ὀχέω
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
English (LSJ)
impf. ὤχουν prob. in E.Hel.277; Ion. Iterat.
A ὀχέεσκον Od.11.619: fut. ὀχήσω A.Pr.143 (anap.), E.Or.802 (troch.): aor. ὤκχησα Call.Jov.23 (v. infr.):—Med. and Pass., impf. ὠχέετο Hdt.1.31, -εῖτο X.Cyr.7.3.4: fut. ὀχήσομαι Il.24.731: Ep. aor. ὀχήσατο Od.5.54: also aor. ὀχηθῆναι Hp.Art.58, Luc.Lex.2: Aeol. pres. part. ὀχήμενος Lyr.Adesp.51: in Att. Prose, used only in pres. and impf.: Hom. never uses the augm.: [the first syll. is made long in Pi.O.2.67, Euph. 9.13, Lyc.64,1049, where it is written ὀκχέω (Pi. and Euph.) or ὀγχέω (Lyc.), cf. ὄχος 1.1, ὄφις sub fin.]:—Frequentat. of ἔχω, as φορέω of φέρω (ἔχειν τε καὶ ὀχεῖν Pl.Cra.400a), hold fast, ἄγκυρα δ' ἥ μου τὰς τύχας ὤχει (sic leg.) μόνη E.Hel.277. b endure, suffer, ὀχέοντας ὀϊζύν Od.7.211; κακὸν μόρον... ὅνπερ ἐγὼν ὀχέεσκον 11.619; ἣν ἄτην ὀχέων 21.302; ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον Pi.O.2.67; ἄχθος ὀ. Hp.Fract.9; τἀγαθὰ μὴ . . ὀ. εὐπόρως bear prosperity not with moderation, Democr.173. c continue, keep doing, νηπιάας ὀχέειν to keep on with childish ways, like ἔχειν, ἄγειν, Od.1.297; φρουρὰν ἄζηλον ὀχήσω will maintain an unenviable watch, A. l.c. 2 carry, χερσὶ λύρην Thgn.534; τινα E.Or.802; φιάλην X.Cyr.1.3.8; of the legs, carry the body, Hp.Art.52; so of the soul, Pl.Cra. l.c. 3 let another ride, mount, αὐτὸς βαδίζω... τοῦτον δ' ὀχῶ Ar. Ra.23; of a general, let the men ride, X.Eq.Mag.4.1. II more freq. in Med. and Pass., to be borne or carried, have oneself borne, ὀχήσατο κύμασιν Ἑρμῆς Od.5.54; νηυσὶν ὀχήσονται Il.24.731; ἵπποισιν ὀχεῖτο h.Ven.217; so ἐπὶ τῆς ἁμάξης ὀχέεσθαι Hdt.1.31, cf. Ar.Pl.1013; ἐπὶ τῶν ἵππων X.Cyr.4.5.58; ἐφ' ἅρματος Pl.Ly.208a; ἐν [ἁρμαμάξῃ] X.Cyr.7.3.4; δελφῖνος περὶ νώτῳ Opp.H.5.449; ἐπὶ θατέρου σκέλους ὀχοῦνται τὸ σῶμα let their weight rest on... Plu.2.967c: metaph., to be carried or brought to (ἐπί), Dam.Pr.26, cf. 68,99; ὁ χρόνος . . συνθεῖ [τῇ κινήσει] ὡς ἐπὶ φερομένης ὀχούμενος Plot.6.3.22. 2 abs., drive, ride, sail, etc., [ἵπποι] ἀλεγεινοὶ . . ὀχέεσθαι difficult to use in a chariot, Il.10.403, cf. Ar.Ra.25, D.21.171; of a dislocated bone, which rides on the edge of another instead of resting in the socket, Hp.Art. 51. 3 of a ship, ride at anchor, metaph., λεπτή τις ἐλπίς ἐστ' ἐφ' ἧς ὀχούμεθα 'tis but a slender hope on which we ride at anchor, Ar.Eq.1244; ἐπὶ λεπτῶν ἐλπίδων ὠχεῖσθ' ἄρα Id.Fr.150, cf. Pl.Lg. 699b; so ἐπ' ἀσθενοῦς ῥώμης E.Or.69; but, ἐπὶ τούτου [τοῦ λόγου], ὥσπερ ἐπὶ σχεδίας buoyed up, carried, Pl.Phd.85d; νεὼς ἐκπεσὼν . . ἐπ' ἐλπίδος ὀχεῖταί τινος Plu.2.1103e; τὰ ὀχούμενα floating bodies, in title of work by Archimedes, Str.1.3.11, cf. 15.1.38, Hero Spir.1 Praef.; εἰδώλου καλοῦ ἐφ' ὕδατος ὀχουμένου Plot.1.6.8; of Delos, οὗ νᾶσος ὀχεῖται floats, Orac. ap. D.H.1.19; cf. ὁρμέω. III = ὀχεύομαι, Arat.1070. (In signf. 1 cogn. with ἔχω (A), Skt. sáhate 'prevail': in signf. 11 cogn. with ϝέχω, Lat. veho, Skt. váhati, etc. 'carry': the similarity of the forms in Gr. has caused some assimilation of the senses.)
