χειμών: Difference between revisions
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
m (Text replacement - "τοῦ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2, $3 :") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />mauvais temps :<br /><b>I.</b> <i>au propre</i>;<br /><b>1</b> orage, tempête : χειμῶνι [[χρῆσθαι]] ANT être surpris par une tempête <i>en parl. de navigateurs</i> ; χειμὼν ὀρνίθιας AR grêle d'oiseaux <i>(canards, geais, etc. apportés par un Béotien)</i> ; χειμῶνος SOPH pendant l'orage;<br /><b>2</b> saison du mauvais temps, | |btext=ῶνος (ὁ) :<br />mauvais temps :<br /><b>I.</b> <i>au propre</i>;<br /><b>1</b> orage, tempête : χειμῶνι [[χρῆσθαι]] ANT être surpris par une tempête <i>en parl. de navigateurs</i> ; χειμὼν ὀρνίθιας AR grêle d'oiseaux <i>(canards, geais, etc. apportés par un Béotien)</i> ; χειμῶνος SOPH pendant l'orage;<br /><b>2</b> [[saison du mauvais temps]], [[hiver]] : τοῦ χειμῶνος <i>ou simpl.</i> χειμῶνος, en hiver, pendant l'hiver ; χειμῶνι IL en hiver ; <i>d'ord.</i> [[ἐν]] χειμῶνι, [[ἐν]] [[τῷ]] χειμῶνι, dans la saison de l'hiver ; χειμῶνα SOPH, τὸν χειμῶνα XÉN en hiver;<br /><b>3</b> [[le froid]];<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> [[tumulte de la bataille]];<br /><b>2</b> [[trouble]], [[agitation politique]];<br /><b>3</b> [[malheur]];<br /><b>4</b> [[agitation]], [[trouble de l'âme]] ; passion, folie;<br /><b>5</b> [[danger]].<br />'''Étymologie:''' [[χεῖμα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 08:50, 10 December 2022
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, (χεῖμα) A winter, χειμῶνος δυσθαλπέος ὅς ῥά τε ἔργων ἀνθρώπους ἀνέπαυσεν Il.17.549; χειμῶνι in winter, 21.283; ἐν χειμῶνι Pi.I.2.42, A.Ag.969, X.Mem.4.3.8; ἐν τῷ χ. Id.Cyr.8.8.17; χειμῶνος ὥρᾳ And.1.137; also χειμῶνος = in winter-time, X.Mem.3.8.9, Pl.R. 415e; χειμῶνος μέσου = in mid-winter, Ar.Fr.569.1; τοῦ χειμῶνος in the course of the winter, Th.7.31; τοῦ αὐτοῦ χειμῶνος Id.8.30; διὰ χειμῶνος, διὰ τοῦ χειμῶνος, Pl. Ti.74c, X.HG3.2.9; χειμῶνα = during winter, S.OT1138 (v.l. χειμῶνι); τὸν χειμῶνα = during the winter, Hdt.3.117, X.HG1.4.1; τὸν δεινὸν χ. Id.An. 7.6.9; τὸν χειμῶνα ὅλον Ar.Fr.345; ὁ ἀμφὶ τὸν χειμῶνα χρόνος X.Cyr.8.6.22; ὄρος ἄβατον ὑπὸ χειμῶνος in consequence of the cold weather, Hdt.8.138, cf. Th.2.101: pl., νιφοστιβεῖς