προέρχομαι
English (LSJ)
(πρόειμι serves as fut.), aor. προῆλθον: pf.
A προελήλῠθα Men.113.2:—go forward, advance, Hdt.1.207, 9.14; ἐς τὸ ὁμαλόν Th. 5.65; ἐς τὸ πλέον Id.2.21; ἐκ τοῦ χωρίου X.HG7.5.25; ἐπὶ τὸ βῆμα D.H.8.58: abs., προελθών, = Att. παρελθών, having come forward to speak, Plb.4.14.7; προελθὼν ὁ κῆρυξ ἐκήρυττε . . Aeschin.3.154; π. εἰς τὸν δῆμον SIG742.49 (Ephesus, i B.C.): c. acc. cogn., π. ἡμερησίαν ὁδόν Pl.R.616b; κατὰ τὴν ὁδόν X.An.4.2.16. b come forth, πλάγια π. τὰ ἔμβρυα Arist.HA576a24; π. μητρός to be born, Olymp. Vit.Pl.p.1 W.: generally, Luc.Tox.25, al.; appear, be published, of a book, Str.13.1.54. c go away from, leave, ἀπὸ τῆς ἑαυτοῦ [οἰκίας] POxy.472.5 (ii A.D.), cf. Stud.Pal.1.8.10(v A.D.); οὐδεπώποτε ἐξ Αἰθιοπίας τὸν ἕτερον πόδα προελθών Luc.Herm.32. 2 of Time, προελθόντος πολλοῦ χρόνου Th.1.10, cf. Pl.Plt.273a; π. κατὰ χρόνον Id.Prm.152a; of persons, προεληλυθότες ταῖς ἡλικίαις advanced in years, X.HG6.1.5. 3 go on, proceed, in a story or argument, Pl.Phdr.237c; εἰς τὸ πρόσθεν π. Id.Lg.682a, cf. Prt.339d. 4 metaph., [τὰ Περσέων πρήγματα] ἐς τοῦτο προελθόντα the power of the Persians having advanced to this height, Hdt.7.50; ὥσπερ μαθητὴν εἰς τοὔμπροσθε π. make progress, Isoc.Ep.4.10; ἐνταῦθα π. ὥστε . . Id.15.82: freq. in bad sense, εἰς πᾶν π. μοχθηρίας D.3.3; οὕτως αἰσχρῶς π. Id.23.204; οἷ προελήλυθ' ἀσελγείας ἅνθρωπος Id.4.9; εἰς τοῦτ' ἀναισθησίας καὶ τόλμης προεληλύθασιν Id.24.182; πόρρω προεληλύθασι φυλακῆς they are far gone in cautiousness, X.Hier.4.4. 5 go before or first, Id.Cyr.6.3.9, etc.; π. τινός go before him, ib.2.2.7; π. τινάς Ev.Marc.6.33. b arrive first, Th.8.100: pf., have travelled first, ὁδόν Pl.R.328e. II take legal proceedings, appear in court, PGiss.8.12(ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 721] (s. ἔρχομαι), voran-, hervor-, herauskommen, vorgehen, vorschreiten; τὰ Περσέων πρήγματα ἐς τόδε προελθόντα, die Macht der Perser war bis zu dieser Höhe vorgeschritten, Her. 7, 50, 2; ἐπειδὴ ἐνταῦθα προελήλυθας, Plat. Theaet. 187 b; εἰς τὸ πρόσθεν, Legg. III, 682 a, wie ὀλίγον τοῦ ποιήματος εἰς τὸ πρόσθεν προελθών Prot. 339 e; ὁδόν, einen Weg machen. zurücklegen, Rep. I, 328 e; auch προελθόντος χρόνου, Polit. 273 a, von Soldaten, vorrücken, Thuc. 5, 65; Xen. An. 4, 2, 16; auch προεληλυθὼς ἡλικίᾳ, Hell. 6, 1, 4; auftreten, um zu sprechen, Pol. 29, 9, 2 u. öfter, u. a. Sp. – Wie προιέναι bes. im Schlechten bis zu einem gewissen Grade fortschreiten, εἰς πᾶν προελήλυθε μοχθηρίας Dem. 3, 3, οἷ ἀσελγείας 4, 9, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
προέρχομαι: ἀόρ. προῆλθον· πρκμ. προελήλῠθα, συνῃρ. προὐλήλυθα, Piers. εἰς Μοῖρ. 302· ἀποθετ. Ὡς τὸ πρόειμι (ὅπερ χρησιμεύει ὡς μέλλων), χωρῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, προχωρῶ, προβαίνω, Ἡρόδ. 1. 207., 9. 14· ἐς τὸ ὁμαλὸν Θουκ. 5. 65· ἐς τὸ πλέον οὐκέτι προελθὼν ὁ αὐτ. 2. 21· ἐκ τοῦ χωρίου Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 25· ἐπὶ τὸ βῆμα Διον. Ἁλ. 8. 58· καὶ ἀπολ., προελθὼν = Ἀττ. παρελθών, παρουσιασθεὶς νὰ ὁμιλήσῃ, Πολύβ. 4. 14, 7· προελθὼν ὁ κῆρυξ ἐκήρυττε... Αἰσχίν. 75. 27· ― πρ. τὰ ἔμβρυα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 8· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., πρ. ἡμερησίαν ὁδὸν Πλάτ. Πολ. 616Β, πρβλ. 328Ε· ὡσαύτως, κατὰ τὴν ὁδὸν Ξεν. Ἀν. 4. 2, 16. 2) ἐπὶ χρόνου, προελθόντος πολλοῦ χρόνου Θουκ. 1. 10, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 273Α, Παρμ. 154Α· ἐντεῦθεν ἐπὶ προσώπων, προεληλυθότες ταῖς ἡλικίαις (πρβλ. προβαίνω Ι. 2), Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4· οὕτω, 3) προχωρῶ, προβαίνω ἐν διηγήσει ἢ συζητήσει, Πλάτ. Φαῖδρ. 237C· πρ. εἰς τὸ πρόσθεν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 682Α, πρβλ. Πρωτ. 339D. 4) μεταφορ., τὰ Περσέων πρήγματα ἐς τοῦτο προελθόντα, προχωρήσαντα εἰς τοῦτο, Ἡρόδ. 7. 50, 2· εἰς τοὔμπροσθεν πειραθῆναι προελθεῖν, νὰ προσπαθήσῃ νὰ ὑπάγῃ ἐμπρός, νὰ προοδεύσῃ, ἐπὶ μαθητοῦ, Ἰσοκρ. 415C· ἐνταῦθα πρ. ὥστε... ὁ αὐτ. π. Ἀντιδ. § 88· συχν. ἐπὶ κακῆς σημασίας, εἰς πᾶν μοχθηρίας πρ. Δημ. 29. 18· οὕτως αἰσχρῶς πρ. ὁ αὐτ. 688. 17· οἷ πρ. ἀσελγείας ἄνθρωπος ὁ αὐτ. 42. 25· εἰς τοῦτο προβέβηκεν ἔχθρας, ὥστε… ὁ αὐτ. 163. 2· οὕτω δὲ πόρρω προεληλύθασι φυλακῆς, τόσον δὲ πολὺ προέβησαν εἰς τὸ προσέχειν καὶ φυλάττεσθαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 4, 4. 5) ὑπάγω πρότερον ἢ πρῶτος, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 9, κτλ.· πρ. τινος, προπορεύομαι, αὐτόθι 2. 2, 7· μεταγεν., συνέδραμον ἐκεῖ καὶ προῆλθον αὐτοὺς Εὐαγγ. Κ. Μάρκ. ς΄, 33. ΙΙ. μετὰ τοῦ ὀργάνου τῆς κινήσεως κατ’ αἰτιατ., πρ. πόδα (πρβλ. βαίνω ΙΙ. 4), Λουκ. Ἑρμότ. 32.
