σκεῦος

From LSJ
Revision as of 03:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκεῦος Medium diacritics: σκεῦος Low diacritics: σκεύος Capitals: ΣΚΕΥΟΣ
Transliteration A: skeûos Transliteration B: skeuos Transliteration C: skeyos Beta Code: skeu=os

English (LSJ)

εος, τό,

   A vessel or implement of any kind, in sg., Ar.Th.402, Th.4.128; in dual, σκεύη δύο χρησίμω Ar.Eq.983, cf. Pl.R.596b; and in pl., κλῖναι καὶ . . τἆλλα σκεύη ib.373a, al.:—but the pl. is freq. used in a collective sense, all that belongs to a complete outfit, house-gear, utensils, chattels, opp. live-stock and fixtures, Ar.Pax 1318, Lys.19.31, etc.; σ. γεωργικά farming implements, Ar.Pax552; ἱερὰ σ. sacred vessels and implements, Th.2.13, cf. IG12.313.20; a druggist's stores, Thphr.HP9.17.3; σ. τὰ ἐπιτράπεζα table-furniture, Id.Lap.42; military accoutrements, equipment, τὰ περὶ τὸ σῶμα σ. Th.6.31; τὰ τῶν ἵππων σ. X.Cyr.4.5.55; baggage of an army, and, generally, baggage, luggage, Ar.Ra.12, 15, X.Mem.3.13.6; ὄνοι αὐτοῖς σκεύεσι packs and all, Id.HG5.4.17; tackle, gear of ships, naval stores, etc., IG12.74.14, 22.1611.10, Pl.Criti.117d, La.183e, X.Oec.8.11, Arist. Ath.46.1; σ. τριηρικά D.47.19; τὰ σκέα ( σκεύη) τοῦ πλοίου PSI4.437.2 (iii B.C.) (so, collectively, in sg., Act.Ap.27.17): various kinds of σκεύη catalogued by Pollux (10).    2 inanimate object, thing, opp. ζῷον, σῶμα, Pl.R.601d, Grg.506d; opp. ὄργανον, Democr. 159; Protagoras gave the name of σκεύη to neut. nouns, ἄρρενα καὶ θήλεα καὶ σκεύη Arist.Rh.1407b8; ὑπηρετικὸν σ. a subordinate person, a mere tool or chattel, Plb.13.5.7; σ. ἀγχίνουν καὶ πολυχρόνιον Id.15.25.1: in NT, in good sense, σ. ἐκλογῆς a chosen instrument, of Paul, Act.Ap.9.15.    II τὸ σ. the body, as the vessel of the soul, a metaph. clearly expressed in 2 Ep.Cor.4.7, ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, cf. 1 Ep.Thess.4.4, 1 Ep.Pet. 3.7.    III = αἰδοῖον, APl.4.243 (Antist.), Ael.NA17.11.    IV sarcophagus, Jahresh.26 Beibl.13 (Ephesus, ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 894] τό, Geräth jeder Art (vgl. Poll. 10, 1 ff.), als Hausgeräth, Rüstung, Waffen, Kleidung; οἰνηρά, Eur. Ion 1179; τί δῆτ' ἔδει με ταῦτα τὰ σκεύη φέρειν, Ar. Ran. 12, vgl. 15; Eccl. 728; ἱερὰ σκεύη, Thuc. 2, 13; von einem Topfe, Plat. Hipp. mai. 288 e; τὸ περὶ τὸ ξυνθετὸν καὶ πλαστόν, ὃ δὴ σκεῦος ὠνομάκαμεν, Soph. 219 a; κλῖναί τε καὶ τράπεζαι καὶ τἄλλα σκεύη, Rep. II, 373 a; ξύλινα, Theaet. 146 e; ἔμπυρα καὶ ἄπυρα, Legg. III, 679 a; τῆς νεώς, Lach. 183 e; σκευῶν ὅσα τριήρεσι προσήκει, Alles, was zur Ausrüstung der Trieren gehört, Critia. 117 d; vgl. Xen. Oec. 8, 12; τριηραρχικά, Dem. 47, 19; Pol. 22, 26, 13; ἐσθὴς καὶ σκεύη, Xen. An. 7, 4, 18; öfter vom Troß, Gepäck, Cyr. 5, 3, 40; ἀκόλουθος φέρων τὰ στρώματα καὶ τἄλλα σκεύη, Mem. 3, 13, 6; auch Instrument, z. B. des Flötenbläsers, Mem. 1, 7, 2; γεωργικά, Dem. 30, 28; τὰ σκεύη ἀπέδοσθε, alle Sachen verkaufen in der Auction, Lys. 19, 31. – Auch der Leib, als Werkzeug der Seele, heißt σκεῦος, vgl. Plat. Soph. 219 u. N. T.; auch das Zeugungsglied, παιδοποιὸν σκεῦος, Ael. H. A. 17, 11. – Im verächtlichen Sinne, ein Diener, Helfershelfer, der sich von einem Andern als Werkzeug brauchen läßt, ὑπηρετικόν, Pol. 13, 5, 7. 15, 25. – Protagoras nannte die nomina neutra σκεύη, die sonst τὰ μεταξὺ ὀνόματα heißen, Arist. rhet. 3, 8 Soph. elench. 14, weil die Namen der Werkzeuge meist Neutra auf -ον sind.