χειμῶνες S.Aj.671; opp. καύματα, Pl.Lg.829b; ἀμυντικὴ χειμώνων Id.Plt.280e. 2 the wintry quarter of the heavens, the north, Βορέης καὶ χ. Hdt.2.26. II wintry, stormy weather: generally, storm, ἐπεὶ οὖν χειμῶνα φύγον καὶ ἀθέσφατον ὄμβρον Il.3.4; οὐ νιφετὸς οὔτ' ἂρ χ. πολὺς οὔτε ποτ' ὄμβρος Od.4.566; ὅτε τις χ. ἔκπαγλος ὄροιτο 14.522; ὀπωρινὸν ὄμβρον καὶ χειμῶν' ἐπιόντα Hes.Op.675, cf. Alc.18, Sapph.Supp.11.6, etc.; Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος Pi.I.7(6).39; θεὸς χειμῶν' ὦρσε A.Pers.496, cf. Ag.649, 656, S.Aj.1145, etc.; χειμὼν ὀρνιθίας Ar.Ach.876; χ. κατερράγη Hdt.1.87; ἐπέπεσέ σφι χ. τε μέγας καὶ πολλὸς ἄνεμος Id.7.188, cf. Pl.Prt.344d; ἐπιγενόμενος χ. Hdt.7.34, Th.4.6; χειμῶνι χρησάμενοι Antipho 5.21; χειμὼν νοτερός = a storm of rain, Th.3.21; ἐν εὐδίᾳ χειμῶνα ποιεῖν X.HG2.4.14: pl., ὑπὸ τῶν χειμώνων because of the winter-storms, Hdt.4.62; ἔν γε χειμῶσιν καὶ ἐν εὐδίαις Pl.Lg. 961e, cf. 919a. 2 metaph., θεόσσυτος χειμών storm of calamity sent by the gods, A.Pr.643; χειμὼν καὶ κακῶν τρικυμία ib.1015, cf. Ch.202 (pl.), 1066 (anap.); δορὸς . . ἐν χειμῶνι in the storm of battle, S.Ant. 670; θολερῷ . . χ. νοσήσας, of the madness of Ajax, Id.Aj.207 (anap.); χειμὼν γήρως βαρύς, of life's winter, AP10.100 (Antiphan.); of a person, χειμὼν ὁ μειρακίσκος ἐστὶ τοῖς φίλοις Alex.178.7, cf. 46.4; χ. κατ' οἴκους . . κακὴ γυνή Men.Mon.540: rare in Prose, of battle, Onos. 32.10; of mental and moral trouble, Epicur.Ep.3p.62U., Polystr.p.19W.; χειμὼν τοῦ κλύδωνος χαλεπώτερος, of pirates, Them.Or.23.286a: pl., χειμῶνας ἔχειν to have trouble (in cutting teeth), Hp.Dent.12.
German (Pape)
[Seite 1343] ῶνος, ὁ, stürmisches od. regniges Wetter, Sturm u. Kälte, Winterwetter, der Winter selbst als Jahreszeit; ἐπεὶ οὖν χειμῶνα φύγον καὶ ἀθέσφατον ὄμβρον Il. 3, 4, vgl. Od. 4, 566; Hes. O. 677; χειμῶνος δυσθαλπέος, ὅς ῥά τε ἔργων ἀνθρώπους ἀνέπαυσεν ἐπὶ χθονί Il. 17, 549; εὐδίαν ἐκ χειμῶνος Pind. I. 6, 39; im bestimmten Gegensatz gegen den Sommer 2, 42; χειμῶνι, im Winter, Anacr. 25, 4, wie χειμῶνος Xen. Mem. 3, 8,9; νυκτὶ δ' ἐν ταύτῃ θεὸς χειμῶν' ἄωρον ὦρσε Aesch. Pers. 488; Ag. 620 u. sonst; ἡνίκ' ἐν κακῷ χειμῶνος εἴχετο Soph. Ai. 1124; Eur. oft; χειμὼν κατεῤῥάγη, ein Sturm brach los, Her. 1, 87; ἐπέπεσέ σφι χειμών, ein Sturm überfiel sie, 7, 188; ἐπιγίγνεται χειμών 7, 34; χειμὼν ὀρνιθίας, ein Winter, wo die Vögel vom Himmel fallen, Ar. Ach. 842; νοτερός Thuc. 3, 21, Sturm mit Regen; πρὸς τὰς τοῦ χειμῶνος καρτερήσεις Plat. Conv. 226 a; Gegensatz θέρος Critia. 