σάλος: Difference between revisions
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
(2b) |
(c2) |
||
Line 45: | Line 45: | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''σάλος''': {sálos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[unruhige Bewegung des Meeres]], [[Wogenschwall]], auch [[Ankerplatz]], [[Reede]] im Gegensatz zum geschützten Hafen (S., E., Lys., hell. u. sp.), übertr. vom Erdbeben (E. ''IT'' 46), [[unruhige Gemütsbewegung]] (LXX, Gal., Max.Tyr.; vgl. [[ἀσαλής]], [[σάλη]] unten).<br />'''Composita''' : Einige sp. Kompp., z.B. [[ἐπίσαλος]] [[dem [[σάλος]] ausgesetzt]] (Secund., ''Peripl''. ''M''. ''Rubr''. u.a.); wohl auch das ep. [[κονίσαλος]] [[Staubwolke]] (s. [[κόνις]]). Mit Umbiegung in die σ-Stämme [[ἀσαλής]] [[unerschüttert]], [[unbekümmert]] (A. ''Fr''. 319 = 634 M.) mit [[ἀσάλεια]] f. = [[ἀμεριμνία]], [[ἀλογιστία]] (Sophr. 113), ἀσαλεῖν· ἀφροντιστῆσαι H.; dazu, wohl als Rückbildung, [[σάλη]], [[σάλα]] f. = [[φροντίς]] (''Et''. ''Gen''., H.).<br />'''Derivative''': Denominativa : 1. [[σαλεύω]], auch m. Präfix, z.B. ἀπο-, ἐπι-, δια-, eig. vom Schiff ‘(auf den Wogen) rollen, sich hin und her werfen, schwanken’, trans. [[ins Schwanken bringen]], [[erschüttern]] (att. seit A., auch Hp., hell. u. sp.) mit [[σάλευσις]] (δια-) f. [[Schwankung]] (Arist. u.a.), [[σάλευμα]] n. ib. (D. Chr.). 2. [[σαλόομαι]] [[mit schwankender Haltung gehen]] (''EM'' als Erklärung von [[σαλάκων]]). — Mit Gutturalsuffix : 1. [[σάλαξ]], -ακος m. [[grobes Sieb der Bergarbeiter]] (Arist. od. Thphr. ap. Poll.), auch als att. Töpfername (Σάλαχς; Krahe IF 57, 113), -αγξ· μεταλλικὸν [[σκεῦος]] H.; [[σαλάκων]], -ωνος m. [[Aufschneider]], [[Prahler]], [[Stutzer]] (Arist.; wegen des schwankenden Ganges) mit [[σαλακωνία]] (-εία) f. (Arist., Alkiphr.), -ίζω (δια- Ar.), -ίζομαι, -εύομαι (H., Phot., Suid.); [[σαλάσσω]] (ἐκ-) [[schütteln]] (Nik., ''AP''), wohl direkt von [[σάλος]] nach [[τινάσσω]], [[ταράσσω]] u.a. 2. [[σαλαγέω]] = [[σαλάσσω]], [[σαλεύω]] (Opp., Orac. ap. Luk.), σαλαγή· [[βοή]] H.; vgl. [[παταγέω]], -σσω.<br />'''Etymology''' : Urspr. Fachwort der Seemannsprache; ohne überzeugende Etymologie. Eine ganz fragliche Hypothese (lat. ''tullius'' usw.) s. [[τύλη]], [[τύλος]]. Nach Carnoy Ant. class. 24, 22 (mit Curtius 372) zu nhd. ''schwellen'' usw. (pelasgisch). — Lat. LW ''salus'', ''salum'' ?<br />'''Page''' 2,673-674 | |ftr='''σάλος''': {sálos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[unruhige Bewegung des Meeres]], [[Wogenschwall]], auch [[Ankerplatz]], [[Reede]] im Gegensatz zum geschützten Hafen (S., E., Lys., hell. u. sp.), übertr. vom Erdbeben (E. ''IT'' 46), [[unruhige Gemütsbewegung]] (LXX, Gal., Max.Tyr.; vgl. [[ἀσαλής]], [[σάλη]] unten).<br />'''Composita''' : Einige sp. Kompp., z.B. [[ἐπίσαλος]] [[dem [[σάλος]] ausgesetzt]] (Secund., ''Peripl''. ''M''. ''Rubr''. u.a.); wohl auch das ep. [[κονίσαλος]] [[Staubwolke]] (s. [[κόνις]]). Mit Umbiegung in die σ-Stämme [[ἀσαλής]] [[unerschüttert]], [[unbekümmert]] (A. ''Fr''. 