Greek (Liddell-Scott)

σκεῦος: -εος, τό, (ἴδε ἐν τέλ.), ἀγγεῖονἐργαλεῖον οἱονδήποτε, ἐν τῷ ἑνικ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 402, Θουκ. 4. 128· ἐν τῷ δυϊκ., σκεύη δύο χρησίμω Ἀριστοφ. Ἱππ. 983, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 595B· καὶ ἐν πληθ. κλῖναι καὶ τἆλλα σκεύη αὐτόθι 573Α, κ. ἀλλ.· - ἀλλ’ ὁ πληθ. πολλάκις κεῖται περιληπτικῶς, = πᾶν ὅ τι ἀνήκει εἰς ὅλον τι πλῆρες, ἔπιπλα οἴκου, σκεύη μαγειρικά, κττ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ κτήνη καὶ τὴν ἀκίνητον περιουσίαν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1318, Λυσίας 154. 35, Πλάτ., κλπ.· σκ. γεωργικά, τὰ γεωργικὰ σκεύη ἢ ἐργαλεῖα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 552· σκ. ἱερά, σκεύη καὶ ἐργαλεῖα ἱερά, Θουκ. 2. 13· - ἰδίως ἐπὶ στρατιωτικῶν σκευῶν, καὶ τὰ περὶ τὸ σῶμα σκεύη ὁ αὐτ. 6. 31· τὰ τῶν ἵππων σκ. Ξεν. Κύρ. 4. 5, 55· οὕτω καὶ αἱ ἀποσκευαὶ στρατεύματος, καὶ καθόλου ἀποσκευαί, Λατιν. impendimenta, Ἀριστοφ. Βάτρ. 12, 15, Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 6· ὄνοι αὐτοῖς σκεύεσι, ὁμοῦ μὲ τὰ φορτία των, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4,17. - τὰ τοῦ πλοίου ἀναγκαῖα, Πλάτ. Κριτί. 117D, Λάχ. 183Ε, Ξεν. Οἰκ. 8, 11· σκ. τριηρικὰ Δημ. 1145, 2· (οὕτω περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 17)· - πάντα τὰ εἴδη τῶν σκευῶν γράφονται ἐν τῷ καταλόγῳ ὑπὸ τοῦ Πολυδεύκους (Ι΄). 2) ἄψυχον ἀντικείμενον, πρᾶγμα, ἀντίθετον τῷ ζῷον, σῶμα, Πλάτ. Πολ. 601D, Γοργ. 506D· - ὁ Πρωταγόρας ἐκάλει σκεύη πάντα τὰ οὐδέτερα οὐσιαστικά, ἄρρενα καὶ θήλεα καὶ σκεύη Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 5· τὰ ἄλλως καλούμενα: τὰ μεταξὺ ὀνόματα, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. Ἐλέγχ. 14, 4· - οὕτω, σκεῦος ὑπηρετικόν, πρόσωπον ὑπάλληλον ἢ δευτερεῦον, χρησιμεῦον ὡς ἁπλοῦν ὄργανον, Πολύβ. 13. 5, 7· - ἐν τῇ Καινῇ Διαθ. ἐπὶ καλῆς σημασίας, σκ. ἐκλογῆς, ἐκλεκτὸν ὄργανον εἰς τὴν χεῖρα τοῦ Θεοῦ, ἐπὶ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 15. II. τὸ σκεῦος, τὸ σῶμα ὡς τὸ περιέχον τὴν ψυχήν· ἡ δὲ μεταφορὰ αὕτη σαφῶς ἐκφέρεται ἐν τῇ πρὸς Κορινθ. Β΄ Ἐπιστ. δ΄, 7, ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, πρβλ. Α΄ πρ. Θεσσ. δ΄, 4, Α΄ Πέτρ. γ΄, 7· - οὕτω τὸ σῶμα καλεῖται: τὸ τῆς ψυχῆς ἀγγεῖον παρὰ Φίλωνι 1. 223, 467· vas animi παρὰ Κικ. Tusc. 1. 22, πρβλ. Λουκρήτ. 6. 17. III. =αἰδοῖον, Αἰλ. π. Ζ. 17. 11, Ἀνθ. Πλαν. 243· οὕτω vas παρὰ τῷ Πλαύτῳ. (Ἐκ τῆς √ΣΚΥ παράγονται ὡσαύτως τὰ σκευή, σκευάζω· πιθαν. ὡσαύτως σκῦτος, κύτος (cutis)· ­- πρβλ. Σανσκρ. sku, sku-nômi (tego), Λατιν. ob-scurus, scū-tum, cŭ-tis· Ἀγγλο-Σαξον scu-a (umbra), húd (hide)· Σλαυ. sti-tu (ἀσπίς)· Λιθ. sku-ra (δέρμα)· - πρβλ. ὡσαύτως σκῦλον, σκύλος). Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀγγεῖον ἅπαν».