German (Pape)
[Seite 429] (vgl. ὄχος), tragen, ertragen, erleiden; ὀϊζύν, κακόν, μόρον, ἄτην, Od. 7, 211. 11, 619. 21, 302; aber νηπιάας ὀχέειν, wie ἔχειν, = Kindereien treiben, 1, 297; φρουρὰν ὀχεῖν, Wache halten, Aesch. Prom. 143; ἄγκυρα δή μου τὰς τύχας ὀχεῖ, Eur. Hel. 284; δι' ἄστεος σε ὀχήσω, Or. 800; Ar. Ran. 23 τοῦτον δ' ὀχῶ, im Ggstz von βαδίζω, ich lasse ihn reiten; – einzeln in Prosa, ὀχεῖν τὴν φιάλην, tragen, Xen. Cyr. 1, 3, 8, der es Hipparch. 4, 1 auch neutral im Ggstz von πεζοπορέω für reiten braucht. – Häufiger pass. mit fut. med., getragen werden, sich tragen lassen, κύμασιν, Od. 5, 54, νηυσὶν ὀχήσονται, sie werden von den Schiffen getragen werden, Il. 24, 731; ἵπποισιν ὀχεῖτο, H. h. Ven. 218; auch οἱ δ' (ἵπποι) ἀλεγεινοὶ ἀνδράσι γε θνητοῖσι δαμήμεναι ἠδ' ὀχέεσθαι, u. sich von ihnen fahren zu lassen, schwer vor dem Wagen zu lenken, wobei man nicht an Reiten zu denken hat, Il. 10, 403; Ar. Ran. 25 (s. activ); ἐπὶ τῆς ἁμάξης, fahren, Plut. 1013; u. in Prosa, bes. vom Reiten u. Fahren, ὀχεῖσθαι ἐφ' ἁμάξης, Her. 1, 31, fahren, wie ἐν ἁρμαμάξῃ, Xen. Cyr. 7, 3, 4, ἐπὶ τῶν ἵππων, reiten, 4, 5, 58; ἵππῳ, Plut. Oth. 6; ἐπ' ἀστράβης ὀχηθείς, Luc. Lexiph. 2; ἐπ' ἀγκύρας ὀχεῖσθαι, vor Anker gehen, u. dah. übertr., ἐπὶ λεπτῆς ἐλπίδος, Ar. Equ. 1241, von einem schwachen Hoffnungsanker gehalten werden; ἐπὶ θατέρου σκέλους ὀχοῦνται τὸ σῶμα, Plut. sol. an. 10 g. E. – Arat. braucht ὀχεῖσθαι = ὀχεύεσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχέω: παρατ. ὤχουν Εὐρ. Ἑλ. 277, Ἰων. ὀχέεσκον Ὅμ.: μέλλ. ὀχήσω Αἰσχύλ., Εὐρ.: ἀόρ. ὤχησα Καλλ. εἰς Δία 23. - Μέσ. καὶ Παθ., παρατ. ὠχέετο Ἡρόδ., -εῖτο Ξεν.: μέλλ. ὀχήσομαι Ἰλ.· Ἐπικ. ἀόρ. ὀχήσατο Ὀδ.· ὡσαύτως ἀόρ. ὀχηθῆναι Ἱππ. 4. 250 Littré, Λουκ.· - παρὰ τοῖς πεζογράφοις τῶν Ἀττ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· ὁ Ὅμ. οὐδέποτε ποιεῖται χρῆσιν τῆς αὐξήσεως· [ἡ πρώτη συλλαβὴ ἐκτείνεται παρὰ τῷ Πινδ. Ο. 2. 