περιΐστημι: Difference between revisions

From LSJ
(T21)
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(36 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=περιΐστημι
|Medium diacritics=περιΐστημι
|Low diacritics=περιίστημι
|Capitals=ΠΕΡΙΙΣΤΗΜΙ
|Transliteration A=periḯstēmi
|Transliteration B=periistēmi
|Transliteration C=periistimi
|Beta Code=perii+/sthmi
|Definition=<span class="bld">A</span>. in the trans. tenses (with pf. περιέστᾰκα Pl. ''Ax.''370d), [[place round]], π. τοὺς ἑαυτοῦ Th.8.108, etc.; π. στήλην τινί [[Herodotus|Hdt.]]3.24; π. κύτος τῷ ζῴῳ Pl.''Ti.''78c; στράτευμα περὶ πόλιν [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''7.5.1: metaph., π. τινὶ ἔτι πλείω κακά D.21.123; κινδύνους τοῖς Καρχηδονίοις Plb.12.15.7; π. ἀγῶνάς τισι Plu.''Comp.Ag.Gracch.''5.<br><span class="bld">2</span> [[bring round]], ὁ δῆμος εἰς ἑαυτὸν περιέστησε τὴν πολιτείαν [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]'' 1304a33; εἰς τοὐναντίον π. τινὰ τῷ λόγῳ Pl.''Ax.''l.c.; εἰς τοσοῦτον π. τινά, [[ὥστε]]… Heraclid.Pont. ap. Ath.12.537c; esp. into a worse state, εἰς τοῦθ' ἡ τύχη τὰ πράγματα αὐτῶν περιέστησεν ὥστε… Isoc.6.47, cf. Aeschin.3.82; π. εἰς μοναρχίαν τὴν πολιτείαν Plb.3.8.2; οἴκους εἰς [[πενία]]ν π. Hdn.7.3.5; [[convert]], εἰς τὸ περιφερὲς [τὸν ἀέρα] Epicur.''Ep.''2p.51U.; [[transfer]], π. τὰς ἑαυτοῦ συμφορὰς εἴς τινα D.40.20; π. τὴν αἰτίαν εἴς τινα D.H.3.3.<br><span class="bld">II</span> in aor. 1 Med., [[place round oneself]], ξυστοφόρων κύκλον [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''7.5.41; φρουρὰν περὶ τὸ σῶμα App.''BC''3.4.<br><span class="bld">B</span> Pass. and Med., with aor. 2 (aor. 1, v.infr. 2), pf., and plpf. Act.:—[[stand round about]], περίστησαν γὰρ ἑταῖροι Il.4.532; [[κῦμα περιστάθη]] a wave [[rose around]] (Ep. aor. Pass.), Od.11.243; περιστῆναι περί τι Pl.''Ti.''84e; τοῦ περιεστῶτος ἔξωθεν πνεύματος ib.76b; [[οἱ περιεστῶτες]] the [[bystanders]], Antipho6.14; ὄχλου πολλοῦ περιστάντος ''IG''42(1).123.25 (Epid.).<br><span class="bld">2</span> c. acc. objecti, [[encircle]], [[surround]], χορὸν περιίσταθ' ὅμιλος Il.18.603; βοῦν δὲ περιστήσαντο (fort. περίστησάν τε) 2.410, cf. Od.12.356; μή πώς με περιστήωσ' ἕνα πολλοί (Ep. 3pl. subj. aor. 2 for -στῶσι) that their numbers [[surround]] me not, Il. 17.95, cf. Od.20.50; so περιστάντες [τὸ θηρίον] κύκλῳ [[Herodotus|Hdt.]]1.43, cf. 9.5, A.''Fr.''379, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 432b; π. τὸν λόφον τῷ στρατεύματι [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''3.1.5: metaph., τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν Th.4.10, cf.7.70; τοσούτου πολέμου τὴν Ἀσίαν περιστάντος Isoc.4.162; χωρὶς τῆς περιστάσης ἂν ἡμᾶς αἰσχύνης D.3.8; διὰ τὸν φόβον τὸν περιστάντα αὐτούς Aeschin.3.137; φόβος π. τινά Th.3.54, cf. D.18.195.<br><span class="bld">3</span> c. dat., περιισταμένους τῇ κλίνῃ [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''947b: mostly metaph., [[come round to]] one, ἡμῖν… ἀδοξία τὸ πλέον ἢ ἔπαινος περιέστη Th.1.76; τῇ [Ἑλλάδι] δουλεία περιέστηκε Lys.2.60; τοῦ πολέμου περιεστηκότος Θηβαίοις D.16.28; πηλίκα τῇ πόλει περιέστηκε πράγματα Id.19.340; [[ἀνάγκη]] π. τινί, c. inf., ib.212: abs., of [[circumstances]], mostly bad, τὰ περιεστηκότα πράγματα Lys. 2.32, cf. Epicur.''Sent.''38; οἱ περιεστῶτες καιροί Plb.3.86.7.<br><span class="bld">II</span> [[come round]], [[revolve]], κύκλῳ Arist.''Ph.''217a19; of winds, ἐκ τῶν ἀπαρκτίων εἰς θρασκίας Id.''Mete.''365a6; of [[time]], περιισταμένης τῆς ὥρας [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.11.2, cf. Hp.''Nat.Hom.''7.<br><span class="bld">2</span> [[come round to]], [[devolve upon]], περιειστήκει ὑποψία ἐς τὸν Ἀλκιβιάδην Th.6.61; νομίσαντες τὸ παρανόμημα ἐς τοὺς Αθηναίους τὸ αὐτὸ περιεστάναι Id.7.18; εἰς ὀλίγους ἡμᾶς περιέστη [ἡ στατίων] ''IG''14.830.8 (Puteoli, ii A. D.).<br><span class="bld">3</span> of events, [[come round]], [[turn out]], esp. [[for the worse]], ἐξ ἀρρωστίης π. τινὶ ἐς ὕδερον Hp.''Coac.''471 (but also of persons, ἐς ὕδρωπα περιίσταντο = became [[dropsical]], Id.''Epid.''3.13); ἐς τοῦτο περιέστη ἡ [[τύχη]] = [[fortune]] [[was]] so [[completely]] [[reverse]]d, Th.4.12; τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ = it [[turn out|turned out]] quite [[contrary]] for him, Id.6.24, cf. Lys.12.64, Pl.''Men.''70c; ὁ τοῦ δικαίου λόγος εἰς τοὐναντίον περιειστήκει Id.''R.''343a; φιλεῖ ἐς τύχας τὰ πολλὰ περιίστασθαι =[[come]] to be [[dependent]] on [[chance]]s, Th.1.78; εἰ τὰ μὲν πράγματ' εἰς ὅπερ νυνὶ περιέστη D.18.201, cf. 3.9; τὸ πρᾶγμ' εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη Id.21.111, cf. 37.10; [[ἐνταῦθα]] τὰ πράγματα π. ὥστε… Isoc.8.59, cf. 5.55; περιέστηκεν εἰς τοῦτο ὥστε… Lycurg.3: c. inf., περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεήσεσθαι δοκοῦσιν αὐτοὺς βοηθεῖν ἑτέροις D.18.218, cf. Pl.''Mx.''244d: c. part., περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη νῦν ἀβουλία φαινομένη Th.1.32.<br><span class="bld">III</span> later, [[go round so as to avoid]], [[shun]], τὰς ἁμαρτίας Phld.''Rh.''1.384 S.; τὴν ὁμιλίαν J.''AJ'' 1.1.4; κύνας Luc.''Herm.''86 (though he censures this usage, ''Sol.''5), cf. Gal.''UP''10.14, Porph.''Abst.''4.7, etc.; τὸν κίνδυνον Iamb.''VP''33.239; [[τὸ μοναρχικόν]] ib.31.189; τὴν [[ἀφροσύνη]]ν S.E.''M.''11.93; [[κενοφωνία]]ς ''2 Ep.Ti.''2.16; τὸ εἰκῇ καὶ μάτην M.Ant.3.4; τοὺς ἡγουμένους Artem.4.59; [[περιίστημι μὴ]]… to [[be afraid lest]]... J.''AJ''4.6.12; [[sneak round]], Phld.''Rh.''1.99 S.; [[circumvent]], τοὺς λογιστάς itteis ''Chr.''88iv 11 (ii A.D.):—so in Pass., περιεσταμένης τῆς [[λογοθεσία]]ς ''BGU''1019.8 (ii A. D.).
