εὐγενής: Difference between revisions

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
(CSV import)
(CSV import)
Line 48: Line 48:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[εὖ]] + [[γένος]] τοῦ [[γίγνομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=Ἀπό τό [[εὖ]] + [[γένος]] τοῦ [[γίγνομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{elmes
|esmgtx=-ές [[noble]] ref. a Helios χαῖρε, Ἥλιε· ... σὺ εἶ ὁ νέος, εὐ., ἔγγονος ὁ τοῦ ἁγίου ναοῦ <b class="b3">te saludo, Helios, tú eres el joven, noble, descendiente del sagrado templo</b> P VII 516
}}
}}

Revision as of 15:25, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐγενής Medium diacritics: εὐγενής Low diacritics: ευγενής Capitals: ΕΥΓΕΝΗΣ
Transliteration A: eugenḗs Transliteration B: eugenēs Transliteration C: evgenis Beta Code: eu)genh/s

English (LSJ)

ές, in Hom. εὐηγενής (q.v.), and in h.Ven.94 ἠϋγενής: (γένος):—A well-born, A.Pers.704 (troch.), S.OC728, etc.; εὐ. δόμος E.Ion 1540; τὸ μὲν ἐστίχθαι εὐγενὲς κέκριται = being tattooed is esteemed a mark of nobility, Hdt. 5.6. 2 in Trag. etc. with the connotation noble-minded, generous (more prop. γενναῖος, cf. Arist.Rh.1390b22), S.Ant.38, Ph.874, etc.; διαφέρει φύσις γενναίου σκύλακος… νεανίσκου εὐ. Pl.R.375a. 3 of animals, high-bred, ἵππος Thgn.184, S.El.25; λέων A.Ag.1259; ὄρνιθες Plb.1.58.7; of plants, of a good sort, Ael.VH2.14; ῥόαι Eriph. 2.11; πυροί Gal.11.120; βλαστοί Gp.5.37.2: so in Comp., Eub.44; φλέβες καὶ ἶνες Thphr. HP 5.1.7 (s.v.l., cf. εὐτενής); χαλκός S.Fr.864 (v.l.): metaph., of a wife, ὥσπερ εὐγενῆ χώραν ἐντεκνώσασθαι παρασχεῖν Plu.Cat.Mi.25. 4 of outward form, noble, δέρη, πρόσωπον, E. Hel.136, Med.1072; of style, τὸ εὐ. τῆς λέξεως Ael.NA Epil.; εὐ. ῥυθμοί D.H.Comp.18. II Adv. εὐγενῶς = nobly, bravely, κατθανοῦμεν E.Cyc.201, cf. Tr.727; εὐτυχεῖν Plu.2.7f.

German (Pape)

[Seite 1059] ές, wohlgeboren, von edler Abkunft, Geburt, Aesch. Spt. 391; εὐγενὲς γύναι Pers. 690; λέοντος εὐγενοῦς ἀπουσία Ag. 1232; Soph., wo Kreon die Athener anredet, χθονὸς τῆσδ' εὐγενεῖς οἰκήτορες, O. C. 732, die als Autochthonen edler Abkunft sich rühmen; auch ἵππος εὐγενής, El. 25; Eur. oft, auch εὐγενὴς δόμος, Ion 1540; ἀπ' εὐγενοῦς ῥίζης I. T. 609; übertr. auf das edle Aeußere, εὐγενῆ παρθένον εἶδος Hel. 10; δέρη, παρηΐς, 136 Ion 242; πρόσωπον εὐγενὲς τέκνων Med. 1072; Her. 5, 6. – Arist. unterscheidet A. H. 1, 1 wie rhet. 2, 15 εὐγενὲς τὸ ἐξ ἀγαθοῦ γένους, κατὰ τὴν τοῦ γένους ἀρετήν von γενναῖον, τὸ μὴ ἐξιστάμενον ἐκ τῆς αὑτοῦ φύσεως. – Von Thieren u. Pflanzen, von guter Race, guter Art, Arist. H. A. 1, 8; Ael. V. H. 2, 14 u. A.; χώρα, Plut. Cat. min. 25; Soph. frg. 713 sagt vom Monde ὅταν περ αὑτῆς εὐγενεστάτη φανῇ, d. i. beim Vollmonde. – Übertr., edelgesinnt, hochsinnig, eine Gesinnung, wie sie der von edler Geburt haben muß, κατὰ μεταφορὰν μεγαλοπρεπὴς καὶ γενναῖος, Arist. rhet. 2, 15; φύσις Soph. Phil. 862; εἴτ' εὐγενὴς πέφυκας εἴτ' ἐσθλῶν κακή Ant. 38; Eur. u. in Prosa; Beschäftigungen, die des Edlen würdig sind, Aesch. u. A., Ggstz ἀγεννής. Auch von der Sprache u. dem Styl, D. Hal. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
I. bien né :
1 de bonne naissance, de noble origine, de bonne race;
2 au mor. de nobles sentiments, généreux;
II. qui est la marque d'une noble origine : τὸ ἐστίχθαι εὐγενές être tatoué est un signe de noblesse;
Cp. εὐγενέστερος, Sp. εὐγενέστατος.
Étymologie: εὖ, γένος.

