συντυχία: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") |
|||
(33 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syntychia | |Transliteration C=syntychia | ||
|Beta Code=suntuxi/a | |Beta Code=suntuxi/a | ||
|Definition=Ion. | |Definition=Ion. [[συντυχίη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[occurrence]], [[happening]], [[incident]], freq. with a qualifying epithet, ἀγαθή Thgn.590 = Sol.13.70; συντυχία [[κρυόεις|κρυόεσσα]] Pi.''I.''1.38; δεινὴ καὶ μεγάλη [[Herodotus|Hdt.]]3.43; κατὰ σ. ἀγαθήν [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''544 (lyr.); <b class="b3">καλὴ ἡ ξυντυχία</b>, the [[conjuncture]] is [[fair]], Th.1.33; <b class="b3">ἐρωτικὴ ξυντυχία</b> an [[incident]] of a [[love]]-[[affair]], Id.6.54: without any qualifying word, <b class="b3">μεταλλαγαὶ συντυχίας</b> [[change]]s of [[fortune]], E.''HF''766 (lyr.); σ. τις τοιαύτη ἐπεγένετο [[Herodotus|Hdt.]]3.121; συντυχίῃ ταύτῃ χρησαμένη Id.5.41; <b class="b3">θυμοῦμαι τῇ ξυντυχίᾳ</b> Ar.''Ra.''1006 (anap.); <b class="b3">ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας.. ἔσχεν</b> according to the [[circumstance]]s of each [[party]], Th.7.57; <b class="b3">ἅμα τοῦ ἔργου τῇ ξυντυχίᾳ</b> [[at the very moment of action]], Id.3.112; <b class="b3">ἀπὸ τοιαύτης ξυντυχίας</b> Id.5.11; [[κατὰ συντυχίην]] = [[by chance]], [[Herodotus|Hdt.]]3.74, 9.21; <b class="b3">κατά τινα συντυχίαν</b> Plb.10.32.3, Gal.16.837; [[κατὰ συντυχίαν]] also, [[as it happens]], [[as a matter of fact]], ''OGI'' 331.19 (Pergam., ii B.C.): pl., the [[chance]]s or [[incident]]s of [[life]], [[circumstance]]s, Th.3.45.<br><span class="bld">2</span> abs. also, acc. to the [[context]], of [[good]] or [[evil]] [[chance]]s,<br><span class="bld">a</span> [[happy]] [[event]], [[success]], Pi.''P.''1.36 (pl.); συντυχίῃ χρησάμενος καὶ σοφίῃ [[Herodotus|Hdt.]]1.68; <b class="b3">θεῶν ἐπὶ συντυχίαις</b> the [[happy]] [[issue]]s due to them, [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''157 (anap.).<br><span class="bld">b</span> [[mishap]], [[mischance]], ξυντυχίᾳ βαρυνόμενοι Cratin.166, cf. E.''Tr.''1119 (anap.), ''El.''1358 (anap.), Pl. ''Phdr.''248c, etc.<br><span class="bld">c</span> <b class="b3">μειράκιον.. ἀποσκορακίσαν τὴν τοῦ Πυθαγόρου σ.</b> the [[intervention]] of P., Iamb.''VP''25.112. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ας (ἡ) :<br />rencontre, <i>càd</i> conjoncture, événement : [[ὡς]] ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας ἔσχεν THC chacun suivant les circonstances ; [[ἅμα]] τοῦ ἔργου τῇ ξυντυχίᾳ THC au moment précis de l'action ; ἀπὸ τοιαύτης [[ξυντυχία]]ς THC par suite d'une telle rencontre ; κατὰ συντυχίην <i>(ion.)</i> HDT par hasard ; αἱ συντυχίαι les hasards de la vie, les circonstances, les événements ; <i>abs.</i> événement heureux <i>ou</i> malheureux.<br />'''Étymologie:''' [[συντυγχάνω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συντυχία -ας, ἡ Att. ook ξυντυχία [συντυγχάνω] ‘samen-loop’ van omstandigheden (toevallige) gebeurtenis, voorval; συντυχίη τις τοιαύτη ἐπεγένετο het volgende voorval deed zich voor Hdt. 3.121.2; γενήσεται... ὑμῖν πειθομένοις καλὴ ἡ ξυντυχία... τῆς ἡμετέρας χρείας als jullie instemmen, zal dit voorval van onze noodoproep voor jullie gunstig uitpakken Thuc. 1.33; vaak ongunstig ongeval, ongeluk; συντυχίη δεινή een vreselijk ongeluk Hdt. 3.43.7; τινι συντυχίᾳ χρησαμένη doordat zij (de ziel) een ongeluk heeft meegemaakt Plat. Phaedr. 248c; ook mv.. αἱ... ἄλλαι ξυντυχίαι de andere lotgevallen Thuc. 3.45.4. lot, toeval, geluk. κατὰ συντυχίην bij toeval Hdt.; καὶ συντυχίῃ χρησάμενος καὶ σοφίῃ met behulp van zowel geluk als wijsheid Hdt. 1.68.2; ἐκύησε... συντυχίῃ ταύτῃ χρησαμένη zij werd toevallig zwanger, dat kwam precies zo uit Hdt. 5.41.1; μεταλλαγαὶ συντυχίας de wispelturigheden van het lot Eur. HF 766. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, ion. [[συντυχίη]], <i>das [[Zusammentreffen]], [[Ereignis]], [[Begebnis]], [[Erfolg]]</i>; Theogn. 590; κρυόεσσα, Pind. <i>I</i>. 1.38; μεταλλαγαὶ συντυχίας, Eur. <i>Herc.Fur</i>. 766; Her. κατὰ συντυχίην, <i>[[zufällig]]</i>, 3.74, 9.21, 91; bes. <i>ein glückliches [[Ereignis]], [[glücklicher]] [[Ausgang]]</i>, Pind. <i>P</i>. 1.36, wie Soph. <i>Ant</i>. 158; Eur. <i>Hec</i>. 215; Ar. <i>Ran</i>. 1004; ἀγαθή, <i>Av</i>. 545; auch <i>[[Unfall]]</i>, καί τινι συντυχίᾳ χρησαμένη, Plat. <i>Phaedr</i>. 248c; Thuc. 3.45 und [[öfter]], wie [[Folgende]]; κατά τινα συντυχίαν, <i>[[zufällig]]</i>, Pol. 10.32.3. – Später = <i>das [[Zusammenkommen]]</i>, bes. <i>[[Unterredung]]</i>, und überhaupt <i>[[Bekanntschaft]]</i>. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''συντῠχία:''' ион. συντῠχίη ἡ<br /><b class="num">1</b> [[случай]], [[происшествие]], [[приключение]], [[стечение обстоятельств]]: ἐρωτικὴ ξ. Thuc. любовное приключение; κατὰ συντυχίην Her. случайно; κατὰ συντυχίαν ἀγαθήν Arph. благодаря счастливой случайности, к счастью; ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας ἔσχεν Thuc. как кому пришлось;<br /><b class="num">2</b> [[благоприятное стечение обстоятельств]], [[счастливый случай]], [[удача]] (συντυχίῃ [[χρησάμενος]] Her.): [[θεῶν]] ἐπὶ συντυχίαις Soph. благодаря ниспосланным богами счастливым обстоятельствам;<br /><b class="num">3</b> [[несчастный случай]], [[несчастье]], [[беда]]: καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι συντυχίαι Eur. следующие друг за другом бедствия; συντυχίᾳ τινὶ [[χρησάμενος]] Plat. став жертвой какого-л. несчастья (ср. 2). | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 25: | Line 31: | ||
|lsmtext='''συντῠχία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i> ([[συντυγχάνω]])·<br /><b class="num">1.</b> τυχαίο [[γεγονός]], [[σύμπτωση]], [[συγκυρία]], [[τύχη]], [[περίσταση]], [[συμβάν]], σε Σόλωνα, Ηρόδ., Αττ.· <i>ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας ἔσχεν</i>, σύμφωνα με τις περιστάσεις ή την [[τύχη]] [[κάθε]] πλευράς, σε Θουκ.· <i>κατὰ συντυχίην</i>, κατά [[τύχη]], τυχαία, σε Ηρόδ.· στον πληθ., συγκυρίες της ζωής, περιστάσεις, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μερικές φορές, [[ευτυχής]] [[συγκυρία]], [[καλή]] [[τύχη]] ή [[επιτυχία]], σε Πίνδ., Ηρόδ.· [[ατυχής]] [[συγκυρία]], [[ατυχία]], σε Ευρ. | |lsmtext='''συντῠχία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i> ([[συντυγχάνω]])·<br /><b class="num">1.</b> τυχαίο [[γεγονός]], [[σύμπτωση]], [[συγκυρία]], [[τύχη]], [[περίσταση]], [[συμβάν]], σε Σόλωνα, Ηρόδ., Αττ.· <i>ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας ἔσχεν</i>, σύμφωνα με τις περιστάσεις ή την [[τύχη]] [[κάθε]] πλευράς, σε Θουκ.· <i>κατὰ συντυχίην</i>, κατά [[τύχη]], τυχαία, σε Ηρόδ.· στον πληθ., συγκυρίες της ζωής, περιστάσεις, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μερικές φορές, [[ευτυχής]] [[συγκυρία]], [[καλή]] [[τύχη]] ή [[επιτυχία]], σε Πίνδ., Ηρόδ.· [[ατυχής]] [[συγκυρία]], [[ατυχία]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συντῠχία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[σύμπτωσις]], τυχαία [[περίπτωσις]], [[συγκυρία]], [[τύχη]], τὸ δὲ [[εἶδος]] τῆς συντυχίας ὁρίζεται δι’ ἐπιθέτου, ἀγαθὴ Θέογν. 590, Σόλων 13. 70· σ. κρυόεσσα Πινδ. Ι. 1, 54· δεινὴ καὶ [[μεγάλη]] Ἡρόδ. 3. 43· κατὰ σ. ἀγαθὴν Ἀριστοφάν. Ὄρν. 544· καλὴ ἡ ξ., ἡ [[περίπτωσις]] [[εἶναι]] καλή, Θουκ. 1. 33· ἐρωτικὴ ξ., συμβὰν ἐρωτικόν, ὁ αὐτ. 6. 54· ― ἀκολούθως [[ἄνευ]] προσδιορισμοῦ, μεταλλαγαὶ ξυντυχίας, μεταβολαὶ τῆς τύχης, Εὐριπ. Ἡρακλ. Μαιν. 766· σ. τις τοιαύτη ἐγένετο Ἡρόδ. 3. 121· συντυχίῃ [[ταύτῃ]] χρᾶσθαι ὁ αὐτ. 5. 41· θυμοῦμαι τῇ ξ. Ἀριστοφάν. Βάτρ. 1006· ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας… ἔσχεν, κατὰ τὴν τύχην ἢ τὰς περιστάσεις ἑκάστου, Θουκ. 7. 57· ἅμα τοῦ ἔργου τῇ ξ., κατ’ αὐτὴν τὴν στιγμὴν τῆς ἐνεργείας, ὁ αὐτ. 3. 