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0577.png Seite 577]] (s. [[ἵστημι]]), 1) act., <b class="b2">herumstellen</b>, herumsetzen, um Etwas, λαβὼν αὐτὸ περιέστησε τῷ πλασθέντι ζῴῳ, Plat. Tim. 78 c; στρατὸν περὶ πόλιν, Xen. Cyr. 7, 5, 1; μεγίστους κινδύνους περιέστησε Καρχηδονίοις, Pol. 12, 15, 7; περιστήσας αὐτοῖς τὰ θηρία, 1, 85, 7; πόλεμον [[πανταχόθεν]], 2, 45, 4; auch zum Schutz, Plut.; so auch aor. I. med., ξυστοφόρους, Xen. Cyr. 7, 5, 41; – umsetzen, <b class="b2">verändern</b>, ἐκ τούτων εἰς τοῦτο τὰ πράγματα περιιστάναι, Isocr. 15, 120; τὰς αὑτῶν συμφορὰς εἰς ἐμέ, Dem. 40, 20; εἰς μοναρχίαν περιστῆσαι τὸ [[πολίτευμα]], Pol. 3, 8, 2; τοῦ κεραυνοῦ τὴν ἀσθένειαν εἰς πρηστῆρα περιΐστησιν, Plut. plac. phil. 3, 3; περιέστησεν ἡ [[μνήμη]] τὸν λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας, Sympos. 5, 1 u. ä.; dazu perf. περιέστακα, Plut. Ax. 370 d. – 2) med. u. intr. tempp., sich rings herum stellen, herumtreten, -stehen; περίστησαν γὰρ ἑταῖροι, Il. 4, 532; [[μήπως]] με περιστήωσ' ἕνα πολλοί, 17, 95, damit so Viele sich nicht um imich Einen herumstellen, mich umzingeln; vgl. [[εἴπερ]] [[πεντήκοντα]] λόχοι νῶϊ περισταῖεν, Od. 20, 50; umgeben, rings umstehen, πολλὸς δ' ἱμερόεντα χορὸν περιΐσταθ' [[ὅμιλος]], Il. 18, 603, wie βοῦν δὲ περιστήσαντο, sie stellten sich um das Rind, 2, 410; u. aor. pass., κῦμα [[περιστάθη]], Od. 11, 243, eine Woge wurde herumgestellt; [[ὑμεῖς]] δὲ βωμὸν – περίστητε, Aesch. frg. 434; περιστᾶσαι κύκλῳ, Eur. Bacch. 1104; u. so in Prosa: περιστᾶσαι αὐτὸ κύκλῳ, Her. 1, 43; ὡς κύκλῳ περιστὰς βίᾳ αἱρήσων τὴν πόλιν, Thuc. 5, 7; ὑπὸ τοῦ περιεστῶτος [[ἔξωθεν]] πνεύματος, Plat. Tim. 76 b; πολὺς ὑμᾶς [[ὄχλος]] περιειστήκει, Euthyd. 271 a; καὶ οἱ ἄλλοι περιέστησαν ἡμᾶς, 206 e; περιίστασθαι τὸν λόφον, umzingeln, Xen. Cyr. 3, 1, 5; dah. von Zuständen, bes. unglücklichen, die Einen bedrohen, oder in die er gerathen ist, so daß sie ihn rings umgeben, [[φόβος]] περιέστη τὴν Σπάρτην, Thuc. 3, 55; τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν, 4, 10, u. sonst; auch [[τοὐναντίον]] περιέστη αὐτῷ, 6, 24. So Pol., μεγάλην αὐτοῖς συνέβη ἀπορίαν περιστῆναι, 1, 77, 7, διὰ τὸν ἀπὸ Καρχηδονίων φόβον περιεστῶτα Ῥωμαίοις, 3, 16, 2, vgl. 3, 75, 8; οἱ περιεστῶτες καιροί, 3, 86, 7; auch ὁ περιεστὼς καιρὸς τὴν Αἰτωλίαν, 20, 9, 1; τὰ περιεστηκότα πράγματα, Lys. 2, 32. – 3) in eine andere, gew. schlechtere Lage <b class="b2">hineingerathen</b>, sich zum Schlechten ändern, um <b class="b2">schlagen</b>, ἐς τοῦτο περιέστη ἡ [[τύχη]], Thuc. 4, 12; μηκυνόμενος ὁ [[πόλεμος]] φιλεῖ ἐς τύχας τὰ πολλὰ περιίστασθαι, 1, 78; περιέστηκεν ἡ πρότερον [[σωφροσύνη]], unsere frühere Besonnenheit hat sich geändert, 1, 32, worauf folgt νῦν [[ἀβουλία]] φαινομένη, und scheint nun Unklugheit zu sein; was D. Hal. 6, 43 nachahmt: περιέστηκεν ἡ δοκοῦσα ἡμῶν τοῦ κοινοῦ [[πρόνοια]] [[ἰδίᾳ]] πρὸς ἑκάτερον [[μέρος]] ἀπέχθειαν φερομένη; und Plut. Graech. 14: καὶ περιέστηκεν ἡ Ῥωμαίων βουλὴ θρηνοῦσα καὶ συνεκκομίζουσα. Daher [[ἐνθάδε]] τὸ [[ἐναντίον]] περιέστηκεν, Plat. Men. 70 c; auch ὥςτε περιστῆναι αὐτῷ [[μηδαμόθεν]] [[ἄλλοθεν]] τὴν σωτηρίαν [[γενέσθαι]], Menex. 244 d, so daß es mit ihm dahin kam, daß; περιέστηκεν ἐς τοῦτο, ὥςτε, Lycurg. 3, es hat sich dahin zum Schlechtern geändert; vgl. Isocr. Phil. 55 Pac. 59 Areopag. 81; φοβοῦμαι, μὴ τὸ [[πρᾶγμα]] εἰς [[τοὐναντίον]] περιστῇ, Dem. 25, 12, vgl. 3, 9; περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεήσεσθαι δοκοῦσιν, αὐτοὺς βοηθεῖν ἑτέροις, 18, 218; Pol. 1, 62, 5; τὸ [[τέλος]] τῆς δίκης ἐς τοῦτο περιέστη, Luc. Eun. 5; περιστήσεσθαι τὰ ἡμέτερα ἐς [[τόδε]] ἀμηχανίας προσεδόκων, Iov. trag. 19. – Auch 4) auf die Seite treten, aus dem Wege treten, vermeiden, ἐκτραπήσομαι καὶ περιστήσομαι ὥςπερ τοὺς λυττῶντας τῶν κυνῶν, Luc. Hermot. 86, vgl. Soloec. 5; Sp. auch geradezu = fürchten, mit μή construirt, Ios. – Nahe bevorstehen, Jacobs Ach. Tat. p. 529, Lob. Phryn. 377.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0577.png Seite 577]] (s. [[ἵστημι]]), 1) act., [[herumstellen]], herumsetzen, um Etwas, λαβὼν αὐτὸ περιέστησε τῷ πλασθέντι ζῴῳ, Plat. Tim. 78 c; στρατὸν περὶ πόλιν, Xen. Cyr. 7, 5, 1; μεγίστους κινδύνους περιέστησε Καρχηδονίοις, Pol. 12, 15, 7; περιστήσας αὐτοῖς τὰ θηρία, 1, 85, 7; πόλεμον [[πανταχόθεν]], 2, 45, 4; auch zum Schutz, Plut.; so auch aor. I. med., ξυστοφόρους, Xen. Cyr. 7, 5, 41; – umsetzen, [[verändern]], ἐκ τούτων εἰς τοῦτο τὰ πράγματα περιιστάναι, Isocr. 