παραφέρω

From LSJ
Revision as of 00:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφέρω Medium diacritics: παραφέρω Low diacritics: παραφέρω Capitals: ΠΑΡΑΦΕΡΩ
Transliteration A: paraphérō Transliteration B: parapherō Transliteration C: parafero Beta Code: parafe/rw

English (LSJ)

poet. παρφέρω, fut.

   A παροίσω S.OC1675(lyr.) :—Pass., aor. 1 παροισθέντι· παρενεχθέντι, Hsch. :—bring to one's side, esp. of meats, serve, set before one, Hdt.1.119, X.Cyr.1.3.6, etc. ; π. ποτήρια Ar.Fr.466 ; πάρφερε τὸν σκύφον Sophr.15 ; τὰς κεφαλὰς π. exhibit them, Hdt.4.65 ; μάστιγάς τε καὶ κέντρα π. ἐς μέσον Id.3.130 :—Pass., to be set on table, served, Id.1.133 ; τοῦ ἀεὶ παραφερομένου ἀπογεύονται Pl.R.354b ; τὰ π. Luc.Merc.Cond.26.    2 bring forward, allege, cite, νόμον Antipho 3.4.8, cf. PFlor.48.8 (iii A.D.) ; π. καινὰ καὶ παλαιὰ ἔργα Hdt.9.26; λόγους E.IA981, cf. S.OC1675 (lyr.); π. αὑτὸν ἐν σκώμματος μέρει Aeschin.1.126, cf. 132 ; πίστεις π. τοῦ μὴ . . D.H.7.27 ; μάρτυρα Eust.ad D.P.306, cf. PAmh.2.81.12 (iii A.D.), etc.    3 hand over, ξύνθημα παρφέροντι ποιμέσιν λόχων E.Ph.1140.    4Pass., come up, hasten along, Arist.HA534a3.    II carry beside, [λαμπάδας] ἵπποις E.Hel.724.    III carry past or beyond, Pl.R.515a, etc. ; π. τὴν χεῖρα wave the hand, of gesture in speaking, D.18.232 ; π. τὸν βραχίονα παρὰ τὰς πλευράς swing it in a vertical plane parallel to the sides, opp. lifting the elbow outwards, Hp.Art.12 :—Pass., to be carried past or beyond, Th.4.135 ; δρόμῳ παρενεχθέντας Plu.Mar.35, cf.Sull.29 ; πρὸς κοντὸν π. Id.Dio 25 ; τοῦ χειμῶνος παραφερομένου while it was passing, Id.Pel.10.    2 turn aside or away, ἑκάστου π. τὴν ὄψιν X.Cyn.5.27 ; π. τοὺς ὑσσούς put them aside, Plu.Cam.41 ; put away, avert, ποτήριον ἀπό τινος Ev.Marc.14.36 ; but also, turn towards an object, κάτω ὁρᾶν καὶ μηκέτι παρενεγκεῖν τὸν ὀφθαλμόν Luc.DMeretr. 10.2 ; τὴν αὐτὴν αἴσθησιν παραφέρω πρὸς ἑκάτερον Dam.Pr.414.    3 Pass., move in a wrong direction, of paralysed limbs, τὸ παραφερόμενον Arist. EN1102b22 ; π. ἐν ταῖς χερσίν, of feigned madness, LXX 1 Ki. 21.13 ; π. τοῖς σκέλεσι, of a drunken man, D.L.7.183 ; τὸ βλέμμα παρενήνεκται is distorted, Phryn.PSp.112B.    4 mislead, lead astray, Plu.2.41d :—Pass., παραφέρεσθαι τῷ τέρποντι πρὸς τὸ βλάπτον ib.15d ; err, go wrong, Pl.Phlb.38d, 60d ; ἴσως μὲν ἀληθοῦς τινος ἐφαπτόμενοι, τάχα δ' ἂν καὶ ἄλλοσε -φερόμενοι Id.Phdr.265b ; παρενεχθείς (sc. τῆς γνώμης) mad, Hp.Prorrh.1.21.    5 change, γνώμην alter the text of a decree, App.BC3.61 ; παρενεχθέντος τοῦ ὀνόματος ib.2.68 ; π. τὸ πεπρωμένον Id.Syr.58.    IV sweep away, of a river, Plu.Tim. 28, cf. D.S.18.35 (Pass.) ; τοῦ χρόνου καθάπερ ῥεύματος ἕκαστα π. Plu. 2.432b :—Pass., to be carried away, σέ, Βάκχε, φέρων ὑπὸ σοῦ τἄμπαλι παρφέρομαι AP11.26 (Marc.Arg.).    V let pass, τὰς ὥρας παρηνέγκατε τῆς θυσίας Orac. ap. D.21.53 ; let slip, τὸ ῥηθέν Plu.Arat.43 :— Pass., slip away, escape, X.Cyn.6.24.    VI overcome, excel, τινά τινι Luc. Charid.19.    B intr., to be beyond or over, ἡμερῶν ὀλίγων παρενεγκουσῶν, ἡμέρας οὐ πολλὰς παρενεγκούσας, a few days over, more or less, Th.5.20, 26.    2 differ, vary, as dialects, Xanth.1 ; to be altered, παρενεγκόντος τοῦ ὀνόματος Conon46.4 ; παραφέροντα ἢ κατ' ἄλλον τρόπον διαλλάττοντα Phld.Sign.20 ; π. παρά τι differ from... D.C.59.5 ; πρὸς τὴν ἀλήθειαν Eun.Hist.p.237 D.

