ὑποστρέφω: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
m (Text replacement - "εἰς" to "εἰς") |
m (Text replacement - "ἐς " to "ἐς ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> faire tourner en arrière, faire retourner : ἵππους IL ramener des chevaux ; Βακχίαν ἅμιλλαν SOPH ramener l'émulation bachique, <i>càd</i> la joie et le plaisir ; <i>Pass.</i> se retourner, revenir sur ses pas ; <i>fig.</i> τινος faire un retour soudain sur qch, s'aviser tout à coup de qch;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> [[se retourner]], [[revenir sur ses pas]] : [[φύγαδε]] [[αὖτις]] IL se retourner pour prendre la fuite;<br /><b>2</b> [[retourner]] : Ὄλυμπον IL dans l'Olympe ; | |btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> faire tourner en arrière, faire retourner : ἵππους IL ramener des chevaux ; Βακχίαν ἅμιλλαν SOPH ramener l'émulation bachique, <i>càd</i> la joie et le plaisir ; <i>Pass.</i> se retourner, revenir sur ses pas ; <i>fig.</i> τινος faire un retour soudain sur qch, s'aviser tout à coup de qch;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> [[se retourner]], [[revenir sur ses pas]] : [[φύγαδε]] [[αὖτις]] IL se retourner pour prendre la fuite;<br /><b>2</b> [[retourner]] : Ὄλυμπον IL dans l'Olympe ; ἐς τὴν Σκυθικήν HDT en Scythie;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ὑποστρέφομαι]] (<i>f.</i> ὑποστρέψομαι) retourner, revenir.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[στρέφω]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:35, 17 December 2022
English (LSJ)
A turn round about or turn back, ἵππους Il.5.581, cf. 505; πάλιν ὑ. βίοτον εἰς Ἅιδαν E.HF736 (lyr.); ὁ κισσὸς . . Βακχίαν ὑποστρέφων ἅμιλλαν bringing back the Bacchic struggle, i. e. the swift and eager dance, S.Tr.220 (lyr., s. v.l.). 2 roll up, Arist.Pr. 895b10 (Pass.). 3 Pass., revolve beneath, τινι Arat.73: c. acc., Id.512 (better γαῖαν ὕπο σ.). II intr., turn about, especially of persons flying or retreating, Il.12.71, Hdt.7.211,9.14, Th.3.24; φύγαδ' αὖτις ὑ. Il.11.446; δεῦρ' ὑ. πάλιν E.Alc.1019; τοὔμπαλιν ὑ. X.An.6.6.38; πάλιν ὑποστρέψαντα φεύγειν Antipho 2.4.5:—Pass., αὖτις ὑποστρεφθείς Il.11.567, cf. Hdt.4.129; ὑποστρᾰφείς S.OT728. 2 generally, return, αὖτις ὑ. Od.8.301, cf. Hdt.4.120,124, al.; ἐπὶ ζήτησιν ib.140; εἰς τὰς πατρίδας τὰς ἰδίας PGiss.40 ii 8 (iii A. D.), cf. PFlor.247.10 (iii A. D.); in fut. Med., οὐ μὲν γάρ τί σ' ὑποστρέψεσθαι ὀΐω Od.18.23; of a disease, return, recur, Hp.Epid.1.3, Gal.15.751. 3 turn away, and so elude an attack, E.IA363 (troch.), X.An.2.1.18: metaph. in Med., c. inf., refuse, τὸν ἀΐδιον ἐπιγινώσκειν Θεὸν ὑπεστρέφοντο (sc. οἱ Βλέμυες) PMasp.4.9 (vi A. D.). 4 ὑποστρέψαντες reversely, Ar.Av. 1283. 5 retract the accent, A.D.Synt.308.8.