112· ἀπὸ τοιαύτης ξ. ὁ αὐτ. 5. 11· κατὰ συντυχίην, ἐκ τύχης, κατὰ τύχην, τυχαίως, Ἡρόδ. 3, 74., 9. 21· κατά τινα σ. Πολύβ. 10. 32, 3· ― ἐν τῷ πληθ., τὰ συμβεβηκότα, αἱ τύχαι τοῦ βίου, αἱ περιστάσεις, Θουκ. 3. 45. 2) ἀπολ., [[ὡσαύτως]], κατὰ τὴν τοῦ λόγου συνέχειαν ἐπὶ καλῆς ἢ κακῆς τύχης, ἐπὶ εὐτυχίας ἢ δυστυχίας, α) εὐτυχὲς συμβάν, [[ἐπιτυχία]], Πινδ. Π. 1. 70· συντυχίῃ χρᾶσθαι καὶ σοφίῃ Ἡρόδ. 1. 66· θεῶν ἐπὶ συντυχίαις, ἐπὶ ταῖς εὐτυχίαις, αἱ ὁποῖαι ἐξ αὐτῶν προέρχονται, Σοφ. Ἀντ. 158. β) [[δυστυχία]], [[δυστύχημα]], συντυχίᾳ βαρυνόμενοι Κρατῖν. ἐν «Πλούτῳ» 7, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 1119, ἐν Ἠλ. 1358, Ἡρ. Μαιν. 766. Πλάτ. Φαῖδρ. 248C. ΙΙ. μεταγεν., [[συναναστροφή]], γνωριμία, Συνεσ. Ἐπιστ. 100, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=συντῠχία, ἡ, [[συντυγχάνω]]<br /><b class="num">1.</b> an [[occurrence]], a hap, [[chance]], [[event]], [[incident]], [[Solon]]., Hdt., | |mdlsjtxt=συντῠχία, ἡ, [[συντυγχάνω]]<br /><b class="num">1.</b> an [[occurrence]], a hap, [[chance]], [[event]], [[incident]], [[Solon]]., Hdt., Attic; ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας ἔσχεν according to the circumstances of [[each]] [[party]], Thuc.; κατὰ συντυχίην by [[chance]], Hdt.:—in pl. the chances of [[life]], circumstances, Thuc.<br /><b class="num">2.</b> [[sometimes]] a [[happy]] [[chance]], [[success]], Pind., Hdt.;—or a [[mishap]], [[misfortune]], Eur. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':sugkur⋯a 尋-去里阿<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':共同-認可<br />'''字義溯源''':偶然發生,偶然,相合;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[κύπτω]])X*=發生)組成,其中 ([[κύπτω]])X*出自([[κύριος]])=主,主宰),而 ([[κύριος]])出自([[κυριότης]])X*=至高)<br />'''出現次數''':總共(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 偶然(1) 路10:31 | |sngr='''原文音譯''':sugkur⋯a 尋-去里阿<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':共同-認可<br />'''字義溯源''':偶然發生,偶然,相合;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[κύπτω]])X*=發生)組成,其中 ([[κύπτω]])X*出自([[κύριος]])=主,主宰),而 ([[κύριος]])出自([[κυριότης]])X*=至高)<br />'''出現次數''':總共(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 偶然(1) 路10:31 | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[accident]], [[chance]], [[event]], [[incident]], [[occurrence]] | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[σύμπτωση]], [[τύχη]]). Ἀπό τό συντυχεῖν τοῦ [[συντυγχάνω]] → σύν + [[τυγχάνω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[eventus]], [[casus]]'', [[event]], [[chance]], I. 33, [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.45.4/ 3.45.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.82.2/ 3.82.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.112.7/ 3.112.7], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.11.2/ 5.11.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.54.1/ 6.54.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.57.1/ 7.57.1]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[success]]=== | |||
Afrikaans: sukses; Albanian: sukses; Arabic: نَجَاح; Armenian: հաջողություն; Azerbaijani: uğur, müvəffəqiyyət; Bashkir: уңыш; Basque: arrakasta; Belarusian: поспех; Bengali: কামিয়াবি, সফলতা, সাফল্য; Bulgarian: успех; Burmese: ဇေယျ, အောင်ပန်း; Catalan: succés, èxit; Chechen: аьтто; Chinese Cantonese: 成功; Dungan: чынгун; Mandarin: 成功; Min Nan: 成功; Czech: úspěch, zdar; Danish: succes; Dutch: [[succes]], [[welgang]], [[goed gevolg]]; Estonian: edu; Faroese: gott úrslit; Finnish: menestys, onnistuminen; French: [[succès]]; Galician: éxito; Georgian: წარმატება; German: [[Erfolg]]; Greek: [[επιτυχία]]; Ancient Greek: [[ἐπίτευγμα]], [[ἐπίτευξις]], [[ἐπιτυχία]], [[εὐδαιμονία]], [[εὐδαιμονίη]], [[εὐδαιμοσύνη]], [[εὐημέρημα]], [[εὐημερία]], [[εὐμοιρία]], [[εὐπράγημα]], [[εὐπραγία]], [[εὐπραξία]], [[εὔπραξις]], [[εὐπρηγίη]], [[εὐπρηξίη]], [[εὔροια]], [[εὐτύχημα]], [[κάρτος]], [[κατόρθωμα]], [[κατόρθωσις]], [[κράτος]], [[κρέτος]], [[μεγαλοπραγία]], [[ξυντυχία]], [[οὐριότης]], [[πρᾶξις]], [[προκοπή]], [[προτέρημα]], [[συντυχία]], [[συντυχίη]], [[τὰ χρηστά]], [[τὸ εὐτυχές]], [[τὸ κατορθοῦν]], [[τὸ ὀρθούμενον]], [[τύχη]], [[χάρις]]; Haitian Creole: siksè; Hebrew: הַצלָחָה; Hindi: सफलता, सफ़लता; Hungarian: eredmény, kimenetel, siker; Icelandic: árangur; Indonesian: keberhasilan, sukses; Ingush: аьттув; Interlingua: successo; Irish: áitheas; Italian: [[successo]]; Japanese: 成功; Kannada: ಯಶಸ್ಸು; Kazakh: жетістік, табыс; Khmer: ជោគជ័យ; Korean: 성공(成功); Kurdish Central Kurdish: سەرکەوتن; Kyrgyz: ийгилик, жетишкендик; Ladino: reushita, reushidad, sukseso; Lao: ຄວາມສຳເລັດ, ຜົນສຳເລັດ; Latin: [[successus]], [[fructus]]; Latvian: veiksme; Lithuanian: sėkmė; Luxembourgish: Succès; Macedonian: успех; Maori: angitu; Marathi: यश; Mongolian Cyrillic: амжилт; Norwegian Bokmål: suksess; Nynorsk: suksess; Old English: spēd; Pashto: کامراني; Persian: موفقیت, سوکسه; Polish: powodzenie, sukces; Portuguese: [[sucesso]], [[êxito]]; Romanian: succes, succese; Russian: [[успех]], [[удача]]; Rusyn: успіх; Sanskrit: स्वस्ति; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀спех, у̀спјех; Roman: ùspeh, ùspjeh; Slovak: úspech; Slovene: uspeh; Sorbian Lower Sorbian: wuspěch; Spanish: [[éxito]], [[acierto]]; Swedish: framgång, succé; Tagalog: tagumpay; Tajik: муваффақият; Tamil: வெற்றி; Tatar: уңыш; Telugu: లక్ష్యాన్ని చేరుట; Thai: ความสำเร็จ, ผลสำเร็จ; Turkish: başarı, sükse; Turkmen: üstünlik; Ukrainian: успіх; Urdu: کامْیابی; Uyghur: ئۇتۇق, مۇۋەپپەقىيەت; Uzbek: muvaffaqiyat, yutuq; Vietnamese: sự thành công; Volapük: plöp; Welsh: llwyddiant; Yiddish: הצלחה | |||
===[[conversation]]=== | |||
Afrikaans: gesprek; Albanian: llafosje, bisedë; Arabic: مُحَادَثَة, مُكَالَمَة, حِوَار; Armenian: խոսակցություն, զրույց, երկխոսություն; Asturian: conversación; Azerbaijani: söhbət, qonuşma, danışıq; Basque: elkarrizketa; Belarusian: размова, гутарка; Bhojpuri: 𑂥𑂰𑂞𑂍𑂯𑂲; Bulgarian: разговор, беседа, диалог, общуване, разговаряне; Burmese: အပြော; Catalan: conversa, conversació; Chinese Mandarin: 會話/会话, 談話/谈话, 對話/对话; Cornish: keskows, keskowsow; Crimean Tatar: qonuşma, subet, musaabe; Czech: konverzace, rozhovor; Dalmatian: conversatiaun; Danish: konversation, samtale; Dutch: [[gesprek]], [[conversatie]]; Esperanto: konversacio, interparolo; Estonian: vestlus; Faroese: samrøða, prát; Finnish: keskustelu; French: [[conversation]]; Galician: conversación, conversa; Georgian: საუბარი, ლაპარაკი; German: [[Gespräch]], [[Unterhaltung]], [[Konversation]]; Alemannic German: Underhaltig; Greek: [[συνομιλία]], [[συζήτηση]], [[συνδιάλλαξη]], [[συνδιάλεξη]], [[κουβέντα]]; Ancient Greek: [[διαλάλησις]], [[διάλεκτος]], [[διάλεξις]], [[διαλογή]], [[διαλογισμός]], [[διάλογος]], [[διατριβή]], [[διερμήνευσις]], [[ἔντευξις]], [[ἐντυχία]], [[κοινολογία]], [[λαλιά]], [[λαλιή]], [[λέσχαι]], [[λέσχη]], [[λόγος]], [[μῦθος]], [[ξυνουσία]], [[ξυντυχία]], [[ὁμίλησις]], [[ὁμιλία]], [[ὁμιλίη]], [[προλαλιά]], [[συλλάλημα]], [[συλλάλησις]], [[συλλαλιά]], [[συνομιλία]], [[συνουσία]], [[συνουσίασμα]], [[συνουσιασμός]], [[συνουσίη]], [[συντυχία]], [[συντυχίη]], [[τὸ λάλον]], [[τὸ ὁμιλητόν]]; Hausa: batu; Hebrew: שִׂיחָה; Hindi: बातचीत; Hungarian: beszélgetés, társalgás; Icelandic: samtal; Indonesian: percakapan; Irish: comhrá; Italian: [[conversazione]], [[dialogo]], [[discorso]]; Japanese: 会話, 談話, 対話, 話, カンバセーション; Kannada: ಸಂಭಾಷಣೆ; Kazakh: сөйлесім, әңгіме; Khmer: សន្ទនា; Korean: 대화(對話), 회화(會話), 이야기; Kurdish Central Kurdish: گفتوگۆ, بارودۆخ; Northern Kurdish: suhbet; Kyrgyz: сүйлөшүү; Ladino: kolokyo, charla, lakirdi; Lao: ການສົນທະນາ; Latin: [[colloquium]], [[sermo]]; Latvian: saruna; Lithuanian: pokalbis; Luganda: emboozi; Luxembourgish: Gespréich; Macedonian: разговор; Magahi: 𑂏𑂪𑂥𑂰𑂞; Malay: perbualan, percakapan; Malayalam: സംഭാഷണം; Maori: reoreo; Marathi: संवाद, संभाषण; Mongolian