121, Λυκόφρ. 64, 1049, ἔνθα φέρεται ὀγχέω, ἴδε ὄφις ἐν τέλ.]. (Ἐκ τοῦ ὄχος). Θαμιστικὸν τοῦ ἔχω, ὡς τὸ φορέω τοῦ φέρω (ἔχειν τε καὶ ὀχεῖν Πλάτ. Κρατ. 400Α), κρατῶ, κατέχω στερεῶς, ὑποστηρίζω, ἄγκυρα δ’ ἥ μου τὰς τύχας ὤχει (οὕτως ἀναγνωστέον, ἴδε Dind. Εὐρ. Ἑλ. 277. β) φέρω, ὑπομένω, ἀνέχομαι, ὀχέοντας ὀϊζὺν Ὀδ. Η. 211· κακὸν μόρον..., ὅνπερ ἐγὼν ὀχέεσκον Λ. 619· ἄτην ὀχέων Φ. 301· ἀπροσόρατον ὀγχέοντι πόνον Πινδ. Ο. 2. 121· ἄχθος ὀχ. Ἱππ. Ἀγμ. 758· τἀγαθὰ μή... ὀχ. εὐπόρως, φέρειν τὴν εὐτυχίαν οὐχὶ μετὰ μετριότητος, Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 55. 47. γ) ἐξακολοῦθῶ, συνεχῶς πράττω τι, νηπιάας ὀχέειν, τὰ τῶν νέων φρονεῖν, νηπιοφροσύνας ἔχειν, τουτέστιν ἄφρονα εἶναι ὡς τὸ ἔχειν, ἄγειν Ὀδ. Α. 297· φρουρὰν ἄζηλον ὀχήσω, «οἴκησιν κακήν, ἣν οὐδεὶς ζηλώσει, φυλάξω» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 143. 2) φέρω, κρατῶ, χερσὶ λύρην Θέογν. 533· τινα Εὐρ. Ὀρ. 802· φιάλην Ξενοφ. Κύρ. 1. 3, 8· ἐπὶ ποδῶν, φέρω τὸ σῶμα, βαστάζω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 819. 3) ὀχεῖσθαι ποιῶ, αὐτὸς βαδίζω.., τοῦτον δ’ ὀχῶ τοῦτον δὲ (δηλ. τὸν θεράποντα Ξανθίαν) τὸν ἔχω καὶ κάθηται ἐπὶ τοῦ ὄνου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 23· οὕτω καθόλου, ἀφίνω τοὺς ἄνδρας τὰ ἱππεύσωσι, Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 1 ΙΙ. πολλῷ συχνότερον ἐν τῷ μέσ. καὶ παθ. τύπῳ, ὀχήσατο κύμασιν Ἑρμῆς, «ἐπωχήσατο, ἐπέδραμεν» (Σχόλ.), Ὀδ. Ε. 54· νηυσὶν ὀχήσονται, θέλουσιν ἀπαχθῆ διὰ τῶν πλοίων, Ἰλ. Ω. 731· ἵπποισιν ὀχεῖτο Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 218· οὕτως, ἐφ’ ἁμάξης ὀχεῖσθαι Ἡρόδ. 1. 31, Ἀριστοφ. Πλ. 1013· ἐφ’ ἵππων Ξεν. Κύρ. 4. 5, 58· ἐφ’ ἅρματος Πλάτ. Λῦσ. 208Α· ἐν ἁρμαμάξῃ Ξεν. Κύρ. 7. 3, 4· δελφῖνος περὶ νώτοις Ὀππ. Ἁλ. 5. 449· ἐπὶ θατέρους σκέλους ὀχεῖσθαι τὸ σῶμα Πλούτ. 2. 