319 = 634 M.) mit [[ἀσάλεια]] f. = [[ἀμεριμνία]], [[ἀλογιστία]] (Sophr. 113), ἀσαλεῖν· ἀφροντιστῆσαι H.; dazu, wohl als Rückbildung, [[σάλη]], [[σάλα]] f. = [[φροντίς]] (''Et''. ''Gen''., H.).<br />'''Derivative''': Denominativa : 1. [[σαλεύω]], auch m. Präfix, z.B. ἀπο-, ἐπι-, δια-, eig. vom Schiff ‘(auf den Wogen) rollen, sich hin und her werfen, schwanken’, trans. [[ins Schwanken bringen]], [[erschüttern]] (att. seit A., auch Hp., hell. u. sp.) mit [[σάλευσις]] (δια-) f. [[Schwankung]] (Arist. u.a.), [[σάλευμα]] n. ib. (D. Chr.). 2. [[σαλόομαι]] [[mit schwankender Haltung gehen]] (''EM'' als Erklärung von [[σαλάκων]]). — Mit Gutturalsuffix : 1. [[σάλαξ]], -ακος m. [[grobes Sieb der Bergarbeiter]] (Arist. od. Thphr. ap. Poll.), auch als att. Töpfername (Σάλαχς; Krahe IF 57, 113), -αγξ· μεταλλικὸν [[σκεῦος]] H.; [[σαλάκων]], -ωνος m. [[Aufschneider]], [[Prahler]], [[Stutzer]] (Arist.; wegen des schwankenden Ganges) mit [[σαλακωνία]] (-εία) f. (Arist., Alkiphr.), -ίζω (δια- Ar.), -ίζομαι, -εύομαι (H., Phot., Suid.); [[σαλάσσω]] (ἐκ-) [[schütteln]] (Nik., ''AP''), wohl direkt von [[σάλος]] nach [[τινάσσω]], [[ταράσσω]] u.a. 2. [[σαλαγέω]] = [[σαλάσσω]], [[σαλεύω]] (Opp., Orac. ap. Luk.), σαλαγή· [[βοή]] H.; vgl. [[παταγέω]], -σσω.<br />'''Etymology''' : Urspr. Fachwort der Seemannsprache; ohne überzeugende Etymologie. Eine ganz fragliche Hypothese (lat. ''tullius'' usw.) s. [[τύλη]], [[τύλος]]. Nach Carnoy Ant. class. 24, 22 (mit Curtius 372) zu nhd. ''schwellen'' usw. (pelasgisch). — Lat. LW ''salus'', ''salum'' ?<br />'''Page''' 2,673-674 | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':s£loj 沙羅士<p>'''詞類次數''':名詞(1)<p>'''原文字根''':搖動(著)<p>'''字義溯源''':震動*,波浪,海浪,不安靜的;或源自(525=搖擺),而 ([[σαίνω]] / [[σιαίνομαι]])出自([[σείω]])=搖動*)<p/>'''同源字''':1) ([[ἀσάλευτος]])不搖動的 2) ([[σαλεύω]])擺動 3) ([[σάλος]])震動<p/>'''出現次數''':總共(1);路(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 波浪的(1) 路21:25 | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 2 October 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A tossing motion, of an earthquake, χθονὸς νῶτα σεισθῆναι σάλῳ E.IT46; esp. rolling swell of the sea, πόντου σ., πόντιος σ., Id.Hec.28, IT1443: pl., πόντιοι σ. Id.Or.994 (lyr.). 2 open roadstead, roads, opp. a harbour, ἐν σάλῳ στῆναι, = σαλεύειν 11.2; ἀλίμενον μὲν σάλους δὲ ἔχον Plb.1.53.10; οὔτε λιμὴν οὔτε σ. ἐπ' ἀγκύρας D.S.3.44, cf. Agatharch.92, Peripl.M.Rubr.7 (pl.), 55. II of ships or persons in them, tossing on the sea, ἐκ πολλοῦ σ. εὕδοντ' ἐπ' ἀκτῆς S. Ph.271; σάλον εἶχεν ἡ θάλασσα Plu.Luc.10; καρηβαρεῖν ὑπὸ σ. Luc. Herm.28; ἐν τοσούτῳ σ. ναυτιάσαντα Id.Tox.19: metaph. of the ship of the state, τὰ μὲν δὴ πόλεος θεοὶ πολλῷ σ. σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν S.Ant.163; πόλις . . σαλεύει κἀνακουφίσαι κάρα βυθῶν ἔτ' οὐχ οἵα τε φοινίον σάλου Id.OT24; ἐν σάλῳ πόλις γενομένη Lys.6.49; ἔσχε . . ὁ ἀγὼν ὑποτροπὴν καὶ σ. began to waver, Plu.Alex.32, cf. Aem.18; cf. σαλεύω 11.1. 2 distemper, restlessness, perplexity, LXX Si.40.5, Gal.9.816; τῆς ψυχῆς Max.Tyr.1.1.