15, 120; τὰς αὑτῶν συμφορὰς εἰς ἐμέ, Dem. 40, 20; εἰς μοναρχίαν περιστῆσαι τὸ [[πολίτευμα]], Pol. 3, 8, 2; τοῦ κεραυνοῦ τὴν ἀσθένειαν εἰς πρηστῆρα περιΐστησιν, Plut. plac. phil. 3, 3; περιέστησεν ἡ [[μνήμη]] τὸν λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας, Sympos. 5, 1 u. ä.; dazu perf. περιέστακα, Plut. Ax. 370 d. – 2) med. u. intr. tempp., sich rings herum stellen, herumtreten, -stehen; περίστησαν γὰρ ἑταῖροι, Il. 4, 532; [[μήπως]] με περιστήωσ' ἕνα πολλοί, 17, 95, damit so Viele sich nicht um imich Einen herumstellen, mich umzingeln; vgl. [[εἴπερ]] [[πεντήκοντα]] λόχοι νῶϊ περισταῖεν, Od. 20, 50; umgeben, rings umstehen, πολλὸς δ' ἱμερόεντα χορὸν περιΐσταθ' [[ὅμιλος]], Il. 18, 603, wie βοῦν δὲ περιστήσαντο, sie stellten sich um das Rind, 2, 410; u. aor. pass., κῦμα [[περιστάθη]], Od. 11, 243, eine Woge wurde herumgestellt; [[ὑμεῖς]] δὲ βωμὸν – περίστητε, Aesch. frg. 434; περιστᾶσαι κύκλῳ, Eur. Bacch. 1104; u. so in Prosa: περιστᾶσαι αὐτὸ κύκλῳ, Her. 1, 43; ὡς κύκλῳ περιστὰς βίᾳ αἱρήσων τὴν πόλιν, Thuc. 5, 7; ὑπὸ τοῦ περιεστῶτος [[ἔξωθεν]] πνεύματος, Plat. Tim. 76 b; πολὺς ὑμᾶς [[ὄχλος]] περιειστήκει, Euthyd. 271 a; καὶ οἱ ἄλλοι περιέστησαν ἡμᾶς, 206 e; περιίστασθαι τὸν λόφον, umzingeln, Xen. Cyr. 3, 1, 5; dah. von Zuständen, bes. unglücklichen, die Einen bedrohen, oder in die er geraten ist, so daß sie ihn rings umgeben, [[φόβος]] περιέστη τὴν Σπάρτην, Thuc. 3, 55; τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν, 4, 10, u. sonst; auch [[τοὐναντίον]] περιέστη αὐτῷ, 6, 24. So Pol., μεγάλην αὐτοῖς συνέβη ἀπορίαν περιστῆναι, 1, 77, 7, διὰ τὸν ἀπὸ Καρχηδονίων φόβον περιεστῶτα Ῥωμαίοις, 3, 16, 2, vgl. 3, 75, 8; οἱ περιεστῶτες καιροί, 3, 86, 7; auch ὁ περιεστὼς καιρὸς τὴν Αἰτωλίαν, 20, 9, 1; τὰ περιεστηκότα πράγματα, Lys. 2, 32. – 3) in eine andere, gew. schlechtere Lage [[hineingeraten]], sich zum Schlechten ändern, um [[schlagen]], ἐς τοῦτο περιέστη ἡ [[τύχη]], Thuc. 4, 12; μηκυνόμενος ὁ [[πόλεμος]] φιλεῖ ἐς τύχας τὰ πολλὰ περιίστασθαι, 1, 78; περιέστηκεν ἡ πρότερον [[σωφροσύνη]], unsere frühere Besonnenheit hat sich geändert, 1, 32, worauf folgt νῦν [[ἀβουλία]] φαινομένη, und scheint nun Unklugheit zu sein; was D. Hal. 6, 43 nachahmt: περιέστηκεν ἡ δοκοῦσα ἡμῶν τοῦ κοινοῦ [[πρόνοια]] [[ἰδίᾳ]] πρὸς ἑκάτερον [[μέρος]] ἀπέχθειαν φερομένη; und Plut. Graech. 14: καὶ περιέστηκεν ἡ Ῥωμαίων βουλὴ θρηνοῦσα καὶ συνεκκομίζουσα. Daher [[ἐνθάδε]] τὸ [[ἐναντίον]] περιέστηκεν, Plat. Men. 70 c; auch ὥςτε περιστῆναι αὐτῷ [[μηδαμόθεν]] [[ἄλλοθεν]] τὴν σωτηρίαν [[γενέσθαι]], Menex. 244 d, so daß es mit ihm dahin kam, daß; περιέστηκεν ἐς τοῦτο, ὥςτε, Lycurg. 3, es hat sich dahin zum Schlechtern geändert; vgl. Isocr. Phil. 55 Pac. 59 Areopag. 81; φοβοῦμαι, μὴ τὸ [[πρᾶγμα]] εἰς [[τοὐναντίον]] περιστῇ, Dem. 25, 12, vgl. 3, 9; περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεήσεσθαι δοκοῦσιν, αὐτοὺς βοηθεῖν ἑτέροις, 18, 218; Pol. 1, 62, 5; τὸ [[τέλος]] τῆς δίκης ἐς τοῦτο περιέστη, Luc. Eun. 5; περιστήσεσθαι τὰ ἡμέτερα ἐς [[τόδε]] ἀμηχανίας προσεδόκων, Iov. trag. 19. – Auch 4) auf die Seite treten, aus dem Wege treten, vermeiden, ἐκτραπήσομαι καὶ περιστήσομαι ὥσπερ τοὺς λυττῶντας τῶν κυνῶν, Luc. Hermot. 86, vgl. Soloec. 5; Sp. auch geradezu = fürchten, mit μή construirt, Ios. – Nahe bevorstehen, Jacobs Ach. Tat. p. 529, Lob. Phryn. 377.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>A.</b> <i>tr. (prés., impf., f., ao.</i> περιέστησα, <i>pf.</i> περιέστακα);<br /><b>I.</b> établir autour : [[στράτευμα]] περὶ τὴν πόλιν XÉN disposer une armée autour d’une ville (pour l’assiéger);<br /><b>II.</b> faire tourner <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> convertir;<br /><b>2</b> tourner vers, diriger : λόγον [[εἰς]] ζήτησιν αἰτίας PLUT amener peu à peu un discours à une recherche de cause;<br /><b>3</b> détourner sur, reporter sur, faire retomber sur;<br /><b>B.</b> <i>intr. (à l’ao.2</i> [[περιέστην]], <i>au pf.</i> [[περιέστηκα]], <i>au Pass. et au Moy.)</i>;<br /><b>1</b> se dresser autour, se tenir autour : [[κῦμα]] [[περιστάθη]] <i>poét.</i> OD une vague se dressa autour ; <i>avec</i> l’acc. : πολλὸς χορὸν περιΐσταθ’ [[ὅμιλος]] IL une foule nombreuse se tenait autour du chœur de danse ; π. [[τι]] κύκλῳ HDT entourer qch en cercle;<br /><b>2</b> <i>avec idée d’hostilité</i> entourer, cerner : τινα, qqn pour l’attaquer ; λόφον στρατεύματι XÉN cerner la colline avec une armée ; <i>fig.