ἀκτή

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκτή Medium diacritics: ἀκτή Low diacritics: ακτή Capitals: ΑΚΤΗ
Transliteration A: aktḗ Transliteration B: aktē Transliteration C: akti Beta Code: a)kth/

English (LSJ)

(A), ἡ,
A headland, foreland, promontory, peninsula, shore, coast, ἀκτὴ προὔχουσα Od.24.82; ἀκταὶ προβλῆτες 5.405, 10.89; opp. λιμήν, Il.12.284; often with epithets, denoting high rugged coast, τρηχεῖα, ὑψηλή, Od.5.425, Il.2.395; τρηχέα Hdt.7.33; στυφλοί A.Pers.303; ἀμφίκλυστος S.Tr.752; στόνῳ βρέμουσι δ' ἀντιπλῆγες ἀκταί Id.Ant.592:—usu. of sea-coast, χλωρὰ ἀκτή ib.1132; ἀκταὶ ἔναλοι Tim.Pers.109; but also of rugged banks or strand of rivers, Ἑλώρου, Νείλου, Pi.N.9.40, I.2.42; Σιμόεντος A.Ag.697; Ἀχέροντος S.Ant.813.—Rare in early Prose, X.An. 6.2.1, Lycurg.17.
2 generally, tract of land running out into the sea, ἀκταὶ διφάσιαι of the north and south coasts of Asia Minor, Hdt.4.38; of Africa, as jutting out from Asia, 4.41, cf. 177; of Cape Sepias, 7.183, al.; of Mt. Athos, Th.4.109; of Italy, Arist.Pol.1329b11; of the peninsula of the Piraeus, Hyp.Fr.185, Arist.Ath.42.3, Lycurg. 17 (also of Attica in general, E.Hel.1673, cf. Str.9.1.3); of the coast of Argolis, Plb.5.91.8, D.S.12.43: pl., ἀκτὰς τῆσδε γῆς S.Fr. 24.
II generally, edge, χώματος ἀκτή of a sepulchral mound, A. Ch.722; βώμιος ἀκτή of an altar, S.OT182(lyr.). (As there is no trace of ϝ, the word is more probably connected with [root ] ak 'pointed' than with ϝάγνυμι.)

(B), ἡ, poet. word for corn, Δημήτερος ἀκτή Il.13.322, 21.76, cf.E.Hipp.138 (lyr.), Epin.1.9; μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτή Od.2.355, cf. 14.429, Il.11.631:—in Hes. of corn generally, ὡσεὶ Δημήτερος ἀκτή, of standing crop, Sc.290, of unthreshed corn, Op.597,805; of seed, οὐ σπόρον ὁλκοῖσιν Δηοῦς ἐνιβάλλομαι ἀ. A.R.3.413. (The connection with ἄγνυμι is doubtful.)

Spanish (DGE)

ἀκτῆς, ἡ
• Alolema(s): ἀκτά Lyr.Adesp.4771.2S.
I 1punta de tierra, cabo, rompiente ἀκτῇ ἐφ' ὑψηλῇ Il.2.395, ἀκταὶ προβλῆτες Od.5.405, ἀ. τρηχέα Hdt.7.33, στυφλοὺς παρ' ἀκτάς A.Pers.303, Λέπρης Ἀκτῆς Hippon.53.2, ἀκτὴν δ' ἵκανεν Παγασηίδα A.R.1.318, ref. Italia como península ἀκτὴν ταύτην τῆς Εὐρώπης Arist.Pol.1329b11.
2 gener. costa, orilla ἀκτὴν εἰσανέβαινον Il.18.68, cf. Od.5.151, Hes.Th.848, Sol.6, S.Ant.1132, ICr.2.19.7.12 (Falasarna IV a.C.), Theoc.22.32, Musae.259, Nonn.D.41.106
fig. ἀκτὴ ἑσπέρου θεοῦ = la ribera del dios occidental e.d. el Hades, S.OT 178, cf. ISmyrna 550.1 (imper.)
playa como lugar de reposo o diversión, Cic.Verr.5.63, Cael.35
de un río margen, ribera, orilla Νείλου Pi.I.2.42, Σιμόεντος A.A.696.
II altura, elevación χώματος ἀκτή = monumento funerario A.Ch.721, βώμιος ἀκτή = altar S.OT 183.
III vergel ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς ἀκτῆς Sm.Ge.2.15.
• Etimología: Cf. ἄκων, -οντος, ὁ.
-ῆς, ἡ
1 don, regalo, fruto Δημήτερος ἀκτή = el trigo, Il.13.322, Hes.Op.466, 597, Sc.290, E.Hipp.138, A.R.3.413.
2 ἀλφίτου ἀκτή = harina de cebada, Od.2.355, cf. EM α 749.
• Etimología: Etim. desconocida.