Russian (Dvoretsky)

εὐγενής: эп. εὐηγενής 2
1) славного происхождения, родовитый, знатный (ἄνδρες, ῥίζα, δόμος Eur.; γυνή Aesch., Plut.): τὸ ἐστίχθαι εὐγενὲς κέκριται Her. татуировка считается (у фракийцев) признаком знатности;
2) благородный, возвышенный (φύσις Soph.; παιδεία Plut.);
3) хорошей породы, породистый (λέων Aesch.; ἵππος Soph.; ζῷον Arst.; ὄρνιθες Polyb.);
4) отличный, плодородный (χώρα Plut.);
5) красивый, прекрасный (πρόσωπον Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐγενής: -ές, παρ’ Ὁμ. εὐηγενής, (ὃ ἴδε), καὶ ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 94 ἐϋγενής, (γένος) ἐκ καλοῦ γένους, ἐξ εὐγενοῦς γενεᾶς, ὑψηλῆς καταγωγῆς, εὐγενής, Λατ. generosus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 704· τὸ μὲν ἐστίχθαι εὐγενές, τὸ νὰ εἶναί τις ἐστιγμένος θεωρεῖται ὡς σημεῖον εὐγενείας, Ἡρόδ. 5. 6. 2) παρὰ τοῖς Τραγ. ἡ ἔννοια αὕτη σχετίζεται μετὰ τῆς ἐννοίας ὑψηλοῦ καὶ γενναίου φρονήματος, ὡς ἐν Σοφ. Ἀντ. 38, Φιλ. 874, κτλ.· διαφέρει φύσις γενναίου σκύλακος... νεανίσκου εὐγενοῦς Πλάτ. Πολ. 375 Α· - ἀλλ’ ἡ ἔννοια αὕτη κυρίως ἀνήκει εἰς τὸ γενναῖος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 3, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1. 32. 3) ἐπὶ ζῴων, καλοῦ γένους, εὐγενής, γενναῖος, ἵππος Θέογν. 184, Σοφ. Ἠλ. 25· λέων Αἰσχύλ. Ἀγ. 1259· ὄρνιθες Πολύβ. 1. 58, 7· ἐπὶ φυτῶν, καλοῦ εἴδους, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 14, Γαλην.· ἐπὶ χώρας, εὔφορος γόνιμος, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 25· φλέβες καὶ ἶνες Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 7. 4) ἐπὶ ἐξωτερικῆς μορφῆς, ἔξοχος, ὅταν εὐγενεστάτη φανῇ (δηλ. ἡ σελήνη) Σοφ. Ἀποσπ. 713· παρθένος εὐγενὴς εἶδος Εὐριπ. Ἑλ. 10· εὐγ. πρόσωπον, παρηΐς, κτλ. ὁ αὐτ. ἐπὶ ὕφους. τὸ εὐγ. τῆς λέξεως Αἰλ. π. Ζ. ἐν τέλει ΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, ὡς καὶ νῦν, Εὐρ. Κύκλ. 201· γενναίως, μετὰ γενναιότητος, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 729.

Spanish

noble

English (Strong)

from εὖ and γίνομαι; well born, i.e. (literally) high in rank, or (figuratively) generous: more noble, nobleman.

English (Thayer)

ἐυγενες (from εὖ and γένος);
1. well-born, of noble race: noble-minded: comparitive ἐυγενεστερος, Sept.; often in Greek writings from Aristophanes and Tragg. down.)

