πολιτεία
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
Ion. πολῑτ-ηΐη, ἡ,
A condition and rights of a citizen, citizenship, Hdt.9.34, Th.6.104, etc.; π. δοῦναί τινι X.HG1.2.10: pl., grants of citizenship, Arist.Ath.54.3. 2 the daily life of a citizen, And.2.10, D. 19.184; ἐν εἰρήνῃ καὶ π. Id.20.122; life, living, ἡ ἐν Βοιωτίᾳ π. Plb.18.43.6; so perh. Ep.Eph.2.12. 3 concrete, body of citizens, Arist.Pol. 1292a34. 4 = Lat. civitas in geographical sense, SIG888.118 (Scaptopara, iii A. D.), Mitteis Chr.78.6 (iv A. D.), etc. II government, administration, Ar.Eq.219, X.Mem.3.9.15, etc.; ἄγειν τὴν π. Th.1.127; πρασύτατα καὶ ἀσελγέστατα τῇ π. κεχρῆσθαι Hyp.Eux.29; course of policy, τῇ π. καὶ τοῖς ψηφίσμασι D.18.87, cf. 9.3 (pl.), 18.263; ἡ Κλεοφῶντος π. Aeschin.3.150; ἡ πρὸς Ῥωμαίους ὁμιλία καὶ π. Str.16.2.46: pl., acts of policy, J.Vit.65. 2 tenure of public office, πᾶσαν π. ἐπιφανῶς ἐκτελέσαι IG4.716.6 (Hermione); ἐν τοῖς τῆς π. χρόνοις IPE12.32B76 (Olbia, iii B. C.). III civil polity, constitution of a state, Antipho 3.2.1, Th.2.37, etc.; τὴν ἐλευθερίαν... μᾶλλον δὲ καὶ τὰς π. D.18.65; form of gouernment, Pl.R.562a, etc.; ὁμολογοῦνται τρεῖς εἶναι π., τυραννὶς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία Aeschin.1.4, cf. Arist.Pol.1293a37, etc.; αἱ τέτταρες π. Pl.R.544b; ἥτις ἂν π. συμφέρῃ Lys.25.8; π. ἐστὶ τάξις ταῖς πόλεσιν ἡ περὶ τὰς ἀρχάς Arist.Pol.1289a15, cf. 1274b26 (pl.), 1289b27 (pl.); ὅπου μὴ νόμοι ἄρχουσιν οὐκ ἔστι π. ib.1292a32; τὴν ἀρίστην πολιτεύεσθαι π. ib.1288b31, cf. X.Ath.1.1, etc. 2 esp. republican government, free common-wealth, Arist.EN1160a34, Pol. 1293b22; ὅταν δὲ τὸ πλῆθος πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύηται συμφέρον, καλεῖται π. ib.1279a39; ἄπιστον ταῖς π. ἡ τυραννίς D.1.5; οὐ γὰρ ἀσφαλεῖς ταῖς π. αἱ πρὸς τοὺς τυράννους… ὁμιλίαι Id.6.21; τοὺς τὰς π. μεθιστάντας εἰς ὀλιγαρχίαν Id.15.20; ταῖς μὲν π. πολεμοῦσι τὰς δὲ μοναρχίας συγκαθιστᾶσι Isoc.4.125; ἔστι δήμου ἡ π. βίος Plu.2.826c.
