κρεμάννυμι
English (LSJ)
Pl.Lg.830b, etc.; κρεμαννύω, Arist.HA612a10, Thphr. CP 4.3.3; κρεμάω, Arist.Mir.831a8, Ael.NA5.3, etc.; κρεμνάω, Demetr.Eloc.216, Gp.4.15.15; κρεμάζω, LXX Jb.26.7
A (v.l. κρεμνῶν): pres. part. κρεμάντες Ath.1.25d: fut. κρεμάσω [ᾰ] Alc.Com.8, LXX Ge.40.19; Att. κρεμῶ, ᾷς, ᾷ, Ar.Pl.312 (lyr.); Ep. κρεμόω Il.7.83: aor. 1 ἐκρέμᾰσα Ar.Th. 1028, Ep. and Lyr. κρέμασα Od.8.67, Pi.P.4.192; Dor. inf. κραμάσαι IG42(1).122.3 (Epid.); pf. κεκρέμᾰκα Corn.ND17:—Med., aor. inf. κρεμάσασθαι Hes.Op.629, subj. ἐκ-κρεμάσωμαι AP5.91 (Rufin.):—Pass., κρέμαμαι, Pi.P.5.34, Ar.Av.1387 (also κρεμᾶται Anacreont. 16.17); inf. κρέμασθαι Hp.VM10, Acut.30, Antiph.74.4; subj. κρέμωμαι Hp.Art.70, Arist.Rh.1415a13; opt. κρεμαίμην Ar.Ach.945, V. 298, Nu.870: impf. ἐκρεμάμην, ω, ατο, Il.15.21, etc.: fut. κρεμήσομαι in pass. sense, Ar.Ach.279, V.808, PCair.Zen.202.9 (iii B. C.): aor. ἐκρεμάσθην Ar.Th.1053, etc.: pf. imper. κεκρεμάσθω Apollod. Poliorc.181.7, v.l. in Archim.Quadr.13: plpf. κατα-κεκρέμαστο D.S. 18.26. (Cf. κρημνός, Goth. hramjan 'crucify'):
I hang up, σειρὴν… ἐξ οὐρανόθεν κρεμάσαντες Il.8.19; τόξον ἐκ πίτυος A.Fr. 251; ἀπὸ κάλω κ. σαυτόν Ar.Ra.122; καὶ κρεμόω προτὶ νηόν will bring them to the temple and hang them up there as an offering, Il. 7.83; κ. τινὰ τῶν ὄρχεων Ar.Pl.312; κ. [τὰς ὗς] τῶν ὀπισθίων σκελῶν by the hind legs, Arist.HA632a23; κρεμάσας τὸ νόημα, in allusion to Socrates in his basket, Ar.Nu.229, cf. Alex.126.17; κρεμάσαι τὴν ἀσπίδα hang up one's shield, i.e. have done with war, Ar.Ach.58; τὴν πανοπλίαν Id.Av.436:—so in Med., πηδάλιον κρεμάσασθαι hang up one's rudder, i.e. give up the sea, Hes.Op.629.
2 hang, τινα Arist.Pol.1311b39, Oec.1352a11; crucify, Plu.Caes.2, etc.
II Pass., to be hung up, suspended, ὅτε τ' ἐκρέμω (2sg.impf.) ὑψόθεν when thou wert hanging, Il.15.18, cf. 21; μηδ' ὁ Ταντάλου λίθος τῆσδ' ὑπὲρ νήσου κρεμάσθω Archil.53; to be hung up as a votive offering, Pi.P. 5.34, cf. Hdt.1.34, 66, etc.; τὰ σπλάγχνα οἱ δοκέει κρέμασθαι Hp.VM 10; κάτω κρέμανται S.Fr.431; κρεμήσεται… ἐπὶ τοῦ παττάλου Ar.V. 808; κ. ἐφ' ἵππων X.An.3.2.19; ἐκ ποδῶν κατωκάρα κ. Ar.Ach.945; αἱ μέλιτται κ. ἐξ ἀλλήλων Arist.HA627b13: metaph., ἀμφὶ φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται Pi.O.7.25; μῶμος κρέματαί τινι censure hangs over him, ib.6.74; δόλιος αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κ. Id.I.8(7).14; κρέμασθαι ἔκ τινος to be wholly taken up with a thing, Pl.Lg.831c; ὁ ἐκ τοῦ σώματος κρεμάμενος X.Smp.8.19.
