIr. salann, Arm. aɫ (i-stem), Latv. sāls, OCS solь (i-stem, secondary beside the consonant-stem in slanъ salted < *solnъ), Toch. B sālyiye, A sāle. A d-enlargement in Goth. salt etc., Arm. aɫt, and in Balt.-Slav., e.g. Lith. sald-ùs süß, OCS. sladъ-kъ id. Lith. sólymas points to *seh₂l-, other languages require *sh₂-el. This gives an original paradigm nom. *seh₂-(ol?), acc. sh₂-el-m, gen. *sh₂-l-os. On possible Sanskrit cognates Thieme ZDMG 111 (1961) 94ff.
See also: Ἀλοσυδνη
Middle Liddell
[Lat. SAL]
A. as neut., a lump of salt, Hdt.: generally, salt, oft. in plural, Hom., etc.; ἁλὸς μέταλλον a salt-mine, Hdt., Od., etc.
B. as fem. sg., the sea, Hom.
Frisk Etymology German
ἅλς: ἁλός
{háls}
Forms: f. (nur Sing.) als poetische Benennung des Meeres (nach θάλασσα oder als Kollektivum?); seit Arist. ἅλας, -ατος n. aus dem Akk. plur., s. zuletzt Leumann Hom. Wörter 160f. m. Lit.
Grammar: m.
Meaning: Salz (sehr oft Plur.),
Derivative: Mehrere Ableitungen. 1. ἅλμη Salzwasser, Salzlake (seit Od., vgl. Chantraine Formation 148) mit zahlreichen Ablegern: ἁλμαία ib. (Ar., Nik.), ἁλμάς (ἐλαία) eingepökelte Olive (Kom. usw.), ἁλμυρός salzig, bitter (seit Od.), nach Schwyzer 482: 6 aus *ἁλυρός (vgl. ἁλυκός) umgebildet; von ἁλμυρός stammen ἁλμυρώδης, ἁλμυρότης und die Verba ἁλμυρίζω, ἁλμυρόω, außerdem noch ἁλμυρίς f. salziger Boden, salzige Flüssigkeit usw., vgl. πλημυρίς und ἁλιμυρήεις (s. μύρομαι), außerdem Chantraine 231; von ἅλμη ferner ἁλμήεις (A.) und ἁλμεύω einpökeln (Dsk.) mit ἅλμευσις, ἁλμευτής. — 2. ἅλιος, (-α), -ον zum Meere gehörig (ep. poet.) mit ἁλιάς f. Fischerkahn (Arist., D. S.). — 3. ἁλία f. Salzfaß (Kom., hell.). — 4. ἅλινος aus Salz bestehend (Hdt., Str.). — 5. ἅλιμος zur See gehörig (Trag. adesp., LXX), ἅλιμον Pflanzenname, vgl. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 20, Strömberg Pflanzennamen 97, 114. — 6. ἁλίτης salzig, zur See gehörig s. Redard Les noms grecs en -της 39, 88, 110f. — 7. ἁλίζω salzen (Arist. usw.) mit ἁλισμός (Sor.), dagegen nicht ἄλισμα Alisma plantago (Dsk.), s. Strömberg 115 (unerklärt). — 8. Nach ἅλιος, ἅλινος u. a. und in Anlehnung an ἁλι- als Vorderglied (für ἁλ- nach den i-Stämmen, nicht lokativisch mit Schwyzer 476: 5, 1; s. auch Boßhardt Die Nomina auf -ευς 32) ἁλιεύς Fischer (seit Od.) mit ἁλιεύω fischen (LXX, NT, Plu. usw.), -εύομαι (auch Kom.), und ἁλιευτικός ‘Fischern od. dem Fischen gehörig’ (Pl., X., hell.); von ἁλιεύω wiederum ἁλιευτής Fischer (Kerk.), von ἁλιεύς oder ἁλιεύω: ἁλιεία Fischfang (Arist., Str.), von ἁλιεύω: ἁλίευμα ib. (Str.). — 9. ἁλιάδης Seemann (S. lyr.). — 10. ἁλιαρός salzig (Eust.). — 11. ἁλυκός salzig (Hp., Arist. u. a.) mit ἁλυκότης (Arist.), ἁλυκίς f. Salzquelle (Str. u. a.), ἁλυκώδης (Hp.; auch Thphr. HP 9, 11, 2 für codd. ἁλικώδης zu lesen), ἁλυκεία das Einsalzen (Ptol.); die u-Erweiterung wird auch im Flußnamen Ἅλυς vermutet. — 12. Vom Neutr. τὸ ἅλας stammen die späten Bildungen ἁλάτιον (Demin.), ἁλάτινος, ἁλατίζω und ἁλατικόν salarium (Gloss.).
