ἀγωνίζομαι
English (LSJ)
A fut. ἀγωνῐοῦμαι E.Heracl.992, etc. (in pass. sense, v. infr. B); ἀγωνίσομαι only in late writers, as Porph.Abst.1.31; ἀγωνισθήσομαι Aristid.1.504J.: aor. ἠγωνισάμην E.Supp.427, etc.: pf. ἠγώνισμαι (in act. sense) Id Ion939, Ar.V.993, Isoc.18.31 (Pass., v. infr. B): aor. ἠγωνίσθην in pass. sense, infr. B: act. form ἀγωνίσας IG4.429 (Sicyon):—
A contend for a prize, especially in the public games, Hdt.2.160, al.; πρός τινα Pl.R. 579c, al.; περί τινος about a thing, Hdt.8.26; Ὀλυμπίασιν Pl.Hp.Mi.364a; περὶ πρωτείων D.18.66; ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας Id.18.177: freq. c. acc. cogn., ἀ. στάδιον Hdt.5.22; τῶν ἀγώνων, οὓς περὶ τῆς ψυχῆς ἠγωνίζεσθε D.18.262; ἀγῶνα.. τόνδ' ἠγωνίσω thou didst provoke this contest, E.Supp.427, cf.Ion939; ἠγωνίζου τι ἡμῖν; Pl.Ion530a: metaph., τὰ τῆς ψυχῆς Ὀλύμπια Porph.Abst. l.c.
2 fight, Hdt.1.76,82, al.; περὶ τῶν ἁπάντων Th.6.16; πρός τινα Id.1.36, cf. 8.27: c. acc. cogn., μῶν τι κεδνὸν ἀγωνίζετο; E.Heracl. 795; [μάχην] ἀγωνίσαντο E.Supp.637.
3 contend for the prize on the stage, of the rhapsode, Hdt.5.67; of the playwright, Ar.Ach.140,419; of the actor, D.19.246, cf. 250, Arist.Po.1451a8; of the choragus, D. 21.66: c. acc., δράματα IG12(7).226 (Amorgos): generally, contend for victory, καλῶς.. ἠγώνισαι Pl.Smp. 194a, cf. Mx.235d; argue, ὅλῳ τῷ πράγματι about the question as a whole, Hp.Mi.369c; esp. argue sophistically, opp. διαλέγομαι, Tht.167e.
4 of public speaking, X.Mem.3.7.4; ἀ. πρὸς ἀπόδειξιν Arist.Fr.133 (Theodect. ap. Rh.6.19 W.).
II contend in court, as law term, Antipho 5.7: c. acc. cogn., ἀ. δίκην, γραφήν fight a cause to the last, Lys.3.20, D.23.100; ἀ. ψευδομαρτυριῶν (sc. γραφήν) Id.24.131; ἀ. ἀγῶνα And. 1.20, Lys.7,39; ἀ, φόνον fight against a charge of murder, E.Andr. 336; αὐτοῖς ἀ. τοῖς πράγμασιν grapple with the facts of the case, Arist. Rh.1404a5.
III generally, struggle, exert oneself, c. inf., Th. 4.87; εὖ ἀ. Lys.20.22, cf.Plu.Phoc.37.