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
tout objet d’équipement (meuble, outil, instrument, arme, agrès, harnais, etc.) ; d’ord. au plur. τὰ σκεύη, particul., en parl. d’une armée l’équipement des hommes ou des chevaux, les bagages en gén. ; t. de droit tout objet mobilier;
fig. toute personne ou toute chose inerte, particul. :
1 homme qui est l’instrument ou le complaisant d’un autre;
2 p. anal. nom neutre;
3 c. αἰδοῖον.
Étymologie: R. Σκυ, couvrir, envelopper, contenir ; cf. σκῦτος, κύτος, lat. scutum, cutis, obscurus.

Spanish

recipiente

English (Strong)

(of uncertain affinity; a vessel, implement, equipment or apparatus (literally or figuratively [[[specially]], a wife as contributing to the usefulness of the husband): goods, sail, stuff, vessel.

English (Thayer)

σκεύους, τό (probably from the root, sku, 'to cover'; cf. Latin scutum, cutis, obscurus; Curtius, § 113; Vanicek, p. 1115), from (Aristophanes), Thucydides down; the Sept. for כְּלִי;
1. a vessel: τά Σκευᾶ τῆς λειτουργίας, to be used in performing religious rites, σκεῦος εἰς τιμήν, unto honor, i. e. for honorable use, καθαρῶν ἔργων δοῦλα σκεύη, εἰς ἀτιμίαν, unto dishonor, i. e. for a low use (as, a urinal), σκεύη ὀργῆς, into which wrath is emptied, i. e. men appointed by God unto woe, hence, the addition κατηρτισμένα εἰς ἀπώλειαν, σκεύη ἐλέους, fitted to receive mercy — explained by the words ἅ προητοίμασεν εἰς δόξαν, τό σκεῦος is used of a woman, as the vessel of her husband, κτάομαι; (others take it here (as in σκεῦος ἀσθενεστερον, in order to commend to husbands the obligations of kindness toward their wives (for the weaker the vessels, the greater must be the care lest they be broken), ὀστράκινα σκεύη is applied to human bodies, as frail, an implement; plural household utensils, mestic gear: R. V. has goods); as the plural often in Greek writings denotes the tackle and armament of vessels (Xenophon, oec. 8,12; Plato, Critias, p. 117d.; Lach., p. 183e.; Polyb 22,26, 13), so the singular τό σκεῦος seems to be used specifically and collectively of the sails and ropes (R. V. gear) in σκεῦος ἐκλογῆς (genitive of quality), a chosen instrument (or (so A. V.) 'vessel'), σκεῦος ὑπηρετικον, Polybius 13,5, 7; 15,25, 1.