German (Pape)

[Seite 86] (ἄγνυμι), das auf der Mühle zermalmte Getreide, Hom. fünfmal, stets Versende, Od. 2, 855 μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς, 14, 429 παλύνας άλφίτου ἀκτῇ, Iliad. 11, 631 ἀλφίτου ἱεροῦ ἀκτήν, 18, 322. 21, 75 ἔδοι (πασάμην) Δημήτερος ἀκτἠν; – bei Hesiod. = Korn, Saatkorn; O. 466. 597 Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν Versende, Sc. 290 Δημήτερος ἀκτήν Versende; Apoll. Rhod. 3, 413 οὐ σπόρον ὁλκοῖσιν Δηοῦς ἐνιβάλλομαι ἀκτήν. ἡ (ἄγνυμι) die Stelle, wo das Meer sich bricht, Brandung ist, hohe, schroffe Küste, ἀκταὶ προβλῆτες Od. 10, 89, ὑψηλή neben προβλὴς σκόπελος Il. 2, 395, τρηχεῖα Od. 5, 425, ἐπ' ἀκτάων ἐριδούπων Iliad. 20, 50, προβλῆτες ἀκταὶ ἀπορρῶγες Od. 13, 98; ἐφ' ἁλὸς πολιῆς λιμέσιν τε καὶ ἀκταῖς Iliad. 12, 284; Pind. βαθύκρημνοι N. 9, 40, ἀκτὴ τραχέα Her. 7, 33; auch Tragg.; von der Küste eines Flusses Pind. I. 2, 42 Νείλου, Aesch. Ag. 685 Σιμόεντος, Soph. Ant. 807 Ἀχέροντος; vom Tartarus O. R. 178; Her. nennt so 4, 38 einen am Meere gelegenen Landstrich. Selten in att. Prosa, Lycurg. 17; vgl. Xen. An. 5, 10, 1; Arist. H. A. 5, 15 hat ἀκτή u. αἰγιαλός neben einander; bei den Tragg. übh. eine Erhöhung, Aesch. Ag. 479; βώμιος, Altar, Soph. O. R. 183; χώματος, Grabhügel, Aesch. Ch. 711.

French (Bailly abrégé)

1ῆς (ἡ) :
I. côte escarpée, d'où
1 rivage abrupt;
2 région extrême de la terre;
3 bord d'un fleuve;
II. élévation en gén. :
1 colline, montagne;
2 tertre funéraire;
III. côte qui s'avance dans la mer, pointe de terre, promontoire.
Étymologie: R. Ἀκ, être aigu.
2ῆς (ἡ) :
farine de blé ou farine d'orge, blé.
Étymologie: R. Ἀκ, être aigu ou pointu, en parl. des épis.

English (Autenrieth)

(1): meal, corn; always with ἀλφίτου, or Δημήτερος.
(2): shore, esp. rocky and jutting parts, ἀπορρῶγες, προβλῆτες.