Cyrillic: яриа, үг; Norman: convèrsâtion; Norwegian Bokmål: samtale, konversasjon; Nynorsk: samtale, konversasjon; Oromo: haasaa; Persian: گفتگو, صحبت, مکالمه; Polish: rozmowa, konwersacja; Portuguese: [[conversa]], [[conversação]]; Romanian: conversație, convorbire; Russian: [[разговор]], [[беседа]]; Scottish Gaelic: còmhradh, agallamh; Serbo-Croatian Cyrillic: ра̏згово̄р; Roman: rȁzgovōr; Slovak: konverzácia, rozhovor; Slovene: pogȏvor; Spanish: [[conversación]]; Swahili: mazungumzo; Swedish: samtal, konversation; Tajik: гуфтугӯ, сӯхбат, муколама; Telugu: సంభాషణ; Thai: การสนทนา; Tibetan: སྐད་ཆ, བཀའ་མོལ; Tok Pisin: toktok; Turkish: sohbet, konuşma, muhabbet, diyalog; Turkmen: gürrüň, söhbet; Ukrainian: розмова, бесіда; Urdu: بات چیت; Uyghur: سۆھبەت, سۆزلىشىش, دىئالوگ, پاراڭلىشىش; Uzbek: suhbat, gaplashish, gap, soʻz, mukolama; Vietnamese: đối thoại; Volapük: spikot, spikotam; Welsh: sgwrs, ymddiddan; West Frisian: petear; Yiddish: שמועס, געשפּרעך | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:29, 16 November 2024
English (LSJ)
Ion. συντυχίη, ἡ,
A occurrence, happening, incident, freq. with a qualifying epithet, ἀγαθή Thgn.590 = Sol.13.70; συντυχία κρυόεσσα Pi.I.1.38; δεινὴ καὶ μεγάλη Hdt.3.43; κατὰ σ. ἀγαθήν Ar.Av.544 (lyr.); καλὴ ἡ ξυντυχία, the conjuncture is fair, Th.1.33; ἐρωτικὴ ξυντυχία an incident of a love-affair, Id.6.54: without any qualifying word, μεταλλαγαὶ συντυχίας changes of fortune, E.HF766 (lyr.); σ. τις τοιαύτη ἐπεγένετο Hdt.3.121; συντυχίῃ ταύτῃ χρησαμένη Id.5.41; θυμοῦμαι τῇ ξυντυχίᾳ Ar.Ra.1006 (anap.); ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας.. ἔσχεν according to the circumstances of each party, Th.7.57; ἅμα τοῦ ἔργου τῇ ξυντυχίᾳ at the very moment of action, Id.3.112; ἀπὸ τοιαύτης ξυντυχίας Id.5.11; κατὰ συντυχίην = by chance, Hdt.3.74, 9.21; κατά τινα συντυχίαν Plb.10.32.3, Gal.16.837; κατὰ συντυχίαν also, as it happens, as a matter of fact, OGI 331.19 (Pergam., ii B.C.): pl., the chances or incidents of life, circumstances, Th.3.45.
2 abs. also, acc. to the context, of good or evil chances,
a happy event, success, Pi.P.1.36 (pl.); συντυχίῃ χρησάμενος καὶ σοφίῃ Hdt.1.68; θεῶν ἐπὶ συντυχίαις the happy issues due to them, S.Ant.157 (anap.).
b mishap, mischance, ξυντυχίᾳ βαρυνόμενοι Cratin.166, cf. E.Tr.1119 (anap.), El.1358 (anap.), Pl. Phdr.248c, etc.
c μειράκιον.. ἀποσκορακίσαν τὴν τοῦ Πυθαγόρου σ. the intervention of P., Iamb.VP25.112.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
rencontre, càd conjoncture, événement : ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας ἔσχεν THC chacun suivant les circonstances ; ἅμα τοῦ ἔργου τῇ ξυντυχίᾳ THC au moment précis de l'action ; ἀπὸ τοιαύτης ξυντυχίας THC par suite d'une telle rencontre ; κατὰ συντυχίην (ion.) HDT par hasard ; αἱ συντυχίαι les hasards de la vie, les circonstances, les événements ; abs. événement heureux ou malheureux.
Étymologie: συντυγχάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συντυχία -ας, ἡ Att. ook ξυντυχία [συντυγχάνω] ‘samen-loop’ van omstandigheden (toevallige) gebeurtenis, voorval; συντυχίη τις τοιαύτη ἐπεγένετο het volgende voorval deed zich voor Hdt. 3.121.2; γενήσεται... ὑμῖν πειθομένοις καλὴ ἡ ξυντυχία... τῆς ἡμετέρας χρείας als jullie instemmen, zal dit voorval van onze noodoproep voor jullie gunstig uitpakken Thuc. 1.33; vaak ongunstig ongeval, ongeluk; συντυχίη δεινή een vreselijk ongeluk Hdt. 3.43.7; τινι συντυχίᾳ χρησαμένη doordat zij (de ziel) een ongeluk heeft meegemaakt Plat. Phaedr. 248c; ook mv.. αἱ... ἄλλαι ξυντυχίαι de andere lotgevallen Thuc. 3.45.4. lot, toeval, geluk. κατὰ συντυχίην bij toeval Hdt.; καὶ συντυχίῃ χρησάμενος καὶ σοφίῃ met behulp van zowel geluk als wijsheid Hdt. 1.68.2; ἐκύησε... συντυχίῃ ταύτῃ χρησαμένη zij werd toevallig zwanger, dat kwam precies zo uit Hdt. 5.41.1; μεταλλαγαὶ συντυχίας de wispelturigheden van het lot Eur. HF 766.