German (Pape)
[Seite 656] ἡ, ion. πολιτηΐη, das Bürgersein, der Stand, die Rechte des freien Bürgers, Her. 9, 34 u. öfter; das Leben als Bürger in einer Stadt, Pol. 18, 26, 6; Bürgerrecht, Thuc. 6, 104; τῆς ἐν Ἄργει μετέχειν, Xen. Hell. 4, 4, 6; πολιτείαν δοῦναί τινι, 1, 2, 10; Dem. 12, 10; τυχὼν τῆς πολιτείας, Pol. 6, 2, 12; dah. die Theilnahme an der Staatsverwaltung, οἷς γάρ ἐστ' ἐν λόγοις ἡ πολ., Dem. 19, 184; Xen. Mem. 3, 9, 15; ἀπομιμούμενος τὴν Κλεοφῶντος πολιτείαν, Aesch. 3, 150; auch τὴν πολιτείαν ἄγων, Thuc. 1, 127; Staatsverfassung; im Allgemeinen, πολιτεῖαι τρεῖς, τυραννίς, ὀλιγαρχία, δημοκρατία, Aesch. 1, 4; καλλίστη πολιτεία τυραννίς, Plat. Rep. VIII, 562 a; μοναρχικὴ καὶ δημοκρατική, Legg. VI, 756 e; ἀριστοκρατία, Polit. 301 a, u. öfter; Arist., Pol. u. A.; bes. die freie demokratische Verfassung, im Ggstz der μοναρχία Isocr. 4, 125, der τυραννίς Dem. 1, 5; τὰς πολιτείας καταλύοντας καὶ μεθιστάντας εἰς ὀλιγαρχίαν, Dem. 15, 20, u. öfter; Ar. Equ. 217 sagt τὰ δ' ἄλλα σοι πρόσεστι δημαγωγικά, φωνὴ μιαρά, γέγονας κακῶς, ἀγοραῖος εἶ· ἔχεις ἅπαντα πρὸς πολιτείαν ἃ δεῖ; Plat. setzt auch gegenüber χρήσιμοι εἴς τε πολιτείαν καὶ ἰδίους οἴκους, Legg. VI, 796 d. – Uebh. civitas, Staat, περιγράψατέ με ἐκ τῆς πολιτείας, Aesch. 3, 209, verbannen.
Greek (Liddell-Scott)
πολιτεία: Ἰων. -ηίη, ἡ, (πολιτεύω) ἡ σχέσις τοῦ πολίτου πρὸς τὴν πόλιν ἢ τὸ κράτος, ἡ κατάστασις καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ πολίτου, πολιτικὰ δικαιώματα, Λατ. civitas, Ἡρόδ. 9. 34, Θουκ. 6. 104, κτλ.· πολιτείαν δοῦναί τινι Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 6· π. ἐστί μοι ἐν πόλει αὐτόθι 1. 2, 10. 2) ὁ βίος τοῦ πολίτου, ὁ τρόπος τοῦ καθ’ ἡμέραν βίου τινός, Λατ. ratio vitae civilis, Ἀνδοκ. 21. 7, Δημ. 399. 6· ἐν εἰρήνῃ καὶ πολιτείᾳ Δημ. 494. 3· ― παρὰ μεταγεν., καθόλου, ζωή, βίος, ἐν τόπῳ Πολύβ. 18. 26, 6. 3) ὡς συγκεκριμένον, τὸ σύνολον τῶν πολιτῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 31., 4. 13, 7. ΙΙ. ὁ βίος καὶ ἡ ἀσχολία πολιτικοῦ ἀνδρός, διοίκησις, κυβέρνησις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 219. Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 15, κτλ.· ― ἄγειν τὴν π. Θουκ. 1. 127· ἄλλον τρόπον τῇ π. κέχρημαι, = πεπολίτευμαι, Ὑπερείδης ὑπὲρ Εὐξενίππου 389· ἡ Κλεοφῶντος π. Αἰσχίν. 75. 3· ἴδε ἐν λ. προαίρεσις 3· ― περιληπτικῶς, τὰ μέτρα τὰ ὁποῖα ἐφαρμόζει ἡ κυβέρνησις, τῇ πολιτείᾳ καὶ τοῖς ψηφίσμασι Δημ. 254. 18, πρβλ. 314. 22. ΙΙΙ. πολιτικὴ σύνταξις, σύστημα πολιτικόν, πολίτευμα, Ἀντιφῶν 120. 40, Θουκ. 2. 37, κτλ.· τὴν ἐλευθερίαν…, μᾶλλον δὲ καὶ τὰς πολιτείας Δημ. 246. 25· ― εἶδος πολιτεύματος, Πλάτ. Πολ. 562A, κτλ.· ὁμολογοῦνται τρεῖς εἶναι π. τυραννὶς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία Αἰσχίν. 1. 19, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 544B, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 7, 1, κτλ.· ἥτις π. συμφέρῃ Λυσ. 171. 37· π. ἐστι τάξις ταῖς πόλεσιν ἡ περὶ τὰς ἀρχὰς Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 10, πρβλ. 3. 1, 1., 4. 3, 5. 2) κυρίως ἡ καλῶς συντεταγμένη δημοκρατικὴ πολιτεία, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 8. 