ὦ
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
English (LSJ)
and ὤ, an exclamation, expressing surprise, joy, or pain,
A O! oh! with nom., ὢ τάλας ἐγώ S.Aj.981, etc.; ὢ ἔβενος, ὢ χρυσός Theoc.15.123: also c. gen., ὢ τῆς ἀναισχυντίας Luc.Pisc.5; with interrog., ὤ, τί λέγεις; Pl.Prt. 309d; in the middle of a sentence, E.Hipp.362 (lyr.), al.
II with voc., a mode of address, whether at the beginning of a sentence or in a parenthesis, ὦ Ἀχιλεῦ Il.1.74, etc., especially in dialogue and Oratt., ἐβουλόμην, ὦ ἄνδρες, τὴν δύναμιν κτλ. Antipho.5.1; in invocations of the gods, ὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί A.Th.69, etc.; with imper., ὦ χαῖρε Id.Ag.22, S.Aj. 91; ὦ πρὸς θεῶν ὕπεικε ib.371, cf. D.21.98: sometimes following the Verb, E.Tr.335 (lyr.); in different number from the voc., προσέλθετ', ὦ παῖ, πατρί S.OC1104, cf. 1112, Sch.Ar.Pl.66.
2 with nom. instead of voc., ὦ δῐος αἰθήρ, ὦ φίλος, A.Pr.88, 545; ὦ γενναῖος Pl. Phdr.227c; ὦ οὗτος Αἴας S.Aj.89; ὦ οὗτος οὗτος Οἰδίπους Id.OC 1627; also οὗτος, ὦ σέ τοι (sc. καλῶ) Ar.Av.274.
3 with both together, φίλος ὦ Μενέλαε Il.4.189; ὦ τλάμων πάτερ S.Aj.641 (lyr., τλᾶμον codd. rec., edd.).
4 with the latter of two nouns, Ἀγάμεμνον, ὦ Μενέλαε Id.Ph.794.—In the first sense usually written ὤ, in the second ὦ: [τὸ ὢ] ἡνίκα θαυμαστικὸν λαμβάνεται βαρύνεται, καὶ χωρεῐ εἰς ἐπιρρηματικὴν σύνταξιν, οἷον ὢ Ἡρακλῆς EM79.13: Thom.Mag. p.408R. prescribes ὢ with the gen., but ὦ with the voc., e.g. ὦ Ἡράκλεις, where the whole expression, and not merely the ὤ (ὦ,) expresses surprise (but A.D.Adv.127.24 seems to imply ὦ in both senses); ὤ as an exclamation is found in forms like ὤ μοι, ὤ μοι ἐγώ, ὢ πρὸς τῶν θεῶν D. l. c.: but ὦ πόποι δυσὶ τόνοις χρῆται Hdn.Gr.1.503, so that ὢ πόποι is improbable, cf. Theognost.Can.158 (as emended by Lehrs Aristarch.3p.119); ᾤμοι and ὤμοι are both recognized by EM822.33, cf. Lex.Mess.p.413; ωιμ' Sapph.Supp.23.4; in E., when it stands in the middle of a sentence, it should be written ὤ, Hipp.362, al.: sometimes doubled, ὢ ὢ κακά A.Ag.1214; ἰὼ ὢ ὤ S.OC 224 (v.l. ὣ ὣ ὣ); written ὼ ώ in Pap. of S.Ichn.61; tripled, ὢ ὢ ὤ A.Pers.985 (lyr., prob.). To those who (like D.T.640.11, cf. Sch. D.T.p.257H.) took ὦ for the voc. of the Art. ὁ, A.D.Synt.45.22-53 replies at length.
German (Pape)
[Seite 1406] und ὤ, 1) oh! ein Ausruf, bes. des Erstaunens, der Überraschuug; auch der Freude, wie des Schmerzes, in diesem Falle gew. ὤ accentuirt, so ὤ μοι, ὤ μοι ἐγώ und ὢ πόποι, Hom. (vgl. οἴμοι) und Tragg., Soph. O. C. 224 Ai. 365 Ant. 1304; ὢ τί λέγεις Plat. Prot. 309 d; Phaedr. 227 c. – 2) mit dem Vocativ (nur ὦ accentuirt) verbunden ist es bloßer Zuruf, der die Anrede verstärkt, und im Deutschen durch o – gew. etwas zu stark wiedergegeben wird, zumal im Dialog der Attiker. Von Hom. an überall; oft weit getrennt von seinem Vocativ, vgl. Soph. Phil. 3. 1338 u. sonst. Nach Herm. Soph. O. C. 172. 1350 wird ὦ vor ἄνδρες nur in der zornigen Rede fortgelassen; vgl. Xen. An. 7, 3,3. – Zu bemerken ist die Umstellung, ὦ χαῖρε λαμπτὴρ νυκτός Aesch. Ag. 22, vgl. Suppl. 597; ὦ χαῖρ' Ἀθάνα Soph. Ai. 91; El. 656; ὦ πρὸς θεῶν ὕπεικε 364; Eur. Or. 544. 1037. – Bei den Tragg. vertheidigt Reisig enarr. Soph. O. C. 816 die Schreibung ᾤ μοι, was aber dann mit Elms!. richtiger οἴ μοι zu schreiben wäre; vgl. Apoll. Dysc. de adv. p. 536, 37 de pron. p. 42 u. Ellendt lex. Soph. h. v.
