χάρτης
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
χάρτου, ὁ, = χαρτηρία,
A papyrus, or a roll made thereof, χ. δύο IG12.374.279; τὰ γραμματεῖα τούς τε χ. ἐκφέρων Pl.Com.194, cf. LXX Is.8.1 cod.Alex., PCair.Zen.687.4 (iii B.C.), Inscr.Délos442A182 (ii B. C.), PTeb.112.61 (ii B. C.), Dsc.1.86, Ceb.4, etc., AP9.174 (Pall.), 401 (Id.); ὥσπερ χάρτην εὐεργὸν εἰς ἀπολραφήν (of the soul at birth) Stoic.2.28; χάρται βυβλίων Theopomp.Hist.283; χ. βασιλικοί, of the finest papyrus, Hero Aut.26.3; χ. κεκαυμένος used in Medicine, Gal. 10.382, 13.315; also χάρτου σποδιά Lycus ap.Orib.8.25.15; τὸ διὰ χάρτου μέλαν Sor.2.41.
2 metaph., any leaf or thin plate, χ. μολύβδινοι sheets of lead, Lysim. ap. J.Ap.1.34.
German (Pape)
[Seite 1340] ὁ, ein Papierblatt, aus der Papyrusstaude verfertigt, Poll. 7, 210 aus Plat. com., Diosc. u. a. Sp.; das feinste war das Königspapier, χάρτην λεπτότατον τῶν βασιλικῶν καλουμένων Hero, chartae regiae des Catull. 19, 6. – Auch ein aus Papierblättern zusammengeheftetes Buch, ein Schreibbuch; übh. Schrift, Schriftwerk, u. im plur. die Literatur. – Übertr., jedes dem Papier an Dünne ähnliche Blatt, μολύβδινοι χάρται, dünne Bleiplatten, Ios.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
feuille de papyrus ou de papier.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Russian (Dvoretsky)
χάρτης: ου ὁ хартия, лист бумаги (из папируса) Plut., Anth.: διὰ χάρτου καὶ μέλανος NT чернилами на бумаге.
Greek (Liddell-Scott)
χάρτης: -ου, ὁ, Λατ. charta, φύλλον χάρτου κατεσκευασμένον ἐκ τῶν διαφόρων στρωμάτων τοῦ παπύρου ἀποχωρισθέντων ἀπ’ ἀλλήλων, τὰ γραμματεῖα τούς τε χ. ἐκφέρων Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 10· «χάρτας δὲ τοὺς γεγραμμένους Πλάτων εἴρηκεν ὁ κωμικὸς» Πολυδ. Ζ΄, 210, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 9. 174, 401, Διοσκ. 1. 115, Πλίν. 13. 22· χάρται βίβλων Θεοπόμπου Ἱστ. 125· - ὁ πάλλιστος χάρτης ἐκαλεῖτο βασιλικός, χάρται βασιλικοὶ Ἥρων Αὐτομ. 269, chartae regiae παρὰ Κατούλλῳ 19. 6. 2) μεταφορ., πᾶν φύλλον ἢ πᾶσα λεπτὴ πλάξ, χάρται μολύβδινοι, πλάκες λεπταὶ ἢ φύλλα μολύβδου, Λυσίμ. παρ’ Ἰωσήπ. κατὰ Ἀπίωνος 1. 34 (Ἱστ. Ἀποσπ. 3. 335).
Spanish
English (Strong)
from the same as χάραξ; a sheet ("chart") of writing-material (as to be scribbled over): paper.
English (Thayer)
χάρτου, ὁ (χαράσσω), paper: Plato's commentary fragment 10, p. 257 (Didot); cf. inscr. (407 B.C.>) in Kirchhoff, Inscriptions Attic. i. No. 324); Cebes (399 B.C.>) tab. 4; Dioscorides (100 A.D.>?) 1,115.) (Cf. Birt, Antikes Buchwesen, index i., under the word; Gardthausen, Griech. Palaeographie, p. 23; Edersheim, Jesus the Messiah, ii., p. 270f.)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. (λογ. τ.) χαρτί
2. (γεωγρ·) απεικόνιση τμήματος ή του συνόλου της επιφάνειας της Γης σε ειδικό, συνήθως μεγάλο, φύλλο χαρτιού (α. «χάρτης της Αττικής» β. «χάρτης της Ελλάδας» γ. «γεωφυσικός χάρτης» δ. «πολιτικός χάρτης»)
3. αστρον. αναπαράσταση του ουράνιου θόλου πάνω σε μια επιφάνεια και ιδίως σε μεγάλα φύλλα χαρτιού («αστρονομικός χάρτης»)
4. κείμενο, κώδικας με θεμελιώδεις αρχές, διακηρύξεις ή νόμους (α. «χάρτης του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα» β. «συνταγματικός χάρτης»)
5. φρ. α) «ναυτικός χάρτης»
