ἀνδρεῖος
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
English (LSJ)
ἀνδρεία, ἀνδρεῖον, Ion. ἀνδρήιος, η, ον (codd. of Hdt. have the common form in the Comp. and Sup. ἀνδρειότερος, ἀνδρειότατος, 1.79,123), Delph. ἀνδρέος GDI1724, al.:—
A of a man or for a man, στέγη dub. in A.Fr.124; θαἰμάτια Ar.Ec.75; opp. γυναικεῖος, Id.Th.154, Archipp.6D., Pl.R. 451c, X.Mem.2.7.5; πέπλοι Theoc.28.10 (where ἀνδρέϊοι); αὐλοὶ ἀνδρεῖοι Hdt.1.17; ἀνδρεία ἀγορά = the men's market, CIG3657 (Cyzicus); ἀνδρεῖος (sc. σύλλογος) Test.Epict.1.22, 2.29; ἀνδρεῖα ἠμπίσχετο = put on a man's clothes, Lat. vestem virilem, D.L.3.46; ἀνδρεῖον ἱμάτιον = toga of manhood, Lat. toga virilis, Plu.Brut.14.
II manly, masculine, courageous, ῥώμη Hdt.7.153, etc.; even of women, Arist.Pol.1277b22, Po.1454a23; and in bad sense, stubborn, ἀναίσχυντος καὶ ἀ. τὰ τοιαῦτα Luc.Ind.3: neut., τὸ ἀνδρεῖον = ἀνδρεία, Th. 2.39; καὶ τοῦτ' ἐμοὶ τἀνδρεῖον ἡ προμηθία E.Supp.510; ἔβησαν εἰς τἀνδρεῖον Id.Andr.683. Adv. ἀνδρείως = manly, bravely, forcefully, courageously, boldly Ar.Pax498, al.: Sup. ἀνδρειότατα Pl.Plt. 262a.
2 of animals, Arist.HA488b17, cf. Pl.La.196d, 196e.
3 of things, strong, vigorous, λαφυγμός Eup.148; θήρατρον Ael.VH 1.1.
III ἀνδρεῖα, τά, the public meals of the Cretans, also the older name for the Spartan φειδίτια or φιλίτια (q.v.), Alcm.22, Arist. Pol.1272a3, Plu.Lyc.12, Str.10.4.18 (v.l. ἄνδρια:—also ἀνδρήιον, τό, Cretan for the public hall, GDI4992 a ii 9, cf. 5040.38, al.)
IV ἀνδρεῖον, τό, = σίνηπι ἄγριον (shepherd's purse, Capsella bursa-pastoris), Ps.-Dsc.2.154.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): jón. ἀνδρήιος, -η, -ον Hdt.1.123, 7.153; locr. ἀνδρέος IG 92.624 d.4; ἀνδρῆος IG 92.708.3; tard. ἀνδρῖος Pall.H.Laus.65.4
I de cosas
1 propio de varón op. γυναικεῖος: θαἰμάτια Ar.Ec.75, μετὰ ἀνδρεῖον δρᾶμα παντελῶς διαπερανθὲν τὸ γυναικεῖον αὖ περαίνειν Pl.R.451c, πέπλοι Theoc.28.10, ἀγορά CIG 3657 (Cízico), cf. Ar.Th.154, Archipp.45B, X.Mem.2.7.5, IG 12(3).330.22, 61 (Tera III a.C.), σῶμα ἀνδρέον esclavo, IG 92.624d.4 (Festino II a.C.), IG 92.708.3 (Festino II a.C.)
•op. ἄνανδρος ‘afeminado’ viril πόνοι Pl.Phdr.239c
•valeroso ἐκεῖν' ἀνδρειότατόν γε τῶν ἐμῶν Ar.V.1200
•violento, fuerte λαφυγμός Eup.148, θήρατρον Ael.VH 1.1, λόγος PCair.Isidor.126.7.
2 fig. que tiene un sonido grave como la voz de un hombre αὐλοῦ γυναικείου τε καὶ ἀνδρείου Hdt.1.17.