B Pass., to be decided by contest, be brought to issue, mostly in pf., πολλοὶ ἀγῶνες ἀγωνίδαται Hdt.9.26; τὰ ἠγωνισμένα = points at issue, E.Supp.465, D.24.145: rarely in pres., ὁ ἀγωνιζόμενος νόμος the law on trial, D.24.28; or aor., δεινὸς.. κίνδυνος ὑπὲρ τῆς.. ἐλευθερίας ἠγωνίσθη Lys.2.34; ἠγωνίσθη λαμπρῶς (impers.) Plu.Sert.21: fut. Med. in pass. sense, ἀγωνιεῖται καὶ κριθήσεται τὸ πρᾶγμα shall be brought to issue and determined, D.21.7.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [tb. v. act. -ω en autores latinos, Aug.Gest.Pelag.30.54; fut. -ῐοῦμαι, pero tard. ἀγωνίσομαι Porph.Abst.1.31]
I 1competir públicamente esp. participar en los juegos, concursar Hdt.2.160, Ὀλυμπίασιν Pl.Hp.Mi.364a, πρὸς ἄλλα σώματα Pl.R.579c, περὶ τινος Hdt.8.26, ἵπποι ἠγωνίσαντο D.C.59.7.2
•c. ac. ἀ. στάδιον competir en la carrera del estadio Hdt.5.22, X.An.4.8.27
•de concursos musicales, teatrales, etc., Hdt.5.67, Ar.Ach.140, Pl.Io 530a, D.19.246, 21.66, Arist.Po.1451a8, IG 11(4).664.11, 1043.15 (ambas III a.C.)
•c. ac. ἀγωνιεῖσθαι τῷ θεῷ ἡμέρας τρεῖς δράματα τρία IG 12(7).226 (Minoa III/II a.C.), ἀγωνισάμενον δὲ καὶ Ὀλύμπια τὰ ἐν Πείσῃ περὶ τοῦ στεφάνου Didyma 194.5 (imper.)
•fig. ἀγώνων, οὓς ... περὶ τῆς ψυχῆς ἠγωνίζεσθε D.18.262, τὰ τῆς ψυχῆς Ὀλύμπια ἀ. Porph.Abst.1.31
•en gener. competir ἀλλήλοις Democr.B 279, ἀγωνίσασθε τοῖς τε Ἕλλησιν ἄρξαι πρῶτοι ἐλευθερίας rivalizad con los demás griegos en alcanzar los primeros la libertad Th.4.87.
2 luchar, batallar, esforzarse en la guerra τὰ μὲν στρατόπεδα ἀμφότερα οὕτως ἠγωνίσατο Hdt.1.76, cf. 82, ἱκανῶς καὶ καθ' ἡσυχίαν παρασκευασαμένοις ἔσται ἀγωνίσασθαι Th.8.27, cf. Plb.1.45.9
•contra alguien c. πρός y ac. Th.1.36, X.Cyr.1.5.11, κατὰ θάλασσαν ποτὶ τοὺς λᾳστὰς ICr.3.3.3A.52 (Hierapitna II a.C.), en la caza, de las fieras πρὸς αὐτά X.Cyr.1.6.28, c. κατά y gen. T.Aser.6.2, περὶ τῶν ἁπάντων Th.6.16, περί τε πόλεως καὶ εὐκλείας καὶ περὶ ψυχῆς X.Eq.Mag.1.19, περὶ πρωτείων καὶ τιμῆς καὶ δόξης ἀγωνιζομένην τὴν πατρίδα D.18.66, ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας D.18.177, D.C.46.16.4, ὑπὲρ τοῦ δήμου SEG 28.60.28 (Atenas III a.C.), ὑπερ τῆς κοινῆς σωτηρίας IG 22.682.32 (III a.C.), μάχην ἠγωνίσαντο riñeron batalla E.Supp.637, Plu.Per.10, μῶν τι κεδνὸν ἠγωνίζετο; ¿ha realizado alguna proeza? E.Heracl.795, κοπιῶ ἀγωνιζόμενος estoy cansado de luchar, Ep.Col.1.29
•esp. en v. pas. δεινὸς κίνδυνος ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας ἠγωνίσθη un terrible peligro fue arrostrado por la libertad Lys.2.34, cf. D.21.7, Chor.Decl.1.46
•esforzarse en, aspirar a c. inf. δῆλον ὅτι ... τὸ πάνυ δοκοῦν ἀνταποφῆναι ... ἀγωνίσαιτ' ἄν es evidente que se esforzaría en oponerse a la opinión general Th.3.38, αἱ παρθένοι ... αἱ ἀγωνιζόμεναι ἅγιαι εἶναι Pall.V.Chrys.12.208, cf. Pamph.Mon.Solut.7.52
•fig. sent. erót. luchar ἀγῶνα δεινὸν ἠγωνίσμεθα E.Io 939, νυκτερινοὺς ἀγῶνας Luc.Asin.11
•v. act., por la salvación, Aug.l.c.