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἀκτή) (Ν και αχτή)
ζώνη επαφής μεταξύ της ξηράς, του αέρα και της θάλασσας, παραλία, ακροθαλασσιά
αρχ.
1. ακρωτήριο
2. (για ποταμό) απόκρημνη όχθη
3. τμήμα γης που εισχωρεί βαθιά στη θάλασσα, χερσόνησος
4. άκρη, κορυφή κάθε χωμάτινου ή αμμώδους σωρού που μοιάζει με παραλία
5. φρ. «ἀκταί, προβλῆτες», αντίθ. του λιμήν
«βώμιος ἀκτή», βωμός, θυσιαστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική κυρίως λέξη, γι' αυτό και η χρήση της στην αττική πεζογραφία είναι περιορισμένη. Χρησιμοποιείται συνήθως στον Όμηρο, στους τραγικούς και στον Ηρόδοτο. Χρησιμοποιήθηκε ακόμη και ως γεωγραφικός όρος («ακρωτήριο-χερσόνησος»). Αρχικά η λ. σήμαινε την «απότομη, βραχώδη άκρη (της θάλασσας)» (πρβλ. και τα επίθ. προύχουσα, τρηχεῖα, ὑψηλή που χαρακτηρίζουν τη λ. στον Όμηρο), σημ. που διατηρήθηκε και μετέπειταπροεξοχή, άκρη, γωνιά»). Ετυμολογικά σήμερα γίνεται ευρύτερα αποδεκτή η σχέση της λ. με τη ρίζα άκ- «αιχμηρός, μυτερός» (βλ. λ. ακ-), ενώ η παλαιότερη, παρετυμολογική περισσότερο, συσχέτιση της λ. με το ρ. (F) ἄγνυμι (ακτή, το μέρος όπου σπάζουν τα κύματα της θάλασσας) έχει πλέον παραμεριστεί και για τον βασικό λόγο ότι η λ. ακτή δεν είχε ποτέ δίγαμμα (F).
ΠΑΡ. αρχ. ἀκτάζω, ἀκταῖος, ἄκτιος, ἀκτίτης.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκταιωρός
νεοελλ.
ακτογραμμή, ακτόδρομος, ακτοπλοΐα, ακτοπλοώ, ακτοφρουρά, ακτοφρουρός].
(II)
ἀκτή, η (Α)
1. ποιητική λέξη για τα δημητριακά και ειδικότερα το σιτάρι ή το χοντροαλεσμένο σιτάρι
2. σπορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ. προέλευσης. Η σχέση της με το σανσκρ. aśnati «τρώω» είναι αμφίβολη. Πρόκειται για αρχαία λ. που διασώθηκε λόγω της συνδέσεως της με τη λατρεία της «τροφού Δήμητρας». Από τις ομηρικές φράσεις όπου απαντά (πρβλ. Δημήτερος ἀκτήν, ἀλφίτου ἱεροῦ ἀκτήν, ἀλφίτου ἀκτή) είναι φανερό πως η λ. ακτή δεν σήμαινε «αλεύρι», εφόσον είχε ως συμπλήρωμα τη λ. ἄλφιτον «κριθάρι». Ακόμη στον Ησίοδο η λ. συσχετίστηκε με το αλώνισμα, ενώ στον Ησύχιο η λ. ἀκτή ερμηνεύεται ως «τροφή»].
(III)
ἀκτῆ, η (Α)
συνηρημένος τύπος της λέξης ἀκτέα.

Greek Monotonic

ἀκτή: (Α), ἡ,
I. 1. ακρωτήρι, κάβος, αιγιαλός, γιαλός, ακροθαλασσιά, παραλία, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· λέγεται για τις όχθες των ποταμών, ἀκταὶΣιμόεντος, σε Αισχύλ.· Ἀχέροντος, σε Σοφ.
2. γενικά, παραλία, ἀκταὶ διφάσιαι, λέγεται για τις βόρειες και νότιες παραλίες της Μικράς Ασίας, σε Ηρόδ.· χρησιμοποιείται για την Αττική (πρβλ. ἀκταῖος), σε Σοφ.
II. γενικά, κάθε γραμμή ή αμμώδης σωρός σαν την παραλία, Λατ. ora, χώματος ἀκτή, λέγεται για επιτάφιο τύμβο, σωρό από χώμα, σε Αισχύλ.· βώμιος ἀκ., για βωμό, σε Σοφ. (πιθ. από το ἄγνυμι, πρβλ. ῥηγμίν).
ἀκτή: (Β), ἡ, παλαιά λέξη για το σιτάρι ή το χοντρό αλεύρι (κριθαριού, σίκαλης), Δημήτερος ἀκτή, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀλφίτου ἀκτή, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀκτή:
I
1 мука (ἀλφίτου ἀκτή Hom.): Δάματρος ἀκτᾶς δέμας ἁγνὸν ἴσχειν Eur. воздерживаться от пищи, голодать;
2 зерно, хлеб на корню Hes.
II дор. ἀκτά
1 крутой морской берег, взморье (ἀκταὶ προβλῆτες Hom.; βαθύκρημνοι ἀκταί Pind.; ἀ. ἀμφίκλυστος Soph.);
2 речной берег (Νείλου Pind.; Σιμόεντος Aesch.);
3 мыс, коса; полуостров Xen., Arst.: ἀκταὶ διφάσιαι κατατείνουσι ἐς θάλασσαν Her. два мыса выдаются в море;
4 возвышенность, высота (χλωρὰ ἀ. Soph.): χώματος ἀ. Aesch. могильный курган; βώμιος ἀ. Soph. алтарь на возвышении.