2 to be hanged, of persons, E. Hipp.1252, Aristopho 9.10, PCair.Zen.l.c.
3 metaph., to be in suspense, ἵνα μὴ κρέμηται ἡ διάνοια Arist.Rh.1415a13; κ. [ὁλόγος] Gal. 18(2).754.
4 = ὀκλάζω, Arat.65 (ubi v. Sch.).
French (Bailly abrégé)
f. κρεμάσω, att. κρεμῶ ; ao. ἐκρέμασα, pf. inus.
Pass. ao. ἐκρεμάσθην;
suspendre : σειρὴν ἐξ οὐρανόθεν IL une chaîne au ciel ; τι ποτὶ ναόν IL une offrande à un temple ; τινά τινος AR suspendre qqn par qch ; fig. en parl. de l'esprit, de l'attention.
Étymologie: R. Κρεμ, être suspendu.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεμάννυμι en κρεμαννύω, ander praes. κρεμάω, contr. κρεμῶ, en κρεμάζω ; ook κρήμνημι, κρημνάω, praes. med. athem. κρέμαμαι, conj. med. κρέμωμαι, opt. med. κρεμαίμην, inf. med. κρέμασθαι, ptc. med. κρεμάμενος; aor. ἐκρέμασα, poët. κρέμασα, med. ἐκρεμασάμην, aor. pass. ἐκρεμάσθην; perf. κεκρέμακα; fut. κρεμάσω, ep. κρεμόω, Att. κρεμῶ, med. (pass.) κρεμήσομαι met acc. ophangen (zaken):; τεύχεα... κρεμόω προτὶ νηὸν Ἀπόλλωνος de wapenen zal ik ophangen aan de tempel van Apollo Il. 7.83; σειρὴν χρυσείην ἐξ οὐρανόθεν κρεμάσαντες na een gouden ketting aan de hemel vastgehangen te hebben Il. 8.19; κρεμάσαι τὰς ἀσπίδας de schilden aan de wilgen hangen Aristoph. Ach. 58; zelden med.: πηδάλιον δ’ εὐεργὲς ὑπὲρ καπνοῦ κρεμάσασθαι jouw goed gemaakte roer in de rook hangen Hes. Op. 629. ophangen (personen):; οὐδ’ εἰ γυναικῶν πᾶν κρεμασθείη γένος zelfs niet als het hele vrouwelijke geslacht werd opgehangen Eur. Hipp. 1252; κρεμάσαντι σαυτόν na jezelf opgehangen te hebben Aristoph. Ran. 122; ἐκρέμασεν (Δαρεῖον) hij had Darius laten ophangen Aristot. Pol. 1311b39; met acc. en gen.:; σέ... τῶν ὄχεων κρεμῶμεν wij zullen je aan je ballen ophangen Aristoph. Pl. 312; aan het kruis hangen:. κρεμάσαντες ἐπὶ ξύλου na hem aan het kruis gehangen te hebben NT Act. Ap. 5.30. intrans., pass. hangen, opgehangen zijn:; ἦ οὐ μέμνῃ ὅτε τ’ ἐκρέμω ὑψόθεν of herinner jij je niet meer de dag toen je hoog was opgehangen Il. 15.18; ἐφ’ ἵππων κρέμανται zij hangen op hun paarden Xen. An. 3.2.19; ἐκρεμάσθη νεκρός hij hing daar dood Theocr. Id. 23.52; πᾶς ὁ κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου ieder die aan het kruis hangt NT Gal. 3.13; overdr. blijven bungelen:; περὶ οὗ... μὴ κρέμηται ἡ διάνοια waarover de geest niet in het onzekere blijft Aristot. Rh. 1415a13; afhangen van, hangen op, met ἐν + dat.: ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος κρέμαται alles in de wet is afhankelijk van deze twee geboden NT Mt. 22.40.