112 d und sonst; δεινοὶ γὰρ αὐτόθι χειμῶνες Conv. 220 a; Kälte, Gegensatz καῦμα, Tim. 22 e; Prot. 321 e Polit. 279 d; Sturm, τὸν κυβερνήτην μέγας χειμὼν ἐπιπεσὼν ἀμήχανον ἂν ποιήσειε Prot. 344 d; ἐν χειμῶνι κονιορτοῦ καὶ ζάλης Rep. VI, 496 d, und sonst. – Übertr., Alles, was den Menschen bestürmt, Drangsal, Noth, auch heftige Gemüthsbewegung; die Übertragung ist noch deutlich bei Aesch. οἷός σε χειμὼν καὶ κακῶν τρικυμία ἔπεισ' ἄφυκτος, Prom. 1017, vgl. Ch. 200. 1061; δορὸς ἐν χειμῶνι, im Sturme des Kampfes, Soph. Ant. 666; vom Wahnsinn, Αἴας θολερῷ κεῖται χειμῶνι νοσήσας Ai. 206; bes. sp. D., χειμὼν γήρως βαρύς Antiphan. 2 (X, 100); χ. καὶ σάλος τῶν πραγμάτων Plut. Arat. 38; Coriol. 32.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
mauvais temps :
I. au propre;
1 orage, tempête : χειμῶνι χρῆσθαι ANT être surpris par une tempête en parl. de navigateurs ; χειμὼν ὀρνίθιας AR grêle d'oiseaux (canards, geais, etc. apportés par un Béotien) ; χειμῶνος SOPH pendant l'orage;
2 saison du mauvais temps, hiver : τοῦ χειμῶνος ou simpl. χειμῶνος, en hiver, pendant l'hiver ; χειμῶνι IL en hiver ; d'ord. ἐν χειμῶνι, ἐν τῷ χειμῶνι, dans la saison de l'hiver ; χειμῶνα SOPH, τὸν χειμῶνα XÉN en hiver;
3 le froid;
II. fig. :
1 tumulte de la bataille;
2 trouble, agitation politique;
3 malheur;
4 agitation, trouble de l'âme ; passion, folie;
5 danger.
Étymologie: χεῖμα.
Russian (Dvoretsky)
χειμών: ῶνος ὁ
1 зимняя пора, зима: χειμῶνι Hom., Soph., ἐν (τῷ) χειμῶνι Pind., Aesch., Xen., χειμῶνος Xen., Plat. зимой; (τὸν) χειμῶνα Soph., Her., Xen., (τοῦ) χειμῶνος Thuc., NT и διὰ (τοῦ) χειμῶνος Xen., Plat. зимой, в течение зимы;
2 холодные края, север: τῇ ὁ Βορέης τε καὶ ὁ χ. ἑστᾶσι Her. там, где находится север с его ветрами;
3 буря, непогода, ненастье, Hom., Hes., Pind., Aesch., Soph., Thuc., Xen.: ἐν χειμῶσι καὶ ἐν εὐδίαις Plat. и в ненастье, и в ясную погоду; χειμῶνι χρῆσθαι Dem. быть застигнутым бурей; χ. νοτερός Thuc. буря с ливнем; δορὸς ἐν χειμῶνι Soph. в огне войны;
4 несчастье, бедствие: θολερὸς χ. Soph. умопомешательство; ἐν χειμῶνι τῶν πραγμάτων φερομένων Plut. в грозное для государства время; χ. γήρως βαρύς Anth. старость, (это) тяжкое бедствие.