967C. 2) ἀπολ. (ἄνευ τῆς δοτ. ἵππῳ, νηί, κλ.), ἀκριβῶς ὡς τὸ Λατ. vehi (ἐξυπακ. τοῦ equo, curru, navi), ὀχοῦμαι, ἱππεύω, πλέω, κτλ., [ἵπποι] ἀλεγεινοὶ ... ὀχέεσθαι, δύσκολοι εἰς μεταχείρισιν ἐν ἅρματι, Ἰλ. Κ. 403., Ρ. 77, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 25, Δημ. 570. 5· ἐπὶ ἐξηρθρωμένου ὀστοῦ ὅπερ ὀχεῖται ἐπὶ τῆς περιφερείας τοῦ ἑτέρου ἐντὶ να μένῃ ἐντὸς τῆς κοτύλης, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 818. 3) ἐπὶ πλοίου, βαστάζομαι ὑπὸ τῆς ἀγκύρας, μεταφορ., λεπτή τις ἐλπίς ἐστ’ ἐφ’ ἧς ὀχούμεθα, εἶναι μόλις μικρά τις ἐλπίς, ἥτις μᾶς βαστάζει, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1244· ἐπὶ λεπτῶν ἐλπίδων ὠχεῖσθ’ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπάσμ. 198. 11, πρβλ Πλάτ. Νόμ. 699Β· οὕτως, ἐπ’ ἀσθενοῦς ῥώμης Εὐρ. Ὀρ. 69, ἔνθα ἴδε τὸν Πόρσ.· ἐπὶ τούτου τοῦ λόγου, ὥσπερ ἐπὶ σχεδίας Πλάτ. Φαίδων 85D· - ἐπὶ τῆς Δήλου, οὗ νᾶσος ὀχεῖται, ἐπιπλέει, Χρησμ. παρὰ Διον. Ἁλ. 1. 19· πρβλ. ὁρμέω. ΙΙΙ. ὁ Ἄρατ. 1070 χρῆται τῇ λέξει μετὰ τῆς σημασίας τοῦ ὀχεύομαι.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ὤχουν, f. ὀχήσω, ao. ὤχησα;
I. (voiturer);
1 voiturer, porter, acc.;
2 diriger un animal attelé;
II. (tenir);
1 tenir dans ses mains, acc.;
2 fig. tenir, maintenir, accomplir : φρουράν ESCHL faire bonne garde;
3 fig. supporter, souffrir (un malheur, un sort pénible, etc.) acc.;
Pass.-Moy. ὀχέομαι-οῦμαι;
1 se faire porter ou être porté : κύμασιν OD par les flots ; νηυσίν IL sur des navires ; ἐφ’ ἁμάξης HDT ; ἐν ἁρμαμάξῃ XÉN être voituré sur un chariot, se faire transporter en voiture;
2 se tenir : ἐπὶ θἀτέρου ποδός PLUT sur un seul pied.
Étymologie: ὄχος.
English (Autenrieth)
(root ϝεχ, cf. veho), ipf. iter. ὀχέεσκον, pass. pr. inf. ὀχέεσθαι, ipf. ὀχεῖτο, mid. fut. ὀχήσονται, aor. ὀχήσατο: bear, endure, μόρον, ἄτην; fig., νηπιάᾶς ὀχέειν, ‘put up with,’ ‘be willing to exhibit,’ Od. 1.297; pass. and mid., be borne, ride, sail, Il. 17.77, Od. 5.54.