German (Pape)
[ῡ], und κρεμαννύω Arist. H.A. 9.6 und Sp., fut. κρεμάσω, att. κρεμῶ, gedehnt in κρεμόω, Il. 7.83, κρεμῶμεν, Ar. Plut. 312, aor. ἐκρέμασα, pass. ἐκρεμάσθην; – aufhängen, Etwas so befestigen, daß es schwebt, es herabhangen lassen; σειρὴν ἐξ οὐρανοῦ Il. 8.19; als Weihgeschenk aufhängen, πρὸς ναόν 7.83; κρεμαννύντες εἴδωλον ἄψυχον Plat. Legg. VIII.830b; ἐμβόλου κρέμασαν ἀγκύρας ὕπερθεν Pind. P. 4.192; ἀπὸ κάλω καὶ θρανίου κρεμάσαντι σαυτόν Ar. Ran. 121; τῶν ὄρχεων κρεμῶμεν αὐτόν Plut. 312; οἱ κυνηγοὶ κρεμαννύουσιν ἐν ἀγγείῳ ἔκ τινος δένδρου τὴν κόπρον Arist. H.A. 9.6; Sp., τούτων πολλοὺς ἐκρέμασεν, er ließ sie aufhängen, Plut. Alex. 59, κρεμᾶν αὐτοὺς ἠπείλησε Caes. 2. – Pass.; ἐκ τῶν ἀξόνων δακτύλιοι κρεμάννυνται Xen. Eq. 10.9, sie werden aufgehängt oder hangen an den Achsen; ὑπὸ Ἀλεξάνδρου κρεμασθέντα Plut. Alex. 55; ἀπὸ ὑψηλοῦ κρεμασθείς Plat. Theaet. 175d, schwebend.
Med. κρέμαμαι, opt. κρέμαιο Ar. Nub. 862, κρέμαιτο Ach. 944, aber κρέμοισθε Vesp. 298, imperf. ἐκρέμω Il. 15.18, 21, ich hange, schwebe, im eigtl. Sinne und übertragen; μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται Pind. Ol. 6.74, der Tadel hangt sich daran, droht; δόλιος αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 7.14; ἀμφὶ φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται Ol. 7.25; κάτω κρέμανται Soph. frg. 382; κρεμάμενος Her. 2.121, 5.114; ἐξ ὧν κρεμαμένη πᾶσα ψυχὴ πολίτου Plat. Legg. VIII.831c; ἐπὶ τοῦ παττάλου Ar. Vesp. 808; ἐφ' ἵππων Xen. An. 3.2.19, αἱ μέλιτται ἐξ ἀλλήλων Arist. H.A. 9.40; bes. auch = in Spannung, Erwartung, Furcht sein, Arist. rhet. 3.14 und Sp. – Dazu gehört der aor. κρεμάσασθαι, Hippocr., den Hes. O. 627 mit dem accus. vrbdt, πηδάλιον δ' εὐεργὲς ὑπὲρ καπνοῦ κρεμάσασθαι, für sich aufhängen; fut. κρεμήσομαι, Ar. Ach. 278 und Sp. – Κρέμαται, = ὀκλάζει, Arat. Phaen. 65. – Vgl. auch κρημνάω und κρήμνημι. – Adj. verb. κρεμαστός.