German (Pape)

[Seite 506] (s. φέρω), 1) daneben, hinzubringen; ξύνθημά τινι, überbringen, Eur. Phoen. 1140; bes. Speisen auftragen, vorsetzen, Ar. Equ. 1220; πολλὰ αὐτῷ παραφέρειν θήρεια καὶ τῶν ἡμέρων, Xen. Cyr. 1, 3, 6, vgl. 2, 2, 4; Ath. IX, 380 d; u. pass. aufgetischt werden, Her. 1, 133; τοῦ ἀεὶ παραφερομένου ἀπογεύονται, Plat. Rep. I, 354 b; – vortragen, λαμπάδας, Eur. Hel. 727; – λόγους, Reden vorbringen, vortragen, Eur. I. A. 981; ἐν πυμάτῳ δ' ἀλόγιστα παροίσομεν, Soph. O. C. 1671; als Grund beibringen, anführen, Her. 9, 26; νόμον, Antiph. 3 δ 8; χαίρουσι τὴν Σιμωνίδου ξυνουσίαν παραφέροντες, Plat. Ep. VII, 311 a; πίστεις παραφέροντες τοῦ μὴ βεβαίως αὐτοὺς διηλλάχθαι, D. Hal. 7, 27; a. Sp. – 2) vorübertragen, Plat. Rep. VII, 515 a, dem παραφέρειν παρὰ τὸ τειχίον entsprechend; u. pass. vorübergetragen werden, vorbeifahren, vorbeigehen, Plut. Sull. 29, τοὺς διώκοντας ἔλαθε δρόμῳ παρενεχθέντας Mar. 35, ἔτι τοῦ πρώτου παραφερομένου δεύτερον ἐπῆγεν ἡ τύχη χειμῶνα Pelop. 10, vorübergehen; Sp.; – τὴν ὄψιν τινός, das Gesicht wovon abwenden, Xen. Cyn. 5, 27; παραφέρειν τὸν ὀφθαλμόν, Luc. D. Mer. 10, 2; von Etwas ab- und wo anders hinwenden, τὸν λόγον, Plut. Pelop. 9 u. a. Sp.; wie ein Strom von der Seite wegreißen, fortführen, M. Ant. 12, 14; Plut. Timol. 28, πολλοὺς ὁ ποταμὸς πα ραφέρων ἀπώλλυε, u. übertr.; vgl. noch Luc. Tim. 44; pass., Arist. H. A. 4, 8 u. Sp., οἱ πλεῖστοι παρενεχθέντες ἐπὶ πολὺν χρόνον ὑπὸ τῶν ἐν τῷ ποταμῷ θηρίων κατεβρώθησαν, D. Sic. 18, 35; – falsch vorbringen, δευρὶ τὴν χεῖρα ἀλλὰ μὴ δευρὶ παρήνεγκα, Dem. 18, 232; bes. vom rechten Wege abführen, verleiten, im pass. von dem Wahren abirren, ἴσως μὲν ἀληθοῦς τινος ἐφαπτόμενοι τάχα δ' ἂν καὶ ἄλλοσε παραφερόμενοι, Plat. Phaedr. 265 b; τοιαύτῃ πάμπολυ παρηνέχθημεν, Polit. 275 a; Phil. 60 d u. Sp.; οἱ τῆς 'Αρισ τίππ ου παρενεχθέντες αἱρέσεως, Ath. XIII, 565 d. – In B. A. 65 wird τὸ βλέμμα παρενήνεκται erkl. ἐπὶ τῶν μὴ καθεστώτων τὴν διάνοιαν, von dem irren Blicke des Wahnsinnigen; so παρενεχθείς, sc. τῆς γνώμης, verrückt, Hipp. – 3) vorübergehen u. unbeachtet lassen, verabsäumen, ὅτι τὰς ὥρας παρηνέγκατε τῆς θυσίας, Dem. 21, 53; τὸ ῥηθέν, Plut. Arat. 43; auch intrans. vorübergehen, παρενεγκουσῶν ἡμερῶν ὀλίγων, Thuc. 5, 20, Schol. erkl. παρελθουσῶν, vgl. 5, 26; εὑρήσει τις τοσαῦτα ἔτη καὶ ἡμέρας οὐ πολλὰς παρενεγκούσας, wenige Tage darüber oder darunter. – Daher auch = sich unterscheiden, τούτων ἡ γλῶσσα ὀλίγον παραφέρει, D. Hal. 1, 28; τὰ Τιβερίου ἔργα τοσοῦτον παρὰ τὰ τοῦ Γαΐου παρενεγκεῖν, D. Cass. 59, 5; auch παρενεγκόντος τοῦ ὀνόματος, mit verändertem Namen, Conon. 26. – 4) übertreffen, Luc. Charid. 19 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