10, 1, Πολιτικ. 4. 8, 1. κἑξ.· ὅταν δὲ τὸ πλῆθος πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύηται συμφέρον, π. καλεῖται αὐτόθι 3. 7, 3· ἐπὶ παντὸς εἴδους διοικήσεως διὰ τῶν πολιτῶν γιγνομένης, ὀλιγαρχικῆς ἢ δημοκρατικῆς, αὐτόθι 4. 4, 19, πρβλ. 30· τὴν ἀρίστην πολιτεύεσθαι πολιτείαν αὐτόθι 4. 1, 4· ― ἀκολούθως, 3) καθόλου, ἐλευθέρα κοινότης, αὐτόνομος πολιτεία, Ξεν. Ἀθην. 1, 1. κτλ.· ἄπιστον ταῖς πολ. ἡ τυραννὶς Δημ. 10. 21· οὐ γὰρ ἀσφαλεῖς ταῖς πολιτείαις αἱ πρὸς τοὺς τυράννους... ὁμιλίαι ὁ αὐτ. 71, 8· τοὺς τὰς π. μεθιστάντας εἰς ὀλιγαρχίαν ὁ αὐτ. 196, 12· τὰς μὲν π. πολεμοῦσι, τὰς δὲ μοναρχίας συγκαθιστᾶσι Ἰσοκρ. 67A. ― Περὶ τῆς λέξ. ὅρα Πλούτ. 2. 826C-F. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τ. Α΄, σ. 441, Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 313.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. au sens de citoyen privé;
1 la qualité et les droits de citoyen, droit de cité;
2 vie d’un citoyen, genre de vie d’un citoyen;
II. au sens politique;
1 vie et administration d’un homme d’État, participation aux affaires publiques;
2 au sens collect. mesures de gouvernement;
3 constitution d’un État, forme de gouvernement, régime politique en gén. ; particul. constitution démocratique.
Étymologie: πολιτεύω.
English (Strong)
from πολίτης ("polity"); citizenship; concretely, a community: commonwealth, freedom.
English (Thayer)
πολιτείας, ἡ (πολιτεύω);
1. the administration of civil affairs (Xenophon, mem. 3,9, 15; Aristophanes, Aeschines, Demosthenes (others)).
2. a state, commonwealth (Xenophon, Plato, Thucydides (others)): with a genitive of the possessor, τοῦ Ἰσραήλ, spoken of the theocratic or divine commonwealth, citizenship, the rights of a citizen (some make this sense the primary one): Herodotus 9,34; Xenophon, Hell. 1,1, 26; 1,2, 10; (4,4, 6, etc.); Demosthenes, Polybius, Diodorus, Josephus, others).
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, ιων. τ. πολητηΐη, Α πολιτεύομαι
1. (στην αρχαιότητα) α) η μορφή της κρατικής οργάνωσης που υιοθετούν οι πολίτες μιας χώρας, ο τύπος του πολιτεύματος (α. «ὁμολογοῦνται τρεῑς εἶναι πολιτεῑαι, τυραννίς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία», Αισχίν.
β. «πολιτεία ἐστὶ τάξις ταῑς πόλεσιν ἡ περὶ τὰς ἀρχάς», Αριστοτ.)
γ) η ίδια η πολιτική κοινότητα, που νοείται ως σύνολο πολιτών
δ) τα πολιτικά δικαιώματα
2. (κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους) διοικητική περιοχή μιας πόλης
3. ως κύριο όν. Πολιτεία
τίτλος διαλόγου του Πλάτωνος από 10 βιβλία ο οποίος φέρει τον υπότιτλο «Περί δικαίου, πολιτικός» και ο οποίος αναφέρεται στον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να οργανωθεί η πόλη προκειμένου να εξασφαλίσει την ευδαιμονία του ανθρώπου
4. φρ. «Πολιτεία του Θεού» — ένα από τα αξιολογότερα έργα του ιερού Αυγουστίνου
νεοελλ.
1. οργανωμένος σε διάρκεια μόνιμος λαός σε ορισμένη εδαφική περιοχή, υπό ενιαία πολιτική εξουσία εξ ιδίου Δικαίου, το κράτος
2. πόλη (α. «τρισκότεινοι ουρανοί πάνω απ' την πολιτεία την κοιμισμένη», Γρυπ. β. «Ακυβέρνητες πολιτείες», Τσίρκ.)
