κελαινός
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
κελαινή, κελαινόν, black, dark, freq. in Hom., αἷμα Il.1.303, Od.16.441; νύξ Il.5.310, etc.; κῦμα 9.6; λαῖλαψ II.747; χθών 16.384; δέρμα 6.117; ἦτορ Hes.Sc.429: ὄμβρος Emp.111.6; κ. φῦλον a swarthy race, of the Ethiopians, A.Pr.808; Ἔπαφος ib.851; ξίφη, λόγχα, S.Aj.231, Tr.856 (both lyr.), cf. E.Ba.628 (troch., prob. from the colour of the metal rather than black with blood-stains); of things on which the sun does not shine, especially of the nether world, dark, murky, A.Pr.433 (lyr.); Ἐρινύες Id.Ag.462 (lyr.); Στύξ Lyc.706; κ. θῖνα, of the bottom of the sea, S.Ant.590 (lyr.); λύει κ. βλέφαρα suffers her eyes to close in darkness, ib.1302: great, mighty, δίψα Lyc.1425. (Cf. Skt. kalaṅkas 'spot': κηλίς may be cogn.)
German (Pape)
[Seite 1414] poet. = μέλας, schwarz, dunkel, finster; αἷμα Il. 1, 303 Od. 16, 441; κῦμα Il. 9, 6; νύξ 5, 310, wie Aesch. Pers. 420; κελαινῇ λαίλαπι ἶσος Il. 1 1, 747; χθών 16, 384; φῦλον, von den Aethiopen, Aesch. Prom. 810; von der Unterwelt, Τάρταρος 1052, κελαινὸς δ' ἄϊδος ὑποβρέμει μυχὸς γᾶς 431; κελαιναὶ Ἐρινύες, die grausen, gräßlichen, Ag. 449; νᾶες Soph. Ant. 944; βλέφαρα 1287; κόνις Eur. El. 478; ὄμβρος Empedocl. bei D. L. 8, 59; λόγχα, ξίφος, wahrscheinlich blutbefleckt, Soph. Tr. 853 Ai. 227; vgl. Eur. Bacch. 628; φάσγανον Lycophr. 1169; a. sp. D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 noir, sombre;
2 souillé de sang.
Étymologie: cf. skr. k'alas « noir ».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελαινός -ή -όν [~ κηλίς?] Dor. vocat. f. -ά, zwart, donker:. αἷμα κ. donker bloed Il. 1.303; κελαιναὶ Ἐρινύες zwarte Erinyën Aeschl. Ag. 462; κελαιναὶ νᾶες donkere schepen Soph. Ant. 954.
Russian (Dvoretsky)
κελαινός:
1 черный, темный (νύξ, κῦμα, αἷμα, λαῖλαψ, χθών Hom.; νᾶες Soph.; κόνις Eur.);
2 чернокожий, темнокожий (φῦλον, т. е. Αἰθίοπες Aesch.);
3 покрывшийся мраком, потухший (βλέφαρα Soph.);
4 мрачный, страшный (Τάρταρος, Ἐρινύες Aesch.);
5 покрытый кровью, окровавленный (ξίφος, λόγχα Soph.).
English (Autenrieth)
dark, black; of the skin, blood, night, wave, storm, the earth, Il. 16.384.
Greek Monolingual
κελαινός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα, μαύρος (α. «κελαινὴ νύξ», Ομ. Ιλ.
β. «κελαιναὶ Ἐρινύες» γ. «κελαινὰν θῖνα»)
2. αυτός που δεν τον φωτίζει ο ήλιος, σκοτεινός
3. μτφ. (για πάθος) δυσάρεστος, δριμύς («κελαινὴ δίψα», Λυκόφρ.)
5. (για λόγχη) μαύρη από το αίμα, αιματοβαμμένη
6. φρ. α) (για τους Αιθίοπες) «κελαινὸν φῡλον» — μελαψή φυλή, Σοφ. β) «λύει κελαινὰ βλέφαρα» — λέγεται για άνθρωπο που πεθαίνει, Σοφ.
επίρρ...
κελαινῶς (Μ)
σκοτεινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εμφανίζει πιθ. επίθημα -νός (πρβλ. ερεμνός, περκνός), το θ. κελαι- όμως παραμένει ανερμήνευτο. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. κόλυμβος και το επίθ. κιλλός. Ο τ. απαντά στη Μυκηναϊκή με τη μορφή kerano και δήλωνε ένα μαύρο βόδι.
ΠΑΡ. αρχ. κελαινιώ, κελαινώ. Συνθ. (Α' συνθετικό) αρχ. κελαινεγχής, κελαινεφής, κελαινόβρωτος, κελαινοφαής, κελαινόφρων, κελαινόχρους, κελαινώπας, κελαινωπός, κελαινώψ
αρχ.-μσν.
κελαινόρρινος, κελαινόχρως.