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: f.
Meaning: promontory, rocky coast, rough shore, edge (Il.).
Derivatives: ἀκταία name of a plant (Plin.); Strömberg Pflanzennamen 115 (also on ἄκτιον and ἀκτίνη). - ἄκτιος surname of Pan (Theoc.) and Apollo (A. R.), ἄκτιον = ἀκτή (Ael.). - ἀκτίτης m. who lives on the coast (A. P.), ἀκτ. (λίθος) stone from Piraeus or Argolis; πέτρος ἀκτῖτις (Ath. Mitt. 31, 143). ἀκτάζω banquet (from *banquet on the shore?), Plu. 2, 668 b; or from 2. ἁκτή?
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Derivation from ἀκ- sharp is "allenfalls möglich" (Frisk), but Fur. 127 compares ὄχθη, -ος which is quite convincing; so it is a substr. word. Cf. on ἀκτή 2.!
2.
Grammatical information: f.
Meaning: corn (Il.), often Δημήτερος ἀκτή or ἀλφίτου ἀκτή; but DELG rightly points out that it cannot mean flour because of ἀλφίτου ἀκτή; cf. ἀκτή τροφή H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: No trace of digamma. Fur. 127 compares *ὀχθη, in εὔοχθος (see s.v.); also 320 on ὁχή. This evidence cannot be ignored. So a substr. word. Skoda, Phytonymes 275-283 thinks that the word means ear (of corn) and belongs to ἀκ- sharp.

Middle Liddell

A. a headland, foreland, promontory, shore, Od., etc.: of the banks of rivers, ἀκταὶ Σιμόεντος Aesch.; Ἀχέροντος Soph.
2. generally, coast-land, ἀκταὶ διφάσιαι of the N. and S. coasts of Asia Minor, Hdt.; of Attica (cf. ἀκταῖος), Soph.
II. generally, any edge or strand, like the sea-coast, Lat. ora, χώματος ἀκτή of a sepulchral mound, Aesch.; βώμιος ἀ. of an altar, Soph. (Perh. from ἄγνυμι, cf. ῥηγμίν.)
B. corn or meal, Δημήτερος ἀκτή Il.; ἀλφίτου ἀκτή Od. [deriv. uncertain].]

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκτή ἀκτῆς, ἡ graan, koren.
ἀκτή -ῆς, ἡ, Dor. ἀκτά
1. van een uitstekend stuk land t.o. v. water
2. (hoge of steile) kust:. ἀκτὰν πρὸς ἑσπέρου θεοῦ de kust van de god van het westen (Hades; bedoeld is de onderwereld) Soph. OT. 177.
3. kaap, landtong, schiereiland.
4. oever, strand.
5. als naam van verschillende plaatsen ‘De Kaap’.
6. uitbr. verhoging, rand:. ἀκτὴ χώματος hoge grafheuvel Aeschl. Ch. 722; ἀκτὰν πάρα βώμιον naast het hoge altaar Soph. OT 184.