</i> presser <i>ou</i> menacer : τινι, τινα qqn ; τὰ περιεστηκότα πράγματα LYS l’état fâcheux des affaires;<br /><b>3</b> se tourner, se transformer, se modifier ; [[τοὐναντίον]] περιέστη [[αὐτῷ]] THC l’événement tourna contrairement à ce qu’il pensait ; [[ἐνταῦθα]] τὰ πράγματα περιέστηκε ISOCR voilà où en sont venues les affaires ; avec un part. περιέστηκεν ἡ [[πρότερον]] [[σωφροσύνη]] [[νῦν]] [[ἀβουλία]] φαινομένη THC notre circonspection d’autrefois s’est transformée et se montre maintenant de l’irréflexion;<br /><b>4</b> se détourner pour éviter : λυττῶντας κύνας LUC des chiens enragés;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιΐσταμαι (<i>f.</i> περιστήσομαι);<br /><b>1</b> <i>tr.</i> faire se tenir autour de soi, placer autour de soi : κύκλον ξυστοφόρων XÉN un cercle d’hommes armés de bâtons;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se tourner, aboutir à : [[εἰς]] ἕνα περιστήσεται τὸ [[κράτος]] PLUT le pouvoir passera aux mains d’un seul.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἵστημι]].
|btext=<b>A.</b> <i>tr. (prés., impf., f., ao.</i> περιέστησα, <i>pf.</i> περιέστακα);<br /><b>I.</b> établir autour : [[στράτευμα]] περὶ τὴν πόλιν XÉN disposer une armée autour d'une ville (pour l'assiéger);<br /><b>II.</b> [[faire tourner]] <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> [[convertir]];<br /><b>2</b> tourner vers, diriger : λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας PLUT amener peu à peu un discours à une recherche de cause;<br /><b>3</b> [[détourner sur]], [[reporter sur]], [[faire retomber sur]];<br /><b>B.</b> <i>intr. (à l'ao.2</i> [[περιέστην]], <i>au pf.</i> [[περιέστηκα]], <i>au Pass. et au Moy.)</i>;<br /><b>1</b> [[se dresser autour]], [[se tenir autour]] : [[κῦμα]] [[περιστάθη]] <i>poét.</i> OD une vague se dressa autour ; <i>avec</i> l'acc. : πολλὸς χορὸν περιΐσταθ' [[ὅμιλος]] IL une foule nombreuse se tenait autour du chœur de danse ; π. τι κύκλῳ HDT entourer qch en cercle;<br /><b>2</b> <i>avec idée d'hostilité</i> entourer, cerner : τινα, qqn pour l'attaquer ; λόφον στρατεύματι XÉN cerner la colline avec une armée ; <i>fig.</i> presser <i>ou</i> menacer : τινι, τινα qqn ; τὰ περιεστηκότα πράγματα LYS l'état fâcheux des affaires;<br /><b>3</b> [[se tourner]], [[se transformer]], [[se modifier]] ; [[τοὐναντίον]] περιέστη [[αὐτῷ]] THC l'événement tourna contrairement à ce qu'il pensait ; [[ἐνταῦθα]] τὰ πράγματα περιέστηκε ISOCR voilà où en sont venues les affaires ; avec un part. περιέστηκεν ἡ [[πρότερον]] [[σωφροσύνη]] [[νῦν]] [[ἀβουλία]] φαινομένη THC notre circonspection d'autrefois s'est transformée et se montre maintenant de l'irréflexion;<br /><b>4</b> [[se détourner pour éviter]] : λυττῶντας κύνας LUC des chiens enragés;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[περιΐσταμαι]] (<i>f.</i> περιστήσομαι);<br /><b>1</b> <i>tr.</i> faire se tenir autour de soi, placer autour de soi : κύκλον ξυστοφόρων XÉN un cercle d'hommes armés de bâtons;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se tourner, aboutir à : εἰς ἕνα περιστήσεται τὸ [[κράτος]] PLUT le pouvoir passera aux mains d'un seul.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἵστημι]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 9: Line 20:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=2nd aorist περιεστην; [[perfect]] participle περιεστώς; [[present]] [[middle]] [[imperative]] 2nd [[person]] [[singular]] περιΐστασο (on [[which]] [[form]] [[see]] Winer s Grammar, § 14,1e.; (Buttmann, 47 (40), [[who]] [[both]] [[call]] it [[passive]] ([[but]] [[see]] Veitch, p. 340)));<br /><b class="num">1.</b> in the [[present]], [[imperfect]], [[future]], 1st aorist, [[active]], to [[place]] [[around]] ([[one]]).<br /><b class="num">2.</b> in the [[perfect]], pluperfect, 2nd aorist [[active]], and the tenses of the [[middle]], to [[stand]] [[around]]: L T Tr WH [[with]] an accusative; cf. Winer s Grammar, § 52,4, 12). Middle to [[turn]] [[oneself]] [[about]] [[namely]], for the [[purpose]] of avoiding [[something]], [[hence]], to [[avoid]], [[shun]] (Josephus, Antiquities 4,6, 12; 10,10, 4; b. j. 2,8, 6; Antoninus 3,4; Artemidorus Daldianus, oneir. 4,59; Athen. 15, p. 675e.; ([[Diogenes]] Laërtius 9,14; Jamblichus, vit. [[Pythagoras]] 31 (p. 392, Kiessl. edition); Sextus Empiricus; joined [[with]] φεύγειν, Josephus, Antiquities 1,1, 4; [[with]] ἐκτρέπεσθαι, Lucian, Hermot. § 86; Hesychius περιΐστασο. Ἀποφευγε, ἀνατρεπε; (cf. furher, D'Orville's Chariton, Reiske edition, p. 282); [[this]] [[use]] of the [[verb]] is censured by Lucian, soloec. 5): in the N. T. so [[with]] an accusative of the [[thing]] (cf. Winer's Grammar, the [[passage]] cited), [[Titus]] 3:9.