Greek Monotonic
κελαινός: -ή, -όν, μαύρος, μελαψός, σκοτεινός, ζοφερός, σε Όμηρ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
κελαινός: -ή, -όν, (ἴδε ἐν τέλ.)·- μέλας, σκοτεινοῦ χρώματος, μαῦρος, συχν. παρ’ Ὁμ., ἰδίως ὡς ἐπίθετ. τοῦ αἵματος, Ἰλ. Α. 303. Ὀδ. Π. 441· τῆς νυκτός, Ἰλ. Ε. 310, κτλ.· κῦμα Ι. 6· λαῖλαψ Λ. 747· χθὼν Π. 384· δέρμα Ζ. 117· ἦτορ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 429· κ. φῦλον, μελαψὴ φυλή, ἐπὶ τῶν Αἰθιόπων, Αἰσχύλ. Πρ. 808, πρβλ. Ἱκέτ. 851· κελαιναὶ νᾶες Εὐρ. Τρ. 539· κελ. σκάφος Ἠλ. 478· βραδύτερον ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ὁποῖα δὲν φωτίζει ὁ Ἥλιος, ἰδίως ἐπὶ τοῦ κάτω κόσμου, σκοτεινός, «μαῦρος», αὐτόθι 434, κτλ.· οὕτως ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, μαῦρος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 463· Στὺξ Λυκόφρ.· ὡσαύτως, κ. ξίφος, λόγχη, μαύρη ἐξ αἵματος, ἢ ἁπλῶς μαύρη, ἐκ τοῦ χρώματος τοῦ μετάλλου (πρβλ. μελάνδετος), Σοφ. Αἴ. 231, Τρ. 856, Εὐρ. Βάκχ. 628· κ. θῖνα, ἐπὶ τοῦ θαλασσίου πυθμένος, Σοφ. Ἀντ. 590· λύει κ. βλέφαρα, ἐπὶ τοῦ ἀποθνήσκοντος ἀνθρώπου, αὐτόθι 1302. (Ὁ Κούρτιος ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς √ΚΑΛ (ἢ μᾶλλον ΣΚΑΛ), ὁπόθεν καὶ τὸ κηλίς· πρβλ. Σανσκρ. kâl-as, kal-ankas, Λατ. s-qual-or· ἀρνεῖται δὲ ἐτυμολογικὴν σχέσιν πρὸς τὸ μέλας, μέλαινα).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: black, dark (Il.).
Compounds: As 1. member e. g. (with haplology) in κελαι(νο)-νεφής with black clouds, of Ζεύς (Hom., Pi.); also of αἷμα (Hom.), of πεδίον, σκότος (Pi.), for the explanation Leumann Hom. Wörter 202ff.
Derivatives: Denomin. verbs: κελαινόομαι get dark (A. Ch. >413, lyr.), κελαινιάω be black (Opp., Nonn.; after the verbs of disease in -ιάω, Schwyzer 732).
Origin: XX [etym. unknown], PGX [probably a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Morphologically isolated and therefore difficult to assess. For the ending cf. περκνός, ἐρεμνός a. o., but κελαι- remains unclear. If one assumes a ιο-suffix (with metathesis) we arrive at an n-stem, which may be found in Lat. colum-ba dove (after the colour), Prellwitz BB 22, 102f. (Skt. kalaṅka- m. spot, dirt is prob. of Dravidian origin (Mayrhofer KEWA. s. v.). - Further s. κηλίς. - One might think of a Pre-Greek *kelany-o-, with palatalized n.
Middle Liddell
κελαινός, ή, όν
black, swart, dark, murky, Hom., etc.
Frisk Etymology German
κελαινός: {kelainós}
Meaning: schwarz, dunkel, finster (ep. poet. seit Il.).
Composita: Als Vorderglied u. a. (mit Haplologie) in κελαι(νο)-νεφής schwarzwolkig, von Ζεύς (Hom., Pi.); auch von αἷμα (Hom.), von πεδίον, σκότος (Pi.), zur Erklärung (Umbeziehung in einem vorhomerischen Vers?) Leumann Hom. Wörter 202ff.
Derivative: Denominative Verba: κελαινόομαι dunkel werden (A. Ch. 413, lyr.), κελαινιάω schwarz sein (Opp., Nonn.; nach den Krankheitsverba auf -ιάω, Schwyzer 732).
Etymology: Morphologisch isoliert und somit schwierig zu beurteilen. Zum Ausgang vgl. περκνός, ἐρεμνός u. a., aber das vorausgehende κελαι- bleibt dabei unverständlich. Bei Annahme eines ιο-Suffixes (mit Metathese) kommt man dagegen zunächst auf einen n-Stamm zurück, der auch in lat. colum-ba Taube (nach der Farbe) vorliegen kann (Prellwitz BB 22, 102f.). Dagegen ist aind. kalaṅka- m. Fleck, Schmutz als mutmaßliches dravidisches LW fernzuhalten (Mayrhofer Wb. s. v.). — Weiteres s. κηλίς; vgl. auch κόλυμβος und κιλλός.
Page 1,813-814