Frisk Etymology German

ἀκτή: 1.
{aktḗ}
Grammar: f.
Meaning: Vorgebirge, Felsküste, schroffes Ufer, Landzunge, Kante (seit Il.; in der älteren Sprache vorwiegend poetisch).
Derivative: Ableitungen: ἀκταῖος, -α, -ον an der Küste gelegen, zur Küste gehörig (Th., Hp., Kall. u. a.). Fem. ἀκταία auch Pflanzenname (Plin.); darüber und über die Pflanzennamen ἄκτιον und ἀκτίνη Strömberg Pflanzennamen 115. — ἄκτιος Beiname von Pan (Theok.) und Apollo (A. R.), ἄκτιον = ἀκτή (Ael.). — ἀκτίτης m. Küstenbewohner (A. P.), ἀκτ. (λίθος) Stein aus Piräus oder Argolis (IG, S.; vgl. Redard Les nom grecs en -της Index 266), πέτρος ἀκτῖτις (Ath. Mitt. 31, 143). Nach Plu. 2, 668 b gehört hierher auch ein Verb ἀκτάζω schmausen, eig. *am Ufer schmausen. Es handelt sich aber vielleicht eher um eine Ableitung von 2. ἁκτή, die irrtümlich an 1. ἀκτή angeschlossen worden ist.
Etymology: Nicht sicher gedeutet. Die herkömmliche Erklärung aus ἀκ- spitz ist allenfalls möglich. Das Wort hat im Anlaut nicht Digamma besessen.
Page 1,61
2.
{aktḗ}
Forms: oft Δημήτερος oder ἀλφίτου ἀκτή.
Grammar: f.
Meaning: Korn (ep. poet.),
Etymology: Etymologie unbekannt. Keine Spur von anl. Digamma. Die vergeblichen Deutungsversuche sind bei Bq verzeichnet.
Page 1,61

English (Woodhouse)

cape, headland

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=τό μέρος ὅπου σπάζουν τά κύματα). Ἀπό τό ἄγνυμι (=σπάζω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἄγνυμι.

Translations

shore

Afrikaans: strand, oewer; Albanian: mat, breg; Amharic: ዳር; Andi: рагьал; Arabic: شَاطِئ‎, سَاحِل‎; Armenian: ափ; Aromanian: mal; Assamese: বেলা; Asturian: costa, mariña, rexa, rixa, riba, ribera, riberu, oriella, vera, veru; Avar: рагьал; Azerbaijani: sahil, kənar; Bashkir: яр; Belarusian: бераг; Bengali: কিনার, তীর; Bulgarian: бряг; Burmese: ကမ်း; Catalan: riba, vorera, vora; Chamicuro: ijlapi; Cherokee: ᎠᎹᏳᏟᏗ; Chinese Mandarin: 岸, 海濱/海滨, 海岸, 湖岸, 河岸; Chuvash: ҫыран, хӗрӗ; Crimean Tatar: yalı; Czech: břeh; Dalmatian: raipa; Danish: bred; Dutch: kust, oever; Esperanto: bordo, marbordo; Estonian: kallas, rand; Ewe: ƒuta; Finnish: ranta, rannikko; French: bord, rive, rivage; Friulian: rive; Galician: costa, litoral, mariña, beiramar, beira; Georgian: სანაპირო, ნაპირი; German: Ufer; Greek: ακτή; Ancient Greek: αἰγιαλός, ἠϊών ὄχθη; Greenlandic: sissaq; Haitian Creole: bò lanmè; Hawaiian: kahakai; Hebrew: חוֹף‎; Hindi: किनारा, कनारा; Hungarian: part; Icelandic: strönd, bakki; Ido: rivo; Indonesian: pantai, tepi; Interlingua: ripa; Irish: cladach; Istriot: reîva; Italian: riva; Japanese: 岸, 海岸, 海浜, 湖岸, 河岸; Javanese: ꦝꦫꦠ꧀, ꦥꦼꦱꦶꦱꦶꦂ; Kannada: ಕರೆ; Kazakh: жаға, жиек; Khmer: មាត់សមុទ្រ; Korean: 물가, 바닷가, 해안(海岸); Kurdish Northern Kurdish: berav; Kyrgyz: жака, жээк, кашат; Lao: ຈີມ, ຕລິ່ງ, ແຄມ, ເດັຽຣະ; Latin: ripa, ora; Latvian: krasts; Lithuanian: krantas; Lushootseed: ʔilgʷiɬ; Macedonian: брег; Malay: pantai, darat; Malayalam: കര; Maltese: xatt; Manchu: ᡩᠠᠯᡳᠨ; Maori: taihua; Marathi: तट, किनारा; Mirandese: cuosta, praia; Mongolian: эрэг; Navajo: tábąąh, tódááʼ; Ngarrindjeri: tjiwa; Norwegian Bokmål: bredd; Occitan: riba; Old Church Slavonic Cyrillic: брѣгъ; Old English: ōfer; Ossetian: был, донбыл; Ottoman Turkish: قیی‎; Persian: ساحل‎; Plautdietsch: Eewa; Polabian: brig; Polish: brzeg; Portuguese: praia, costa, margem, orla; Punjabi: ਕੰਢਾ; Romanian: mal, țărm, coastă; Russian: берег, побережье, яр; Sanskrit: तीर; Sardinian Campidanese: riba; Logudorese: isponda, oru; Scottish Gaelic: cladach; Serbo-Croatian Cyrillic: обала; Roman: obala; Sinhalese: වෙරළ; Slovak: breh; Slovene: obala, breg; Sorbian Lower Sorbian: brjog; Upper Sorbian: brjóh; Southern Altai: јар; Spanish: costa, orilla; Swahili: ukingo wa bahari; Swedish: strand; Tajik: соҳил, канор; Tamil: கரை; Tatar: яр; Telugu: కర; Thai: ฝั่ง, ชายฝั่ง, ค้ำยัน; Turkish: sahil, kıyı, kenar; Turkmen: kenar, gyra; Ukrainian: беріг, берег; Urdu: کنارہ‎, ساحل‎; Uzbek: sohil, qirgʻoq; Venetian: riva, rapa; Vietnamese: bờ; Welsh: traeth, traethoedd; Yiddish: ברעג‎; Yoruba: ìdérí ìgò; Yámana: peka; Zazaki: qam, kıst, sahil