|txtha=2nd aorist περιεστην; [[perfect]] participle περιεστώς; [[present]] [[middle]] [[imperative]] 2nd [[person]] [[singular]] περιΐστασο (on [[which]] [[form]] [[see]] Winer's Grammar, § 14,1e.; (Buttmann, 47 (40), [[who]] [[both]] [[call]] it [[passive]] ([[but]] [[see]] Veitch, p. 340)));<br /><b class="num">1.</b> in the [[present]], [[imperfect]], [[future]], 1st aorist, [[active]], to [[place]] [[around]] ([[one]]).<br /><b class="num">2.</b> in the [[perfect]], pluperfect, 2nd aorist [[active]], and the tenses of the [[middle]], to [[stand]] [[around]]: L T Tr WH [[with]] an accusative; cf. Winer's Grammar, § 52,4, 12). Middle to [[turn]] [[oneself]] [[about]] [[namely]], for the [[purpose]] of avoiding [[something]], [[hence]], to [[avoid]], [[shun]] (Josephus, Antiquities 4,6, 12; 10,10, 4; b. j. 2,8, 6; Antoninus 3,4; Artemidorus Daldianus, oneir. 4,59; Athen. 15, p. 675e.; ([[Diogenes]] Laërtius 9,14; Jamblichus, vit. [[Pythagoras]] 31 (p. 392, Kiessl. edition); Sextus Empiricus; joined [[with]] φεύγειν, Josephus, Antiquities 1,1, 4; [[with]] ἐκτρέπεσθαι, Lucian, Hermot. § 86; Hesychius περιΐστασο. Ἀποφευγε, ἀνατρεπε; (cf. furher, D'Orville's Chariton, Reiske edition, p. 282); [[this]] [[use]] of the [[verb]] is censured by Lucian, soloec. 5): in the [[NT|N.T.]] so [[with]] an accusative of the [[thing]] (cf. Winer's Grammar, the [[passage]] cited), [[Titus]] 3:9.
}}
{{elru
|elrutext='''περιΐστημι:''' (aor. 1 περιέστησα, aor. 2 [[περιέστην]] - эп. περίστην, pf. [[περιέστακα|περιέστᾰκα]] и [[περιέστηκα]]; pass.: aor. περιεστάθην - эп. περιστάθην)<br /><b class="num">1</b> [[ставить кругом]], [[расставлять кругом]], [[располагать вокруг]] ([[στράτευμα]] περὶ τὴν πόλιν Xen.): π. τινί τι Plat. окружать что-л. чем-л.; μεγίστους κινδύνους π. τινι Polyb. окружать кого-л. величайшими опасностями; π. κακά τινι Dem. обрушивать на кого-л. несчастья; περιστησάμενος τῶν ξυστοφόρων κύκλον Xen. расставив вокруг себя копьеносцев;<br /><b class="num">2</b> [[поворачивать]], [[обращать]], [[приводить]]: π. τινὰ εἰς [[τοὐναντίον]] Plat. приводить кого-л. к противоположному мнению; π. λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας Plut. направить обсуждение на разыскание причины; π. [[κύκλῳ]] Arst. вращаться;<br /><b class="num">3</b> [[вменять]], [[приписывать]] (τὰς συμφορὰς εἴς τινα Dem.);<br /><b class="num">4</b> (тж. π. [[κύκλῳ]] Her.) [[становиться вокруг]], [[обступать]], [[окружать]] (περίστησαν ἑταῖροι Hom.; [[ὄχλος]] [[περιεστώς]] NT): [[κῦμα]] [[περιστάθη]] Hom. волны вздулись кругом; πολλὸς χορὸν περιΐσταθ᾽ [[ὅμιλος]] Hom. многолюдная толпа окружала хоровод; π. τῇ [[κλίνη]] Plat. стоять вокруг ложа; π. λόφον στρατεύματι Xen. окружить холм войском; [[φόβος]] περιέστη τὴν Σπάρτην Thuc. страх охватил Спарту; τὰ περιεστηκότα πράγματα Lys. и οἱ περιεστῶτες καιροί Polyb. обстоятельства данного момента;<br /><b class="num">5</b> [[со всех сторон подступать]], [[подбираться]], [[угрожать]] (τῇ Ἑλλάδι [[δουλεία]] περιέστηκε Lys.);<br /><b class="num">6</b> [[приходить]], [[переходить]]: ἐνταύθα τὰ πράγματα περιέστηκε Isocr. вот до чего дошло дело; [[τοὐναντίον]] περιέστη [[αὐτῷ]] Thuc. случилось обратное тому, (чего ожидал Никий); περιέστηκεν ἡ [[πρότερον]] [[σωφροσύνη]] [[νῦν]] [[ἀβουλία]] φαινομένη Thuc. то, что прежде было благоразумием, представляется теперь опрометчивостью; ἐς τύχας περιΐστασθαι Thuc. становиться игралищем случайностей; περιστήσεται τὸ [[κράτος]] εἴς τι Plut. власть перейдет к кому-л.;<br /><b class="num">7</b> [[отворачиваться]] (от), т. е. [[избегать]] (λυττῶντας κύνας Luc.; med.: τὴν ἀφροσύνην Sext.; τὰς κενοφωνίας NT).