Russian (Dvoretsky)
κρεμάννῡμι: и κρεμαννύω (fut. κρεμάσω - атт. κρεμῶ - эп. κρεμόω, aor. ἐκρέμασα; med. κρέμαμαι - см.; aor. pass. ἐκρεμάσθην)
1 вешать, подвешивать, свешивать вниз, спускать (σειρὴν ἐξ οὐρανόθεν Hom.; τι ἐπὶ τὸν τράχηλόν τινος NT): κρεμάσαι τὴν ἀσπίδα Arph. повесить щит, т. е. перестать воевать; κρεμάσασθαι πηδάλιον Hes. повесить свой руль, т. е. приостановить свои морские путешествия;
2 вешать в виде жертвенного дара (τεύχεα προτὶ νηὸν Ἀπόλλωνος Hom.; δῶρόν τι Ἀθάνᾳ Plut.);
3 вешать, умерщвлять через повешение (τινὰ ἀπὸ κάλω Arph.; τινὰ ἐπὶ ξύλου NT). - см. тж. κρέμαμαι.
English (Slater)
κρεμάννυμι (?) (cf. κρίμναμι: aor. κρέμᾰσε, κρέμᾰσαν; κρέμᾰσον: pass. κρέμᾰται, -ανται.)
a act., hang up πατὴρ ὕπεκρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον (O. 1.57) ἐπεὶ δ' ἐμβόλου κρέμασαν ἀγκύρας ὕπερθεν (P. 4.192) ]τ' ἀκναμπτεὶ κρέμασον[ Δ. 3. 12.
b pass., be hung up of votive offerings. ἀλλὰ κρέμαται, ὁπόσα χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλ' ἄγων Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν (P. 5.34)
c pass., hang (over) met. μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς, οἷς ποτε (O. 6.74) ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι ἀναρίθμητοι κρέμανται (O. 7.25) δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρεμαται ἑλίσσων βίου πόρον (I. 8.14)
Spanish
English (Strong)
a prolonged form of a primary verb; to hang: hang.
Greek Monolingual
κρεμάννυμι και κρεμαννύω (Α)
βλ. κρεμώ.
Greek Monotonic
κρεμάννῡμι: μέλ. κρεμάσω [ᾰ]· Αττ. κρεμῶ, -ᾷς, -ᾷ, Επικ. κρεμόω· αόρ. αʹ ἐκρέμᾰσα, Επικ. κρέμασα — Παθ., σε συντετμ. τύπο κρέμαμαι, υποτ. κρέμωμαι, ευκτ. κρεμαίμην· παρατ. ἐκρεμάμην, -ω, -ατο· μέλ. κρεμήσομαι, αόρ. αʹ ἐκρεμάσθην (από τη √ΚΡΕΜ)·
I. κρεμώ, αναρτώ, σε Ομήρ. Ιλ.· κρεμόω ποτὶ ναόν, θα τους φέρει στο ναό και θα τους κρεμάσει εκεί, σε Ομήρ. Ιλ.· κρ. τινά τινος, κρεμώ κάποιον από κάτι, σε Αριστοφ.· κρεμάσας τὰ νόημα, ως υπαινιγμός για τον Σωκράτη μέσα στην κρεμάθρα του, στον ίδ.· κρεμάσαι τὴν ἀσπίδα, κρεμώ την ασπίδα μου, δηλ. τέλειωσα με τον πόλεμο, στον ίδ.· ομοίως στην Μέσ., πηδάλιον κρεμάσασθαι, κρεμώ το τιμόνι δηλ. πηδάλιό μου, δηλ. εγκαταλείπω τη θάλασσα, σε Ησίοδ.
II. 1. Παθ., κρεμιέμαι, αναρτώμαι, αιωρούμαι, ὅτε τ' ἐκρέμω (βʹ παρατ.) όταν εσύ ήσουν κρεμασμένος, σε Ομήρ. Ιλ.· κρεμιέμαι ως προσφερόμενη θυσία, σε Πίνδ., Ηρόδ.· εἴπερ ἐκ ποδῶν κρέμαιτο, σε Αριστοφ.· μεταφ., μῶμος κρέματαί τινι, επικρέμεται πάνω σε κάποιον μομφή, σε Πίνδ.· ὁἐκ τοῦ σώματος κρεμάμενος, που εξαρτάται από το σώμα, σε Ξεν.