coast

Afrikaans: kus, oewer; Albanian: mat, buzë, buzë deti, breg, bregdet; Arabic: سَاحِل‎, شَاطِئ‎; Armenian: ափ; Asturian: costa; Bashkir: яр; Basque: itsasalde; Belarusian: бераг, узбярэжжа, прыбярэжжа; Bulgarian: морски бряг, крайбрежие, бряг; Catalan: costa; Chinese Mandarin: 海岸, 岸; Czech: pobřeží, břeh; Danish: bred, kyst, strand; Dutch: kust, kustlijn, zeekant, zeekust; Esperanto: marbordo; Estonian: rand, rannik; Faroese: strond; Finnish: merenrannikko, rannikko; French: côte; Friulian: cueste; Galician: costa, beira; Georgian: ნაპირი, ზღვის პირი, სანაპირო; German: Küste, Küstenland; Greek: ακτή; Ancient Greek: παράλιος, αἰγιαλός; Greenlandic: sissaq; Hawaiian: mokuna; Hebrew: שְׂפַת הַיָּם‎, חוֹף יָם‎, חוֹף‎; Higaonon: kilid sa dagat; Hindi: सीमा, कनारा, तट, समुद्रतट, सागरतट, किनारा, साहिल; Hungarian: part, partvidék, tengerpart; Icelandic: strönd; Indonesian: pantai; Irish: cósta; Italian: costa, costiera, litorale; Japanese: 海岸; Javanese: pesisir; Korean: 연안(沿岸), 해안(海岸); Latin: litus, limbus, ora, orarius, acta; Latvian: krasts, piekraste; Lithuanian: pajūris; Macedonian: крајбрежје, брег; Mongolian Cyrillic: тэнгисийн эрэг, хаялга, далайн эрэг, далайн хевее; Mwani: rifuko; Norman: côte; Norwegian Bokmål: kyst, strand; Occitan: còsta; Old English: rima; Ottoman Turkish: قیی‎; Papiamentu: kanto, kantu, kosta; Persian: ساحل‎, دریاکنار‎; Plautdietsch: Eewa; Polish: brzeg, wybrzeże; Portuguese: costa, beira; Romanian: coastă, țărm de mare, coborâre la vale, liman, mal, limită, hotar; Russian: морской берег, побережье, берег; Scottish Gaelic: cladach; Serbo-Croatian Cyrillic: о̏бала; Roman: ȍbala; Slovak: pobrežie, breh, morský breh; Slovene: obala; Somali: xeeb; Sorbian Lower Sorbian: pśibrjog; Spanish: costa, litoral; Sranan Tongo: syoro, watrasey, sekanti; Swahili: pwani, ufuko, mapwa, mapwaji; Swedish: gräns mot hav, kust, strand; Tagalog: pampang, baybayin; Thai: ชายฝั่ง, ทางลาดเอียง; Turkish: sahil, deniz kenarı, deniz kıyısı, kıyı, kızak için uygun yokuş, kızakla yokuştan kayma; Ukrainian: побережжя, узбережжя, беріг, берег; Urdu: کنارہ‎, تٹ‎, ساگرتٹ‎; Uyghur: دېڭىز بويى‎, دېڭىز ساھىلى‎, دېڭىز كانارىسى‎; Vietnamese: bờ biển; Welsh: arfordir, goror, mordir, arfordiroedd; West Frisian: igge; Yiddish: ברעג‎, ברעג טײַך‎; Zazaki: kıste, kuste, kıst