Greek (Liddell-Scott)
χειμών: -ῶνος, ὁ, ὡς τὸ χεῖμα, ἡ χειμερινὴ ὥρα τοῦ ἔτους, ἐν ἀντιθέσει προς τὸ θέρος, χειμῶνος δυσθαλπέος ὅς ῥά τε ἔργων ἀνθρώπους ἀνέπαυσεν Ἰλ. Ρ. 549· χειμῶνι, ἐν καιρῷ χειμῶνος, Φ. 283, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1138· ἐν χειμῶνι Πινδ. Ἰ. 2. 62, Αἰσχύλ. Ἀγ. 969· ἐν τῷ χ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8, Κύρου Παιδ. 8. 8, 17· χειμῶνος ὥρᾳ Ἀνδοκ. 18. 5· - ὡσαύτως, χειμῶνος, ἐν καιρῷ χειμῶνος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 9, Πλάτ. Πολ. 425Ε· χ. μέσου, κατὰ τὸ μέσον τοῦ χειμῶνος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476. 1· τοῦ χ., διαρκοῦντος τοῦ χειμῶνος, Θουκ. 7. 31· τοῦ αὐτοῦ χειμ. ὁ αὐτ. 8. 30· οὕτω. διὰ χειμῶνος καὶ διὰ τοῦ χ. Πλάτ. Τιμ. 74C, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 9· - χειμῶνα, κατὰ τὸν χειμῶνα, Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1188· τὸν χ. κατὰ τὸν χειμῶνα, Ἡρόδ. 3. 117, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 9, Ἑλλ. 1. 4, 1· τὸν χ. ὅλον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 124· ὁ ἀμφὶ τὸν χ. χρόνος Ξεν. Κύρου Παιδ. 8. 6, 22· - ὄρος ἄβατον ὑπὸ χειμῶνος, ἕνεκα τοῦ ψύχους, Ἡρόδ. 8. 138, πρβλ. Θουκ. 2. 101· - οὕτως ἐν τῷ πληθ., νιφοστιβεῖς χειμῶνες Σοφ. Αἴ. 671· ἀντίθ. τῷ καύματα, Πλάτ, Πολιτ. 280Ε, Νόμ. 829Β. 2) εἰς δήλωσιν τοῦ χειμερινοῦ μέρους τοῦ ὁρίζοντος, δηλ. τῆς ἅρκτου, Βορέας καὶ χ. Ἡρόδ. 2. 26. ΙΙ. καιρὸς χειμέριος, ψυχρὸς καὶ θυελλώδης, θύελλα χειμερινὴ, καὶ καθόλου θύελλα, καταιγὶς, τρικυμία, ἐπεὶ οὖν χειμῶνα φύγον καὶ ἀθέσφατον ὄμβρον Ἰλ. Γ. 4· οὐ νιφετὸς οὔτ’ ἄρ χ. πολὺς οὔτε ποτ’ ὄμβρος Ὀδ. Δ. 566· ὅτε τις χ. ἔκπαγλος ὄροιτο Ξ. 522 ὀπωρινὸν ὄμβρον καὶ χειμῶν’ ἐπιόντα Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 673· Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χ. Πινδ. Ι. 7 (6). 53· ὦρσε θεὸς χειμῶνα Αἰσχύλ Πέρσ. 496, πρβλ. Ἀγ. 649, 656, Χο. 202. Σοφ Αἴ. 1143, κἑξ., κτλ.· - οὕτω καὶ παρὰ πεζογράφοις, χ. κατερράγη Ἡρόδ. 1. 87, ἐπέπεσέ σφι χ. τε μέγας καὶ πολλὸς ἄνεμος ὁ αὐτ. 7. 188, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 344D· ἐπιγίγνεται χ. Ἡρόδ. 7. 34, πρβλ. Θουκ. 4. 6· χειμῶνι χρῆσθαι Ἀντιφῶν 131. 42· χ. νοτερὸς, καταιγὶς μετὰ βροχῆς, Θουκ. 3. 21· χειμῶνα ποιεῖν ἐν εὐδίᾳ Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 14· - ἐν τῷ πληθ., ὑπὸ τῶν χ., ἔνεκα τῶν τρικυμιῶν. Ἡροδ. 4. 62· ἔν γε χειμῶσι καὶ ἐν ευδίαις Πλάτ. Νόμ. 961Ε, πρβλ. 919Α· - πρβλ. ὀρνιθίας. 2) μεταφορ., θεόσσυτος χ. καταιγὶς δυστυχημάτων ὑπὸ τῶν θεῶν πεμφθεῖσα, Αἰσχύλ. Πρ. 643· χ. καὶ κακῶν τρικυμία αὐτόθι 1015, πρβλ. Χο. Σοφ. Ἀντιγ. 670· θολερῷ .. χ. νοσήσας, ἐπὶ τῆς μανίας τοὺ Αἴαντος, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. - ἐπὶ προσώπου, χειμὼν ὁ μειρακίσκος ἐστὶ τοῖς φίλοις Ἄλεξις ἐν «Παρασίτῳ» 1, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν «Δημητρίῳ» 1. 4· χ. κατ’ οἴκους ἀνδράσιν κακὴ γυνὴ Μένανδρ. ἐν «Μονοστίχοις» 540.
