πάτος: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> pas, marche;<br /><b>2</b> chemin battu, route frayée ; <i>fig.</i> τὰ [[ἔξω]] πάτου ὀνόματα LUC les mots qui sortent de l'ornière commune.<br />'''Étymologie:''' R. Πατ, fouler ; cf. <i>lat.</i> pons, <i>skr.</i> pathas. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> pas, marche;<br /><b>2</b> chemin battu, route frayée ; <i>fig.</i> τὰ [[ἔξω]] πάτου ὀνόματα LUC les mots qui sortent de l'ornière commune.<br />'''Étymologie:''' R. Πατ, fouler ; cf. <i>lat.</i> pons, <i>skr.</i> pathas. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πάτος -ου, ὁ [~ πατέω] het lopen, stap:. πάτος ἀνθρώπων rondlopende mensen Od. 9.119. pad:; ἦ γὰρ ἀπ’ ἀνθρώπων ἐκτὸς πάτου ἐστιν want (deze weg) ligt ver weg van het pad der mensen Parm. B 1.27; overdr.. ἔξω πάτου ὀνόματα buitensporige woorden Luc. 59.44. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πάτος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[шаг]], [[движение]] (ἀνθρώπων Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[тропа]], [[дорога]]: κιόντες ἐκ πάτου Hom. уйдя (свернув) с дороги; πάτον ἀνθρώπων ἀλεείνων Hom. избегая людных троп; τὰ [[ἔξω]] πάτου ὀνόματα Luc. необычные (малоупотребительные) слова. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πάτος:''' ὁ, περπατημένος ή ποδοπατημένος [[δρόμος]], [[μονοπάτι]], σε Όμηρ.· μεταφ., [[ἔξω]] πάτου, έξω από τον δρόμο, σε Λουκ. | |lsmtext='''πάτος:''' ὁ, περπατημένος ή ποδοπατημένος [[δρόμος]], [[μονοπάτι]], σε Όμηρ.· μεταφ., [[ἔξω]] πάτου, έξω από τον δρόμο, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 23:40, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ] (A), ὁ, A trodden way or beaten way, path, κιόντες ἐκ πάτου ἐς σκοπιήν Il.20.137; πάτον ἀνθρώπων ἀλεείνων 6.202; οὐ μὲν γὰρ πάτος ἀνθρώπων ἀπερύκει Od.9.119; ὅ τις πάτου ἔκτοθεν ἦεν ἀνθρώπων A.R. 3.1201: metaph., ἔξω πάτου ὀνόματα out-of-the-way words, Luc.Hist. Conscr.44. 2 floor, βαλανείου PFlor.384.27 (pl., V A. D.). 3 treading, prob. cj. in Thphr.HP6.6.10. II dirt, dung, Nic.Al. 535, Th.933; scrapings of oil, etc., Gal.12.116,283. III πύρινος πάτος prob. wheat-field, PSI8.883.8 (ii A.D.): the sense food, Sch.Ar. Pl.1185, invented to explain ἀπόπατος. (Cf. Skt. pánthās, Slav. pątǐ 'path', Lat. pons 'causeway'; v. πόντος.)
[ᾰ] (B), εος, τό, robe worn by Hera, Call.Fr.495.
German (Pape)
[Seite 535] ὁ, 1) der betretene Weg, Pfad, Fußsteig, Il. 20, 137. – 2) das Treten, der Tritt, πάτος ἀνθρώπων, Schritt und Tritt der Menschen, Il. 6, 202 Od. 9, 119, u. so sp. D., wie Ap. Rh. χῶρον, ὅτις πάτου ἔκτοθεν ἦεν ἀνθρώπων, 3, 1201; u. übertr., μήτε ἀποῤῥήτοις καὶ ἔξω πάτου ὀνόμασι, μήτε τοῖς ἀγοραίοις, Luc. hist. conscr. 44, vgl. Pseudol. 13. – 3) Koth der Thiere, Nic. Al. 535, Schol. ἀφόδευμα, Ther. 933. – 4) Nach Hesych. auch ἔνδυμα τῆς Ἥρας.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 pas, marche;
2 chemin battu, route frayée ; fig. τὰ ἔξω πάτου ὀνόματα LUC les mots qui sortent de l'ornière commune.