f. παροίσω, ao. παρήνεγκα, etc.
A. tr. I. porter devant, d’où
1 mettre sur la table, servir : τί τινι qch à qqn ; τὸ παραφερόμενον ou τὰ παραφερόμενα LUC les mets qu’on sert;
2 produire, faire paraître τινά, qqn ; fig. λόγους EUR prononcer des paroles;
II. porter en passant devant, au delà de ; Pass. être porté ou se porter en passant devant, dépasser;
III. l’emporter sur, surpasser τινά τινι qqn en qch;
IV. porter de côté, mouvoir, mouvoir de côté, acc. ; p. suite :;
1 emmener, emporter, entraîner, acc.;
2 détourner, acc.;
3 interpréter faussement, détourner le sens d’une chose, acc.;
4 mettre de côté, écarter, négliger, dédaigner, acc.;
B. intr. passer outre, s’écouler en parl. du temps.
Étymologie: παρά, φέρω.

English (Strong)

from παρά and φέρω (including its alternate forms); to bear along or aside, i.e. carry off (literally or figuratively); by implication, to avert: remove, take away.

English (Thayer)

(1st aorist infinitive παρενεγκαι (Tdf., cf. Veitch, p. 669)); 2nd aorist infinitive παρενεγκεῖν (R G), imperative παρένεγκε (ibid. L Tr WH); present passive παραφέρομαι; see references under the word φέρω);
1. to bear (cf. παρά, IV:1), bring to, put before: of food (Herodotus, Xenophon, others).
2. to lead aside (cf. παρά, IV:2) from the right course or path, to carry away: R. V. carried along) (where περιφέρεσθε); from the truth, περιφερ. (Plato, Phaedr., p. 265b.; Plutarch, Timol. 6; Antoninus 4,43; Herodian, 8,4, 7 (4edition, Bekker)).
3. to carry past, lead past, i. e. to cause to pass by, to remove: τί ἀπό τίνος, Luke 22:42.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, ποιητ. τ. παρφέρω Α, παραφέρνω Ν
νεοελλ.
βλ. παραφέρνω
νεοελλ.-αρχ.
μέσ. παραφέρομαι
εξάπτομαι, παρεκτρέπομαι
μσν.-αρχ.
επικαλούμαι («πίστεις παραφέροντες τοῡ μὴ βεβαίως αυτοὺς διηλλάχθαι», Δίον. Αλ)
αρχ.
1. (σχετικά με φαγητά και επιτραπέζια σκεύη) παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω
2. προσκομίζω, φέρνω κοντά
3. εκθέτω, παρουσιάζω, επιδεικνύω
4. αναφέρω ως αιτία, προβάλλω ως επιχείρημα
5. μνημονεύω, αναφέρω κάτι
6. φέρνω κάτι πέρα ή μακριά, αποτραβώ
7. αποστρέφω την όψη, στρέφω προς το άλλο μέρος
8. παραμερίζω, θέτω κατά μέρος
9. αποτρέπω, απομακρύνω («παρένεγκε τὸ ποτήριον ἀπ' ἐμοῡ τοῡτο», ΚΔ)