3 propio del adulto ἁνίκα τὰν γένυν ἀνδρεΐαν ἔχῃς Theoc.29.33, ἀνδρεῖον ἱμάτιον toga uirilis Plu.Brut.14.
4 humano op. divino ἀνδρείων ἀχέων Emp.B 147.2.
II de pers.
1 varonil, valiente τίς ἀ. ἦν Ar.Nu.1052, Κῦρος Hdt.1.123, ἄνθρωπος Plu.2.235e, ὁ δειλὸς ὑποπέπτωκε τῷ ἀνδρείῳ Ph.1.60, cf. Protag.B 9, Pl.Grg.491b, Hdt.7.153
•de una mujer οὐχ ἁρμόττον γυναικὶ οὕτως ἀνδρείαν ἢ δεινὴν εἶναι Arist.Po.1454a23, cf. Pol.1277b22, LXX Pr.12.4.
2 fuerte, virtuoso ὀρθοπραγέων τις ἀνδρεῖος ἅμα καὶ εὐθύγνωμος γίγνεται Democr.B 181.
3 adulto τῷ ἡβῶντι τε καὶ ἀνδρείῳ Pl.R.468d.
4 osado, temerario ἀναίσχυντος εἶ καὶ ἀνδρεῖος τὰ τοιαῦτα Luc.Ind.3.
5 tard. en sup., como tít. excelentísimo ἀνδρειοτάτου Καίσαρος POxy.1318 (IV d.C.), τῷ δεσπότῃ μου τῷ ... μεγαλοπρεπεστάτῳ καὶ ἀνδριοτάτῳ κόμιτι POxy.1163.3 (V d.C.).
III de animales fuerte, vigoroso ὗν πιστεύεις σύ γε ἀνδρείαν γεγονέναι Pl.La.196e, cf. Arist.HA 488b17.
IV subst.
1 sg. τὸ ἀνδρεῖον = la valentía, hombría τοῦτ' ἐμοὶ τἀνδρεῖον, ἡ προμηθία E.Supp.510, νέοι ὄντες τὸ ἀνδρεῖον μετέρχονται Th.2.39, cf. E.Andr.683, Th.4.126.
2 plu. τὰ ἀνδρεῖα = actos de valor, hombradas πολλαὶ γυναῖκες ... διὰ τῆς χάριτος τοῦ θεοῦ ἐπετελέσαντο πολλὰ ἀνδρεῖα 1Ep.Clem.55.3.
3 τὰ ἀνδρεῖα = comidas públicas de los varones en Creta, y antiguo n. de las mismas en Esparta, Alcm.98.2, τὰ δὲ συσσίτια ἀνδρεῖα παρὰ μὲν τοῖς Κρησὶν ... καλεῖσθαι Str.10.4.18, cf. Arist.Pol.1272a3, Plu.Lyc.12, Hsch.
4 τὰ ἀνδρεῖα, τὰ ἀνδρῖα = vestidos de hombre D.L.3.46, Pall.H.Laus.65.4.
5 τὸ ἀνδρεῖον bot. bolsa de pastor, Capsella bursa-pastoris Medikus, Ps.Dsc.2.154.
V adv. ἀνδρείως
1 virilmente, como un hombre de niños καλῶς καὶ ἀνδρείως ἕκαστα ποιεῖν X.Cyr.1.3.1
•de mujeres, Ar.Th.656.
2 valientemente, con valor σπᾶτ' ἀ. Ar.Pax 498, φέρειν δὲ χρὴ ... τὰ τῶν πολεμίων ἀ. Th.2.64, cf. 5.9, Pl.Lg.855a, Arist.Pol.1265a36
•con resolución σκοπεῖσθαι χρὴ ἀ. τε καὶ εὖ Pl.Cra.440d.