2. απαγχονίζομαι, κρεμιέμαι, λέγομαι για ανθρώπους, σε Ευρ.
3. μεταφ., είμαι μετέωρος, αναποφάσιστος, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
κρεμάννῡμι: Πλάτ. Νόμ. 830Β, κτλ.· -ύω Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 4, Θεόφρ.· κρεμάω Ἀριστ. π. Θαυμασ. 6, Αἰλ., κλ.· κρεμάζω, Βυζ.: ― μέλλ. κρεμάσω ᾰ Ἀλκαῖ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 6, Ἑβδ.· Ἀττ. κρεμῶ, ᾷς, ᾷ, Ἀριστοφ. Πλ. 312· Ἐπικ. ἐκτεταμ. κρεμόω Ἰλ. Η. 83: ἀόρ. ἐκρέμᾰσα Ὅμ., Ἀττ.· Ἐπικ. κρέμασα Ὅμ.· ― Μέσ., ἀόρ. ἐκρεμασάμην Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 627, (ἐκ-) Ἀνθ. Π. 5. 92. ― Παθ., κρεμάννῠμαι, ἀλλ’ ἐν χρήσει ἴσως ἀείποτε ἐν τῷ συγκεκομμένῳ τύπῳ κρέμαμαι, Πίνδ., Ἀριστοφ., κλ.· ὡσαύτως κρεμᾶται (ἐκ τοῦ κρεμάομαι) Ἀνακρεόντ. 16. 17· ἀλλὰ πιθανῶς γραπτέον κρεμᾶσθαι ἀντὶ κρέμασθαι ἐν Ἀντιφάν. «Γανυμήδει» 2. 4, κτλ.· ὑποτακτ. κρέμωμαι Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 6· εὐκτ. κρεμαίμην Ἀριστοφ. Ἀχ. 946, Σφ. 298, Νεφ. 870· παρατ. ἐκρεμάμην, ω, ατο, Ἰλ. Ο. 21, Ἀττ.: μέλλ. κρεμήσομαι μὲ παθητ. σημασ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 279, Σφ. 808: ἀόρ. ἐκρεμάσθην Εὐρ. Βάκχ. 1240, Ἀριστοφ., κλ.: πρκμ. προστακτ. κεκρεμάσθω Ἀρχιμήδ. (Ἐκ τῆς √ΚΡΕΜ παράγονται καὶ αἱ λέξεις: κρημνάω, κρήμνημι, κρημνός· πρβλ. Γοτθ. kram-jah (σταυροῦν), Ἀρχ. Γερμ. ram-a (sustentaculum).) I. «κρεμῶ», ἀναρτῶ, σειρήν... ἐξ οὐρανόθεν κρεμάσαντες Ἰλ. Θ. 19 (πρβλ. κατακρεμάννυμι)· τόξον ἐκ πίτυος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 249· ἀπὸ κάλω κρ. σαυτὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 121· καὶ κρεμόω ποτὶ ναόν, ὡς ἀφιέρωμα, Ἰλ. Η. 83· οὐκοῦν σε... λαβόντες τῶν ὄρχεων κρεμῶμεν, θά σε πιάσωμεν νὰ σὲ κρεμάσωμεν ἀπὸ τὰ ὀρχίδια, Ἀριστοφ. Πλ. 312· κρεμάσας τὸ νόημα, ὑπαινιττόμενος τὸν Σωκράτην ἐν τῇ κρεμάθρᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 229, πρβλ. Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 3. 17· ― κρεμάσαι τὴν ἀσπίδα, ἀναρτῆσαι τὴν ἀσπίδα, δηλ. μὴ πολεμεῖν πλέον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 58· τὴν πανοπλίαν ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 435· κρ. τὰς ὗς τῶν ὀπισθίων σκελῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 7· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πηδάλιον κρεμάσασθαι, δηλ. παραιτεῖσθαι τῆς θαλάσσης, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 627. 