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':peristhmi 胚里-衣士帖米<br />'''詞類次數''':動詞(4)<br />'''原文字根''':四周-站<br />'''字義溯源''':周圍站著,包圍,遠避;由([[περί]] / [[περαιτέρω]])=周圍,關於)與([[ἵστημι]])*=站)組成;其中 ([[περί]] / [[περαιτέρω]])出自([[πέραν]])=那邊), ([[πέραν]])又出自([[πειράω]])X*=穿過)。參讀 ([[ἀποφεύγω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(4);約(1);徒(1);提後(1);多(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 要遠避(2) 提後2:16; 多3:9;<br />2) 周圍站著(2) 約11:42; 徒25:7
}}
}}

Latest revision as of 17:30, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιΐστημι Medium diacritics: περιΐστημι Low diacritics: περιίστημι Capitals: ΠΕΡΙΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: periḯstēmi Transliteration B: periistēmi Transliteration C: periistimi Beta Code: perii+/sthmi

English (LSJ)

A. in the trans. tenses (with pf. περιέστᾰκα Pl. Ax.370d), place round, π. τοὺς ἑαυτοῦ Th.8.108, etc.; π. στήλην τινί Hdt.3.24; π. κύτος τῷ ζῴῳ Pl.Ti.78c; στράτευμα περὶ πόλιν X.Cyr.7.5.1: metaph., π. τινὶ ἔτι πλείω κακά D.21.123; κινδύνους τοῖς Καρχηδονίοις Plb.12.15.7; π. ἀγῶνάς τισι Plu.Comp.Ag.Gracch.5.
2 bring round, ὁ δῆμος εἰς ἑαυτὸν περιέστησε τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1304a33; εἰς τοὐναντίον π. τινὰ τῷ λόγῳ Pl.Ax.l.c.; εἰς τοσοῦτον π. τινά, ὥστε… Heraclid.Pont. ap. Ath.12.537c; esp. into a worse state, εἰς τοῦθ' ἡ τύχη τὰ πράγματα αὐτῶν περιέστησεν ὥστε… Isoc.6.47, cf. Aeschin.3.82; π. εἰς μοναρχίαν τὴν πολιτείαν Plb.3.8.2; οἴκους εἰς πενίαν π. Hdn.7.3.5; convert, εἰς τὸ περιφερὲς [τὸν ἀέρα] Epicur.Ep.2p.51U.; transfer, π. τὰς ἑαυτοῦ συμφορὰς εἴς τινα D.40.20; π. τὴν αἰτίαν εἴς τινα D.H.3.3.
II in aor. 1 Med., place round oneself, ξυστοφόρων κύκλον X.Cyr.7.5.41; φρουρὰν περὶ τὸ σῶμα App.BC3.4.
B Pass. and Med., with aor. 2 (aor. 1, v.infr. 2), pf., and plpf. Act.:—stand round about, περίστησαν γὰρ ἑταῖροι Il.4.532; κῦμα περιστάθη a wave rose around (Ep. aor. Pass.), Od.11.243; περιστῆναι περί τι Pl.Ti.84e; τοῦ περιεστῶτος ἔξωθεν πνεύματος ib.76b; οἱ περιεστῶτες the bystanders, Antipho6.14; ὄχλου πολλοῦ περιστάντος IG42(1).123.25 (Epid.).
2 c. acc. objecti, encircle, surround, χορὸν περιίσταθ' ὅμιλος Il.18.603; βοῦν δὲ περιστήσαντο (fort. περίστησάν τε) 2.410, cf. Od.12.356; μή πώς με περιστήωσ' ἕνα πολλοί (Ep. 3pl. subj. aor. 2 for -στῶσι) that their numbers surround me not, Il. 17.95, cf. Od.20.50; so περιστάντες [τὸ θηρίον] κύκλῳ Hdt.1.43, cf. 9.5, A.Fr.379, Pl.R. 432b; π. τὸν λόφον τῷ στρατεύματι X.Cyr.3.1.5: metaph., τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν Th.4.10, cf.7.70; τοσούτου πολέμου τὴν Ἀσίαν περιστάντος Isoc.4.162; χωρὶς τῆς περιστάσης ἂν ἡμᾶς αἰσχύνης D.3.8; διὰ τὸν φόβον τὸν περιστάντα αὐτούς Aeschin.3.137; φόβος π. τινά Th.3.54, cf. D.18.195.
3 c. dat., περιισταμένους τῇ κλίνῃ Pl.Lg.947b: mostly metaph., come round to one, ἡμῖν… ἀδοξία τὸ πλέον ἢ ἔπαινος περιέστη Th.1.76; τῇ [Ἑλλάδι] δουλεία περιέστηκε Lys.2.60; τοῦ πολέμου περιεστηκότος Θηβαίοις D.16.28; πηλίκα τῇ πόλει περιέστηκε πράγματα Id.19.340; ἀνάγκη π. τινί, c. inf., ib.212: abs., of circumstances, mostly bad, τὰ περιεστηκότα πράγματα Lys. 2.32, cf. Epicur.Sent.38; οἱ περιεστῶτες καιροί Plb.3.86.7.
II come round, revolve, κύκλῳ Arist.Ph.217a19; of winds, ἐκ τῶν ἀπαρκτίων εἰς θρασκίας Id.Mete.365a6; of time, περιισταμένης τῆς ὥρας Thphr. CP 2.11.2, cf. Hp.Nat.Hom.7.
2 come round to, devolve upon, περιειστήκει ὑποψία ἐς τὸν Ἀλκιβιάδην Th.6.61; νομίσαντες τὸ παρανόμημα ἐς τοὺς Αθηναίους τὸ αὐτὸ περιεστάναι Id.7.18; εἰς ὀλίγους ἡμᾶς περιέστη [ἡ στατίων] IG14.830.8 (Puteoli, ii A. D.).
3 of events, come round, turn out, esp. for the worse, ἐξ ἀρρωστίης π. τινὶ ἐς ὕδερον Hp.Coac.471 (but also of persons, ἐς ὕδρωπα περιίσταντο = became dropsical, Id.Epid.3.13); ἐς τοῦτο περιέστη ἡ τύχη = fortune was so completely reversed, Th.4.12; τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ = it turned out quite contrary for him, Id.6.24, cf. Lys.12.64, Pl.Men.70c; ὁ τοῦ δικαίου λόγος εἰς τοὐναντίον περιειστήκει Id.R.343a; φιλεῖ ἐς τύχας τὰ πολλὰ περιίστασθαι =come to be dependent on chances, Th.1.78; εἰ τὰ μὲν πράγματ' εἰς ὅπερ νυνὶ περιέστη D.18.201, cf. 3.9; τὸ πρᾶγμ' εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη Id.21.111, cf. 37.10; ἐνταῦθα τὰ πράγματα π. ὥστε… Isoc.8.59, cf. 5.55; περιέστηκεν εἰς τοῦτο ὥστε… Lycurg.3: c. inf., περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεήσεσθαι δοκοῦσιν αὐτοὺς βοηθεῖν ἑτέροις D.18.218, cf. Pl.Mx.244d: c. part., περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη νῦν ἀβουλία φαινομένη Th.1.32.