II 1pronunciar públicamente un discurso ἐν τῷ πλήθει ἀγωνίζεσθαι (op. ἰδίᾳ διαλέγεσθαι) X.Mem.3.7.4
•pero discutir o mantener a base de argumentos sofísticos ὅταν τις ... ὡς ἀγωνιζόμενος τὰς διατριβὰς ποιῆται Pl.Tht.167e
•gener. discutir, tratar, debatir Pl.Hp.Mi.369c, καλῶς γὰρ αὐτὸς ἠγώνισαι has competido (discutido) bellamente Pl.Smp.194a, cf. Mx.235d
•ref. al agón teatral τὰ ἠγωνισμένα puntos de discusión E.Supp.465, ἀγῶνα τόνδ' ἠγωνίσω tu has suscitado esta disputa E.Supp.427.
2 contender, defenderse en un proceso Antipho 5.7, ἠγωνίζετο λόγῳ Δημοσθένους (Formión) se defendió con un discurso escrito por Demóstenes Plu.Dem.15, cf. δίκαιον γὰρ αὐτοῖς ἀγωνίζεσθαι τοῖς πράγμασιν pues lo justo sería disputar con los mismos hechos Arist.Rh.1404a5
•c. ac. int. ἀ. δίκην Lys.3.20, ἀγῶνα Lys.7.39, And.Myst.20, γραφήν D.23.100, ἀ. ψευδομαρτυριῶν D.24.131, ἀ. φόνον defenderse de una acusación de asesinato E.Andr.336.
III representar un papel en el teatro δεῖ ὥσπερ τὸν ἀγαθὸν ὑποκριτὴν ... ἀ. καλῶς Bio Bor.16A.
French (Bailly abrégé)
I. Moy. (f. ἀγωνιοῦμαι, postér. ἀγωνίσομαι, ao. ἠγωνισάμην, pf. ἠγώνισμαι);
1 concourir dans les jeux publics, lutter, disputer le prix;
2 combattre, lutter en gén. : ἀγ. μάχην PLUT soutenir un combat ; ἀγ. στάδιον HDT disputer le prix du stade ; ἀγ. δίκην LYS soutenir un procès ; ἀγ. ψευδομαρτυριῶν (s.e. δίκην) DÉM se défendre contre une accusation de faux témoignage ; ἀγ. φόνον EUR avoir à se défendre contre une accusation de meurtre ; ἀγ. λόγον PLUT prononcer un plaidoyer ; p. anal. ἀγ. δρᾶμα DÉM en parl. de l'acteur jouer une pièce ; p. ext. lutter, faire effort : ἃ ἠγωνίσω DÉM les efforts que tu as faits;
II. Pass. (f. ἀγωνισθήσομαι, qqf ἀγωνιοῦμαι; ao. ἠγωνίσθην ; pf. ἠγώνισμαι) être l'objet d'une lutte : πολλοὶ ἀγῶνες ἀγωνίδαται ion. HDT beaucoup de luttes ont été soutenues;
NT: combattre, lutter ; rivaliser (dans des compétitions athlétiques) ; s'efforcer.
Étymologie: ἀγών.