French (Bailly abrégé)
ao.2 προῆλθον, etc.
I. s’avancer :
1 aller en avant, continuer d’aller : προέρχεσθαι πόδα LUC aller en avant ; κατὰ τὴν ὁδόν XÉN poursuivre son chemin ; ἔς τι s’avancer vers un but ; abs. s’avancer à la tribune, s’avancer pour parler ; en parl. du temps προελθόντος πολλοῦ χρόνου THC beaucoup de temps s’étant écoulé ; οἱ προεληλυθότες ταῖς ἡλικίαις XÉN ceux qui sont avancés en âge, les vieillards ; fig. ἐς τοῦτο προελθεῖν HDT en être arrivé à ce degré (de puissance) ; ἐνταῦθα προέρχεσθαι ὥστε ISOCR en être arrivé à ce point que, etc.
2 aller au loin : ἐπὶ χιλόν XÉN faire du fourrage;
3 aller au dehors, sortir : ἐκ χωρίου XÉN d’une place forte;
II. aller avant, marcher devant, précéder, gén..
Étymologie: πρό, ἔρχομαι.
English (Strong)
from πρό and ἔρχομαι (including its alternate); to go onward, precede (in place or time): go before (farther, forward), outgo, pass on.
English (Thayer)
imperfect προηρχομην; future προελεύσομαι; 2nd aorist προῆλθον; from Herodotus down;
1. to go forward, go on: μικρόν, a little, T Tr WH marginal reading προσελθών (which see in a.)); Tr WH marginal reading προσελθών); with an accusative of the way, Xenophon, Cyril 2,4, 18; Plato, rep. 1, p. 328e.; 10, p. 616b.).
2. to go before; i. e., a. to go before, precede (locally; German vorangehen): ἐνώπιον τίνος, ἔμπροσθεν τίνος, WH marginal reading προσελευσαντες which see in a.); τίνος, to precede one, (τινα, ibid. G L T Tr WH (not so construed in secular writings; cf. Buttmann, 144 (126); Fritzsche, Ep. ad Romans , iii., p. 70; (Winer s Grammar, § 52,4, 13); but in Latin we findantecedere, anteire,praeire, aliquem, and in Greek writings πρόθειν τινα; see προηγέομαι); to outgo, outstrip (Latin praecurrere, antevertere aliquem; for which the Greeks say φθάνειν τινα), to go before, i. e. (set out) in advance of another (German vorausgehen): Tr WH text προσελθόντες); εἰς (L Tr πρός) ὑμᾶς, unto (as far as to) you, ἐπί τό πλοῖον, to the ship, Tr WH marginal reading προσελθόντες).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.)
μσν.
1. (για αξιωματούχους) κάνω δημόσια επίσημη εμφάνιση, βγαίνω από το παλάτι
2. (για μοναχούς και μοναχές) βγαίνω από το μοναστήρι, εμφανίζομαι δημοσία («...'ἵνα μὴ ἀναγκασθῶ καὶ προελθεῑν. Αἱ μὲν γὰρ ἄλλαι κατὰ Κυριακὴν προέρχονται ἐν τῇ ἐκκλησία χάριν τῆς κοινωνίας», Παλλάδ.)
μσν.-αρχ.
1. προπορεύομαι, προηγούμαι, πηγαίνω πρώτος (α. «ἐκεῑνος προελθὼν τοῡ λοχαγοῡ πρότερος ἐπορεύετο», Ξεν.
β. «ὁ Ἰωάννης... προελήλυθε.... βοῶν μετανοεῑν», Ιουστίν.)
2. φεύγω από οίκημα ή χώρο, βγαίνω έξω (α. «προέρχεσθαι ἀπὸ τῆς ἑαυτοῡ οἰκίας», πάπ.