Greek Monolingual

-ους, το / σκεῡος -εος, ΝΜΑ, και μτγν. τ. πληθ. σκέα και σκεῡα Α
κάθε κινητό κατασκεύασμα, όπως λ.χ. αγγείο, δοχείο, εργαλείο, έπιπλο, που είναι χρήσιμο για τις ανάγκες του ανθρώπου (α. «τοὺς έκλεψαν όλα τα χρυσά σκεύη» β. «κἂν ἐκβάλῃ σκεῡός τι κατὰ τὴν οἰκίαν πλανωμένη», Αριστοφ.)
2. φρ. α) «επιτραπέζια σκεύη» — όλα τα απαραίτητα για την παράθεση γεύματος σκεύη
β) «ιερά σκεύη»
εκκλ. τα καθιερωμένα από τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους ειδικά αντικείμενα για την τέλεση τών μυστηρίων και ιδιαίτερα της Θείας Λειτουργίας, όπως είναι λ.χ. το ποτήριο, ο δίσκος, το αρτοφόριο, ο αστερίσκος, η λαβίδα, η λόγχη, το ζέον
γ) «σκεύος εκλογής»
μτφ. ο απόστολος Παύλος, τον οποίο ο Ιησούς επέλεξε για τη διάδοση της πίστης
νεοελλ.
φρ. α) «μαγειρικά σκεύη» — οτιδήποτε χρησιμεύει στη μαγειρική, όπως είναι λ.χ. οι χύτρες, τα πιάτα, τα κουταλομαχαιροπίρουνα
β) «σκεύος ηδονής» — η γυναίκα όταν αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως μέσο που προσφέρει σεξουαλική ηδονή στους άνδρες
αρχ.
1. κάθε άψυχο αντικείμενο, σε αντιδιαστολή με το ζώο ή το σώμα
2. το σώμα, επειδή περιέχει την ψυχή
3. το αιδοίο
4. η σαρκοφάγος
5. ο εξαρτισμός, η αρματωσιά του πλοίου («σκεύη τριηρικά» — η εξαρτία τριήρους, Δημοσθ.)
6. (κυρίως στον πληθ. με περιληπτική σημ.) τὰ σκεύη
α) η οικοσκευή σε αντιδιαστολή προς τα ζώα και την ακίνητη περιουσία («καὶ τὰ σκεύη πάλιν εἰς τὸν ἀγρὸν νυνὶ χρὴ πάντα κομίζειν», Αριστοφ.)
β) τα απαραίτητα είδη ενός φαρμακείου
γ) τα απαραίτητα στρατιωτικά είδη και αντικείμενα («τὰ περὶ τὸ σῶμα σκεύη», Θουκ.)
δ) (γενικά) οι αποσκευές και ειδικότερα οι στρατιωτικές αποσκευές (α. «τί δῆτ' ἐδει με ταῡτα τὰ σκεύη φέρειν», Αριστοφ.
β. «ὄνοι αὐτοῑς σκεύεσι» — όνοι μαζί με τα φορτία τους, Ξεν.)
ε) (κατά τον Πρωταγ.) τα ουδέτερα ονόματα, επειδή οι ονομασίες τών οργάνων είναι γένους ουδετέρου («ἄρρενα καὶ θήλεα καὶ σκεύη», Αριστοτ.)
6. φρ. α) «γεωργικά σκεύη» — τα γεωργικά εργαλεία
β) «σκεῡος ὑπηρετικόν» — άτομο που χρησιμεύει ως απλό εργαλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος του καθημερινού λεξιλογίου άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με λιθουαν. šau-ju «πυροβολώ, χτυπώ, σπρώχνω», αρχ. άνω γερμ. sciozan «πυροβολώ», όπως και η αναγωγή στην ΙΕ ρίζα (s)keu- «ετοιμάζω, εκτελώ», παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].

Greek Monotonic

σκεῦος: -εος, τό,·
1. δοχείο, αγγείο, εργαλείο ή σύνεργο οποιουδήποτε είδους, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· πληθ. με περιληπτική σημασία, επίπλωση, νοικοκυριό, οικιακά σκεύη, κινητή περιουσία, σε Αριστοφ.· ιδίως λέγεται για στρατιωτικά εφόδια, εξοπλισμός, στρατιωτική αποσκευή, σε Θουκ., Ξεν.· αποσκευές, εφόδια, Λατ. impedimenta, σε Αριστοφ., Ξεν.· αρματωσιά ή εφόδια πλοίων, σε Ξεν., Κ.Δ.
2. άψυχο αντικείμενο, πράγμα, σε Πλάτ.
3. μεταφ., τὸ σκεῦος, το σώμα ως σκεύος, που περιέχει την ψυχή, σε Καινή Διαθήκη· σκεῦος ἐκλογῆς, το επιλεγμένο όργανο, λέγεται για τον Απόστολο Παύλο που επιλέχθηκε να κηρύξει το Θείο Λόγο, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

σκεῦος: εος τό (преимущ. pl.)
1) предмет обстановки, утварь (τράπεζαι καὶ ἄλλα σκεύη Plat.): σκεύη ἱερά Thuc. священная утварь;
2) орудие, принадлежность (σκεύη γεωργικά Arph.);
3) снасть (парус и т. п.) (χαλᾶν τὸ σ. NT); pl. снаряжение, снасти (σκεύη τριηρικά Dem.);
4) одежда, платье: ὅπλα καὶ τὰ περὶ τὸ σῶμα σκεύη Thuc. вооружение и обмундирование;
5) сбруя (τὰ τῶν ἵππων σκεύη Xen.);
6) пожитки, личные вещи, багаж (τὰ σκεύη φέρειν Arph.);
7) неодушевленный предмет, вещь (σ. καὶ ζῷον Plat.);
8) грам. слово среднего рода: ἄρρενα καὶ θήλεα καὶ σκεύη Arst. слова мужского, женского и среднего рода;
9) сосуд (σ. ὄξους μεστόν NT);
10) вместилище души, т. е. тело (τὸ ἑαυτοῦ σ. κτᾶσθαι ἐν ἁγιασμῷ NT);
11) предмет (воздействия) (σκεύη ὀργῆς и ἐλέους NT).