German (Pape)
Dep. Med., fut. auch ἀγωνιοῦμαι, z.B. Xen. An. 3.1.17; Eur. Andr. 336; wettkämpfen in den öffentlichen Kampfspielen, Her. z.B. στάδιον, im Wettlauf, 5.22; auch ῥαψῳδοὶ ἀγ., 5.67; vgl. ἀποβάτην ἀγ. Plut. Phoc. 20. Am häufigsten ἀγῶνα ἀγωνίζομαι, einen Kampf, in den verschiedenen Bdtgn von ἀγών, kämpfen; ἀγώνισμα Pol. 1.4.5; ἔφεσιν Luc. Prom. 4; μάχην Plut. Pericl. 10; ἀγωνίζεσθαί τι, etwas ausfechten, Ar. Eq. 617; wetteifern mit einem, Xen. Cyr. 8.4.4. Dah. überhaupt kämpfen, περί τινος, über etwas, Thuc. 2.63; Xen. An. 3.1.43; Isocr. 1.1; πρός τινα, gegen Jemand, Thuc. 1.36 und sonst. Vor Gericht einen Prozeß haben, Andoc. 4.8; ἀγων. ψευδομαρτυριῶν, falsches Zeugnisses wegen angeklagt sein, Dem. 24.131; ξενίας Lys. 13.60; ἀγωνιεῖται καὶ κριθήσεται τὸ πρᾶγμα, wird vor Gericht kommen und entschieden werden, Dem. 21.7; ὁ νόμος ἀγωνίζεται 24.28, auf die Abschaffung des Gesetzes ist angetragen. Auch perf. pass. πολλοὶ ἀγῶνες ἀγωνίδαται, für ἠγωνισμένοι εἰσίν, Her. 9.26, sind gekämpft worden; οἱ κεκριμένοι καὶ ἠγωνισμένοι, die vor Gericht schon ihr Urteil empfangen haben, Dem. 24.145; ὁ κίνδυνος ἠγωνίσθη Lys. 2.34. – Vom Wettkampf der dramat. Dichter auf der Bühne, Ar. Ach. 140, 419; vom Dichter, ein Drama aufführen, wie Arist. poet. 7.11; auch vom Schauspieler, Dem. 19.246. Öffentliche Prunkreden halten, Plat. Men. 235d; überh. über wissenschaftliche Gegenstände öffentlich disputieren, Symp. 194a; dem διαλέγεσθαι im Sinn des Plato entgegengesetzt, Theaet. 167e; wie Xen. Mem. 3.7.4 ἀγ. ἐν τῷ πλήθει dem ἰδίᾳ διαλέγεσθαι; vgl. τὰ ἠγωνισμένα, das Besprochene, Eur. Suppl. 481. – Überh. sich anstrengen, Thuc. 4.87, c. inf.
Russian (Dvoretsky)
ἀγωνίζομαι:
1 биться, сражаться (περί τινος Thuc., Xen., Isocr.; πρός τινα Thuc.): ἀ. ἀγώνισμα Polyb. и ἀγῶνα или μάχην Plut. вести бой, сражаться; μῶν τι κεδνὸν ἠγωνίζετο; Eur. отличился ли он в сражении?; περὶ τῶν ἁπάντων ἀγωνίσασθαι Thuc. повести борьбу не на жизнь, а на смерть; μέγας κίνδυνος ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας ἠγωνίσθη Lys. разгорелась великая борьба за свободу;