English (Slater)
ὀχέω, ὀκχέω
a carry χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα πάνδοξον Αἰολάδα σταθμὸν ὑμνήσω Παρθ. 2. 8.
b endure τοὶ δ' ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον (O. 2.67) [v. l. ὀχοίσας? (P. 2.79) ] [
c ride, v. ὄχος (O. 4.11) ]
Greek Monotonic
ὀχέω: (ὄχος), Ιων. παρατ. ὀχέεσκον· μέλ. ὀχήσω — Μέσ., γʹ ενικ. παρατ. ὠχέετο, -εῖτο· μέλ. ὀχήσομαι· γʹ ενικ. Επικ. αορ. αʹ ὀχήσατο· θαμιστικό του ἔχω,
I. 1. υποστηρίζω, συγκρατώ, συντηρώ, υπομένω, βαστάζω, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· νηπιάας ὀχέειν, εξακολουθώ να φέρομαι παιδιάστικα, σε Ομήρ. Οδ.· φρουρὰν ὀχήσω, θα συντηρήσω μια φρουρά, σε Αισχύλ.
2. μεταφέρω, σε Ευρ., Ξεν.
3. αφήνω κάποιον να ιππεύσει, τον ανεβάζω στο άλογο· αὐτὸς βαδίζω, τοῦτον δ' ὀχῶ, σε Αριστοφ.· λέγεται για στρατηγό, αφήνω τους άντρες μου να ιππεύσουν, σε Ξεν.
II. 1. Μέσ., αναθέτω τη μεταφορά μου, μεταφέρομαι ή υποβαστάζομαι, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.
2. απόλ. (χωρίς τις δοτ. ἵππῳ ή νηί, οδηγώ ιππεύω, πλέω· (ἵπποι) ἀλγεινοὶ ὀχέεσθαι, που δύσκολα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε άρμα, σε Ομήρ. Ιλ.
3. για πλοίο, οδηγώ σε αγκυροβόλιο· λεπτή τις ἐλπίς ἐστ' ἐφ' ἧς ὀχούμεθα, δεν έχουμε παρά αμυδρή ελπίδα πάνω στην οποία να στηριχθούμε, σε Αριστοφ.· ομοίως, ὠχεῖσθ', στον ίδ.· πρβλ. σε Πλάτ.· ομοίως, ἐπ' ἀσθενοῦς ῥώμης ὀχεῖσθαι, σε Ευρ. [στον Πίνδ. η πρώτη συλλαβή γίνεται μακρά, όταν προφέρεται (και πιθ. οφείλει να γράφεται) ὀκχέω, βλ. ὄφις.
Russian (Dvoretsky)
ὀχέω: [frequ. к ἔχω
1) нести, носить (φιάλην Xen.; τινὰ δι᾽ ἄστεος Eur.);
2) переносить, переживать, терпеть (κακὸν μόρον Hom.; ἀπροσόρατον πόνον Pind.);
3) выполнять, делать: φρουρὰν ἄζηλον ὀ. Aesch. нести постылую стражу; νηπιάας ὀ. Hom. заниматься ребячествами;
4) сажать или везти верхом (αὐτὸς βαδίζω, τοῦτον δ᾽ ὀχῶ Arph.);
5) med.-pass. ехать (ἵπποισιν HH и ἐφ᾽ ἵππων Xen.; νηυσίν Hom.; ἐφ᾽ ἅρματος Plat.): ἐπὶ λεπτῆς ἐλπίδος ὀχεῖσθαι Arph. цепляться за слабую надежду.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to carry, to bear, to endure, to sustain, to let mount or ride, to anchor (Od., E. Hel. 277); midd. (more often) to drive, to ride, to swim, to be at anchor.
Other forms: -έομαι (Il.), aor. a. fut. (not Att. prose) act. ὀχῆ-σαι (Call.), -σω (A., E.), midd. -σασθαι, -σομαι (Hom.), pass. -θῆναι (Hp.).
Compounds: Also w. prefix, esp. ἐπ-οχέομαι, act.