German (Pape)
[Seite 217] (Her. ἀνδρήϊος, Theocr. 28, 10 ἀνδρέϊος), männlich, den Mann betreffend, dem γυναικεῖος entgeggstzt, αὐλός Her. 1, 17; Plat. δρᾶμα Rep. IV, 451 c; μαθήματα Alc. 1, 187 a; ὑποδήματα Xen. Cyr. 8, 2, 5; ἱμάτιον Mem. 2, 7, 5; τὸ ἀνδρεῖον, das männliche Glied, Luc. D. meretr. 5 Mort. 28, 2. Dah. bes. männlich, muthig, ῥώμη Her. 7, 153. Bei Plat., der Gorg. 491 b erkl. ἀνδρ. ἱκανοὶ ὄντες, ἃ ἂν νοήσωσιν ἐπιτελεῖν, Gegensatz von δειλός, Phaedr. 239 a; oft mit σώφρων vbdn, Prot. 349 ff.; von θαῤῥαλέος, dreist, unterschieden, wie von θρασύς, Arist. Eth. Nic. 3, 7; τὸ ἀνδρεῖον, Mannskraft, Thuc. 2, 39; τὰ ἀνδρεῖα, die gemeinschaftlichen Mahlzeiten der Männer bei den Kretern, wie die φειδίτια bei den Spartanern, Ath. V, 2, 186 b – Comp. ἀνδρειότερος, superl. -ότατος, Plat. – Adv., ἀνδρείως, männlich, Ar. P. 490; muthig, Plat.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 d'homme ; τὰ ἀνδρεῖα repas public des hommes, en Crète;
2 viril, courageux ; p. anal. ἀνδρεῖον θήρατρον ÉL filet solide ; τὸ ἀνδρεῖον THC courage viril.
Étymologie: ἀνήρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρεῖος: ион. ἀνδρήϊος, эол. ἀνδρέϊος 3
1 мужской (αὐλός Her.; θαἰμάτια Arph.; ἱμάτιον Xen., Theocr., Plut.);
2 мужского пола (τὰ θηρία Arst.);
3 мужественный, отважный (ῥώμη Her.; ἔργον Arph., Arst.; γυνή Arst.);
4 дерзкий (ἀναίσχυντος καὶ ἀ. Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρεῖος: -α, -ον, Ἰων. -ήϊος, η, ον, ἀλλ’ ὁ Ἡρόδ. τηρεῖ τὸν κοινὸν τύπον ἐν τῷ συγκρ. καὶ ὑπερθ. ἀνδρειότερος, -ότατος 1. 79, 123: - (ἀνήρ) ἀνδρικός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ γυναικεῖος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 123· θαἰμάτια τἀνδρεῖα, τὰ ἀνδρικά, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 75· ἀνδρεῖα δ’ ἢν ποιῇ τις ὁ αὐτ. Θεσμ. 154, Πλάτ., Ξεν., πέπλοι Θεόκρ. 28. 10 (ἔνθα ἀνδρέϊοι)· αὐλὸς (ἴδε αὐλός) Ἡρόδ. 1. 17· ἀνδρ. ἀγορά, ἡ ἀγορὰ τῶν ἀνδρῶν, Ἐπιγρ. Κυζ. ἐν Συλλογ. Ἐπιγρ. 3657· (οὕτω, γυναικεῖα ἀγορὰ Μένανδ. ἐν «Συναριστώσαις» 7)· ἀνδρεῖος (δηλ. σύλλογος) Ἐπιγρ. Δωρικὴ ἐν Συλλογ. Ἐπιγρ. 2448. 1. 24· ἀνδρεῖα ἠμπίσχετο, «φοροῦσεν ἀνδρικά», vestem virilem, Διογ. Λ. 3. 46. ΙΙ. ἀνδρεῖος, γενναῖος, θαρραλέος, Ἡρόδ. 7. 153, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., ἔτι δὲ καὶ γυνή, ὡς, δεῖ τὴν γυναῖκα εἶναι σώφρονα καὶ ἀνδρείαν Ἀριστ. Πολ. 1. 13, 3., 3. 4, 17· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἰσχυρογνώμων, εἰ καὶ πάνυ ἀναίσχυντος εἶ καὶ ἀνδρ. τὰ τοιαῦτα Λουκ. Πρὸς Ἀπαιδ. 