πράξη

From LSJ
Revision as of 20:15, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93

Greek Monolingual

η / πράξις, -εως, ΝΜΑ, ιων. τ. πρῆξις, -ήξιος, Α πράττω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πράττω, η επιτέλεση έργου και το επιτελούμενο έργο (α. «η πράξη του αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.)
2. το επιτελούμενο έργο σε σχέση με το είδος ή τον σκοπό της επιτελούμενης ενέργειας (α. «αγαθή πράξη» β. «ἔν τε πολεμικῇ πράξει ὄντος ἀνδρείου», Πλάτ.)
3. η ενέργεια, η δράση, σε αντιδιαστολή με τα λόγια ή τις αφηρημένες καταστάσεις (α. «τα λόγια είναι εύκολα, μα δύσκολες οι πράξεις» β. «ἔργῳ καὶ πράξεσιν, οὐχὶ λόγους», Δημοσθ.)
4. εμπορική ενέργεια ή χρηματιστηριακή συναλλαγή, αγοραπωλησία (α. «πράξεις επί προθεσμία» β. «ἐπὶ πρῆξιν ἔπλεον»)
5. πείρα, ικανότητα που αποκτήθηκε με την άσκηση (α. «γιατί είχεν ο θαλασσινός γνώση πολλή και πράξη», Ζερβ.
β. «κατανοῶν δὲ τὸν Ἀντίγονον καὶ πρᾱξιν ἔχοντα καὶ ἐμπειρίαν», Πολ.)
6. ερωτικό σμίξιμο, σαρκική επαφή, συνουσία (α. «τον έπιασαν πάνω στην πράξη» β. «τέτταρας δραχμὰς αὐτὸν ὑπὲρ τῆς πράξεως τούτης ἀπεστερηκέναι», Πίνδ.)
7. άσκηση, θέση σε εφαρμογή, εκτέλεση (α. «έθεσαν σε πράξη τα όσα είχαν αποφασίσει» β. «το σχέδιό του αποδείχθηκε ανεφάρμοστο στην πράξη», γ. «ἐν ταῖς τῶν χειρῶν πράξεσιν ἢ σκελῶν ἢ στόματός τε καὶ φωνῆς ἢ διανοίας», Πλάτ.)
8. φρ. «Πράξεις τῶν Αποστόλων»
εκκλ. ιστορικό βιβλίο της Καινής Διαθήκης που γράφηκε από τον ευαγγελιστή Λουκά, πιθανότατα στη Ρώμη γύρω στο β3 μ.Χ., αποτελεί συνέχεια του Ευαγγελίου του, απαρτίζεται από 28 κεφάλαια, διαιρείται σε δύο μέρη, από τα οποία στο μεν πρώτο εξιστορείται η δράση του αποστόλου Πέτρου σχετικά με την ίδρυση και εξάπλωση της Εκκλησίας στον ιουδαϊκό και εθνικό κόσμο, ενώ στο δεύτερο εξιστορείται η δράση του αποστόλου Παύλου, απευθύνεται προς τον «κράτιστον Θεόφιλον» και σκοπός του ήταν να καταδειχθεί ότι οι απόστολοι, ενισχυμένοι από το Άγιο Πνεύμα, εκπλήρωσαν την αποστολή που τους είχε αναθέσει ο Ιησούς μέσω του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή το κήρυγμα του Ευαγγελίου έως εσχάτων της γης
νεοελλ.
1. διοικητική ενέργεια, διοικητική απόφαση (α. «διορίστηκε με πράξη του υπουργού» β. «το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει το δικαίωμα ακυρώσεως τών πράξεων της Διοικήσεως που επιχειρούνται με κατάχρηση της διακριτικής εξουσίας»)
2. πολιτική απόφαση, συμφωνία διεθνούς σώματος (α. «η Γενική Πράξη τών Βρυξελλών της 2ας Ιουλίου 1890 για την κατάργηση της εμπορίας δούλων» β. «η Τελική Πράξη του Ελσίνκι για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη»)
3. (νομ.) εκδήλωση του φυσικού προσώπου συνειδητή, εκούσια και αντικειμενικώς διαγνώσιμη
4. εγγραφή, καταχώριση σε ειδικό βιβλίο (α. «λογιστική πράξη» — εγγραφή εμπορικής πράξης, αγοραπωλησίας, στα λογιστικά βιβλία μιας επιχείρησης