β. «οἱ κατηχούμενοι προέλθετε, ὅσοι κατηχούμενοι προέλθετε», Θεία Λειτ.)
3. εμφανίζομαι, γεννώμαι (α. «τά σύμπαντα είς τὸ εἶναι προελθόντα», Ευσ.
β. «διὸ καὶ πλάγια προέρχεται τὰ ἔμβρυα πάντων», Αριστοτ.)
αρχ.
1. προχωρώ, κινούμαι προς τα εμπρός («οἱ ὁπλῑται οὐδὲ προῆλθον ἐκ τοῡ χωρίου ἔνθα ἡ συμβολή ἐγένετο», Ξεν.)
2. ανεβαίνω στο βήμα, παρουσιάζομαι για να λάβω τον λόγο (προελθὼν ὁ κήρυξ ἐκήρυττε», Αισχίν.)
3. διανύω απόσταση, κάνω δρόμο («ἀφικέσθαι προελθόντας ἡμερησίαν ὁδὸν», Πλάτ.)
4. προχωρώ στη διήγηση ή στη συζήτηση («προελθόντες δὲ τὸ εἰκὸς ἀποδιδόασιν», Πλάτ.)
5. εξελίσσομαι προς το καλύτερο, προοδεύω («ἐπειδὴ ἐνταῡθα προεληλύθαμεν», Ισοκρ.)
6. (με γεν.) φθάνω ώς έναν βαθμό σε κάτι κακό, χειροτερεύω («εἰς τοῡτ' ἀναισθησίας καὶ τόλμης προεληλύθασιν», Δημοσθ.)
7. φθάνω πρώτος κάπου («διὰ τοὺς ἐκ τῆς Μυτιλήνης Ἀθηναίων φρουροὺς προελθόντας», Θουκ.)
8. αποβαίνω, γίνομαι κάτι («τὸ δοκοῡν τοῑς πολλοῑς νόμος προῆλθεν ἐμοί», Αφθόν.)
8. (για χρόνο) περνώ («μετὰ δὲ ταῡτα προελθόντος ἱκανοῡ χρόνου», Πλάτ.)
9. (για βιβλίο) εκδίδομαι, δημοσιεύομαι.
Greek Monotonic
προέρχομαι: αόρ. βʹ -ῆλθον, παρακ. -ελήλῠθα, συνηρ. προὐλήλυθα· αποθ.· όπως το πρόειμι (που λειτουργεί ως μέλ.),
I. 1. βαδίζω μπροστά, προχωρώ, προβαίνω, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· απόλ., προελθὼν ὁ κῆρυξ ἐκήρυττε, σε Αισχίν.
2. λέγεται για χρόνο, προελθόντος πολλοῦ χρόνου, σε Θουκ.· λέγεται για πρόσωπα, προεληλυθὼς τῇ ἡλικίᾳ, αρκετά προχωρημένος στην ηλικία, σε Ξεν.
3. προχωρώ σε μια συζήτηση ή διήγηση, σε Πλάτ.
4. μεταφ., τὰ Περσέων πρήγματα, ἐς τοῦτο προελθόντα, η δύναμη των Περσών έφθασε σ' αυτό το σημείο, σε Ηρόδ.· εἰς πᾶν μοχθηρίας προέρχομαι, σε Δημ.· εἰς τοῦτο προβέβηκεν ἔχθρας, ὥστε..., στον ίδ.
5. πηγαίνω από πριν ή πρώτος, σε Ξεν.· προέρχομαί τινος, πηγαίνω πριν από αυτόν, στον ίδ.· μεταγεν., προέρχομαι τινα, σε Καινή Διαθήκη
II. με όργανο κίνησης, προέρχομαι πόδα, προχωρώ, έπειτα, κινώ το πόδι μου, σε Λουκ.