2) κρεμῶ, ἀπαγχονίζω, τινα Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 10, 21, Οἰκ. 2. 32, Πλουτ. Καῖσ. 2, κτλ. ΙΙ. Παθ., ἀναρτῶμαι, αἰωροῦμαι, ὅτε τ’ ἐκρέμω ὑψόθεν (β΄ πρόσ. παρατ.), ὅτε ἦσο κρεμασμένη, περὶ τῆς Ἥρας, Ἰλ. Ο. 18, πρβλ. 21· λίθος κρέμαται ὑπέρ τινος Ἀρχίλ. 48· ἀνάκειμαι ὡς ἀφιέρωμα, ἀλλὰ κρέμαται, «κρέμαται καὶ ἀνιέρωται τῷ Ἀπόλλωνι» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 5. 46· ὡσαύτως ἐν Ἡροδ. 1. 34, 66, κτλ.· σπλάγχνα κρέμασθαι δοκέω Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12· κάτω κρέμανται Σοφ. Ἀποσπ. 382· κρεμήσεται... ἐπὶ τοῦ παττάλου Ἀριστοφ. Σφ. 808· κρ. ἐφ’ ἵππων Ξεν. Ἀν. 3. 2, 19· ἐκ ποδῶν κάτω κάρα κρ. Ἀριστ. Ἀχ. 946· αἱ μέλιτται κρ. ἐξ ἀλλήλων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 58· ― μεταφορ., ἀμφὶ φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται Πινδ. Ο. 7. 44· μῶμος κρέματαί τινος, κρέμαται ἐπάνω εἴς τινα, αὐτόθι 6. 125, πρβλ. Ν. 8 (7). 26· κρέμασθαι ἔκ τινος, ὁλοκλήρως ἀφιεροῦσθαι εἴς τι, Πλάτ. Νόμ. 831C· ὁ ἐκ τοῦ σώματος κρεμάμενος Ξεν. Συμπ. 8, 19. 2) ἀπαγχονίζομαι, κρεμῶμαι, οὐδ’ εἰ γυναικῶν πᾶν κρεμασθείη γένος Εὐρ. Ἱππ. 1252, Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 3. 10. 3) μεταφορ., εἶμαι μετέωρος, ἀναποφάσιστος, ἵνα μὴ κρέμηται ἡ διάνοια Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 6. 4) = ὀκλάζω, Ἄρατ. 65, ἔνθα ἴδε Σχολ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: hang (up), intr. hang, float(Att.).
Other forms: κρίμνημι and κρήμνημι, -άω (Pi., Hp., trag., com.), also κρεμαννύω and κρεμάω (Arist.), κρεμάζω (LXX), κρεμνάω (Demetr. Eloc.), intr. κρέμαμαι (Il.); aor. κρεμάσαι (Il.), pass. κρεμασθῆναι (Hdt., Att.); fut. κρεμόω (H 83), κρεμῶ (Att.), κρεμάσω (com., LXX), pass. κρεμήσομαι (Ar., hell. pap.); perf. κεκρέμακα, -αμαι (late),
Compounds: often with prefix, e.g. ἀνα-, κατα-, ἐκ-.
Derivatives: κρεμάθρα f. hammock (Ar.), rope hung from a hook (Arist.; v.l. -άστρα; s.. below); κρεμάς f. beetling (A. Supp. 795, lyr.); κρέμασις, -ασμός (Hp.), -ασμα (sch., Eust.), -ασία (Gloss.) hanging up; κρεμαστήρ "who hangs up", name of certain muscles (medic.), hanging stalk (Gp.), -άστρα hanging flower stalk (Thphr.; Strömberg Theophrastea 116); ἐκ-, ἀπο-, περι-κρεμής hanging off, resp. hanging around from ἐκ-κρεμάννυμι etc.