2 спорить, соревноваться, состязаться, соперничать, Plat., Arst., Dem.: ἀ. στάδιον Her. принимать участие в состязании; ὁτ᾽ Θεόγνις ἠγωνίζετο Arph. когда выступал в (поэтическом) состязании Феогнид; ἐν τῷ πλήθει ἀ. Xen. вести публичный диспут; λαμπρὸν ἐπιτάφιον ἀγωνίσασθαί τινι Plut. устроить торжественные состязания в память кого-л.;
3 оспаривать, обсуждать: τὰ ἠγωνισμένα Eur. оспариваемые мнения, спорные вопросы; ἐπεὶδ᾽ ἀγῶνα καὶ σὺτόνδ᾽ ἠγωνίσω, ἄκουε Eur. поскольку ты начал этот спор, выслушай (и меня); ὁ νῦν ἀγωνιζόμενος νόμος Dem. ныне обсуждаемый закон;
4 подвизаться на сцене, выступать (ἠγωνίζετό τις τῶν ὑποκριτῶν Dem.): ἂ πολλάκις ἠγωνίσω Dem. роли, которые ты часто исполнял;
5 прилагать усилия, добиваться: ἀγωνίσασθαι δόξαν τινὶ καταθέσθαι Thuc. стяжать славу кому-л.;
6 судиться: ἀ. τὸν φόνον Eur. судиться за убийство; ἀ. ψευδομαρτυριῶν (sc. δίκην или γραφήν) Dem. судиться за лжесвидетельство; ἀγωνιεῖσθαι εὖ μετὰ τοῦ δικαίου Lys. будучи правым, выиграть процесс.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγωνίζομαι: μέλλ. -ῐοῦμαι, Εὐρ. Ἡρακλ. 992, Θουκ. κτλ., (ἐπὶ παθητ. ἐννοίας· ἴδ. κατωτ. Β)· -ίσομαι, μόνον παρὰ μεταγεν. ὡς παρὰ Ἰωσήπ.· -ισθήσομαι, Ἀριστείδ. 1. 504· ἀόρ. ἠγωνισάμην, Εὐρ., κτλ.· πρκμ. ἠγώνισμαι (ἐπὶ ἐνεργ. ἐννοίας), Εὐρ. Ἴων 939, Ἀριστοφ. Σφῆκ. 993, Ἰσοκρ. (ἐν παθ. σημασ. ἴδε κατωτ. Β)· ἀόρ. ἠγωνίσθην, ἐπὶ παθ. ἐννοίας, κατωτ. Β. Ἐνεργητικός τις τύπος ἀγωνίσας, εὕρηται ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1108, (δίς): -(ἀγών). Α. ὡς ἀποθ., ἁμιλλῶμαι περὶ βραβείου, μάλιστα κατὰ τοὺς δημοσίους ἀγῶνας, Ἡρόδ. 2.160, καὶ ἀλλ.· πρός τινα, Πλάτ. Πολ. 579C, καὶ ἀλλ.· τινί, ὁ αὐτ. Ἴων 530Α. περί τίνος, Ἡρ. 8.26, Θουκ. 6. 16· Ὀλυμπίασιν, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 364Α· περὶ πρωτείων, Δημ. 247. 5· περὶ τῆς ἐλευθερίας, ὁ αὐτ. 287. 17· - συχν. μετὰ συστοίχου αἰτιατ. ἀγ. στάδιον, Ἡρόδ. 5. 22· τῶν ἀγώνων, οὓς περὶ τῆς ψυχῆς ἠγωνίζεσθε, Δημ. 314. 15· ἀγῶνα... τόνδ’ ἠγωνίσω, προὐκάλεσας ταύτην τὴν ἅμιλλαν, Εὐρ. Ἱκ. 427, πρβλ. Ἴων. 939, Ἡρακλ. 795. 2) μάχομαι, Ἡροδ. 1.76, 82, καὶ ἀλλ., Θουκ. 8.27, καὶ ἀλλ.· περὶ τῶν ἁπάντων ἀγ·, ὁ αὐτ. 6. 16· πρός τινα, ὁ αὐτ. 1. 36, μετὰ συστοίχου αἰτιατ., ἣν [μάχην]... ἀγωνίζεσθε, Εὐρ. Ἱκ. 636. 3) ἀγωνίζομαι περὶ τοῦ βραβείου ἐπὶ τῆς σκηνῆς, ἀμφότερα ἐπί τε τοῦ ποιητοῦ, Ἡροδ. 5.67, Ἀριστοφ. Ἀχ. 140, 419, Ἀριστ. Ποιητ. 