French (Bailly abrégé)
I. tr. faire tourner en arrière, faire retourner : ἵππους IL ramener des chevaux ; Βακχίαν ἅμιλλαν SOPH ramener l'émulation bachique, càd la joie et le plaisir ; Pass. se retourner, revenir sur ses pas ; fig. τινος faire un retour soudain sur qch, s'aviser tout à coup de qch;
II. intr. 1 se retourner, revenir sur ses pas : φύγαδε αὖτις IL se retourner pour prendre la fuite;
2 retourner : Ὄλυμπον IL dans l'Olympe ; ἐς τὴν Σκυθικήν HDT en Scythie;
Moy. ὑποστρέφομαι (f. ὑποστρέψομαι) retourner, revenir.
Étymologie: ὑπό, στρέφω.
German (Pape)
umkehren, rückwärts kehren, lenken; ἵππους Il. 5.581, vgl. 505; Soph. Trach. 219; πάλιν ὑποστρέφει βίοτον εἰς ἀΐδαν Eur. Herc.Fur. 736; – intr., sich umwenden, zurückkehren, zurückweichen; Il. 12.71; αὖτις Od. 8.301; Her. 4.124, 128, 140; δεῦρ' ὑποστρέψας πάλιν Eur. Alc. 1022; Thuc. 3.24; Xen. An. 6.6.38; Sp., wie NT oft; φύγαδε αὖτις ὑποστρέφειν, sich rückwärts zur Flucht wenden, Il. 11.446; Ὄλυμπον, zum Olymp zurückkehren, 3.407; – auch pass.: Od. 18.20; Her. 4.129; Xen. An. 7.4.18; αὖτις ὑποστρεφθείς Il. 11.567; ποίας μερίμνης τοῦθ' ὑποστραφεὶς λέγεις; Soph. O.R. 728, zu welcher Sorge hingewandt ? – zurück-, ausweichen, vermeiden, Eur. I.A. 363, Xen. An. 2.1.18 und Sp.
Russian (Dvoretsky)
ὑποστρέφω:
1 поворачивать (ἵππους Hom.): ὑ. βίοτον εἰς Ἃιδαν Eur. направлять (свою) жизнь в Гадес, т. е. сходить в царство теней; αὖτις ὑποστρεφθείς Hom. обернувшись назад; ποίας μερίμνης τοῦθ᾽ ὑποστραφεὶς λέγεις; Soph. движимый каким волнением говоришь ты это?;
2 возвращать, восстанавливать (βακχίαν ἅμιλλαν ὑ. Soph.);
3 поворачивать(ся), обращаться назад (Hom., Her., Xen.; ὑποστρέψαντες ᾔεσαν τὴν ὁδὸν ἐς Ἐρύθρας Thuc.): φύγαδ᾽ αὖτις ὑποστρέψας ἐβεβήκει Hom. повернувшись назад, он побежал;
4 возвращаться (Ὄλυμπον Hom.; ἐς τὴν Σκυθικήν Her.; εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ NT);
5 увертываться, уклоняться: ὑποστρέψας εἶπεν ὧδε Xen. уклонившись (от прямого ответа), он сказал следующее;
6 менять мнение Arph.: ὑποστρέψας λέληψαι μεταβαλὼν ἄλλας γραφάς Eur. ты уличен в том, что переменив решение, послал другое письмо.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστρέφω: μέλλ. -ψω, στρέφω πέριξ ἢ ὀπίσω, ὁδηγῶ ἢ ἄγω ὀπίσω, ἵππους Ἰλ. Ε. 581, πρβλ. 505· πάλιν ὑπ. βίοτον εἰς Ἅιδαν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 736· ὁ κισσός... Βακχίαν ὑποστρέφων ἅμιλλαν, φέρων ὀπίσω, ἐπαναφέρων τὴν Βακχικὴν ἅμιλλαν, δηλ. μετατρέπων τὴν θλῖψιν εἰς θορυβώδη χαράν, Σοφ. Τραχ. 220. 