French (Bailly abrégé)
1interj.
pour adresser la parole à qqn :
I. avec le voc. : ὦ βασιλεῦ HDT ô roi ! ; ὦ Ζεῦ πάτερ ESCHL ô Zeus vénéré ! ; ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ô Athéniens ! qqf séparé du voc. : ὦ χαῖρ’, Ἀθάνα SOPH salut, Athéna ! ; ὦ χαῖρε λαμπτὴρ νυκτός ESCHL salut, flambeau de la nuit !;
II. dev. un nomin. : ὦ φίλος ESCHL ô ami ! particul. dev. οὗτος : ὦ οὗτος SOPH eh toi !;
III. dev. la formule d'invocation πρός (au nom de) suivi d'un impér. : ὦ πρὸς θεῶν, ὕπεικε SOPH au nom des dieux, oh ! cède !.
2ᾖς, ᾖ;
sbj. prés. de εἰμί.
English (Autenrieth)
O, interjection used w. voc.; placed between adj. and subst., Od. 4.206. With synizesis, Od. 17.375.
English (Slater)
ὦ (with crasis, (P. 4.250), (P. 8.67), 80, (I. 1.6), (I. 5.6), Πα. 13. d. 4, fr. 205. 2: v. esp. Kambylis, Anredeformen, 184ff.) in invocation, address ἀλλ' ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας (O. 2.12) [ἀλλ' ὦ Κρόνου παῖ (v.l. ἀλλὰ) (O. 4.6) ] ὦ πολιάοχε Παλλάς (O. 5.10) ὦ Φίντις, ἀλλὰ (O. 6.22) ὦ παῖ Σωστράτου (O. 6.80) ἀλλ' ὦ Ζεῦ πάτερ (O. 7.87) μᾶτερ ὦ Οὐλυμπία (O. 8.1) ἀλλ' ὦ Πίσας ἄλσος (O. 8.9) ὦ Μοῖσ, ἀλλὰ σὺ (O. 10.3) ὦ Μοῖσαι (O. 11.17) ὦ Χάριτες (O. 14.3) <ὦγτ; πότνἰ Ἀγλαία (supp. Boeckh: om. codd.) (O. 14.13) ὦ φίλε (P. 1.92) μεγαλοπόλιες ὦ Συράκοσσαι (P. 2.1) ὦ Δεινομένειε παῖ (P. 2.18) ὦ μάκαρ υἱὲ Πολυμνάστου (P. 4.59) “ὦ ξεῖν” (P. 4.97) ὦ Ἀρκεσίλα (P. 4.250) ὦ θεόμορ' Ἀρκεσίλα, σύ τοι (P. 5.5) [ὦ (codd. contra metr.: ὁμοῖα Hartung) (P. 5.118) ] ὦ Μεγάκλεες (P. 7.17) Ἡσυχία, Δίκας ὦ μεγιστόπολι θύγατερ (P. 8.2) ὦ παῖ (P. 8.33) ὦναξ (P. 8.67) ὦ Ἀριστόμενες (P. 8.80) “ὦ ἄνα” (P. 9.44) ὦ Τελεσίκρατες (P. 9.100) ὦ παῖδες Ἁρμονίας (P. 11.7) ὦ φίλοι (P. 11.38) ὦ ἄνα (P. 12.3) ὦ Τιμόδημε, σὲ δ (N. 2.14) ὦ πολῖται (N. 2.24) ὦ πότνια Μοῖσα (N. 3.1) ὦ μάκαρ (N. 7.94) ὦ Μέγα (N. 8.44) εἶξον, ὦ Ἀπολλωνιάς (I. 1.6) ὦ Θρασύβουλε (I. 2.1), (I. 2.31) ὦ Μέλισσ (I. 4.2) διὰ τεάν, ὤνασσα, τιμὰν (I. 5.6) ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ (I. 6.3) ὔμμε, ὦ χρυσάρματοι Αἰακίδαι (I. 6.19) “ὦ Ζεῦ πάτερ” (I. 6.42) “ἔσσεταί τοι παῖς ὃν αἰτεῖς, ὦ Τελαμών” (I. 6.52) ὦ Μοῖσα (I. 6.57) ὦ μάκαιρα Θήβα (I. 7.1) ἄμμι δ, ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων, πόρε, Λοξία (I. 7.49) ὦ νέοι (I. 8.1) χαῖῤ, ὦ θεοδμάτα πόντου θύγατερ fr. 33c. 1. “ὦ τέκνον” fr. 43. 1. ὦ] Διὸς Ἑλλανίου φαεννὸν ἄστρον (Pae. 6.125) ὦ βαθυδ[ Πα. 7C. c. 2. ὦ Μοῖσαι (Pae. 8.65) ὦ παναπ[ εὐ]ρύοπα Κρονίων Πα. 8A. 14. ἀκτὶς ἀελίου ὦ μᾶτερ ὀμμάτων (Pae. 9.2) ὦ πότνια (Pae. 9.10) ὦναξ Πα. 13. d. 4. ὦ μα[ Δ. 4. h. 10. ὦ ταὶ λιπαραὶ Ἀθᾶναι fr. 76. ὦ Ζε[ῦ Παρθ. 2. . ἄγοις, ὦ κλυτά, θεράποντα, Λατοῖ fr. 94c. 3. ὦ Πάν fr. 95. 1. ὦ μάκαρ fr. 96. 1. ὦ παῖδες fr. 122. 7. ὦ Κύπρου δέσποινα fr. 122. 18. ὦ Θρασύβουλ fr. 124. 1. ὦ τάλας ἐφάμερε fr. 157. ὤνασσ' Ἀλάθεια fr. 205. 2. ὦ τάν fr. 215. 4.