English (Autenrieth)
ῶνος: storm, tempest, rain, rainy weather.
English (Slater)
χειμών (-ῶνος, -ῶνι.)
a winter, cold of winter ἢ θερινῷ πυρὶ περθόμενοι δέμας ἢ χειμῶνι (P. 3.50) ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν (I. 2.42) ὁπόταν τε χειμῶνος σθένει φρίσσων Βορέας ἐπισπέρχησ with its wintry strength Παρθ. 2. 17.
b storm met. ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν. ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος (I. 7.39)
English (Strong)
from a derivative of cheo (to pour; akin to the base of χάσμα through the idea of a channel), meaning a storm (as pouring rain); by implication, the rainy season, i.e. winter: tempest, foul weather, winter.
English (Thayer)
χειμῶνος, ὁ (χεῖμα, and this from χέω on account of the 'pouring' rains; (others connect it with χι(ων, snow, frost (cf. Latin hiems, etc.); see Curtius, § 194; Liddell and Scott, under the word χιών, at the end)), winter;
a. stormy or rainy weather, a tempest (so from Homer down): Tdf. brackets WH reject the passage); winter, the winter season (so from Thucydides and Aristophanes down): χειμῶνος, in winter (-time), in the winter (Plato, de rep. 3, p. 415e.; Xenophon, mem. 3,8, 9; others (cf. Winer's Grammar, § 30,11; Buttmann, § 132,26)), Mark 13:18.
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, ΜΑ
βλ. χειμώνας.
Greek Monotonic
χειμών: -ῶνος, ὁ (βλ. χιών)·
I. 1. χειμώνας, αντίθ. προς το θέρος, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· χειμῶνος, την ώρα του χειμώνα, σε Ξεν.· τοῦ χειμῶνος, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, σε Θουκ.· χειμῶνα, στη διάρκεια του χειμώνα, σε Σοφ.· τὸν χειμῶνα, κατά τον χειμώνα, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. το χειμερινό σημείο του ορίζοντα, ο βορράς, Βορέας καὶχειμών, σε Ηρόδ.
II. 1. χειμερινός καιρός, χειμερινή θύελλα και γενικά θύελλα, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· χειμὼν κατερράγη, σε Ηρόδ.· ἐπέπεσέ σφι χειμὼν μέγας, στον ίδ.· ὦρσε θεὸς χειμῶνα, σε Αισχύλ.· χειμὼν νοτερός, καταιγίδα με βροχή, σε Θουκ.· σε πληθ., ὑπὸ τῶν χειμώνων, με την έννοια των χειμερινών θυελλών, σε Ηρόδ.
2. μεταφ., θεόσσυτος χειμών, καταιγίδα συμφορών που στάλθηκε από τους θεούς, σε Αισχύλ.· δορὸς ἐν χειμῶνι, μέσα στη θύελλα της μάχης, σε Σοφ.· θολερῷ χειμῶνι νοσήσας, λέγεται για τη μανία του Αίαντα, σε Σοφ.
Middle Liddell
χειμών, ῶνος, ὁ, [v. χιών
I. winter, opp. to θέρος, il., attic; χειμῶνος in winter-time, Xen.; τοῦ χ. in the course of the winter, Thuc.; χειμῶνα during winter, Soph.; τὸν χ. during the winter, Hdt., Xen.
2. the wintry quarter of the heavens, the north, Βορέας καὶ χ. Hdt.
II. wintry weather, a winter-storm, and generally a storm, Hom., Hdt., attic; χ. κατερράγη Hdt.; ἐπέπεσέ σφι χ. μέγας Hdt.; ὦρσε θεὸς χειμῶνα Aesch.; χ. νοτερός a storm of rain, Thuc.:— in plural, ὑπὸ τῶν χ. by means of the winter-storms, Hdt.
2. metaph., θεόσσυτος χ. a storm of calamity sent by the gods, Aesch.; δορὸς ἐν χειμῶνι in the storm of battle, Soph.; θολερῷ χ. νοσήσας, of the madness of Ajax, Soph.