7, 11, καὶ ἐπὶ τοῦ ὑποκριτοῦ, Δημ. 418, 5: - καθόλου, ἁμιλλῶμαι περὶ τῆς νίκης, καλῶς... ἠγώνισαι, Πλάτ. Συμπ. 194Α, πρβλ. Μενέξ. 235D. 4) συζητῶ ἐριστικῶς, φέρω ἐπιχειρήματα σοφιστικά, ὅμοιον τῷ ἐρίζω, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ διαλέγομαι, Πλάτ. Θεαίτ. 167Ε· πρβλ. Πολ. 454Α, Φίληβ. 17Α. ἀλλά, 5) γενικῶς ἐπὶ δημοσίας ἀγορεύσεως, Ξεν. Ἀπομν. 3. 7, 4· ἀγ. πρὸς ἀπόδειξιν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 1. 23. ΙΙ. ὡς ὅρος δικανικός, ὑπερασπίζω δίκην, Ἀντιφῶν 130. 7: -μετὰ συστοίχου αἰτιατ., ἀγ. δίκην, γραφήν, ὑπερασπίζω ὑπόθεσίν τινα ἐν τῷ δικαστηρίῳ μέχρι τέλους, Λυσ. 98. 14, Δημ. 653. 26, ἐντεῦθεν καὶ ἀγ. ψευδομαρτυριῶν, (ἐνν. γραφήν), Δημ. 741, 20· ἀγ. ἀγῶνα, Ἀνδοκ. 4. 1, Λυσ. 111.36· ὡσαύτως, ἀγ. φόνον, ὑπερασπίζω ἐμαυτὸν κατὰ κατηγορίας φόνου, Εὐρ. Ἀνδρ. 336· ἀγ. τῷ πράγματι, παλαίω μὲ τὴν ὑπόθεσιν, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 369C, πρβλ. Ἀριστ. Ῥητ. 3. 1, 5. ΙΙΙ. καθόλου, προσπαθῶ, «ἀγωνίζομαι», κοπιάζω, μετ’ ἀπαρ., Θουκ. 4, 87· εὖ ἀγ., Λυσ. 160, 6· μετὰ συστοίχου αἰτ., ἃ μὲν ἠγωνίσω, Δημ. 420. 4· κἂν ἀμείνω ἀγωνίσωμαι, ὁ αὐτ. 536. 5. Β. ὡς παθ., κερδαίνομαι διὰ μεγάλου ἀγῶνος, φέρομαι εἰς πέρας, τὸ πλεῖστον κατὰ παρακείμ., πολλοὶ ἀγῶνες ἀγωνίδαται, (Ἰων.) Ἡρόδ. 9. 26· τὰ ἠγωνισμένα, τὰ περὶ ὧν ὁ ἀγών, τὰ διεκδικούμενα, Εὐρ. Ἱκ. 465, Δημ. 745, 21: - σπανίως κατ’ ἐνεστῶτα, ὁ ἀγωνιζόμενος νόμος, ὁ νόμος, ὁ νῦν συζητούμενος, Δημ. 709. 7· ἢ ἀόρ., δεινός... κίνδυνος ὑπὲρ τῆς... ἐλευθερίας ἠγωνίσθη, Λυσ. 194, 5· ἠγωνίσθη λαμπρῶς, (ἀπροσ.) Πλουτ. Σερτ. 21: - μέσ. μέλλ. μετὰ παθητ. σημασ., ἀγωνιεῖται καὶ κριθήσεται τὸ πρᾶγμα, θὰ συζητηθῇ καὶ θὰ ἀποφασισθῇ, Δημ. 5126. 18.
English (Abbott-Smith)
ἀγωνίζομαι (< ἀγών), [in LXX: Da TH 6:14 (שׂוּם בָּל), Si 4:28, I, II, IV Mac 5 *;]
1.to contend for a prize: I Co 9:25,
2.to fight, struggle, strive: Jo 18:36; metaph. (MM, VGT, s.v.). Col 1:29 4:12, I Ti 4:10 6:12, II Ti 4:7; c. inf. (Field, Notes, 66), Lk 13:24 (Cremer, 609) †
English (Strong)
from ἀγών; to struggle, literally (to compete for a prize), figuratively (to contend with an adversary), or genitive case (to endeavor to accomplish something): fight, labor fervently, strive.