German (Pape)
[Seite 859] ὁ, jede schwankende, unruhige Bewegung, das Wanken, Schwanken, Schwappen; vorzüglich von der unruhigen Bewegung des Meeres, πόντου σάλος Eur. Hec. 28, πόντιος I. T. 1443, wie Ar. Th. 872; ἐκ πολλοῦ σάλου εὕδοντ' ἐπ' ἀκτῆς, Soph. Phil. 271. Dah. übertr., πόλις ἀνακουφίσαι κάρα βυθῶν ἔτ' οὐχ οἵα τε φοινίου σάλου, aus dem blutigen Meere der Krankheit, Soph. O. R. 24. – Bes. von dem Schwanken eines Schiffes, welches auf dem Meere vor Anker liegt, σάλος ἐπ' ἀγκύρας ὑπόκειται τοῖς ναυτιλλομένοις, D. Sic. 3, 44; daher auch ein Ort nahe am Ufer, der zwar keinen Hafen hat, aber den Schiffen einen Ankerplatz gewährt, πολισμάτιον ἀλίμενον μέν, σάλους δὲ ἔχον, Pol. 1, 53, 10; – und die durch das Schwanken des Schiffes hervorgebrachte Uebelkeit, καρηβαρεῖν ὑπὸ σάλου, Luc. Hermot. 28. – Uebertr., Unruhe, Erschütterung, τὰ μὲν δὴ πόλεος πολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν, Soph. Ant. 163, in welchem Sinne Alcman bei Apoll. Dysc. auch das Wort als neutr. braucht, καὶ τῆνος ἐν σάλεσιν πολλοῖς ἥμενος.
Greek (Liddell-Scott)
σάλος: (ᾰ), ὁ, ἑτερόκλ. δοτ. πληθ. Ἀλκμὰν παρ’ Ἀπολλ. Δυσκ. σάλεσσιν ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. σάλος, τό· - πᾶσα ἀσταθὴς καὶ παλμικὴ ἢ ἐπαναληπτικὴ κίνησις, ἐπὶ σεισμοῦ, χθόνος νῶτα σεισθῆναι σάλῳ Εὐρ. Ι. Τ. 46· μάλιστα ἡ ἀσταθὴς ἄνω καὶ κάτω κίνησης τῆς θαλάσσης, πόντου σ., πόντιος σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 28, Ι. Τ. 1443· οὕτως ἐν τῷ πληθ., πόντιοι σάλοι ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 994.