Derivatives: 1. ὀχ-ετός m. (from ὄχος?; cf. Schwyzer 501) canal, furrow (Pi., IA.) with -ετεύω to conduct by a canal, with -ετεία, -έτευμα a.o.; ὀχετ-ηγός drawing a canal (Φ 257; Chantraine Études 90); 2. ὄχετλα ὀχήματα H.; 3. ὄχ-ημα n. vehicle, also metaph. (Pi., IA.) with -ηματικός; 4. -ησις f. the driving, riding (Hp., Pl.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: In midd. iterative to 2. ἔχω carry, offer (Schwyzer 717); for the meaning drive, ride cf. esp. Lat. vehō etc. Also the more rare active forms can be understood, but through the formally possible connection with 1. ἔχω hold, possess etc. (ἔχειν τε καὶ ὀχεῖν Pl. Kra. 400a) the meaning of the act. has sometimes shifted, so in ὀχέοντας ὀϊζύν (η 211) beside πόνον τ' ἐχέμεν καὶ ὀϊζύν (Ν 2, θ 529). -- Further s. 2. ἔχω; s. also ὄχος and ὄχλος.
Middle Liddell
ὄχος
I. frequent. of ἔχω to uphold, sustain, endure, Od., Pind.; νηπιάας ὀχέειν to keep playing childish tricks, Od.; φρουρὰν ὀχήσω will maintain a watch, Aesch.
2. to carry, Eur., Xen.
3. to let another ride, to mount him, αὐτὸς βαδίζω, τοῦτον δ' ὀχῶ Ar.; of a general, to let the men ride, Xen.
II. Mid. to have oneself carried, to be carried or borne, Hom., Hdt., attic
2. absol. (without the dat. ἵππωι or νηί), to drive, ride, sail, [ἵπποι] ἀλεγεινοὶ ὀχέεσθαι difficult to use in a chariot, Il.
3. of a ship, to ride at anchor, λεπτή τις ἐλπίς ἐστ' ἐφ' ἧς ὀχούμεθα 'tis but a slender hope on which we ride at anchor, Ar.; so, ὠχεῖσθ' Ar.; cf. Plat.; so, ἐπ' ἀσθενοῦς ῥώμης ὀχεῖσθαι Eur. [In Pind. the first syll. is made long, when it was pronounced (and perh. ought to be written) ὀκχέω, v. ὄφις.]
Frisk Etymology German
ὀχέω: (seit Od.),
{okhéō}
Forms: -έομαι (seit Il.), Aor. u. Fut. (nicht att. Prosa) Akt. ὀχῆσαι (Kall.), -σω (A., E.), Med. -σασθαι, -σομαι (seit Hom.), Pass. -θῆναι (Hp.),
Grammar: v.
Meaning: tragen, ertragen, aushalten, hegen, ‘aufsitzen od. reiten lassen’, verankern (E. Hel. 277); Med. (häufiger) fahren, reiten, schwimmen, vor Anker liegen.
Composita : auch m. Präfix, bes. ἐποχέομαι, Akt.
Derivative: Davon 1. ὀχετός m. (von ὄχος?; vgl. Schwyzer 501) Kanal, Rinne (Pi., ion. att.) mit -ετεύω durch einen Kanal leiten, wovon -ετεία, -έτευμα u.a.; ὀχετηγός einen Kanal ziehend (Φ 257 u.a.; Chantraine Études 90); 2. ὄχετλα· ὀχήματα H.; 3. ὄχημα n. Fahrzeug, auch übertr. (Pi., ion. att.) mit -ηματικός; 4. -ησις f. das Fahren, Reiten (Hp., Pl. u.a.).
Etymology : Im Med. Iterativ zu 2. ἔχω hintragen, darbringen (Schwyzer 717); zur Bed. fahren, reiten vgl. bes. lat. vehō usw. Auch die selteneren Aktivformen lassen sich im ganzen unschwer so verstehen, aber durch die formal mögliche Anknüpfung an 1. ἔχω halten, besitzen (ἔχειν τε καὶ ὀχεῖν Pl. Kra. 400a) hat sich die Bed. des Akt. mitunter verschoben, so in ὀχέοντας ὀϊζύν (η 211) neben πόνον τ’ ἐχέμεν καὶ ὀϊζύν (Ν 2, θ 529). — Weiteres s. 2. ἔχω; s. auch ὄχος und ὄχλος.
Page 2,455-456