English (Thayer)
imperfect ἠγωνιζόμην; perfect ἠγώνισμαι; a deponent middle verb (cf. Winer's Grammar, 260 (244)); (ἀγών);
1. to enter a contest; contend in the gymnastic games: to contend with adversaries, fight: followed by ἵνα μή, to contend, struggle, with difficulties and dangers antagonistic to the gospel: L T Tr text WH text; for Rec. ὀνειδιζόμεθα); ἀγωνίζομαι ἀγῶνα (often used by the Greeks also, especially the Attic), to endeavor with strenuous zeal, strife, to obtain something; followed by an infinitive, ὑπέρ τίνος ἐν ταῖς προσευχαῖς, ἵνα, ἀνταγωνίζομαι, ἐπαγωνίζομαι, καταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι.)
Greek Monotonic
ἀγωνίζομαι: μέλ. -ῐοῦμαι (με Παθ. σημασία, βλ. παρακ. Β), αόρ. αʹ ἠγωνισάμην, παρακ. ἠγώνισμαι (με Ενεργ. σημασία)· αόρ. αʹ ἠγωνίσθην (ἀγών)·
Α. I. 1. ως αποθ., διαγωνίζομαι για έπαθλο ή βραβείο, ιδίως σε δημόσιους αγώνες, σε Ηρόδ.· πρός τινα, σε Πλάτ.· τινί, στον ίδ.· περί τινος, για κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με σύστ. αντ., ἀγωνίζομαι στάδιον, στον ίδ.· ἀγῶνα περί τῆς ψυχῆς ἀγ., σε Δημ.
2. πολεμώ, μάχομαι, σε Ηρόδ., Θουκ.· περὶ τῶν ἁπάντων ἀγωνίζομαι, στον ίδ.· πρός τινα, στον ίδ.· με σύστ. αντ., ἣν (μάχην) ἀγωνίζεσθε, σε Ευρ.
3. διαγωνίζομαι για τη διάκριση, για το βραβείο πάνω στη σκηνή, και τα δύο λέγονται για τον ποιητή, σε Ηρόδ. κ.λπ.· όπως επίσης λέγεται για τον υποκριτή ηθοποιό, σε Δημ.· γενικά, αγωνίζομαι για τη νίκη· καλῶς ἠγώνισαι, σε Πλάτ.
4. λέγεται για δημόσια αγόρευση, σε Ξεν.
II. διεξάγω δικαστικό αγώνα, χρησιμοποιείται ως δικανικός - νομικός όρος, σε Αντιφ.· με σύστ. αντ.· ἀγωνίζομαι δίκην, γραφήν, υπερασπίζω στο δικαστήριο κάποια υπόθεση μέχρι τέλους, σε Δημ.· ἀγωνίζομαι ψευδομαρτυριῶν (ενν. γραφήν), στον ίδ.· ἀγωνίζομαι ἀγῶνα, σε Ανδοκ. κ.λπ.· αλλά το ἀγωνίζομαι φόνον, υπερασπίζω τον εαυτό μου κατά κατηγορίας φόνου, σε Ευρ.
III. γενικά, αγωνίζομαι, κοπιάζω, προσπαθώ έντονα, με απαρ., σε Θουκ.· με σύστ. αιτ., ἃ μὲν ἠγωνίσω, σε Δημ. Β. ως Παθ., κερδίζομαι, κατακτώμαι με μεγάλο αγώνα, έρχομαι εις πέρας, κυρίως στον παρακ.· πολλοὶ ἀγῶνες ἀγωνίδαται (Ιων. αντί ἠγωνισμένοι εἰσι), σε Ηρόδ.· τὰ ἠγωνισμένα, διαφιλονικούμενα, σε Ευρ. κ.λπ.· ὁ ἀγωνιζόμενος νόμος, διεκδικούμενος, υπό κρίση νόμος, σε Δημ.· Μέσ. μέλ. με Παθ. σημασία, ἀγωνιεῖται τὸ πρᾶγμα, θα συζητηθεί και θα αποφασιστεί, στον ίδ.