Origin: IE [Indo-European] [573] *kremh₂- hang
Etymology: Orig. there seem to have been a confective active aorist κρεμά-σαι and a medial present κρέμα-σθαι hang (indicating the situation; reshaped after the aorist?). There arose several active presents: κρίμνημι, κρήμνημι (after κρημνός?; Kretschmer KZ 31, 375; unclear Schwyzer 351), κρεμάννυμι (Schwyzer 697), and also κρεμάω, -άζω, κρεμνάω. On κρημνός, however, s.v. - To the old inherited κρεμά-σαι as well as to the other forms there are no agreeing forms outside Greek. In sense Lit. kariù, kárti hang, hang up agree best. Goth. hramjan drucify, compared by Benfey and Pott, can better be left out (after Pok. 623 f. to OE hremman lock in, hinder, OWNo. hremma grasp, clench; diff. again Bengtsson Ark. f. nord. fil. 57, 97 ff.: from *hrams nail = OWNo. hrammr beers claw). Further Fraenkel Lit. et. Wb. s. kárti 1; also Vasmer Russ. et. Wb. s. krómy.
Middle Liddell
[From Root !κρεμ]
I. to hang, hang up, Il.; κρεμόω ποτὶ ναόν will bring them to the temple and hang them up there, Il.; κρ. τινά τινος to hang one up by a thing, Ar.; κρεμάσας τὰ νόημα, in allusion to Socrates in his basket, Ar.; —κρεμάσαι τὴν ἀσπίδα to hang up one's shield, i. e. have done with war, Ar.:—so in Mid., πηδάλιον κρεμάσασθαι to hang up one's rudder, i. e. give up the sea, Hes.
II. Pass. to be hung up, suspended, ὅτε τ' ἐκρέμω (2 imperf.) when thou wert hanging, Il.: to be hung up as a votive offering, Pind., Hdt.; εἴπερ ἐκ ποδῶν κρέμαιτο Ar.:—metaph., μῶμος κρέματαί τινι censure hangs over him, Pind.; ὁ ἐκ τοῦ σώματος κρεμάμενος depending on the body, Xen.
2. to be hung, of persons, Eur.
3. metaph. to be in suspense, Arist.
Frisk Etymology German
κρεμάννυμι: (att.),
{kremánnumi}
Forms: κρίμνημι und κρήμνημι, -άω (Pi., Hp., Trag., Kom.), auch κρεμαννύω und κρεμάω (Arist. u. a.), κρεμάζω (LXX), κρεμνάω (Demetr. Eloc.), intr. κρέμαμαι (seit Il.); Aor. κρεμάσαι (seit Il.), Pass. κρεμασθῆναι (Hdt., att.); Fut. κρεμόω (H 83), κρεμῶ (att.), κρεμάσω (Kom., LXX), Pass. κρεμήσομαι (Ar., hell. Pap.); Perf. κεκρέμακα, -αμαι (spät),
Grammar: v.
Meaning: hängen, aufhängen, intr. hangen, schweben.
Composita: oft mit Präfix, z.B. ἀνα-, κατα-, ἐκ-,
Derivative: Ableitungen: κρεμάθρα f. ‘Hängematte, -korb’ (Ar.), Hängestrick (Arist.; v.l. -άστρα; vgl. unten); κρεμάς f. abschüssig (A. Supp. 795, lyr.); κρέμασις, -ασμός (Hp. u. a.), -ασμα (Sch., Eust.), -ασία (Gloss.) das Aufhängen; κρεμαστήρ "Aufhänger", Ben. gewisser Muskeln (Mediz.), hängender Stiel (Gp.), -άστρα hängender Blütenstiel (Thphr.; Strömberg Theophrastea 116); ἐκ-, ἀπο-, περικρεμής ‘herabhangend, bzw. ringsum behängt’ (sp.) von ἐκκρεμάννυμι usw.