English (Strong)
a primary interjection; as a sign of the vocative case, O; as a note of exclamation, oh: O.
including the oblique forms, as well as es; e; etc. the subjunctive of εἰμί; (may, might, can, could, would, should, must, etc.; also with εἰ and its comparative, as well as with other particles) be: + appear, are, (may, might, should) be, X have, is, + pass the flower of her age, should stand, were.
English (Thayer)
an interjection, prefixed to vocatives (on its use in the N.T. cf. Buttmann, 140 (122); (Winer's Grammar, § 29,3)), O; it is used a. in address: ὦ Θεόφιλε, Tdf. ὦ (ex errore); on the passages which follow cf. Buttmann, as above); st Lachmann ὦ; cf. Chandler §§ 902and especially 904); of reproof, Winer's Grammar, § 29,2), Homer down.))
Greek Monotonic
ὦ: και ὤ,
1. επιφών. που εκφράζει θαυμασμό, έκπληξη, αλλά επίσης χαρά και πόνο, όπως το δικό μας Ω! Ωχ!· με ονομ., ὢ τάλας ἐγώ, σε Σοφ. κ.λπ.· με γεν., ὢ χρυσῶ, σε Θεόκρ.
2. με κλητ. είναι απλή προσφώνηση, π.χ. ως επίκληση θεών, ὦ θεοί, ὦ Ζεῦ κ.λπ.· με προστ., ὦ χαῖρε, σε Αισχύλ. Στην πρώτη περίπτωση συνήθως γράφεται ὤ, στη δεύτερη ὦ.
Russian (Dvoretsky)
ὦ:
I зват. частица в обращении при voc., редко при nom. о! (обычно не переводится): ὦ σοφώτατοι θεαταί! Arph. просвещеннейшие зрители!; ὦ ξένοι, μείνατε! Soph. останьтесь, чужеземцы!; οὐδὲν πρᾶγμα, ὦ Σώκρατες Plat. не беда, Сократ; ὦ οὗτος οὑτος, Οἰδίπους! Soph. ну же, Эдип!; ὦ πρὸς θεῶν, φράσον Soph. ради богов, скажи.
II praes. conjct. к εἰμί.
Middle Liddell
1. and ὤ, Exclamation, expressing surprise, but also joy and pain, like our O! oh! with nom., ὢ τάλας ἐγώ Soph., etc.; with genitive, ὢ χρυσῶ Theocr.
2. with vocat. it is a mere address, ὦ θεοί, ὦ Ζεῦ, etc.; with imperat., ὦ χαῖρε Aesch.—In the first sense it is usually written ὤ, in the second ὦ.
Chinese
原文音譯:ð 哦
詞類次數:質詞(16)
原文字根:哦
字義溯源:哦(感嘆語氣),啊,阿,哪,噯,哉;將希臘文末一字母當作感嘆詞用:哦!
出現次數:總共(17);太(2);可(1);路(2);徒(4);羅(4);加(1);提前(2);雅(1)
譯字彙編:
1) 哪(4) 徒18:14; 羅2:1; 羅2:3; 羅9:20;
2) 噯(3) 太17:17; 可9:19; 路9:41;
3) 阿(3) 太15:28; 徒1:1; 徒27:21;
4) 哪!(2) 加3:1; 雅2:20;
5) 哦(2) 路24:25; 徒13:10;
6) 阿!(2) 提前6:11; 提前6:20;
7) 哉!(1) 羅11:33
原文音譯:W 哦姆瓜
詞類次數:字母(4)
原文字根:哦姆瓜
字義溯源:俄梅憂;希臘文的最末了一個字母,字義:最終。俄梅憂是這字的音譯:譯字彙編:1)俄梅戛(4) 啓1:8; 啓1:11; 啓21:6; 啓22:13;
出現次數:總共(4);啓(4)