Middle Liddell
A. as Dep. to contend for a prize, especially in the public games, Hdt.; πρός τινα Plat.; τινί Plat., etc.; περί τινος about a thing, Hdt., etc.: c. acc. cogn., ἀγ. στάδιον Hdt.; ἀγῶνα περὶ τῆς ψυχῆς ἀγ. Dem.
2. to fight, Hdt., Thuc.; περὶ τῶν ἁπάντων ἀγ. Thuc.; πρός τινα Thuc.: c. acc cogn., ἣν [μάχην] ἀγωνίζεσθε Eur.
3. to contend for the prize on the stage, both of the poet, Hdt., etc., and of the actor, Dem.: generally to contend for victory, καλῶς ἠγώνισαι Plat.
4. of public speaking, Xen.
II. to contend against, as law-term, Antipho; c. acc. cogn., ἀγ. δίκην, γραφήν to fight a cause to the last, Dem.; ἀγ. ψευδομαρτυριῶν (sc. γραφήν) Dem.; ἀγ. ἀγῶνα Andoc., etc.; but ἀγ. φόνον to fight against a charge of murder, Eur.
III. generally, to struggle, to exert oneself, c. inf., Thuc.; c. acc. cogn., ἃ μὲν ἠγωνίσω Dem.
B. as Pass. to be won by a contest, to be brought to issue, mostly in perf., πολλοὶ ἀγῶνες ἀγωνίδαται (ionic for ἠγωνισμένοι εἰσι) Hdt.; τὰ ἠγωνισμένα the contested points, Eur., etc.; ὁ ἀγωνιζόμενος νόμος the law under debate, Dem.; fut. mid. in pass. sense, ἀγωνιεῖται τὸ πρᾶγμα it shall be brought to issue, Dem.
Chinese
原文音譯:¢gwn⋯zomai 阿哥你索買
詞類次數:動詞(7)
原文字根:競爭
字義溯源:努力,競爭,去比賽,竭力,打,爭戰,較力爭勝,奮力打,盡心竭力;源自(ἀγών)=聚集,競賽);而 (ἀγών)出自(ἄγω)*=帶領)。(ἀγών)=競賽)是名詞,(ἀγωνίζομαι)=去比賽)乃是動詞。基督耶穌的僕人以巴弗為著歌羅西信徒的禱告,也是盡心竭力(ἀγωνίζομαι))的祈求( 西4:12)
同源字:1) (ἄγω)帶領 2) (ἀγών)競賽 3) (ἀγωνίζομαι)努力 4) (ἀνταγωνίζομαι)努力對抗 5) (ἐπαγωνίζομαι)熱誠努力 6) (καταγωνίζομαι)勝過 7) (συναυξάνω)一同增加
同義字:1) (ἀγωνίζομαι)努力 2) (ἀθλέω)爭鬥 3) (μάχομαι)爭戰 4) (πολεμέω)作戰 5) (πυκτεύω)鬥拳
出現次數:總共(8);路(1);約(1);林前(1);西(2);提前(2);提後(1)
譯字彙編:
1) 盡心竭力(2) 西1:29; 西4:12;
2) 我已打過了(1) 提後4:7;
3) 你要⋯奮力打(1) 提前6:12;
4) 努力(1) 提前4:10;
5) 要努力(1) 路13:24;
6) 較力爭勝(1) 林前9:25;
7) 爭戰(1) 約18:36
Lexicon Thucydideum
certare (in ludis), to compete (in games), 1.6.5, 3.104.5, 5.49.1,
contendere, pugnare, to fight, struggle, 1.36.3, 1.69.5, 2.63.1, 4.73.3. 5.69.1. 5.104.1. 6.16.6, 6.18.6. 6.78.1, 8.27.2. 8.46.5, 8.52.1,
eniti, contendere, to strive, exert oneself, 3.38.2, 3.82.8, 4.87.5, 8.89.4,
iudicio contendere, to engage in a trial, 6.29.3, 6.29.38.68.1.