Etymology: Zur Bedeutung von ἅλς s. Lesky Herm. 78, 260ff., Blümner Philol. 26, 447, Kopp Das physikal. Weltbild d. frühen griech. Dichtung. Diss. Freiburg (Schweiz) 1939, 75. Altes Wort, das in den meisten idg. Sprachen erhalten ist: lat. sāl (sekundäre Längung), arm. aɫ (i-Stamm), lett. sāls, aksl. solь (i-Stamm, wohl sekundär neben dem Konsonantstamm in slanъ gesalzen aus *solnъ), toch. B sālyiye, A sāle. Eine d-Erweiterung in got. salt Salz usw., arm. aɫt, und im Balt.-Slav., z. B. lit. sald-ùs süß, aksl. sladъ-kъ ib.; zur Bedeutung s. J. Schmidt Pluralbild. 182. Auf Grund von aksl. slanъ, air. salann Salz, gr. ἅλασιν ὕει (Suid.) setzt Schmidt a. a. O. einen obliquen Stamm *sal-n- neben den Nom. *sal-d oder *sal-i an, eine unsichere Annahme, für die jedenfalls der anscheinend späte griechische Ausdruck keine Stütze bilden kann. S. auch, mit teilweise hypothetischen Annahmen, Benveniste Origines (Index 217). — Das Wort fehlt im Indoiranischen, sofern nicht aind. salilá- n. Meerflut als *salzig hierher gehört (Thieme KZ 69, 215 A. 1).
Page 1,78-79
Chinese
原文音譯:¤lj 哈而士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:鹽
字義溯源:鹽*,海水;比較 (ἅλα / ἅλας)=鹽。有解經家認為( 可9:49)所說,凡祭物必用鹽(ἅλς))醃,這話暗示基督徒要受逼迫,而被煉淨
同源字:1) (ἅλα / ἅλας)鹽 2) (ἁλίζω)加以鹽 3) (ἅλς)鹽 4) (ἁλυκός)鹹的 5) (ἄναλος)無鹽的 6) (παράλιος)鹽旁
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 用鹽(1) 可9:49
Mantoulidis Etymological
-ἁλός, ὁ (=ἁλάτι). Ἀπό ρίζα αλἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις ἅλας, ἁλή, ἅλμη, ἁλμυρός. Τό θηλυκό → ἡ ἅλς -ἁλός (=θάλασσα).
Léxico de magia
ὁ tb. ἅλας sal usada en prácticas mágicas para ofrendas ἡ δεῖνά σοι θύει, θεά, δεινόν τι θυμίασμα ... ἅλα, στέαρ ἐλάφου νεκρᾶς fulana presenta en tu honor, diosa, una horrible ofrenda, sal y grasa de una cierva muerta (en una calumnia de magia maléfica) P IV 2581 P IV 2647 ἐπιθύων λίβανον ἐπὶ βωμοῦ καὶ ... βῶλον ἁλὸς ἀμμωνιακοῦ quemando incienso en un altar y un terrón de sal amónica P V 395 para moler λαβὼν ἁλὸς χοίνικας δύο ἄληθε τῷ χειρομυλίῳ toma dos quénices de sal y muélela con el molinillo de mano (para conseguir un oráculo) P IV 3088 ταῦτά ἐστιν τὰ λεγόμενα τοῦ ἁλὸς ἀληθομένου esto es lo que se dice cuando se muele la sal P IV 3109 para hacer una bebida o una mixtura φιλτροκατάδεσμος αἰώνιος· χολῆς κάπρου, ἁλὸς ἀμμωνιακοῦ fórmula amorosa de eterna eficacia: hiel de jabalí, sal amónica P VII 191 βάλε ἅλατος καὶ οἰνομέλιτος δύο χοίνικας ποιῶν ποτόν echa dos quénices de sal y vino con miel y haz una bebida P LXIII 2
Translations
salt