German (Pape)
ἡ, ion. συντυχίη, das Zusammentreffen, Ereignis, Begebnis, Erfolg; Theogn. 590; κρυόεσσα, Pind. I. 1.38; μεταλλαγαὶ συντυχίας, Eur. Herc.Fur. 766; Her. κατὰ συντυχίην, zufällig, 3.74, 9.21, 91; bes. ein glückliches Ereignis, glücklicher Ausgang, Pind. P. 1.36, wie Soph. Ant. 158; Eur. Hec. 215; Ar. Ran. 1004; ἀγαθή, Av. 545; auch Unfall, καί τινι συντυχίᾳ χρησαμένη, Plat. Phaedr. 248c; Thuc. 3.45 und öfter, wie Folgende; κατά τινα συντυχίαν, zufällig, Pol. 10.32.3. – Später = das Zusammenkommen, bes. Unterredung, und überhaupt Bekanntschaft.
Russian (Dvoretsky)
συντῠχία: ион. συντῠχίη ἡ
1 случай, происшествие, приключение, стечение обстоятельств: ἐρωτικὴ ξ. Thuc. любовное приключение; κατὰ συντυχίην Her. случайно; κατὰ συντυχίαν ἀγαθήν Arph. благодаря счастливой случайности, к счастью; ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας ἔσχεν Thuc. как кому пришлось;
2 благоприятное стечение обстоятельств, счастливый случай, удача (συντυχίῃ χρησάμενος Her.): θεῶν ἐπὶ συντυχίαις Soph. благодаря ниспосланным богами счастливым обстоятельствам;
3 несчастный случай, несчастье, беда: καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι συντυχίαι Eur. следующие друг за другом бедствия; συντυχίᾳ τινὶ χρησάμενος Plat. став жертвой какого-л. несчастья (ср. 2).
English (Slater)
συντυχία
a success ταύταις ἐπὶ συντυχίαις (P. 1.36)
b misfortune νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ (I. 1.38)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ και συντυχιά Ν, και αττ. τ. ξυντυχία και ιων. τ. συντυχίη Α
1. συζήτηση, κουβεντολόι
2. τυχαία σύμπτωση γεγονότων, περιστάσεων ή παραγόντων, συγκυρία
νεοελλ.
1. τυχαία συνάντηση
2. τόπος συνάντησης («εκεί 'ναι λύκωνε φωλιές και συντυχιά θεριώνε», Ζαμπέλ.)
3. φρ. «καλή [ή κακή] συντυχία» — καλό [ή κακό] συναπάντημα
μσν.
συναναστροφή
αρχ.
1. συμβάν, περιστατικό
2. α) ευτυχές γεγονός
β) δυστύχημα
3. παρέμβαση, μεσολάβηση
4. στον πληθ. αἱ συντυχίαι
οι περιστάσεις της ζωής
5. φρ. «κατά [τινα] συντυχίαν»
α) τυχαία (Ηρόδ.)
β) στ' αλήθεια, στην πραγματικότητα, επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συντυχ- του αορ. β' συν-έ-τυχ-οντον συντυγχάνω μέσω ενός αμάρτυρου συντυχής].
Greek Monotonic
συντῠχία: Ιων. -ίη, ἡ (συντυγχάνω)·
1. τυχαίο γεγονός, σύμπτωση, συγκυρία, τύχη, περίσταση, συμβάν, σε Σόλωνα, Ηρόδ., Αττ.· ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας ἔσχεν, σύμφωνα με τις περιστάσεις ή την τύχη κάθε πλευράς, σε Θουκ.· κατὰ συντυχίην, κατά τύχη, τυχαία, σε Ηρόδ.· στον πληθ., συγκυρίες της ζωής, περιστάσεις, σε Θουκ.