Étymologie: R. Πατ, fouler ; cf. lat. pons, skr. pathas.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάτος -ου, ὁ [~ πατέω] het lopen, stap:. πάτος ἀνθρώπων rondlopende mensen Od. 9.119. pad:; ἦ γὰρ ἀπ’ ἀνθρώπων ἐκτὸς πάτου ἐστιν want (deze weg) ligt ver weg van het pad der mensen Parm. B 1.27; overdr.. ἔξω πάτου ὀνόματα buitensporige woorden Luc. 59.44.
Russian (Dvoretsky)
πάτος: ὁ
1) шаг, движение (ἀνθρώπων Hom.);
2) тропа, дорога: κιόντες ἐκ πάτου Hom. уйдя (свернув) с дороги; πάτον ἀνθρώπων ἀλεείνων Hom. избегая людных троп; τὰ ἔξω πάτου ὀνόματα Luc. необычные (малоупотребительные) слова.
Greek (Liddell-Scott)
πάτος: ὁ, ἡ πεπατημένη ὁδός, κιόντες ἐκ πάτου ἐς σκοπιήν, «ἐκ πεπατημένης ὁδοῦ εἰς τόπον σκοπιὰν ἔχοντα» (Σχόλ.), Ἰλ. Υ. 137· πάτον ἀνθρώπων ἀλεείνων Ζ. 202· οὐ μὲν γὰρ πάτος ἀνθρώπων ἀπερύκει Ὀδ. Ι. 119· ὅ τις πάτου ἔκτοθεν ἦεν ἀνθρώπων Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1201· - μεταφορ., ἔξω πάτου ὀνόματα, λέξεις ἔξω τῶν συνήθων, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 44 ΙΙ. ἀφόδευμα, ἀποπάτημα, ἠὲ πάτον στρουθοῖο Νικ. Ἀλεξιφ. 535, Θηρ. 933· - ἡ σημασία τροφὴ ἡ ἀποδιδομένη εἰς τὴν λέξιν ἐν τοῖς εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1185 Σχολίοις εἶναι ἁπλῶς ἐπίνοια πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξ. ἀπόπατος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πάτος· ἡ πεπατημένη καὶ λεωφόρος ὁδός. καὶ κόπρος». (Πρβλ. Σανσκρ. pathas καὶ Σλαυ. pati (path)· ὡσαύτως Λατιν. pons (δίοδος, πάροδος, Κικ. πρ. Ἀττ. 1. 14, 5), καὶ ἴσως πόντος (πρβλ. ὑγρὰ κέλευθα)· οὕτω παρεισάγεται τὸ ν εἰς τὰς λέξεις βάθος βένθος, πάθος πένθος).
English (Autenrieth)
treading, step, Od. 9.119; meaning ‘the society’ of men, Il. 6.602; trodden way, path, Il. 20.137.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, ΝΜΑ, και πάτος, τὸ, Μ
η ενέργεια του πατῶ, το πάτημα
νεοελλ.
1. το κατώτατο, το πιο χαμηλό μέρος ενός πράγματος, η βάση
2. στον πληθ. οι πάτοι
α) οι σόλες, τα καττύματα τών παπουτσιών
β) τα εσωτερικά υποστρώματα τών παπουτσιών
3. μτφ. το τέρμα, η άκρη, το τέλος κάθε εργασίας ή προσπάθειας («τήν έβγαλες τη δουλειά ώς τον πάτο»)
4. μτφ. η έδρα, ο πρωκτός («του βγήκε ο πάτος» — κατεξαντλήθηκε, κατακουράστηκε, δεινοπάθησε)
5. (σχετικά με θάλασσα, λίμνη, δοχείο, σκεύος) ο πυθμένας
6. (με αισχρή σημ.) (για γυναίκα) μανούλι, κόμματος
7. φρ. α) «βρίσκω (τον) πάτο» — αγγίζω τον πυθμένα, φτάνω στο τέλος
β) «η ψυχή του δεν θα βρει πάτο» — θα πάει στον πυθμένα της κόλασης για τα αμαρτήματά του
γ) «από την κορφή ώς τον πάτο» — πατόκορφα, από την κορυφή ώς τα νύχια
δ) «άσπρο πάτο»
(ως προτροπή σε οινοποσία) ας το πιούμε ώς την τελευταία γουλιά μεμιάς
νεοελλ.-μσν.