2) ἀνοικτὴ θάλασσα, πέλαγος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν λιμένα, ἐν σάλῳ στῆναι = σαλεύειν ΙΙ. 2, Λατ. in salo stare in ancoris, ἀλίμενον μὲν σάλους δὲ ἔχον Πολύβ. 1. 53, 10· οὔτε λιμὴν οὔτε σ. Διόδ. 3. 44, πρβλ. Ἀρρ. Περίπλ. Ἐυρθρ. θαλάσσ. σ. 5. ΙΙ. ἐπὶ πλοίων ἢ τῶν ἐν αὐτοῖς ἀνθρώπων, ἡ ἐν τῇ θαλάσσῃ ἄνω καὶ κάτω κίνησις, ταραχή, κλύδων, ἐκ πολλοῦ σάλου εὕδοντ’ ἐπ’ ἀκτῆς Σοφ. Φιλ. 271· σάλον εἶχεν θάλασσα Πλουτ. Λούκ. 10· καρηβαρεῖν ὑπὸ σ. Λουκ. Ἑρμότ. 28· ἐν τοσούτῳ σ. ναυτιάσαι ὁ αὐτ. ἐν Τοξ. 19· - μεταφορ., ἐπὶ τοῦ πλοίου τῆς πολιτείας, ταραχὴ ἐν τρικυμίᾳ, τὰ μὲν δὴ πόλεως θεοὶ πολλῷ σ. σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν Σοφ. Ἀντ. 162· πόλις … σαλεύει κἀνακουφίσαι κάρα βυθῶν ἔτ’ οὐχ οἵα τε φοινίου τε σάλου ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 22· πόλις ἐν σάλῳ ἐστὶ Λυσ. 107. 28· ἐπὶ στρατιωτῶν, σάλον ἔχειν, διατελεῖν ἐν λύπῃ καὶ δυστυχίᾳ, Πλουτ. Ἀλέξ. 32, πρβλ. Αἰμίλ. 18· πρβλ. σαλεύω ΙΙ. 1. 2) δυσάρεστος κατάστασις, ἀνησυχία, ταραχή, Ἀλκμὰν ἔνθ’ ἀνωτ., Ἑβδ. (Σειρὰχ Μ΄, 5). Ἐκ τῆς √ΣΑΛ παράγονται ὡσαύτως τὰ σάλη, σαλεύω, σαλεία, σαλάσσω, σαλᾱγέω, σάλαξ, σαλάγη, σαλύγη· καὶ σόλος· ὡσαύτως σαλαΐζω, σαλάκων· πρβλ. Λατ. sal-um· Ἀρχ. Γερμαν. swell-an (schwellen, swell)· τὸ σάλος συνήθως ἀναφέρεται εἰς τὸ ἃλς (mare)· ἀλλ’ ἡ ἐξ ἀρχῆς σημασία τοῦ σάλος εἶναι τῆς ἀστάτου κινήσεως, ἐν ᾧ τὸ ἃλς (ἡ) = mare ἔχει στενὴν σχέσιν πρὸς τὸ ἃλς (ὁ) = sal. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σάλος· φροντίς, ταραχή, κλύδων, καὶ τῆς θαλάσσης κλύδωνος κίνησις».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
agitation, particul. :
1 agitation du sol, tremblement de terre;
2 agitation des flots ; p. ext. lieu d’ancrage, mouillage ; fig. agitation, trouble ; détresse.
Étymologie: R. Σαλ, être agité ; cf. lat. salum.
English (Strong)
probably from the base of σαίνω; a vibration, i.e. (specially), billow: wave.
English (Thayer)
σάλου, ὁ, the tossing or swell of the sea (R. V. billows): Sophocles, Euripides, others.)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
1. ισχυρή κύμανση της θάλασσας, θαλασσοταραχή («ἐν πόντου σάλῳ πολλοῑς διαύλοις κυμάτων φορούμενος», Ευρ.)
2. (για πλοία, καθώς και για τους επιβάτες του) κλυδωνισμός λόγω τρικυμίας
3. μτφ. α) θορυβώδης ανακίνηση, ανατάραξη (α. «σάλο προκάλεσαν οι πρόσφατες αποκαλύψεις» β. «τὰ μὲν δὴ πόλιος θεοὶ πολλῷ σάλῳ σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν», Σοφ.)
β) μτφ. δυσάρεστη κατάσταση, ανησυχία, ταραχή («θυμὸς καὶ ζῆλος καὶ ταραχὴ καὶ σάλος καὶ φόβος θανάτου», Σοφ.)
αρχ.
1. (για σεισμό) κάθε ασταθής και παλμική κίνηση που επαναλαμβάνεται με συχνότητα («χθονὸς νῶτα σεισθῆναι σάλῳ», Ευρ.)
2. η ανοιχτή θάλασσα, το πέλαγος σε αντιδιαστολή προς το λιμάνι
3. (κατά τον Ησύχ.) «φροντίς»
4. φρ. α) «σάλον ἔχειν» — αισθάνομαι λύπη ή δυστυχία
β) «ἐν σάλῳ στῆναι»
(για πλοίο) κλυδωνίζομαι από τα κύματα της ταραγμένης θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ναυτικός όρος, άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια ή ινδοευρωπαϊκής προέλευσης. Ανεπιβεβαίωτες παραμένουν οι συνδέσεις της λ. με τους τ. τύλη / τύλος «σκληρό υπόστρωμα» ή το γερμ. schwellen «φουσκώνω». Τη λ., τέλος, δανείστηκε πιθ. η Λατινική (πρβλ. salum / salus)].