2. μερικές φορές, ευτυχής συγκυρία, καλή τύχη ή επιτυχία, σε Πίνδ., Ηρόδ.· ατυχής συγκυρία, ατυχία, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
συντῠχία: Ἰων. -ίη, ἡ, σύμπτωσις, τυχαία περίπτωσις, συγκυρία, τύχη, τὸ δὲ εἶδος τῆς συντυχίας ὁρίζεται δι’ ἐπιθέτου, ἀγαθὴ Θέογν. 590, Σόλων 13. 70· σ. κρυόεσσα Πινδ. Ι. 1, 54· δεινὴ καὶ μεγάλη Ἡρόδ. 3. 43· κατὰ σ. ἀγαθὴν Ἀριστοφάν. Ὄρν. 544· καλὴ ἡ ξ., ἡ περίπτωσις εἶναι καλή, Θουκ. 1. 33· ἐρωτικὴ ξ., συμβὰν ἐρωτικόν, ὁ αὐτ. 6. 54· ― ἀκολούθως ἄνευ προσδιορισμοῦ, μεταλλαγαὶ ξυντυχίας, μεταβολαὶ τῆς τύχης, Εὐριπ. Ἡρακλ. Μαιν. 766· σ. τις τοιαύτη ἐγένετο Ἡρόδ. 3. 121· συντυχίῃ ταύτῃ χρᾶσθαι ὁ αὐτ. 5. 41· θυμοῦμαι τῇ ξ. Ἀριστοφάν. Βάτρ. 1006· ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας… ἔσχεν, κατὰ τὴν τύχην ἢ τὰς περιστάσεις ἑκάστου, Θουκ. 7. 57· ἅμα τοῦ ἔργου τῇ ξ., κατ’ αὐτὴν τὴν στιγμὴν τῆς ἐνεργείας, ὁ αὐτ. 3. 112· ἀπὸ τοιαύτης ξ. ὁ αὐτ. 5. 11· κατὰ συντυχίην, ἐκ τύχης, κατὰ τύχην, τυχαίως, Ἡρόδ. 3, 74., 9. 21· κατά τινα σ. Πολύβ. 10. 32, 3· ― ἐν τῷ πληθ., τὰ συμβεβηκότα, αἱ τύχαι τοῦ βίου, αἱ περιστάσεις, Θουκ. 3. 45. 2) ἀπολ., ὡσαύτως, κατὰ τὴν τοῦ λόγου συνέχειαν ἐπὶ καλῆς ἢ κακῆς τύχης, ἐπὶ εὐτυχίας ἢ δυστυχίας, α) εὐτυχὲς συμβάν, ἐπιτυχία, Πινδ. Π. 1. 70· συντυχίῃ χρᾶσθαι καὶ σοφίῃ Ἡρόδ. 1. 66· θεῶν ἐπὶ συντυχίαις, ἐπὶ ταῖς εὐτυχίαις, αἱ ὁποῖαι ἐξ αὐτῶν προέρχονται, Σοφ. Ἀντ. 158. β) δυστυχία, δυστύχημα, συντυχίᾳ βαρυνόμενοι Κρατῖν. ἐν «Πλούτῳ» 7, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 1119, ἐν Ἠλ. 1358, Ἡρ. Μαιν. 766. Πλάτ. Φαῖδρ. 248C. ΙΙ. μεταγεν., συναναστροφή, γνωριμία, Συνεσ. Ἐπιστ. 100, κτλ.
Middle Liddell
συντῠχία, ἡ, συντυγχάνω
1. an occurrence, a hap, chance, event, incident, Solon., Hdt., Attic; ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας ἔσχεν according to the circumstances of each party, Thuc.; κατὰ συντυχίην by chance, Hdt.:—in pl. the chances of life, circumstances, Thuc.
2. sometimes a happy chance, success, Pind., Hdt.;—or a mishap, misfortune, Eur.
Chinese
原文音譯:sugkur⋯a 尋-去里阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-認可
字義溯源:偶然發生,偶然,相合;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(κύπτω)X*=發生)組成,其中 (κύπτω)X*出自(κύριος)=主,主宰),而 (κύριος)出自(κυριότης)X*=至高)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 偶然(1) 路10:31
English (Woodhouse)
accident, chance, event, incident, occurrence
Mantoulidis Etymological
(=σύμπτωση, τύχη). Ἀπό τό συντυχεῖν τοῦ συντυγχάνω → σύν + τυγχάνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
eventus, casus, event, chance, I. 33, 3.45.4, 3.82.2, 3.112.7, 5.11.2, 6.54.1, 7.57.1.
Translations
success
Afrikaans: sukses; Albanian: sukses; Arabic: نَجَاح; Armenian: հաջողություն; Azerbaijani: uğur, müvəffəqiyyət; Bashkir: уңыш; Basque: arrakasta; Belarusian: поспех; Bengali: কামিয়াবি, সফলতা, সাফল্য; Bulgarian: успех; Burmese: ဇေယျ, အောင်ပန်း; Catalan: succés, èxit; Chechen: аьтто; Chinese Cantonese: 成功; Dungan: чынгун; Mandarin: 成功; Min Nan: 成功; Czech: úspěch, zdar; Danish: succes; Dutch: succes, welgang, goed gevolg; Estonian: edu; Faroese: gott úrslit; Finnish: menestys, onnistuminen; French: succès; Galician: éxito; Georgian: წარმატება; German: Erfolg; Greek: επιτυχία; Ancient Greek: ἐπίτευγμα, ἐπίτευξις, ἐπιτυχία, εὐδαιμονία, εὐδαιμονίη, εὐδαιμοσύνη, εὐημέρημα, εὐημερία, εὐμοιρία, εὐπράγημα, εὐπραγία, εὐπραξία, εὔπραξις, εὐπρηγίη, εὐπρηξίη, εὔροια, εὐτύχημα, κάρτος, κατόρθωμα, κατόρθωσις, κράτος, κρέτος, μεγαλοπραγία, ξυντυχία, οὐριότης, πρᾶξις, προκοπή, προτέρημα, συντυχία, συντυχίη, τὰ χρηστά, τὸ εὐτυχές, τὸ κατορθοῦν, τὸ ὀρθούμενον, τύχη, χάρις; Haitian Creole: siksè; Hebrew: הַצלָחָה; Hindi: सफलता, सफ़लता; Hungarian: eredmény, kimenetel, siker; Icelandic: árangur; Indonesian: keberhasilan, sukses; Ingush: аьттув; Interlingua: successo; Irish: áitheas; Italian: successo; Japanese: 成功; Kannada: ಯಶಸ್ಸು; Kazakh: жетістік, табыс; Khmer: ជោគជ័យ; Korean: 성공(成功); Kurdish Central Kurdish: سەرکەوتن; Kyrgyz: ийгилик, жетишкендик; Ladino: reushita, reushidad, sukseso; Lao: ຄວາມສຳເລັດ, ຜົນສຳເລັດ; Latin: successus, fructus; Latvian: veiksme; Lithuanian: sėkmė; Luxembourgish: Succès; Macedonian: успех; Maori: angitu; Marathi: यश; Mongolian Cyrillic: амжилт; Norwegian Bokmål: suksess; Nynorsk: suksess; Old English: spēd; Pashto: کامراني; Persian: موفقیت, سوکسه; Polish: powodzenie, sukces; Portuguese: sucesso, êxito; Romanian: succes, succese; Russian: успех, удача; Rusyn: успіх; Sanskrit: स्वस्ति; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀спех, у̀спјех; Roman: ùspeh, ùspjeh; Slovak: úspech; Slovene: uspeh; Sorbian Lower Sorbian: wuspěch; Spanish: éxito, acierto; Swedish: framgång, succé; Tagalog: tagumpay; Tajik: муваффақият; Tamil: வெற்றி; Tatar: уңыш; Telugu: లక్ష్యాన్ని చేరుట; Thai: ความสำเร็จ, ผลสำเร็จ; Turkish: başarı, sükse; Turkmen: üstünlik; Ukrainian: успіх; Urdu: کامْیابی; Uyghur: ئۇتۇق, مۇۋەپپەقىيەت; Uzbek: muvaffaqiyat, yutuq; Vietnamese: sự thành công; Volapük: plöp; Welsh: llwyddiant; Yiddish: הצלחה
conversation
Afrikaans: gesprek; Albanian: llafosje, bisedë; Arabic: مُحَادَثَة, مُكَالَمَة, حِوَار; Armenian: խոսակցություն, զրույց, երկխոսություն; Asturian: conversación; Azerbaijani: söhbət, qonuşma, danışıq; Basque: elkarrizketa; Belarusian: размова, гутарка; Bhojpuri: 𑂥𑂰𑂞𑂍𑂯𑂲; Bulgarian: разговор, беседа, диалог, общуване, разговаряне; Burmese: အပြော; Catalan: conversa, conversació; Chinese Mandarin: 會話/会话, 談話/谈话, 對話/对话; Cornish: keskows, keskowsow; Crimean Tatar: qonuşma, subet, musaabe; Czech: konverzace, rozhovor; Dalmatian: conversatiaun; Danish: konversation, samtale; Dutch: gesprek, conversatie; Esperanto: konversacio, interparolo; Estonian: vestlus; Faroese: samrøða, prát; Finnish: keskustelu; French: conversation; Galician: conversación, conversa; Georgian: საუბარი, ლაპარაკი; German: Gespräch, Unterhaltung, Konversation; Alemannic German: Underhaltig; Greek: συνομιλία, συζήτηση, συνδιάλλαξη, συνδιάλεξη, κουβέντα; Ancient Greek: διαλάλησις, διάλεκτος, διάλεξις, διαλογή, διαλογισμός, διάλογος, διατριβή, διερμήνευσις, ἔντευξις, ἐντυχία, κοινολογία, λαλιά, λαλιή, λέσχαι, λέσχη, λόγος, μῦθος, ξυνουσία, ξυντυχία, ὁμίλησις, ὁμιλία, ὁμιλίη, προλαλιά, συλλάλημα, συλλάλησις, συλλαλιά, συνομιλία, συνουσία, συνουσίασμα, συνουσιασμός, συνουσίη, συντυχία, συντυχίη, τὸ λάλον, τὸ ὁμιλητόν; Hausa: batu; Hebrew: שִׂיחָה; Hindi: बातचीत; Hungarian: beszélgetés, társalgás; Icelandic: samtal; Indonesian: percakapan; Irish: comhrá; Italian: conversazione, dialogo, discorso; Japanese: 会話, 談話, 対話, 話, カンバセーション; Kannada: ಸಂಭಾಷಣೆ; Kazakh: сөйлесім, әңгіме; Khmer: សន្ទនា; Korean: 대화(對話), 회화(會話), 이야기; Kurdish Central Kurdish: گفتوگۆ, بارودۆخ; Northern Kurdish: suhbet; Kyrgyz: сүйлөшүү; Ladino: kolokyo, charla, lakirdi; Lao: ການສົນທະນາ; Latin: colloquium, sermo; Latvian: saruna; Lithuanian: pokalbis; Luganda: emboozi; Luxembourgish: Gespréich; Macedonian: разговор; Magahi: 𑂏𑂪𑂥𑂰𑂞; Malay: perbualan, percakapan; Malayalam: സംഭാഷണം; Maori: reoreo; Marathi: संवाद, संभाषण; Mongolian Cyrillic: яриа, үг; Norman: convèrsâtion; Norwegian Bokmål: samtale, konversasjon; Nynorsk: samtale, konversasjon; Oromo: haasaa; Persian: گفتگو, صحبت, مکالمه; Polish: rozmowa, konwersacja; Portuguese: conversa, conversação; Romanian: conversație, convorbire; Russian: разговор, беседа; Scottish Gaelic: còmhradh, agallamh; Serbo-Croatian Cyrillic: ра̏згово̄р; Roman: rȁzgovōr; Slovak: konverzácia, rozhovor; Slovene: pogȏvor; Spanish: conversación; Swahili: mazungumzo; Swedish: samtal, konversation; Tajik: гуфтугӯ, сӯхбат, муколама; Telugu: సంభాషణ; Thai: การสนทนา; Tibetan: སྐད་ཆ, བཀའ་མོལ; Tok Pisin: toktok; Turkish: sohbet, konuşma, muhabbet, diyalog; Turkmen: gürrüň, söhbet; Ukrainian: розмова, бесіда; Urdu: بات چیت; Uyghur: سۆھبەت, سۆزلىشىش, دىئالوگ, پاراڭلىشىش; Uzbek: suhbat, gaplashish, gap, soʻz, mukolama; Vietnamese: đối thoại; Volapük: spikot, spikotam; Welsh: sgwrs, ymddiddan; West Frisian: petear; Yiddish: שמועס, געשפּרעך