3. η κυβέρνηση και η νομοθετική εξουσία («η πολιτεία ευθύνεται για την αύξηση της εγκληματικότητας»)
4. χώρα, τόπος («έφυγε για άλλες πολιτείες»)
5. τρόπος, συμπεριφορά, δράση («βίος και πολιτεία του αγίου Αθανασίου»)
6. διοικητική υποδιαίρεση σε ορισμένα κράτη ή ομόσπονδη κρατική μονάδα σε άλλα («Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής»)
7. φρ. α) «είναι βίος και πολιτεία» — έχει ζωή περιπετειώδη, επιλήψιμη ή ύποπτη
β) «προσωπική ένωση πολιτειών»
διεθν. δίκ. μορφή ένωσης κρατών κατά την οποία τα συμμετέχοντα κράτη έχουν τον ίδιο ανώτατο άρχοντα αλλά καθένα από αυτά διατηρεί τη διεθνή του προσωπικότητα
γ) «πραγματική ένωση πολιτειών»
διεθν. δίκ. μορφή ένωσης κρατών κατά την οποία ο βαθμός συγχώνευσης τών επιμέρους πολιτειών είναι ιδιαίτερα έντονος, τα κύρια κρατικά όργανα είναι κοινά και τα συμμετέχοντα κράτη εμφανίζονται με ενιαία διεθνή προσωπικότητα
νεοελλ.-μσν.
ο τρόπος διαχείρισης τών κοινών
μσν.-αρχ.
ζωή, βίος («ἡ ἐν Βοιωτίᾳ πολιτεία», Πολ.)
αρχ.
1. ο τρόπος με τον οποίο ζει κάποιος («οἷς γὰρ ἐστ' ἐν λόγοις ἡ πολιτεία, πῶς ἂν οὗτοι μὴ ἀληθεῑς ὦσιν», Δημοσθ.)
2. διοίκηση, διακυβέρνηση («ἔχεις ἅπαντα πρὸς πολιτείαν ἃ δεῑ», Αριστοφ.)
3. (περιλπτ.) τα μέτρα που εφαρμόζει μια κυβέρνηση («ἡ Κλεοφῶντος πολιτεία», Αισχίν.)
4. η κατοχή δημόσιου αξιώματος
5. δημοκρατικό πολίτευμα, δημοκρατία («ταῑς μὲν πολιτείαις πολεμοῡσι τὰς δὲ μοναρχίας συγκαθιστᾱσι», Ισοκρ.)
7. κάθε είδος διοίκησης, ολιγαρχικής ή δημοκρατικής
8. ελεύθερη κοινότητα («ὄλως ἄπιστον οἶμαι ταῑς πολιτείαις ἡ τυραννίς», Δημοσθ.)
9. στον πληθ. αἱ πολιτεῑαι
παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων («ἐν ταῑς στήλαις πρὸς ταῑς συμμαχίαις καὶ προξενίαις καὶ πολιτείαις οὗτος ἀναγράφεται», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
πολῑτεία: Ιων. -ηΐη, ἡ (πολιτεύω)·
I. 1. η ιδιότητα και τα δικαιώματα του πολίτη, πολιτικά δικαιώματα, Λατ. civitas, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· πολιτείαν δοῦναί τινι, σε Ξεν.
2. ο βίος του πολίτη, η πολιτική ζωή, σε Δημ.
3. ως σύνολο, το άθροισμα των πολιτών, σε Αριστ.
II. ο βίος και η πολιτεία ενός πολιτικού άνδρα, κυβέρνηση, διοίκηση, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· με περιληπτική σημασία, τα μέτρα της κυβέρνησης, σε Δημ.