Greek Monotonic
σάλος: [ᾰ], ὁ,
I. οποιαδήποτε ασταθής κίνηση που προκαλεί δονήσεις, ταλάντωση, κλυδωνισμός, λέγεται για σεισμό, σε Ευρ.· αναταραχή ή τα φουσκωμένα κύματα της θάλασσας, θαλασσοταραχή, φουρτούνα, στον ίδ.· ομοίως στον πληθ., πόντιοι σάλοι, στον ίδ.
II. λέγεται για πλοία ή ανθρώπους που βρίσκονται μέσα σε πλοία, θαλασσοταραχή, κούνημα, κλυδωνισμός, σε Σοφ.· μεταφ., λέγεται για την πολιτεία που παρομοιάζεται με πλοίο, αναταραχή, κλυδωνισμός, στον ίδ.· βρίσκομαι σε αναταραχή, ανησυχώ, αμφιταλαντεύομαι, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
σάλος: (ᾰ) ὁ1) волнение, колебание (πόντιος σ. или πόντιοι σάλοι Eur.);
2) морская качка: ἐκ πολλοῦ σάλου Soph. после сильной качки; καρηβαρῶν ὑπὸ τοῦ σάλου Luc. страдающий головной болью от качки;
3) потрясение, смута: ἐν πολλῷ σάλῳ καὶ κινδύνῳ γενέσθαι Lys. подвергнуться страшным потрясениям и опасностям; σ. φοίνιος Soph. кровавая смута;
4) якорная стоянка, рейд Polyb., Diod.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σάλος -ου, ὁ deining (van de zee):; πόντου σάλος de deining van de zee Eur. Hec. 28; schok:; χθονὸς νῶτα σεισθῆναι σάλῳ de aardkorst werd geschokt door een aardbeving Eur. IT 46; overdr.. ἐν πολλῷ σάλῳ καὶ κινδύνῳ in veel onrust en gevaar Lys. 6.49.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: turbulent movement of the sea, flushing of the waves, also anchorage, roads as opposed to a protected harbour (S., E., Lys., hell. a. late), metaph. of an earthquake (E. IT 46), turbulent emotion (LXX, Gal., Max. Tyr.; cf. ἀσαλής, σάλη below).
Compounds: Some late compp., e.g. ἐπί-σαλος exposed to the σάλος (Secund., Peripl. M. Rubr. a.o.); prob. also in the ep. κονί-σαλος cloud of dust (s. κόνις). With transference to the σ-stems ἀ-σαλής unshaken, unconcerned (A. Fr. 319 = 634 M.) with ἀσάλ-εια f. = ἀμεριμνία, ἀλογιστία (Sophr. 113), ἀσαλεῖν ἀφροντιστῆσαι H.; to this, prob. as backformation, σάλη, σάλα f. = φροντίς (Et. Gen., H.).
Derivatives: Denomin.: 1. σαλεύω, also w. prefix, e.g. ἀπο-, ἐπι-, δια-, prop. of the ship to roll (on the waves), to throw oneself about, to oscillate, trans. to make oscillate, to shock (Att. since A., also Hp., hell. a. late) with σάλευσις (δια-) f. oscillation (Arist. a.o.), σάλευμα n. id. (D. Chr.). 2. σαλόομαι to go with a rocking motion (EM as explanation of σαλάκων). -- With velar suffix: 1. σάλαξ, -ακος m. large sieve of mineworkers (Arist. or Thphr. ap. Poll.), also as Att. name of a potter (Σάλαχς; Krahe IF 57, 113), -αγξ μεταλλικὸν σκεῦος H.; σαλάκων, -ωνος m. boaster, swaggerer, dandy (Arist.; of the varying Ganges) with σαλακων-ία (-εία) f. (Arist., Alciphr.), -ίζω (δια- Ar.), -ίζομαι, -εύομαι (H., Phot., Suid.); σαλάσσω (ἐκ-) to shake (Nic., AP), prob. directly from σάλος after τινάσσω, ταράσσω a.o. 2. σαλαγέω = σαλάσσω, σαλεύω (Opp., Orac. ap. Luc.), σαλαγή βοή H.; cf. πατα-γέω, -σσω.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Orig. technical word of sailors language; without convincing etymology. A very doubtful hypothesis (Lat. tullius etc.) s. τύλη, τύλος. -- Furnée 256 connects θάλασσα\/*σάλασσα (s.v.) and ζάλη, ζάλος tornado, whirlpool and concludes that the word is Pre-Greek. This is confirmed\/shown by the suffixes -αγ-, -ακ-, -αγκ-; cf. σηλαγγεύς (s.v.). -- Lat. LW [loanword] salus, salum ?