(για αντικείμενα χωρητικότητας) το κατώτατο μέρος, ο πυθμένας («γυαλόχτιστος φισκίνα, γυαλὶν τὸ πάτος, τὰ πλευρά», Λίβ. Ρόδ.)
αρχ.
1. κοπριά, περίττωμα, ακαθαρσία, βρομιά («πάτον στρουθοῑο», Νίκ.)
2. απορρίμματα, σκουπίδια, αποξέσματα
3. ο πατημένος δρόμος, το μέρος που χαράχθηκε με πατήματα («πάτον ἀνθρώπων», Ομ. Ιλ.)
4. φρ. α. «πύρινος πάτος» — αγρός σπαρμένος με σιτάρι πάπ.
β. «ἔξω πάτου ὀνόματα» — λέξεις γλωσσηματικές ή σπάνιες, ασυνήθιστες
μσν.-αρχ.
το δάπεδο, το πάτωμα («πάτος βαλανείου», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πατώ].
(II)
ὁ, Α
τροφή (κατά την ερμηνεία του Σχολιαστή του Αριστοφάνη, ερμηνεία που είναι επινόησή του για να ερμηνεύσει τη λ. απόπατος στην κωμωδία Πλούτος.
(III)
τὸ, Α
μακρύς πέπλος ή εσθήτα, μακρύ φόρεμα ώς το έδαφος («Ἥρης πάτος», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. πάτος, ουδ. γένους αναλογικά προς τα: εἶμα «ένδυμα, ρούχο», φᾶρος «μεγάλο κομμάτι υφάσματος», αποτελεί υποχωρητ. παρ. του ρ. πατῶ και έχει, επομένως, σημ. «μακρύ φόρεμα που σέρνει κάτω και το οποίο πατά κανείς». Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, η λ. συνδέεται με γερμ. spinnen «γνέθω», γοτθ. spinnan, λιθουαν. pinu «πλέκω»].
Greek Monotonic
πάτος: ὁ, περπατημένος ή ποδοπατημένος δρόμος, μονοπάτι, σε Όμηρ.· μεταφ., ἔξω πάτου, έξω από τον δρόμο, σε Λουκ.
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: m.
Meaning: road, path
See also: s. πόντος and πατέω.
2. Meaning: = nourishment, τροφή
See also: s. πατέομαι.
3.
Grammatical information: n.
Meaning: = ἔνδυμα τῆς Ἥρας (Call.Fr. 495, H.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [988] *(s)pend- spin
Etymology: After Bq and WP. 2, 661 (as supposition) to spinnen, Goth. spinnan etc.; s-less forms in Lith. pinù plait, OCS pьnǫ strain (cf. on πένομαι). But perhaps just backformation of πατέω as "what is tread" = long, cloth reaching to the feet, train, the ntr. after φᾶρος, εἷμα a.o. (?; Frisk Eranos 38, 46). The etym. is far from certain, of course.
Middle Liddell
πάτος, ὁ,
a trodden or beaten way, path, Hom.: —metaph., ἔξω πάτου out-of-the-way, Luc.
Frisk Etymology German
πάτος: 1.
{pátos}
Grammar: m.
Meaning: Weg, Pfad
See also: s. πόντος und πατέω.
Page 2,482
2.
{pátos}
Meaning: = Nahrung, τροφή
See also: s. πατέομαι.
Page 2,482
3.
{pátos}
Grammar: n.
Meaning: = ἔνδυμα τῆς Ἥρας (Kall.Fr. 495, H.).
Etymology: Nach Bq und WP. 2, 661 (als Vermutung) zu spinnen, got. spinnanusw.; slose Formen in lit. pinù flechten, aksl. pьnǫ spannen(vgl. zu πένομαι). Aber vielleicht nur Rückbildung von πατέω als "das Getretene" = langes, bis an die Füße hinabreichendes Kleid, Schleppe, das Ntr. nach φᾶρος, εἷμα u.a. (FriskEranos 38, 46).
Page 2,482