ναυτ. απεικόνιση τμήματος της θάλασσας με τις διαμορφώσεις τών ακτών, τα βάθη της θάλασσας, τους υφάλους κ.ά. στοιχεία προς χρήση τών ναυτιλλομένων
β) «τοπογραφικός χάρτης» — βλ. τοπογραφικός
γ) «καταστατικός χάρτης» — βλ. καταστατικός
δ) «χάρτης καιρού»
(μετεωρ.) σχεδιάγραμμα ή χάρτης που απεικονίζει τα διάφορα μετεωρολογικά στοιχεία σε μια δεδομένη χρονική στιγμή πάνω από μια εκτεταμένη επιφάνεια
ε) «συνοπτικός χάρτης καιρού»
(μετεωρ.) βλ. συνοπτικός
στ) «θεματικοί χάρτες»
(τοπογρ.) χάρτες που αναπαριστούν με τοπογραφικό, υδρογραφικό ή χωρογραφικό τρόπο τα τοπικά φαινόμενα κάθε είδους
ζ) «χάρτης πρόγνωσης επιφάνειας»
(μετεωρ.) χάρτης καιρού, ο οποίος παρουσιάζει τη διαμόρφωση τών τιμών της ατμοσφαιρικής πίεσης στη στάθμη της επιφάνειας της θάλασσας μετά από δώδεκα ώρες έως πέντε ημέρες
η) «βαθυμετρικός χάρτης»
ωκεαν. χάρτης που απεικονίζει τα τοπογραφικά και φυσιογραφικά χαρακτηριστικά τών πυθμένων τών ωκεανών και θαλασσών
θ) «ανάγλυφος χάρτης»
(τοπογρ.) τοπογραφικός χάρτης που αναπαριστά την ανάγλυφη μορφή του εδάφους, η οποία δίνεται είτε επάνω σε στερεά επιφάνεια, λ.χ. από γύψο ή πλαστικό, είτε επάνω σε επίπεδο χαρτί, με κατάλληλη φωτοσκίαση βάσει τών υψομετρικών καμπυλών, με γραμμές μεγίστης κλίσεως ή με έγχρωμη διαβάθμιση
ι) «γεωλογικός χάρτης»
γεωλ. χάρτης στον οποίο απεικονίζεται η γεωλογική δομή μιας περιοχής
ια) «παραστατικός χάρτης»
γεωλ. χάρτης που απεικονίζει τη γεωλογική δομή μιας περιοχής και ο οποίος κατασκευάζεται πάνω σε έναν τοπογραφικό χάρτη, όπου προστίθενται διάφορα άλλα στοιχεία, όπως λ.χ. διάφοροι τύποι πετρωμάτων, ηφαίστεια ή μεταλλεία
μσν.
δημόσιο έγγραφο
μσν.-αρχ.
1. φύλλο παπύρου, κατάλληλα επεξεργασμένο για γραφή («πάπυρος, γνώριμός ἐστι πᾶσιν, ἀφ' ἧς ὁ χάρτης κατασκευάζεται», Διοσκ.)
2. μτφ. κάθε φύλλο ή κάθε λεπτή πλάκα που μοιάζει με φύλλο παπύρου («χάρται μολύβδινοι», Λυσίμ.)
αρχ.
χειρόγραφο ή σύγγραμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Από πολλούς μελετητές η λ. χάρτης θεωρείται δάνειο από την Αιγυπτιακή, όπως και η λ. πάπυρος, λόγω της προέλευσης του υλικού αυτού από την Αίγυπτο, άποψη, όμως, η οποία παραμένει ανεπιβεβαίωτη. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. charta), από όπου πέρασε και στις νεώτερες γλώσσες (πρβλ. γαλλ. carte, αγγλ. chart, γερμ. karte). Στη Νέα Ελληνική η λ. χάρτης έλαβε την ειδικότερη σημ. «απεικόνιση τμημάτων ή του συνόλου της επιφάνειας της γης πάνω σε χαρτί», ενώ η αρχική σημ. της λ. «λεπτό φύλλο πάνω στο οποίο γράφουμε» δηλώνεται κυρίως από το υποκορ. χαρτί].
Greek Monotonic
χάρτης: -ου, ὁ, Λατ. charta, φύλλο χαρτιού, κατασκευασμένο από χωριστά στρώματα παπύρου, σε Ανθ.
Middle Liddell
χάρτης, ου, ὁ,
Lat. charta, a leaf of paper, made from the separated layers of the papyrus, Anth.
Frisk Etymology German
χάρτης: {khártēs}
Grammar: m.
Meaning: ‘Papyrusblatt, -rolle’, übertr. dünne Platte (att. Inschr., Pl. Kom., hell. u. sp.).
Composita: Als Vorderglied u.a. in χαρτυφάντης m. Papyrusblattfabrikant (Korykos).
Derivative: Davon die Demin. χαρτίον n. (hell. u. sp.), -ίδιον n. (sp.), -άριον n. (sp.); auch -ηρία f. = χάρτης (LXX), -ηρά f. ‘Papyrussteuer, -ausgabe’ (hell. u.sp. Pap. u. Inschr.), -αρέα f. Papyrussteuer (Pergamon; vgl. die seltenen οἰναρέα, τροχαρέα).