III later, go round so as to avoid, shun, τὰς ἁμαρτίας Phld.Rh.1.384 S.; τὴν ὁμιλίαν J.AJ 1.1.4; κύνας Luc.Herm.86 (though he censures this usage, Sol.5), cf. Gal.UP10.14, Porph.Abst.4.7, etc.; τὸν κίνδυνον Iamb.VP33.239; τὸ μοναρχικόν ib.31.189; τὴν ἀφροσύνην S.E.M.11.93; κενοφωνίας 2 Ep.Ti.2.16; τὸ εἰκῇ καὶ μάτην M.Ant.3.4; τοὺς ἡγουμένους Artem.4.59; περιίστημι μὴ… to be afraid lest... J.AJ4.6.12; sneak round, Phld.Rh.1.99 S.; circumvent, τοὺς λογιστάς itteis Chr.88iv 11 (ii A.D.):—so in Pass., περιεσταμένης τῆς λογοθεσίας BGU1019.8 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 577] (s. ἵστημι), 1) act., herumstellen, herumsetzen, um Etwas, λαβὼν αὐτὸ περιέστησε τῷ πλασθέντι ζῴῳ, Plat. Tim. 78 c; στρατὸν περὶ πόλιν, Xen. Cyr. 7, 5, 1; μεγίστους κινδύνους περιέστησε Καρχηδονίοις, Pol. 12, 15, 7; περιστήσας αὐτοῖς τὰ θηρία, 1, 85, 7; πόλεμον πανταχόθεν, 2, 45, 4; auch zum Schutz, Plut.; so auch aor. I. med., ξυστοφόρους, Xen. Cyr. 7, 5, 41; – umsetzen, verändern, ἐκ τούτων εἰς τοῦτο τὰ πράγματα περιιστάναι, Isocr. 15, 120; τὰς αὑτῶν συμφορὰς εἰς ἐμέ, Dem. 40, 20; εἰς μοναρχίαν περιστῆσαι τὸ πολίτευμα, Pol. 3, 8, 2; τοῦ κεραυνοῦ τὴν ἀσθένειαν εἰς πρηστῆρα περιΐστησιν, Plut. plac. phil. 3, 3; περιέστησεν ἡ μνήμη τὸν λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας, Sympos. 5, 1 u. ä.; dazu perf. περιέστακα, Plut. Ax. 370 d. – 2) med. u. intr. tempp., sich rings herum stellen, herumtreten, -stehen; περίστησαν γὰρ ἑταῖροι, Il. 4, 532; μήπως με περιστήωσ' ἕνα πολλοί, 17, 95, damit so Viele sich nicht um imich Einen herumstellen, mich umzingeln; vgl. εἴπερ πεντήκοντα λόχοι νῶϊ περισταῖεν, Od. 20, 50; umgeben, rings umstehen, πολλὸς δ' ἱμερόεντα χορὸν περιΐσταθ' ὅμιλος, Il. 18, 603, wie βοῦν δὲ περιστήσαντο, sie stellten sich um das Rind, 2, 410; u. aor. pass., κῦμα περιστάθη, Od. 11, 243, eine Woge wurde herumgestellt; ὑμεῖς δὲ βωμὸν – περίστητε, Aesch. frg. 434; περιστᾶσαι κύκλῳ, Eur. Bacch. 1104; u. so in Prosa: περιστᾶσαι αὐτὸ κύκλῳ, Her. 1, 43; ὡς κύκλῳ περιστὰς βίᾳ αἱρήσων τὴν πόλιν, Thuc. 5, 7; ὑπὸ τοῦ περιεστῶτος ἔξωθεν πνεύματος, Plat. Tim. 76 b; πολὺς ὑμᾶς ὄχλος περιειστήκει, Euthyd. 271 a; καὶ οἱ ἄλλοι περιέστησαν ἡμᾶς, 206 e; περιίστασθαι τὸν λόφον, umzingeln, Xen. Cyr. 3, 1, 5; dah. von Zuständen, bes. unglücklichen, die Einen bedrohen, oder in die er geraten ist, so daß sie ihn rings umgeben, φόβος περιέστη τὴν Σπάρτην, Thuc. 3, 55; τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν, 4, 10, u. sonst; auch τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ, 6, 24. So Pol., μεγάλην αὐτοῖς συνέβη ἀπορίαν περιστῆναι, 1, 77, 7, διὰ τὸν ἀπὸ Καρχηδονίων φόβον περιεστῶτα Ῥωμαίοις, 3, 16, 2, vgl. 3, 75, 8; οἱ περιεστῶτες καιροί, 3, 86, 7; auch ὁ περιεστὼς καιρὸς τὴν Αἰτωλίαν, 20, 9, 1; τὰ περιεστηκότα πράγματα, Lys. 2, 32. – 3) in eine andere, gew. schlechtere Lage hineingeraten, sich zum Schlechten ändern, um schlagen, ἐς τοῦτο περιέστη ἡ τύχη, Thuc. 4, 12; μηκυνόμενος ὁ πόλεμος φιλεῖ ἐς τύχας τὰ πολλὰ περιίστασθαι, 1, 78; περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη, unsere frühere Besonnenheit hat sich geändert, 1, 32, worauf folgt νῦν ἀβουλία φαινομένη, und scheint nun Unklugheit zu sein; was D. Hal. 6, 43 nachahmt: περιέστηκεν ἡ δοκοῦσα ἡμῶν τοῦ κοινοῦ πρόνοια ἰδίᾳ πρὸς ἑκάτερον μέρος ἀπέχθειαν φερομένη; und Plut. Graech. 14: καὶ περιέστηκεν ἡ Ῥωμαίων βουλὴ θρηνοῦσα καὶ συνεκκομίζουσα. Daher ἐνθάδε τὸ ἐναντίον περιέστηκεν, Plat. Men. 70 c; auch ὥςτε περιστῆναι αὐτῷ μηδαμόθεν ἄλλοθεν τὴν σωτηρίαν γενέσθαι, Menex. 244 d, so daß es mit ihm dahin kam, daß; περιέστηκεν ἐς τοῦτο, ὥςτε, Lycurg. 3, es hat sich dahin zum Schlechtern geändert; vgl. Isocr. Phil. 55 Pac. 59 Areopag. 81; φοβοῦμαι, μὴ τὸ πρᾶγμα εἰς τοὐναντίον περιστῇ, Dem. 25, 12, vgl. 3, 9; περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεήσεσθαι δοκοῦσιν, αὐτοὺς βοηθεῖν ἑτέροις, 18, 218; Pol. 1, 62, 5; τὸ τέλος τῆς δίκης ἐς τοῦτο περιέστη, Luc. Eun. 5; περιστήσεσθαι τὰ ἡμέτερα ἐς τόδε ἀμηχανίας προσεδόκων, Iov. trag. 19. – Auch 4) auf die Seite treten, aus dem Wege treten, vermeiden, ἐκτραπήσομαι καὶ περιστήσομαι ὥσπερ τοὺς λυττῶντας τῶν κυνῶν, Luc. Hermot. 86, vgl. Soloec. 5; Sp. auch geradezu = fürchten, mit μή construirt, Ios. – Nahe bevorstehen, Jacobs Ach. Tat. p. 529, Lob. Phryn. 377.