2) Παθ., στρέφομαι ὀπίσω, πρὸς ἄλληλα ὑποστρεφόμενα λίθος γίνεται (τὰ γεώδη ὑποστήματα τῶν οὔρων ἐν τῇ κύστει) Ἀριστ. Προβλ. 9. 43, 2. 3) ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, περιστρέφομαι ὑποκάτω, τινι Ἄρατ. 73· μετ’ αἰτ., 512. ΙΙ. μεταβ., στρέφομαι πέριξ, στρέφομαι ἀμέσως ἢ ὀπίσω, μάλιστα ἐπὶ τῶν εἰς φυγὴν τρεπομένων ἢ ὑποχωρούντων, Ἰλ. Μ. 71, Ἡρόδ. 7. 211., 9. 14, πρβλ. Θουκ. 3. 21· καὶ ὁ μὲν φύγαδ’ αὖτις ὑποστρέψας ἐβεβήκει Ἰλ. Λ. 446· δεῦρ’ ὑπ. πάλιν Εὐρ. Ἄλκ, 1019· ὑπ. τοὔμπαλιν Ξεν. Ἀν. 6. 4, 38· πάλιν ὑποστρέψαντα φεύγειν Ἀντιφῶν 119. 39· ― οὕτως ἐν τῷ παθ., αὖτις ὑποστρεφθεὶς Ἰλ. Λ. 567, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 129, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 728 κλπ. 2) καθόλου ἐπιστρέφω, αὖτις ὑποστρέψας, πρὶν Λήμνου γαῖαν ἱκέσθαι Ὀδ. Θ. 301, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 120, 124, κ. ἀλλ.· ἐπί τι αὐτόθι 140· οὕτως ἐν τῷ μέσ. μέλλ., οὐ γάρ σε ὑποστρέψεσθαι ὀΐω Ὀδ. Σ. 23· ― ἐπὶ νόσου, ἐπανέρχομαι, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 941. 3) ἐκκλίνω, στρέφομαι πλαγίως καὶ οὕτως ἀποφεύγω προσβολήν, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 363, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 18. 4) μετοχ. ὑποστρέψας ὡς ἐπίρρ., τἀνάπαλιν, τοὐναντίον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1283.
English (Autenrieth)
aor. subj. ὑποστρέψωσι, opt. -ειας, mid. fut. inf. -ψεσθαι, pass. aor. part. ὑποστρεφθείς: turn about, turn in flight, trans. and intr., Il. 5.581, Il. 11.446; mid. and pass., intr., turn, return, Od. 18.23.
English (Strong)
from ὑπό and στρέφω; to turn under (behind), i.e. to return (literally or figuratively): come again, return (again, back again), turn back (again).
English (Thayer)
imperfect ὑπέστρεφον; future ὑποστρέψω; 1st aorist ὑπέστρεψα; from Homer down; the Sept. for שׁוּב;
1. transitive, to turn back, to turn about: as ἵππους, Homer, Iliad 5,581.
2. intransitive, to turn back i. e. to return: absolutely, L WH πάλιν ἐλθών Tr ἐλθών); ἐπέστρεψαν), διά with a genitive of place, εἰς with an accusative of place, T Tr marginal reading WH ἐπέστρεψεν),εἰς διαφθοράν, ἀπό with a genitive of place, WH brackets ἀπό etc.); ἀπό with a genitive of the business, ἐκ with a genitive of place, ἐκ τῆς ἁγίας ἐντολῆς, of those who after embracing Christianity apostatize, T Tr WH, but Lachmann (against the authorities) εἰς τά ὀπίσω ἀπό τῆς etc.
Greek Monolingual
ὑποστρέφω, ΝΜΑ στρέφω
1. στρέφω προς τα πίσω, πισωγυρίζω
2. (για νόσο) υποτροπιάζω
νεοελλ.
ναυτ. αλλάζω την πορεία ιστιοφόρου στρέφοντας την πρύμνη προς τον άνεμο
αρχ.