β. «ληξιαρχική πράξη» — εγγραφή στα επίσημα ληξιαρχικά βιβλία με την οποία πιστοποιείται η αστική κατάσταση ενός προσώπου, η γέννηση, ο γάμος και ο θάνατος του)
5. καθένα από τα αυτοτελή μέρη της δράσης σκηνικού έργου (α. «δράμα σε τρεις πράξεις» β. «όπερα σε τέσσερεις πράξεις»)
6. φρ. α) «αριθμητική πράξη»
μαθημ. καθένας από τους τέσσερεις γενικούς τρόπους με τους οποίους από δοθέντες αριθμούς ή, γενικότερα, όρους, παράγεται άλλος, δηλαδή η πρόσθεση, η αφαίρεση, ο πολλαπλασιασμός και η διαίρεση
β) «αλγεβρικές πράξεις»
μαθημ. ποικίλοι μετασχηματισμοί στις αλγεβρικές παραστάσεις και εξισώσεις («πράξεις ανάλυσης»)
γ) «προθεσμιακή πράξη»
(νομ.) αγοραπωλησία αξιών ή εμπορευμάτων, όταν συμφωνείται από τους συμβαλλομένους να γίνει η παράδοσή τους στον αγοραστή σε χρόνο μεταγενέστερο από την ημέρα που υπογράφηκε η συμφωνία
δ) «ταμειακή πράξη» — κάθε κίνηση μετρητών στο ταμείο μιας οικονομικής μονάδας και οι αντίστοιχες λογιστικές εγγραφές
μσν.
1. παρόρμηση, ερέθισμα για άθλο
2. αποκαθήλωση
αρχ.
1. ζήτημα, υπόθεση, δουλειά (α. «πρῆξιν μηδὲ φίλοισιν ὁμῶς ἀνακινέο πᾱσιν», θεόγν.
β. «ᾧ λυμαινόμεθα τὴν πράξιν», Ξεν.)
2. είσπραξη οφειλόμενων χρηματικών ποσών (α. «τὸν τρόπον τῆς πράξεως τοῦ μισθοῦ», Πλάτ.)
3. πολεμική ενέργεια («ἐν αὐτῷ τῷ τῆς πράξεως καιρῷ διεφθάρη», Πολ.)
4. δικαστική ενέργεια, κίνηση αγωγής («κατὰ Ἀρτέμωνος ἔστω ἡ πρᾱξις τοῖς δανείσασι»
5. δικαστική απόφαση («χαλεπωτάτη τῶν ἀρχῶν ἐστιν ἡ περὶ τὰς πράξεις τῶν καταδικασθέντων», Αριστοτ.)
6. (στον Αριστοτ.) το σύνολο της δράσης στην τραγωδία
7. έκβαση, το αποτέλεσμα μιας υπόθεσης και κυρίως το αίσιο και ευτυχές τέλος («πρᾱξιν οὐρίαν θέλων», Αισχ.)
8. εκπλήρωση («φεῡ, ταχεῑά γ' ἦλθε χρησμῶν πρᾱξις», Αισχύλ.)
9. η δυνατότητα ευτυχούς ενέργειας («δὸς πόρον καὶ πρᾱξιν τῷ τόπῳ τούτῳ», πάπ.)
10. δημόσιο λειτούργημα, υπούργημα («καὶ τὸ πρᾱον τῆς διοικηθείσης πρότερον πράξεως», Ηρωδ.)
11. η διδασκαλία ρήτορα ή φιλοσόφου
12. η διαγωγή ενός ατόμου από ηθική άποψη
13. κατάσταση, τύχη, μοίρα (α. «ἀπέκλαιε πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ πρῆξιν», Ηρόδ.
β. «ἀνδρὸς εὐτυχῆ κλύουσα πρᾱξιν», Σοφ.)
14. εκδίκηση, ανταπόδωση κακού
15. πληθ. αἱ πράξεις
α) πρακτικός βίος σε αντιδιαστολή με τον στοχασμό («μετὰ ταῦτα θεώμενον αὐτὰ ἐν ταῖς πράξεσιν ὄντα τε καὶ πραττόμενα», Πλάτ.)
β) δημόσιος ή πολιτικός βίος («τὴν περὶ τὰς πράξεις καὶ τοὺς πολιτικοὺς λόγους ἐπιστήμην», Δημοσθ.)
16. φρ. α) «πρᾱξιν λαμβάνω» — παίρνω εκδίκηση, εκδικούμαι
β) «πρᾱξις περί τίνος» — ενέργεια ως προς κάτι
γ) «πρᾱξις κατά τινος ἢ ἐπί τινα» — ενέργεια που τείνει σε βλάβη ή εξαπάτηση κάποιου, εχθρική ενέργεια εναντίον κάποιου
δ) «πρᾱξις καθάπερ δίκης»
πιθ. κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη σε περίπτωση μη εξόφλησης του χρέους.