10. παραπλανώ, παροδηγώ, οδηγώ κακώς
11. (για ρεύμα ποταμού) παρασύρω
12. αλλάζω, παραλλάζω, μεταβάλλω
13. παραβλέπω, αντιπαρέρχομαι, αδιαφορώ για κάτι, παραμελώ
14. αφήνω κάτι να διαφύγει
15. ξεφεύγω, διαφεύγω
16. υπερέχω, ξεπερνώ
17. (για διαλέκτους) μεταβάλλομαι, υφίσταμαι μεταβολή
18. μέσ. α) έρχομαι βιαστικά, σπεύδω
β) περνώ, διαβαίνω («ἡμερῶν ὀλίγων παρενεγκουσῶν», Θουκ.)
19. παθ. α) (για παράλυτα μέρη) στρέφομαι ή κινούμαι προς αντίθετη κατεύθυνση
β) κάνω λάθος, πλανώμαι, σφάλλω
γ) στρέφω αλλού («τὸ βλέμμα παρενήνεκται», Φρύν.)
20. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ παρατιθέμενα
τα προσφερόμενα εδέσματα, τα σερβιριζόμενα φαγητά
21. (το αρσ. μτχ. παθ. αορ. β' ως ουσ.) ὁ παρενεχθείς
(ενν. της γνώμης) ο μανιακός, ο τρελός
22. φρ. α) «παραφέρω τὴν χεῑρα»
(για χειρονομία κατά την αγόρευση) κινώ ορμητικά το χέρι
β) «παραφέρω τὸν βραχίονα πρὸς τὰς πλευράς» — κινώ οριζόντια το χέρι
γ) «παραφέρω παρά τι» ή «παραφέρω πρὸς τι» — διαφέρω από κάτι.

Greek Monotonic

παραφέρω: ποιητ. παρ-φέρω, μέλ. -οίσω·
Α. I. 1. φέρνω στην πλευρά κάποιου, παραδίδω, παραθέτω μπροστά σε κάποιον, σε Ηρόδ., Ξεν.· παραφέρω τὰς κεφαλάς, εκθέτω, παρουσιάζω αυτές, σε Ηρόδ. — Παθ., είμαι τοποθετημένος πάνω στο τραπέζι, στον ίδ.
2. φέρνω μπροστά ως επιχείρημα στη συζήτηση, παραφέρω ἐς μέσον, στον ίδ.· αναφέρω, ισχυρίζομαι, μνημονεύω, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
3. παραδίδω, μεταβιβάζω, σε Ευρ.
II. φέρνω δίπλα, τί τινι, στον ίδ.
III. 1. φέρνω πέρα ή μακριά, σε Πλάτ.· παραφέρω τὴν χεῖρα, κουνώ το χέρι, γνέφω, σε Δημ. — Παθ., μεταφέρομαι πέρα ή μακριά, σε Θουκ.· τοῦ χειμῶνος παραφερομένου, καθώς ο χειμώνας περνούσε, σε Πλούτ.
2. αποστρέφω, τὴν ὄψιν παραφέρω τινός, σε Ξεν.· βάζω μακριά, παραμερίζω, σε Καινή Διαθήκη
3. στρέφω σε λάθος κατεύθυνση, σε Δημ. — Παθ., κινούμαι προς λάθος κατεύθυνση, λέγεται για παραλυμένα άκρα, σε Αριστ.
4. οδηγώ μακριά από, παροδηγώ, σε Πλάτ.
IV.παρασύρω, λέγεται για ποτάμι, σε Πλούτ. — Παθ., παρασύρομαι μακριά, σε Ανθ.
V. αφήνω να περάσει, Λατ. praetermittere, τὰς ὥρας παρηνέγκατε τῆς θυσίας, σε Χρησμ. παρά Δημ. — Παθ., παρασύρομαι, διαφεύγω, σε Ξεν. Β. αμτβ., πηγαίνω παραπέρα ή παρέρχομαι, ἡμερῶν ὀλίγων παρενεγκουσῶν, ἡμέρας οὐ πολλὰς παρενεγκούσας, λίγες μέρες πέρασαν, λίγο ή πολύ, σε Θουκ.