Middle Liddell
σά˘λος, ὁ,
I. any unsteady, tossing motion, of an earthquake, Eur.: the tossing or rolling swell of the sea, Eur.; so in pl., πόντιοι σάλοι Eur.
II. of ships or persons in them, a tossing on the sea, Soph.: —metaph. of the ship of the state, tempest-tossing, Soph.; σάλον ἔχειν to be in distress, Plut.
Frisk Etymology German
σάλος: {sálos}
Grammar: m.
Meaning: unruhige Bewegung des Meeres, Wogenschwall, auch Ankerplatz, Reede im Gegensatz zum geschützten Hafen (S., E., Lys., hell. u. sp.), übertr. vom Erdbeben (E. IT 46), unruhige Gemütsbewegung (LXX, Gal., Max.Tyr.; vgl. ἀσαλής, σάλη unten).
Composita : Einige sp. Kompp., z.B. ἐπίσαλος [[dem σάλος ausgesetzt]] (Secund., Peripl. M. Rubr. u.a.); wohl auch das ep. κονίσαλος Staubwolke (s. κόνις). Mit Umbiegung in die σ-Stämme ἀσαλής unerschüttert, unbekümmert (A. Fr. 319 = 634 M.) mit ἀσάλεια f. = ἀμεριμνία, ἀλογιστία (Sophr. 113), ἀσαλεῖν· ἀφροντιστῆσαι H.; dazu, wohl als Rückbildung, σάλη, σάλα f. = φροντίς (Et. Gen., H.).
Derivative: Denominativa : 1. σαλεύω, auch m. Präfix, z.B. ἀπο-, ἐπι-, δια-, eig. vom Schiff ‘(auf den Wogen) rollen, sich hin und her werfen, schwanken’, trans. ins Schwanken bringen, erschüttern (att. seit A., auch Hp., hell. u. sp.) mit σάλευσις (δια-) f. Schwankung (Arist. u.a.), σάλευμα n. ib. (D. Chr.). 2. σαλόομαι mit schwankender Haltung gehen (EM als Erklärung von σαλάκων). — Mit Gutturalsuffix : 1. σάλαξ, -ακος m. grobes Sieb der Bergarbeiter (Arist. od. Thphr. ap. Poll.), auch als att. Töpfername (Σάλαχς; Krahe IF 57, 113), -αγξ· μεταλλικὸν σκεῦος H.; σαλάκων, -ωνος m. Aufschneider, Prahler, Stutzer (Arist.; wegen des schwankenden Ganges) mit σαλακωνία (-εία) f. (Arist., Alkiphr.), -ίζω (δια- Ar.), -ίζομαι, -εύομαι (H., Phot., Suid.); σαλάσσω (ἐκ-) schütteln (Nik., AP), wohl direkt von σάλος nach τινάσσω, ταράσσω u.a. 2. σαλαγέω = σαλάσσω, σαλεύω (Opp., Orac. ap. Luk.), σαλαγή· βοή H.; vgl. παταγέω, -σσω.
Etymology : Urspr. Fachwort der Seemannsprache; ohne überzeugende Etymologie. Eine ganz fragliche Hypothese (lat. tullius usw.) s. τύλη, τύλος. Nach Carnoy Ant. class. 24, 22 (mit Curtius 372) zu nhd. schwellen usw. (pelasgisch). — Lat. LW salus, salum ?
Page 2,673-674
Chinese
原文音譯:s£loj 沙羅士詞類次數:名詞(1)
原文字根:搖動(著)
字義溯源:震動*,波浪,海浪,不安靜的;或源自(525=搖擺),而 (σαίνω / σιαίνομαι)出自(σείω)=搖動*)
同源字:1) (ἀσάλευτος)不搖動的 2) (σαλεύω)擺動 3) (σάλος)震動
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 波浪的(1) 路21:25