Chinese
原文音譯:ceimèn 黑蒙
詞類次數:名詞(6)
原文字根:冬天
字義溯源:暴風雨,風雨,有如傾盆大雨,冬天,暴風雨,狂風大浪;源自(Χερούβ)X*=灌注,流出),類似(χάσμα)=深坑)
出現次數:總共(6);太(2);可(1);約(1);徒(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 冬天(3) 太24:20; 約10:22; 提後4:21;
2) 暴風雨(1) 徒27:20;
3) 在冬天(1) 可13:18;
4) 風雨(1) 太16:3
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
-ῶνος (=καταιγίδα, τρικυμία). Ἀπό τό χεῖμα, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
winter
Abkhaz: аʒын; Adyghe: кӀымаф; Afrikaans: winter; Ainu: マタ; Albanian: dimër; Aleut: qanaq; Alutor: лыӄлаӈ; Amharic: ክረምት; Arabic: شِتَاء; Egyptian Arabic: شتا; Aragonese: hibierno; Armenian: ձմեռ; Old Armenian: ձմեռն; Aromanian: earnã, iarã, earãnã; Assamese: শীতকাল, শীত, জাৰ, ঠাণ্ডাৰ দিন; Asturian: iviernu; Atayal: qmisan; Avar: хасел; Avestan: 𐬰𐬌𐬌𐬃; Azerbaijani: qış, zimistan; Baluchi: زمستان; Bashkir: ҡыш; Basque: negu; Bats: ჺა; Belarusian: зіма; Bella Coola: sutk; Bengali: শীতকাল, শীত; Bikol Central: taglipot; Breton: goañv; Brunei Malay: musim sajuk; Bulgarian: зима; Burmese: ဆောင်း, ဆောင်းရာသီ, ဆောင်းတွင်း, ဟေမန်, ဟေမန္တ; Buryat: үбэл; Catalan: hivern; Cebuano: tingtugnaw; Central Atlas Tamazight: ⵜⴰⴳⵔⵙⵜ; Chechen: ӏа; Cherokee: ᎪᎳ; Cheyenne: áa'e; Chinese Cantonese: 冬天, 冬季; Dungan: дунтян, хантян; Hakka: 寒天, 冷天; Mandarin: 冬天, 冬季; Min Nan: 冬天, 寒人, 寒天; Chukchi: ԓьэԓеӈ; Chuvash: хӗл; Cornish: gwav; Cree Woods Cree: ᐱᐳᐣ; Crimean Tatar: qış; Czech: zima; Dalmatian: inviarno; Danish: vinter; Dhivehi: ފިނި މޫސުން; Dinajpuria: জাড়; Dutch: winter; Erzya: теле; Esperanto: vintro; Estonian: talv; Even: тугэни; Evenki: тугэни; Faroese: vetur; Finnish: talvi; French: hiver; Friulian: unviêr; Galician: inverno; Gamilaraay: dhandarraa; Georgian: ზამთარი; German: Winter, Winterzeit; Greek: χειμώνας; Ancient Greek: χειμών; Greenlandic: ukioq, ukioĸ; Gujarati: શિશિર; Hausa: hunturu; Hebrew: חורף \ חֹרֶף; Higaonon: tingtino; Hindi: सर्दी, जाड़ा, शिशिर; Hittite: 𒄀𒈠𒀭; Hungarian: tél; Hunsrik: Winter; Icelandic: vetur; Ido: vintro; Indonesian: musim dingin; Ingush: ӏа; Interlingua: hiberno; Irish: geimhreadh; Italian: inverno; Japanese: 冬, 冬季; Kalmyk: үвл; Kannada: ಚಳಿಗಾಲ; Kapampangan: amyam, amian; Karachay-Balkar: къыш; Karelian: talvi; Kashmiri : وَنٛدٕ, شِشُر; Kashubian: zëma; Kazakh: қыс; Khakas: хысхы; Khitan: 𘲚𘲀; Khmer: សិសិរៈ, ហេមន្ត; Kimaragang: tiya tosogit; Klamath-Modoc: loldam; Korean: 겨울, 동계(冬季); Kurdish Central Kurdish: زستان; Gurani: zimsan; Northern Kurdish: zivistan; Zazaki: zimistan; Kyrgyz: кыш; Lao: ລະດູໜາວ, ຣະດູຫນາວ, ສິສີຣະ, ສິສີລະ; Latgalian: zīma; Latin: hiems, hibernus; Latvian: ziema; Lezgi: кьуьд; Ligurian: inverno; Lithuanian: žiema; Louisiana Creole French: livè, livær, ivèr; Low German German Low German: Winter, Wintertiet; Lutshootseed: pədt'əs; Luxembourgish: Wanter; Macedonian: зима; Malay: musim dingin, musim salji, musim sejuk; Malayalam: ശീതകാലം, ശൈത്യം; Maltese: xitwa; Manchu: ᡨᡠᠸᡝᡵᡳ; Mansi: та̄л; Manx: geurey; Maori: takurua, mākeremumu, makariri; Marathi: शिशिर; Mari Eastern Mari: теле; Middle English: winter; Middle French: yver; Mingrelian: ზოთონჯი; Mirandese: ambierno; Miyako: フユ; Moksha: тяла; Mongolian Cyrillic: өвөл; Mongolian: ᠡᠪᠦᠯ; Montagnais: pipun; Mòcheno: binter; Nanai: туэ; Navajo: hai; Nepali: शिशिर; Nivkh: т'улф; North Frisian: wunter, wonter, Wunter; Norwegian Bokmål: vinter; Nynorsk: vinter; Occitan: ivèrn; Old Church Slavonic Cyrillic: зима; Glagolitic: ⰸⰹⰿⰰ; Old East Slavic: зима; Old English: winter; Old French: yver; Old Irish: gemred; Old Prussian: semo; Oriya: ଶୀତ; Oromo: ganna; Ossetian: зымӕг; Pashto: ژمۍ; Persian: زمستان; Plautdietsch: Winta; Punjabi: ਸਰਦੀ, ਸਿਆਲ਼, ਪਾਲ਼ਾ; Polabian: zaimă; Polish: zima; Portuguese: inverno; Rohingya: cítkal; Romagnol: invéran; Romani: ivend; Romanian: iarnă; Romansch: enviern; Russian: зима; Rusyn: зима; Sami Northern: dálvi; Sanskrit: हिम, हेमन्त; Sardinian: ibérru; Saterland Frisian: Winter; Scottish Gaelic: geamhradh; Serbo-Croatian Cyrillic: зима; Roman: zíma; Sicilian: nvèrnu, mmernu, viernu; Sindhi: سِيارو; Sinhalese: ශිශිර ඍතුව; Skolt Sami: täʹlvv; Slovak: zima; Slovene: zíma; Somali: jiilaal; Sorbian Lower Sorbian: zyma; Upper Sorbian: zyma; Southern Altai: кыш; Southern Ohlone: tiurisguai; Spanish: invierno; Sranan Tongo: wenter; Svan: ლინთვ; Swabian: Wãẽder, Wẽnder; Swahili: kipupwe, majira ya baridi, kipindi cha baridi; Swedish: vinter; Tagalog: taglamig, tagniyebe, tagyelo; Tajik: зимистон; Talysh: зымсон; Tamil: குளிர் காலம்; Tatar: кыш; Telugu: చలికాలం, శీతకాలము; Thai: ฤดูหนาว, หน้าหนาว, เหมันต์, เดือนเย็น; Tibetan: དགུན་ཀ, དགུན; Tigrinya: ክረምቲ; Tlingit: táakw; Turkish: kış; Turkmen: gyş; Tuvan: кыш; Udmurt: тол; Ukrainian: зима; Ulch: туэ; Urdu: ششر, جاڑا, سرما, زمستان, سردی; Uyghur: قىش; Uzbek: qish; Venetian: inverno, invèrno; Vietnamese: mùa đông, đông; Vilamovian: wynter; Volapük: nifüp; Walloon: ivier; Welsh: gaeaf; West Frisian: winter; White Hmong: caij ntuj no; Winnebago: mąąnį; Wolof: cóoróon; Written Oirat: ᡉᡋᡉᠯ; Xhosa: ubusika; Yagnobi: зимистон; Yakut: кыһын; Yiddish: ווינטער; Yoruba: ìgbà òtútù; Yup'ik: uksuq; Zazaki: zımıstan; Zhuang: seizdoeng, seiznit, doeng