peninsula

Afrikaans: skiereiland; Albanian: gadishull; Arabic: شِبْه جَزِيرَة‎; Armenian: թերակղզի; Asturian: península; Azerbaijani: yarımada; Bashkir: ярымутрау; Basque: penintsula; Belarusian: паўвостраў, паўвыспа; Bengali: উপদ্বীপ; Bikol Central: rawis; Breton: ledenez; Bulgarian: полуостров; Burmese: ကျွန်းဆွယ်; Catalan: península; Chinese Cantonese: 半島/半岛, 半岛; Dungan: банҗядо, банхэдо; Mandarin: 半島/半岛; Min Nan: 半島/半岛, 半岛; Chuvash: ҫурутрав; Crimean Tatar: yarımada; Czech: poloostrov; Danish: halvø; Dutch: schiereiland; Esperanto: duoninsulo; Estonian: poolsaar; Faroese: hálvoyggj, nes; Finnish: niemimaa; French: péninsule, presqu'île; Galician: península; Georgian: ნახევარკუნძული; German: Halbinsel; Greek: χερσόνησος; Ancient Greek: ἀκτά, ἀκτή, ἡ χερσαῖος, πρών, χέρνασος, χερόνησος, χερρόνησος, χεῤῥόνησος, χερσόνασος, χερσόνησος; Gujarati: દ્વીપકલ્પ; Hebrew: חֲצִי אִי‎; Hindi: प्रायद्वीप; Hungarian: félsziget; Icelandic: skagi; Ido: peninsulo; Indonesian: semenanjung; Irish: leithinis, glasoileán; Italian: penisola; Japanese: 半島; Kalmyk: тоха арл; Kannada: ಅರೆತೆವರು; Karachay-Balkar: джарымайрымкан; Kazakh: түбек, жарты арал; Khmer: ទៀបកោះ, ស្ទើរកោះ, ឧបទ្វីប; Korean: 반도(半島); Kurdish Northern Kurdish: nîvgirav; Kyrgyz: жарым арал, түбөк; Lao: ຄາບສມຸດ; Latin: paeninsula; Latvian: pussala; Ligurian: penisoa; Lithuanian: pusiasalis; Low German: Halfinsel; Macedonian: полуостров; Malay: semenanjung, tanah menanjung, penanjung, jazirah; Malayalam: ഉപദ്വീപ്; Maltese: penizola; Maori: raenga kūiti; Marathi: द्वीपकल्प; Mongolian Cyrillic: хойг; Mongolian: ᠬᠣᠶᠢᠭ; Norwegian Bokmål: halvøy; Nynorsk: halvøy; Ottoman Turkish: آطه‎; Pashto: جزيره نما‎, شبه جزيره‎, ټاپو وزمه‎; Persian: شبه‌جزیره‎; Plautdietsch: Launtenj; Polish: półwysep; Portuguese: península; Romanian: peninsulă; Russian: полуостров; Scots: peninsula; Scottish Gaelic: leth-eilean; Serbo-Croatian Cyrillic: по̏луоток, полуострво; Roman: pȍluotok, poluostrvo; Slovak: polostrov; Slovene: polotok; Southern Altai: јарым ортолык; Spanish: península; Swedish: halvö; Tagalog: tangway; Tajik: нимҷазира; Tamil: மூவலந்தீவு; Tatar: ярымутрау; Telugu: ద్వీపకల్పము; Thai: คาบสมุทร; Tibetan: གྲིང་ཟུར; Turkish: yarımada; Turkmen: ýarymada; Ukrainian: півострів; Urdu: جزیرہ نما‎; Uyghur: يېرىم ئارال‎; Uzbek: yarim orol; Vietnamese: bán đảo; Volapük: tinisul, lafanisul; Walloon: cåziyon, cåziyea; Welsh: penrhyn; West Frisian: skiereilân; Yakut: тумул арыы; Yiddish: האַלבאינדזל‎; Yoruba: larubawa