Etymology: Unerklärt; wie die Papyruspflanze selbst wohl aus Ägypten. Lat. LW charta, woraus frz. carte, spätmhd. Karte usw. Über iberoromanische Ableger (z.T. via arab. qartâs) Kahane-Pietrangeli Romance Phil. 17, 318. Von χάρτης wohl auch aind. kaḍitram Schreibleder (Mayrhofer A.I.O.N. 1, 232 mit Burrow). Aus lat. chartulārius, chart(i)āticum die späten χαρτουλάριος Archivar, χαρτ(ι)ατικόν Dokumentgebühr.
Page 2,1075
Chinese
原文音譯:c£rthj 哈而帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:紙
字義溯源:紙張,紙;源自(χάραξ)=垣),而 (χάραξ)出自(χάραξ)X*=磨利)。類似(γράφω / καταγράφω)=銘記*,刻)
出現次數:總共(1);約貳(1)
譯字彙編:
1) 紙(1) 約貳1:12
Mantoulidis Etymological
-ου ὁ. Ἀγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως εἶναι αἰγυπτιακή λέξη. Λατιν. charta.
Léxico de magia
ὁ rollo de papiro utilizado con fines mágicos: a) para escribir: un nombre γράψον εἰς χάρτην καθαρὸν αἵματι ἀπὸ χειρὸς ἢ ποδὸς γυναικὸς ἐγκύου τὸ προϋποκείμενον ὄνομα escribe en un rollo de papiro limpio con sangre de la mano o del pie de una mujer encinta el nombre que viene abajo P IV 78 ἐπίγραφε τὸ ὄνομα τοῦ Ἑρμοῦ εἰς χάρτην καὶ ἐπι<τί>θει εἰς τὸ γλωσ<σ>όκομον escribe en un rollo de papiro el nombre de Hermes y ponlo en el estuche P VIII 56 τὸ δὲ ἑκατονταγράμματον τοῦ Τυφῶνος γράφε εἰς χάρτην ὡς ἀστέρα στρογγυλοῦν escribe en un rollo de papiro el nombre de cien letras de Tifón curvado como una estrella P IV 1381 γράφε εἰς χάρτην ἱερατικὸν τὰ ὀνόματα ταῦτα escribe en un papiro hierático estos nombres P IV 2363 εἰς χάρτην καθαρὸν διὰ ζμυρνομέλανος καθαροῦ γράφε τὰ ὀνόματα ταῦτα en un rollo de papiro limpio escribe estos nombres con tinta de mirra pura P VII 940 λαβὼν χάρτην καθαρὸν γράφε αἵματι ὀνίῳ τὰ ὑποκείμενα ὀνόματα toma un rollo de papiro limpio y escribe con sangre de asno los nombres siguientes P XXXVI 72 P VII 219 una fórmula γράψον τὸν λόγον εἰς χάρτην ἱερατικόν escribe la fórmula en un rollo de papiro hierático P V 381 τὸν λόγον ... γράψον εἰς χάρτην καθαρὸν κινναβάρει escribe la fórmula en un rollo de papiro limpio con (tinta de) cinabrio P III 18 P IV 2393 P VII 222 unos signos ἐν χάρτῃ καθαρῷ τοὺς χαρακτῆρας ἐπίγραψον escribe en un rollo de papiro limpio los signos P VII 193 un amuleto ἐπιγραφόμενον (φυλακτήριον) ἐπὶ χρυσέου πετάλου ἢ ἀργυρέου ἢ κασσιτερίνου ἢ εἰς ἱερατικὸν χάρτην amuleto que se graba en una hoja de oro, de plata, de estaño o en un rollo de papiro hierático P VII 581 los deseos λαβὼν χάρτην ἱερατικὸν γράψον εἰς αὐτὸν ζμυρνομέλανι καὶ αἵματι κυνοκεφάλου toma un rollo de papiro hierático y escribe en él con tinta de mirra y sangre de papión P XIII 315 b) para dibujar τὸ ὑπογεγραμμένον ζῴδιον εἰς χάρτην γράψας τῷ σμυρνομέλανι dibuja la figura indicada abajo en un rollo de papiro con tinta de mirra P II 47 P II 61 P XXXVI 102 θὲς ἐπὶ τὸν χάρτην τὸν κρίκον καὶ ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν αἶρε τύπον τοῦ κρίκου τῷ καλάμῳ pon el anillo sobre el rollo de papiro y dibuja con una caña el borde del anillo, por dentro y por fuera P V 306 ἀπόκλυσον τὸν χάρτην ἐς ὕδωρ πηγαῖον ἀπὸ ζʹ πηγῶν sumerge el rollo de papiro en agua de manantial procedente de siete fuentes P I 233 c) para envolver ἀποκειράμενος ἐκ τῆς κεφαλῆς σου τρίχα, συνέλιξον τῷ χάρτῃ corta un cabello de tu cabeza y envuélvelo con el rollo de papiro P V 385