Etymology: Ursprünglich scheinen ein konfektiver aktiver Aorist κρεμάσαι aufhängen und ein (danach umgebildetes?) zuständliches mediales Präsens κρέμασθαι hangen nebeneinander bestanden zu haben. Zu diesem System fügten sich verschiedene aktive Präsentia: κρίμνημι (s. zu κεράννυμι), κρήμνημι (eher nach κρημνός als alt, Kretschmer KZ 31, 375; nach Specht KZ 59, 97 vielleicht alt; unklar Schwyzer 351), κρεμάννυμι (Schwyzer 697), außerdem noch κρεμάω, -άζω, κρεμνάω. Auch die übrigen Formen haben sich daran angeschlossen. In κρημνός ist indessen ein alter Ablaut noch zu verspüren. — Zu dem sicher altererbten κρεμάσαι ebenso wie zu den übrigen Formen fehlen außergriechische Entsprechungen. Dem Sinne nach zu lit. kariù, kárti hängen, aufhängen stimmend, kann indessen κρεμάσαι eine Nasalerweiterung davon sein (seit Curtius 155). Das schon von Benfey und Pott herangezogene got. hramjan kreuzigen bleibt dagegen besser beiseite (nach WP. 1, 487, Pok. 623 f. zu ags. hremman einengen, behindern, awno. hremma fassen, klemmen; noch anders Bengtsson Ark. f. nord. fil. 57, 97 ff.: von *hrams Nagel = awno. hrammr Bärentatze). Weitere verfehlte Anknüpfungen bei Fraenkel Lit. et. Wb. s. kárti 1; vgl. noch Vasmer Russ. et. Wb. s. krómy.
Page 2,13-14
Chinese
原文音譯:krem£nnumi 克雷曼匿米
詞類次數:動詞(7)
原文字根:掛 相當於: (תָּלָה)
字義溯源:掛*,懸,釘,同釘,繫,拴,總綱。這字意為:掛,懸;如果是用在主耶穌身上的話,就是指釘十字架
同源字:1) (ἐκκρεμάννυμι)傾聽 2) (κατακρημνίζω)推下去 3) (κρεμάννυμι)掛,懸 4) (κρημνός)懸垂,山崖
出現次數:總共(7);太(2);路(1);徒(3);加(1)
譯字彙編:
1) 掛(3) 徒5:30; 徒10:39; 加3:13;
2) 懸(1) 徒28:4;
3) 同釘的(1) 路23:39;
4) 都繫(1) 太22:40;
5) 拴(1) 太18:6
Mantoulidis Etymological
(=κρεμνῶ). Ἀπό ρίζα κρεμ- καί μέ μετάπτωση κρημ-. Θέμα κρεμασ + προσφυμα νυ + μι → κρεμάσ-νυ-μι καί μέ ἀφομοίωση τοῦ σ σέ ν → κρεμάννυμι. Μεταγενέστερος τύπος εἶναι τό κρεμάω -ῶ καί κρεμῶμαι.
Παράγωγα: κρεμάθρα (ἀττ.) καί κρεμάστρα (=καλάθι κρεμαστό ὅπου ἔβαζαν τά φαγητά πού περίσσευαν, φανάρι), κρεμάς -άδος (ἐπίθ. = κρεμαστή), κρέμασις, κρέμασμα, κρεμασμός, κρεμαστέον, κρεμαστήρ, κρεμαστήριον (=μικρό κόσμημα πού κρεμιέται ἀπό περιδέραιο), κρεμαστός (=κρεμασμένος), κρημνός (=γκρεμός), κρημνίζω, κρήμνισις, κρημνισμός, κρημνιστός, ἐκκρεμής.
Léxico de magia
colgar una rana κρέμασον (τὸν βάθρακον) εἰς κάλαμον χωρίου ἐξ τριχῶν οὐρᾶς βοὸς μελάνης cuelga la rana en una caña silvestre con pelos de la cola de una vaca negra P XXXVI 237 una lámina κρεμάσθω δὲ ἡ λάμνα ὡς ἐν πρώτοις que la lámina esté colgada como en los primeros ejemplos P IV 2225 P IV 2238 sent. fig. como acción de la divinidad δεῦρό μοι, ... ὁ τὸ πῦρ κρεμάσας ἐκ τοῦ ὕδατος καὶ τὴν γῆν χωρίσας ἀπὸ τοῦ ὕδατος ven a mí, tú que colgaste el fuego del agua y separaste del agua la tierra P IV 1172