promontory

Armenian: հրվանդան; Bashkir: морон; Bulgarian: висок нос; Chinese Mandarin: 海角; Czech: mys, ostroh, útes; Dutch: landtong, voorgebergte, uitsteeksel; Finnish: niemeke, nokka; French: promontoire; German: Landzunge; Ancient Greek: ῥίον, σκόπελος; Hungarian: hegyfok; Irish: ros, rinn, scoth, léim; Italian: promontorio; Japanese: 岬; Khmer: ដើមភ្នំ; Latin: promontorium; Maori: koutu, kūmore, tūmū; Norman: capée; Norwegian Bokmål: odde, landtunge, nes, tange; Ottoman Turkish: بورون‎; Polish: cypel, przylądek; Portuguese: promontório; Russian: мыс, выступ, стрелка; Scots: mull; Scottish Gaelic: rubha, sròn; Spanish: promontorio; Swedish: udde; Ukrainian: мис, виступ; Volapük: länalineg

headland

Bulgarian: нос; Czech: mys, ostroh; Esperanto: kabo; Estonian: neem; Faroese: landoddi, forberg; Finnish: niemi; Galician: cabo; German: Landspitze, Landzunge, Kap, Huk; Ancient Greek: ῥίον, ἄκρον, πρῶν; Hungarian: földnyelv; Irish: rinn, ceann tíre; Italian: promontorio; Latin: prominens; Macedonian: ‘рт; Maori: whakaihu, rae, koraenga, kūrae, kūmore, kūmū, tūmū; Norman: nez; Norwegian Bokmål: odde, nes, tange, forberg; Nynorsk: odde, nes, tange, forberg; Old English: hēafod, hēafodland; Ottoman Turkish: بورون‎, انف‎; Persian: دماغه‎; Polish: cypel, przylądek; Portuguese: promontório, cabo; Russian: мыс; Scots: mull; Scottish Gaelic: rubha, sròn; Slovene: rt; Spanish: promontorio; Swedish: udde; Ukrainian: мис; Vietnamese: mũi đất; Volapük: länalineg; Welsh: pentir

corn

Arabic: غَلَّة‎; Armenian: հացահատիկ; Bulgarian: зърно; Catalan: gra, llavor; Chukchi: кавкавтыӈачьыԓӄыԓ; Danish: korn, kerne; Dutch: koren, graan; Esperanto: greno, tritiko, aveno, hordeo; Finnish: jyvä; German: Korn, Getreide, Zerealie; Gothic: 𐌺𐌰𐌿𐍂𐌽𐍉; Ancient Greek: σῖτος, ἀκτή; Hebrew: דָּגָן‎; Hungarian: szem, gabonaszem; Ido: cerealo; Irish: arbhar; Italian: grano; Japanese: 穀物; Low German: Koorn, Kuurn, Korn, Kurn; Lun Bawang: deley; Macedonian: зрно; Maltese: qamħerrun; Norwegian: korn; Persian: ذرت‎; Portuguese: cereal, grãos; Romanian: cereală; Russian: зерно; Sanskrit: धान्य; Scottish Gaelic: arbhar; Slovak: zrno; Spanish: cereal, grano; Thai: ข้าว; Turkish: darı, tahıl; Zazaki: tene