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐγενής, -ές, Α εὐηγενής, -ὲς και ἠϋγενής, -ές)
1. αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική γενιά
2. (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή ράτσα («εὐγενὴς λέων», Αισχύλ.)
3. (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῖς κλάδοι», Αιλ.)
4. φρ. «ευγενή μέταλλα» τα πολύτιμα μέταλλα: χρυσός, πλατίνα και άργυρος
5. (για εξωτερική μορφή) αρχοντικός, έξοχος («εὐγενὲς πρόσωπον», Ευρ.)
νεοελλ.
φρ. «ευγενή αέρια» — το αργόν, το ήλιον κ.ά. αέρια τα οποία παρουσιάζουν χημική αδράνεια
νεοελλ.-μσν.
ο λεπτός στους τρόπους ή στη συμπεριφορά, ο ευγενικός
μσν.
1. γενναίος
2. όμορφος, κομψός
3. (ως τιμητική προσφώνηση) φρ. «κυρὰ χαρίτων, εὐγενὴς βασίλισσα Ροδάμνη»
4. το αρσ. ως ουσ.εὐγενής
α) ο εκ γενετής ελεύθερος
β) ο άρχοντας
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐγενές
η γενναιότητα
αρχ.
1. ο υψηλόφρων, ο γενναιόφρων («εἴτ' εὐγενὴς πέφυκας εἴτ' ἐσθλῶν κακή», Σοφ.)
2. (για σύζυγο) γόνιμοςὥσπερ εὐγενῆ χώραν ἐκτεκνώσασθαι παρασχεῖν», Πλούτ.)
3. (για ύφος) μεγαλοπρεπής («τὸ εὐγενὲς τῆς λέξεως», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γενής (< γένος), πρβλ. αγενής, συγγενής. Η αρχ. σημασία της λ. ήταν «αυτός που κατάγεται από καλή γενιά» και, συνεκδοχικά, ο «γενναιόφρων». Η σημασία «γενναίος» διατηρήθηκε και στη μεσαιωνική Ελληνική, αργότερα όμως μετέπεσε στη σημασία «όμορφος» και, στη συνέχεια, περιορίστηκε στο να δηλώνει «την καλή συμπεριφορά, τους καλούς τρόπους». Με τη σημασία αυτή χρησιμοποιείται στη Νέα Ελληνική και το επίθ. ευγενικός. Στο ζεύγος ευγενής-ευγενικός ο λόγιος τ. ευγενής αναφέρεται και στην καλή καταγωγή, ενώ ο νεώτερος τ. ευγενικός δηλώνει μόνο αυτόν που συμπεριφέρεται με καλό τρόπο. Παράλληλη με τη λ. ευγενής σημασιολογική εξέλιξη παρουσιάζει και το αντίθετό της αγενής, που ξεκινώντας από τη σημασία «αυτός που κατάγεται από ταπεινή οικογένεια» κατέληξε στη σημασία «αυτός που δεν έχει καλούς τρόπους»].

Greek Monotonic

εὐγενής: -ές (γένος),
I. 1. αυτός που προέρχεται από καλή οικογένεια, έχει καλή καταγωγή, ευγενική γενιά, Λατ. generosus, σε Τραγ.· εὐγενές (ἐστι), είναι σημάδι ευγενείας, σε Ηρόδ.
2. υψηλόφρων, γενναιόψυχος, μεγαλόψυχος, σε Σοφ., Πλάτ.
3. λέγεται για ζώα καλής ράτσας, καθαρόαιμο, ευγενές, γενναίο, σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.· λέγεται για χώρα, εύφορη, γόνιμη, σε Πλούτ.
4. λέγεται για εξωτερική μορφή, έξοχος, ευγενικός, σε Ευρ.
II. επίρρ. -νῶς, μεγαλόψυχα, γενναία, στον ίδ.

Middle Liddell

εὐ-γενής, ές γένος
I. well-born, of noble race, of high descent, Lat. generosus, Trag.; εὐγενές [ἐστι] is a mark of nobility, Hdt.
2. noble-minded, generous, Soph., Plat.
3. of animals, high-bred, noble, generous, Theogn., Aesch., etc.; of a country, fertile, Plut.
4. of outward form, noble, Eur.
II. adv. -νῶς, nobly, bravely, Eur.

Chinese

原文音譯:eÙgen»j Á由-給尼士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:好-成為
字義溯源:出生於名門,出身高貴的,貴,有尊貴的,品格高尚的;由(εὖ / εὖγε)=好)與(γίνομαι)*=成為)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善,美)
出現次數:總共(2);路(1);林前(1)
譯字彙編
1) 有尊貴的(1) 林前1:26;
2) 貴(1) 路19:12

English (Woodhouse)

good, high-born, high-minded, noble, well-born, well-bred, of birth, of character, of gentle birth, of high degree, of noble birth, well born

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό εὖ + γένος τοῦ γίγνομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

-ές noble ref. a Helios χαῖρε, Ἥλιε· ... σὺ εἶ ὁ νέος, εὐ., ἔγγονος ὁ τοῦ ἁγίου ναοῦ te saludo, Helios, tú eres el joven, noble, descendiente del sagrado templo P VII 516