Abaza: джькӏа; Abkhaz: аџьыка; Acehnese: sira; Afar: qasbó; Afrikaans: sout; Ahom: 𑜀𑜢𑜤𑜈𑜫; Ainu: ルル, シッポ; Akkadian: 𒁵; Aklanon: asin; Albanian: kripë; Amharic: ጨው; Arabic: مِلْح; Egyptian Arabic: ملح; Gulf Arabic: ملح; Aramaic Hebrew: מלחא; Syriac: ܡܠܚܐ; Armenian: աղ; Aromanian: sari, sare; Asi: asin; Assamese: লোণ, নিমখ; Asturian: sal; Avar: цӏан; Aymara: jayu; Azerbaijani: duz; Bahnar: 'boh; Balinese: ᬳᬸᬬᬄ; Baluchi: واد; Bashkir: тоҙ; Basque: gatz; Bavarian: Soiz; Belarusian: соль; Bengali: নুন, লবণ; Bhojpuri: 𑂢𑂴𑂢; Bole: manda; Breton: holen; Budukh: кьел; Bulgarian: сол; Burmese: ဆား; Buryat: дабһан; Cahuilla: íngill; Catalan: sal; Cebuano: asin; Central Atlas Tamazight: ⵜⵉⵙⵏⵜ; Cham Eastern Cham: ꨦꨣꨩ; Western Chamicuro: mamola; Chechen: туьха; Chepang: छेः; Cherokee: ᎠᎹ, ᎹᎹ; Chichewa: mchere; Chinese Cantonese: 鹽, 盐; Dungan: ян; Gan: 鹽, 盐; Hakka: 鹽, 盐; Jin: 鹹鹽, 咸盐, 鹽, 盐; Mandarin: 鹽, 盐, 食鹽, 食盐, 鹽巴, 盐巴; Min Bei: 鹽, 盐; Min Dong: 鹽, 盐; Min Nan: 鹽, 盐; Wu: 鹽, 盐; Xiang: 鹽, 盐; Chukchi: чоԓ; Chuvash: тӑвар; Coptic Bohairic: ⲙⲉⲗϩ, ϩⲙⲟⲩ; Sahidic: ⲙⲗϩ, ϩⲙⲟⲩ; Cornish: holan; Crimean Tatar: tuz; Czech: sůl; Danish: salt; Dargwa: зе; Daur: kataa; Dhivehi: ލޮނު; Dogri: लून; Dolgan: туус; Dongxiang: dansun; Drung: svla; Dutch: zout, keukenzout; Dzongkha: ཚྭ; Elfdalian: solt; Esperanto: salo; Estonian: sool; Even: так; Evenki: турукэ; Ewe: dze; Faroese: salt; Fijian: masima; Finnish: suola; Franco-Provençal: sal; French: sel; Friulian: sâl; Gagauz: tuz; Galician: sal; Georgian: მარილი; German: Salz, Kochsalz; Gothic: 𐍃𐌰𐌻𐍄; Greek: αλάτι; Ancient Greek: ἅλς, ἅλας; Greenlandic: taratsut; Gujarati: મીઠું, લૂણ, લવણ; Haitian Creole: sèl; Hausa: gishiri; Hawaiian: paʻakai; Hebrew: מֶלַח; Higaonon: asin; Hiligaynon: asin; Hindi: नमक, लोन, लवण; Hopi: öönga; Huichol: ꞌúna; Hungarian: só; Hunsrik: Sals; Hunzib: цаъᵸ; Icelandic: salt; Ido: salo; Ingrian: soola; Ingush: тух; Inuktitut: taratsut; Irish: salann; Old Irish: salann; Isan: หยิบ; Istriot: sal; Istro-Italian: sale; Iu Mien: nzauv; Japanese: 塩; Jarai: hra; Javanese: ꦲꦸꦪꦃ; Jingpho: jum; Kabuverdianu: sal; Kalmyk: давсн; Kannada: ಉಪ್ಪು, ಲವಣ; Kaqchikel: atz'am; Karachay-Balkar: туз; Karakalpak: duz; Karelian: suola; Kashubian: sòl; Kazakh: тұз; Khakas: тус; Khanty: сӑӆӆә; Khmer: អំបិល; Khvarshi: цийоᵸ; Kikuyu: cumbĩ; Komi-Permyak: сов, сол; Komi-Zyrian: сов; Komo: bɨl; Korean: 소금; Kumyk: туз; Kurdish Central Kurdish: خوێ; Laki: خووا; Northern Kurdish: xwê; Southern Kurdish: خوا; Kyrgyz: туз; Lak: цӏу; Lao: ເກືອ; Latin: sal; Latvian: sāls; Lawa Eastern Lawa: กิฮ; Western Lawa: กิฮ, คิฮ; Laz: mcumu; Lezgi: кьел; Lingala: móngwa; Lithuanian: druska; Lombard: sal, saa; Low German: Solt, Kaaksolt, Kooksolt; Luxembourgish: Salz; Macedonian: сол, кујнска сол; Magahi: 𑂢𑂴𑂢, 𑂢𑂲𑂧𑂍; Maguindanao: timus; Maithili: नून; Malagasy: sira, fanasina; Malay: garam; Brunei Malay: sira, garam; Indonesian: garam; Malayalam: ഉപ്പ്; Maltese: melħ; Manchu: ᡩᠠᠪᠰᡠᠨ; Mansaka: asin; Manx: sollan; Maori: tote; Maranao: asin; Marathi: मीठ, लवण; Mari; Eastern Mari: шинчал; Western Marshallese: jo̧o̧ļ; Mayo: oona; Mbyá Guaraní: juky; Mezquital Otomi: ú; Middle English: salt; Minangkabau: garam; Mingrelian: ჯიმუ; Mon: ၜဵု; Mongolian: давс, ᠳᠠᠪᠤᠰᠤ; Muong: bỏi, vỏi; Mòcheno: sòlz; Nafaanra: weŋge; Nahuatl: iztatl; Nanai: даосон; Navajo: áshįįh; Neapolitan: sale, sal, sool; Nepali: नून, लवण; Newar: चि, लवण; Nganasan: сыр; Ngazidja Comorian: shingo, mnyo; Nivkh: тафть; Nobiin: امييد, اوميد; Nogai: туз; Norman: saïl, sé; North Frisian: saalt; Northern Northern Sami: sálti; Northern Tepehuan: ónai; Northern Thai: ᨠᩖᩮᩥᩬᩋ; Northern Yukaghir: суоль; Norwegian: salt, bordsalt; Occitan: sal, sau; Old Church Slavonic Cyrillic: соль; Old East Slavic: соль; Old English: sealt; Old Frisian: salt; Old Javanese: wuyah; Oriya: ଲୁଣ; Oromo: soogidda; Ossetian: цӕхх; Ottoman Turkish: طوز, نمك, ملح; Pacoh: boi; Palauan: sar; Pali: loṇa; Pashto: مالګه; Pela: tʰa³⁵; Persian: نمک, سنج; Phu Piedmontese: sal; Plautdietsch: Solt; Polish: sól, sól kuchenna; Portuguese: sal; Punjabi: ਨਮਕ, ਲੂਣ, ਲਵਣ; Quechua: kachi, kaci; Rajasthani: लूण; Rohingya: nun; Romagnol: sêl; Romani: lon; Romanian: sare; Romansch: sal, sel; Russian: соль, поваренная соль; Rusyn: соль, сіль; Saho: mulxu; Samoan: masima; Sango: îngö; Sanskrit: लवण; Sardinian: sabi, sai, sale, sali, sari, sàui; Scottish Gaelic: salann; Serbo-Croatian Cyrillic: со, сол; Roman: so, sol; Shan: ၵိူဝ်; Shor: тус; Sichuan Yi: ꋂ; Sicilian: sali; Sindhi: لوُڻُ; Sinhalese: ලුණු, ලවණ; Skolt Sami: säʹltt; Slovak: soľ; Slovene: sol; Somali: milix, cusbo; Sorbian Lower Sorbian: sol; Upper Sorbian: sól; Sotho: letswai; Southeastern Tepehuan: on; Southern Altai: тус; Southern Spanish: sal; Sumerian: 𒁵; Sundanese: ᮅᮚᮂ; Svan: ჯიმ; Swahili: chumvi; Swedish: salt, koksalt, bordssalt; Tagalog: asin; Tai Dam: ꪹꪀ; Tai Tajik: намак; Tajio: osing; Tamil: உப்பு, லவண; Tatar: тоз; Tausug: asin; Tboli: kahì; Tedim Chin: ci; Telugu: ఉప్పు; Ternate: gasi; Tetum: masin; Thai: เกลือ; Tibetan: ཚྭ; Tigrinya: ጨው; Tlingit: éil'; Tocharian A: sāle; Tocharian B: salyiye; Tok Pisin: sol; Tongan: māsima; Tonkawa: mummun; Turkish: tuz; Turkmen: duz; Tuvan: дус; Tzotzil: atsʼam; Udi: ел; Udmurt: сылал; Ugaritic: 𐎎𐎍𐎈𐎚; Ukrainian: сіль; Ulch: давсу; Urdu: نمک; Uyghur: تۇز; Uzbek: tuz; Venetian: sàle, sałe, sal; Veps: sol; Vietnamese: muối; Vilamovian: zaołc; Volapük: sal; Votic: soola; Walloon: sé; Welsh: halen; West Coast Bajau: timus; West Frisian: sâlt; White Hmong: ntsev; Wolof: xorom; Yakan: asin; Yakkha: युम; Yakut: туус; Yaqui: oóna; Yiddish: זאַלץ; Yup'ik: taryuq; Zarma: ciri; Zazaki: sol; Zealandic: zout; Zhuang: gyu; Zou: chi; Zulu: itswayi, usawoti