1. επαναφέρω
2. δίνω πίσω, επιστρέφω
3. (σχετικά με τόνο) αποβάλλω
4. (αμτβ.) α) (ιδίως για τρεπόμενους σε φυγή) στρέφομαι αμέσως ή προς τα πίσω
β) ξαναγυρίζω («ὑποστρεφέτωσαν εἰς τὰς πατρίδας τὰς ἰδίας», πάπ.)
γ) στρέφομαι πλάγια για να αποφύγω προσβολή, να αποφύγω χτύπημα
5. παθ. ὑποστρέφομαι
περιστρέφομαι από κάτω
6. (το αρσ. της μτχ. ενεργ. αορ. ως επίρρ.) ὑποστρέψας·αντιστρόφως, αντίθετα, ανάποδα.
Greek Monotonic
ὑποστρέφω: μέλ. -ψω,
I. στριφογυρίζω από εδώ κι από εκεί, φέρνω πίσω, αναγκάζω κάποιον να κάνει μεταβολή, ἵππους, σε Ομήρ. Ιλ.· Βακχίαν ὑποστρέφων ἅμιλλαν, επαναφέροντας την Βακχική άμιλλα, πάλη, αγώνα, δηλ. μετατρέποντας τη θλίψη σε θορυβώδη χαρά, σε Σοφ.
II. αμτβ., γυρίζω από εδώ κι από εκεί, υποχωρώ αμέσως, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· ομοίως σε Παθ., αὖτις ὑποστρεφθείς, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
2. γενικά, επιστρέφω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· ομοίως σε Μέσ. μέλ., σε Ομήρ. Οδ.
3. απομακρύνομαι, γυρίζω την πλάτη σε κάποιον, συνεπώς, αποφεύγω επίθεση, σε Ευρ., Ξεν.
4. η μτχ. ὑποστρέψας, ως επίρρ., αντίστροφα, ανάποδα, τουναντίον, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. ψω
I. to turn round about, turn back, ἵππους Il.; Βακχίαν ὑποστρέφων ἅμιλλαν bringing back the Bacchic struggle, i. e. changing sorrow into tumultuous joy, Soph.
II. intr. to turn about, turn short round, Il., Hdt., attic:—so in Pass., αὖτις ὑποστρεφθείς Il., etc.
2. generally, to return, Od., Hdt.; so in fut. mid., Od.
3. to turn away, and so elude an attack, Eur., Xen.
4. part. ὑποστρέψας as adv. reversely, Ar.
Chinese
原文音譯:Øpostršfw 虛po.-士特雷賀
詞類次數:動詞(35)
原文字根:在下-轉 相當於: (פֹּונֶה / פָּנָה) (שׁוּב)
字義溯源:轉回,回,回去,回來,回程,歸,轉,返回;由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(στρέφω)=扭轉)組成,其中 (στρέφω)出自(τροπή)=轉動),而 (τροπή)又出自(τρέμω)X*=轉)。這編號36次使用中,路加所寫的路加福音和使徒行傳卻用了32次。保羅在講論中引用( 詩16:10)不叫你的聖者見(1492)數量太多,不能盡錄;
2) 回來(8) 路4:1; 路8:40; 路9:10; 路10:17; 路17:18; 路19:12; 徒8:28; 徒12:25;
3) 回去(3) 路23:56; 路24:9; 徒20:3;
4) 回去了(3) 路2:20; 路8:37; 路23:48;
5) 他們就回(2) 路2:45; 徒14:21;
6) 轉(1) 彼後2:21;
7) 我要回⋯去(1) 路11:24;
8) 他們⋯回(1) 徒1:12;
9) 回⋯去(1) 路24:52;
10) 回來的(1) 來7:1;
11) 歸(1) 徒13:34;
12) 回程(1) 路2:43;
13) 你回(1) 路8:39;
14) 就回來(1) 路17:15;
15) 就回(1) 徒8:25;
16) 他們回(1) 徒23:32