III. 1. πολιτική συγκρότηση, σύσταση και σύνθεση ενός κράτους, σε Θουκ. κ.λπ.· είδος πολιτεύματος, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. δημοκρατία, κοινοπολιτεία, σε Ξεν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
πολῑτεία: ион. [[πολιτηΐη
|πολῑτηΐη]] ἡ
1) гражданские права, гражданство (πολιτηίην αἰτεῖσθαι Her.; πολιτείαν δοῦναι τινι Xen.; πολιτείαν κτήσασθαι NT);
2) гражданственность, гражданский образ жизни (ἐν εἰρήνῃ καὶ πολιτείᾳ Dem.);
3) государственные дела: τὴν πολιτείαν ἄγειν Thuc. управлять государством;
4) государственная деятельность, правление (ἡ Κλεοφῶντος π. Aeschin.);
5) государственное устройство, форма правления (ἡ μοναρχικὴ καὶ δημοκρατικὴ π. Plat.);
6) демократическая форма правления, республика (ἡ τῶν Ἀθηναίων π. Xen.);
7) государство (вообще): τῆς πολιτείας χρῆσθαι Thuc. управлять государством.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολιτεία -ας, ἡ, Ion. πολιτηΐη [πολιτεύω] positie van de burger, burgerrecht:; πολιτηΐην αἰτεῖσθαι burgerrecht vragen Hdt. 9.34.1; πολιτείας... μετέχειν burgerrecht hebben Xen. Hell. 4.4.6; Σελινουσίοις... πολιτείαν ἔδοσαν aan de inwoners van Selinunte verleenden zij burgerrecht Xen. Hell. 1.2.10; leven als burger:. ἐπιθυμία τῆς... μεθ ’ ὑμῶν πολιτείας verlangen naar het leven als burger samen met jullie And. 2.10. regering, bestuur:. ἄγων τὴν πολιτείαν de regering leidend Thuc. 1.127.3; οἷς γὰρ ἐστ ’ ἐν λόγοις ἡ πολιτεία waar het politieke systeem op redevoeringen berust Dem. 19.184; μετέχειν τῆς πολιτείας delen in het bestuur Aristot. Pol. 1294a14. politiek, politiek handelen:. ἔχεις ἅπαντα πρὸς πολιτείαν ἃ δεῖ je hebt alles wat je nodig hebt voor een politieke carrière Aristoph. Eq. 219; ὑφ ’ ὑμῶν ἐξηλάθη τοῖς μὲν ὅπλοις, τῇ δὲ πολιτείᾳ... ὑπ ’ ἐμοῦ door jullie is hij verdreven met wapengeweld, maar door mij door mijn politiek optreden Dem. 18.67; τοιαύτην γὰρ εἵλου πολιτείαν jij verkoos een dergelijke politiek Dem. 18.263. staatsvorm:; εἰσὶ δύο πολιτείαι παρὰ δημοκρατίαν τε καὶ ὀλιγαρχίαν er zijn twee staatsvormen naast democratie en oligarchie Aristot. Pol. 1293a35; τὴν ἀρίστην πολιτεύεσθαι πολιτείαν de beste staatsvorm hebben Aristot. Pol. 1288b31; spec. constitutionele (d.w.z. voorbeeldig ingerichte) staatsvorm:. ὅπου γὰρ μὴ νόμοι ἄρχουσιν, οὐκ ἔστι πολιτεία waar geen gezag van de wetten is, daar bestaat geen geregelde staatsvorm Aristot. Pol. 1292a32. politeia, ideale staatsvorm bij Aristoteles, soort republikeinse democratie:. ἔστι γὰρ ἡ πολιτεία ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν μίξις ὀλιγαρχίας καὶ δημοκρατίας de politeia is namelijk, simpel gezegd, een mengvorm van oligarchie en democratie Aristot. Pol. 1293b33.
Middle Liddell
πολῑτεία, ιονιξ -ηΐη, ἡ, πολιτεύω
I. the condition and rights of a citizen, citizenship, Lat. civitas, Hdt., Thuc., etc.; πολιτείαν δοῦναί τινι Xen.
2. the life of a citizen, civic life, Dem.
3. as a concrete, the body of citizens, Arist.
II. the life and business of a statesman, government, administration, Ar., Thuc., etc.:—in a collective sense, the measures of a government, Dem.
III. civil polity, the condition or constitution of a state, Thuc., etc.:— a form of government, Plat., etc.
2. a republic, commonwealth, Xen., etc.
Chinese
原文音譯:polite⋯a 坡利帖阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:許多
字義溯源:公民籍,政府行政,國民;源自(πολίτης)=市民),而 (πολίτης)出自(πόλις)*=城,鎮)
出現次數:總共(2);徒(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 國民(1) 弗2:12;
2) 公民籍(1) 徒22:28