French (Bailly abrégé)

A. tr. (prés., impf., f., ao. περιέστησα, pf. περιέστακα);
I. établir autour : στράτευμα περὶ τὴν πόλιν XÉN disposer une armée autour d'une ville (pour l'assiéger);
II. faire tourner fig. :
1 convertir;
2 tourner vers, diriger : λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας PLUT amener peu à peu un discours à une recherche de cause;
3 détourner sur, reporter sur, faire retomber sur;
B. intr. (à l'ao.2 περιέστην, au pf. περιέστηκα, au Pass. et au Moy.);
1 se dresser autour, se tenir autour : κῦμα περιστάθη poét. OD une vague se dressa autour ; avec l'acc. : πολλὸς χορὸν περιΐσταθ' ὅμιλος IL une foule nombreuse se tenait autour du chœur de danse ; π. τι κύκλῳ HDT entourer qch en cercle;
2 avec idée d'hostilité entourer, cerner : τινα, qqn pour l'attaquer ; λόφον στρατεύματι XÉN cerner la colline avec une armée ; fig. presser ou menacer : τινι, τινα qqn ; τὰ περιεστηκότα πράγματα LYS l'état fâcheux des affaires;
3 se tourner, se transformer, se modifier ; τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ THC l'événement tourna contrairement à ce qu'il pensait ; ἐνταῦθα τὰ πράγματα περιέστηκε ISOCR voilà où en sont venues les affaires ; avec un part. περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη νῦν ἀβουλία φαινομένη THC notre circonspection d'autrefois s'est transformée et se montre maintenant de l'irréflexion;
4 se détourner pour éviter : λυττῶντας κύνας LUC des chiens enragés;
Moy. περιΐσταμαι (f. περιστήσομαι);
1 tr. faire se tenir autour de soi, placer autour de soi : κύκλον ξυστοφόρων XÉN un cercle d'hommes armés de bâtons;
2 intr. se tourner, aboutir à : εἰς ἕνα περιστήσεται τὸ κράτος PLUT le pouvoir passera aux mains d'un seul.
Étymologie: περί, ἵστημι.

English (Strong)

from περί and ἵστημι; to stand all around, i.e. (near) to be a bystander, or (aloof) to keep away from: avoid, shun, stand by (round about).

English (Thayer)

2nd aorist περιεστην; perfect participle περιεστώς; present middle imperative 2nd person singular περιΐστασο (on which form see Winer's Grammar, § 14,1e.; (Buttmann, 47 (40), who both call it passive (but see Veitch, p. 340)));
1. in the present, imperfect, future, 1st aorist, active, to place around (one).
2. in the perfect, pluperfect, 2nd aorist active, and the tenses of the middle, to stand around: L T Tr WH with an accusative; cf. Winer's Grammar, § 52,4, 12). Middle to turn oneself about namely, for the purpose of avoiding something, hence, to avoid, shun (Josephus, Antiquities 4,6, 12; 10,10, 4; b. j. 2,8, 6; Antoninus 3,4; Artemidorus Daldianus, oneir. 4,59; Athen. 15, p. 675e.; (Diogenes Laërtius 9,14; Jamblichus, vit. Pythagoras 31 (p. 392, Kiessl. edition); Sextus Empiricus; joined with φεύγειν, Josephus, Antiquities 1,1, 4; with ἐκτρέπεσθαι, Lucian, Hermot. § 86; Hesychius περιΐστασο. Ἀποφευγε, ἀνατρεπε; (cf. furher, D'Orville's Chariton, Reiske edition, p. 282); this use of the verb is censured by Lucian, soloec. 5): in the N.T. so with an accusative of the thing (cf. Winer's Grammar, the passage cited), Titus 3:9.

Russian (Dvoretsky)

περιΐστημι: (aor. 1 περιέστησα, aor. 2 περιέστην - эп. περίστην, pf. περιέστᾰκα и περιέστηκα; pass.: aor. περιεστάθην - эп. περιστάθην)
1 ставить кругом, расставлять кругом, располагать вокруг (στράτευμα περὶ τὴν πόλιν Xen.): π. τινί τι Plat. окружать что-л. чем-л.; μεγίστους κινδύνους π. τινι Polyb. окружать кого-л. величайшими опасностями; π. κακά τινι Dem. обрушивать на кого-л. несчастья; περιστησάμενος τῶν ξυστοφόρων κύκλον Xen. расставив вокруг себя копьеносцев;
2 поворачивать, обращать, приводить: π. τινὰ εἰς τοὐναντίον Plat. приводить кого-л. к противоположному мнению; π. λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας Plut. направить обсуждение на разыскание причины; π. κύκλῳ Arst. вращаться;
3 вменять, приписывать (τὰς συμφορὰς εἴς τινα Dem.);
4 (тж. π. κύκλῳ Her.) становиться вокруг, обступать, окружать (περίστησαν ἑταῖροι Hom.; ὄχλος περιεστώς NT): κῦμα περιστάθη Hom. волны вздулись кругом; πολλὸς χορὸν περιΐσταθ᾽ ὅμιλος Hom. многолюдная толпа окружала хоровод; π. τῇ κλίνη Plat. стоять вокруг ложа; π. λόφον στρατεύματι Xen. окружить холм войском; φόβος περιέστη τὴν Σπάρτην Thuc. страх охватил Спарту; τὰ περιεστηκότα πράγματα Lys. и οἱ περιεστῶτες καιροί Polyb. обстоятельства данного момента;
5 со всех сторон подступать, подбираться, угрожать (τῇ Ἑλλάδι δουλεία περιέστηκε Lys.);
6 приходить, переходить: ἐνταύθα τὰ πράγματα περιέστηκε Isocr. вот до чего дошло дело; τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ Thuc. случилось обратное тому, (чего ожидал Никий); περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη νῦν ἀβουλία φαινομένη Thuc. то, что прежде было благоразумием, представляется теперь опрометчивостью; ἐς τύχας περιΐστασθαι Thuc. становиться игралищем случайностей; περιστήσεται τὸ κράτος εἴς τι Plut. власть перейдет к кому-л.;
7 отворачиваться (от), т. е. избегать (λυττῶντας κύνας Luc.; med.: τὴν ἀφροσύνην Sext.; τὰς κενοφωνίας NT).

Chinese

原文音譯:peristhmi 胚里-衣士帖米
詞類次數:動詞(4)
原文字根:四周-站
字義溯源:周圍站著,包圍,遠避;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(ἵστημι)*=站)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)。參讀 (ἀποφεύγω)同義字
出現次數:總共(4);約(1);徒(1);提後(1);多(1)
譯字彙編
1) 要遠避(2) 提後2:16; 多3:9;
2) 周圍站著(2) 約11:42; 徒25:7