3: - οὐδ. τὸ ἀνδρεῖον = ἀνδρεία, Θουκ. 2. 39· καὶ τοῦτο δὴ τἀνδρεῖον, ἡ προμηθία, τοῦτο εἶναι ἀληθὴς ἀνδρεία, ἡ πρόνοια, Εὐκρ. Ἱκ. 510· ἔβησαν πρὸς τἀνδρεῖον (ὡς τὸ πρὸς ἀλκὴν τρέπεσθαι) ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 683: - Ἐπίρρ. ἀνδρείως Ἀριστοφ. Εἰρ. 498, καὶ ἀλλ. ὑπερθ. -ότατα Πλάτ. Πολιτ. 262 Α. 2) ἐπὶ ζῴων Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 32, πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 196D καὶ Ε. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἰσχυρός, ζωηρός, λαφυγμὸν ἀνδρεῖον πάνυ Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 22· ἔργον Ἀριστοφ. Σφ. 1200· θήρατρον Αἰλ. Π. Ἱ. 1. 1. ΙΙΙ. ἀνδρεῖα, τὰ, τὰ συσσίτια τῶν Κρητῶν, προσέτι τὸ ἀρχαιότερον ὄνομα τῶν παρὰ Σπαρτιάταις φειδιτίων ἢ φιλιτίων (ἴδε τὰς λέξεις), Ἀλκμὰν 37, Ἀριστ. Πολ. 2. 10. 5 (ἔνθα, ὡς ἐν Πλουτ. Λυκούργῳ 12, εἶναι γεγραμμένον ἄνδρια), πρβλ. Μυλλ. π. Δωρ. 4. 3, 3: - ὡσαύτως, τὸ ἀνδρήϊον, Κρητικὴ λέξις, ἡ δημοσία αἴθουσα, Ἐπιγρ. Κρητ. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 2554. 51., 2556. 38.
Greek Monolingual
-α, -ο (ΜΑ ἀνδρεῖος, -εία, -ον)
γενναίος, θαρραλέος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ανδρείο(ν)
βοτ. ο ανδρώνας του άνθους
αρχ.
1. αυτός που ταιριάζει σε άνδρα, ανδρικός
2. ισχυρογνώμων
3. (για πράγμ.) ισχυρός, ζωηρός, έντονος
4. το ουδ. ως ουσ. α) εν. η ανδρεία
β) πληθ. τὰ ἀνδρεῖα
συσσίτια τών Κρητών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -είος < -ηF-ιος, με σίγηση του δίγαμμα (F) και βράχυνση (πρβλ. ιων. ανδρήιος).
ΠΑΡ. ανδρειώνω (-όω), αρχ. ανδρειότης, μσν.-νεοελλ. ανδρειοσύνη, νεοελλ. ανδρειεύω].
Greek Monotonic
ἀνδρεῖος: -α, -ον, Ιων. -ήιος, -η, -ον, συγκρ. και υπερθ. ἀνδρειότερος, -ότατος, ακόμα και στον Ηρόδ.· (ἀνήρ)·
I. αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον άνδρα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· για το αὐλοὶ ἀνδρεῖοι, βλ. αὐλός.
II. 1. αρρενωπός, αρσενικός, ανδροπρεπής, σε Ηρόδ., Αττ.· με αρνητική σημασία, ξεροκέφαλος, πεισματάρης, σε Λουκ· ουδ. τὸἀνδρεῖον, με κράση τἀνδρεῖον = ἀνδρεία, σε Ευρ., Θουκ.
2. λέγεται για πράγματα, δυνατό, ζωηρό, σε Αριστοφ. III. ἀνδρεῖα, τά, τα δημόσια γεύματα των Κρητών, παλαιότερο όνομα επίσης για τα σπαρτιατικά φειδίτια, σε Αλκμ., σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἀνήρ [Comp. and Superl. ἀνδρειότερος, -οτατος.]
I. of or for a man, Aesch., etc.; for αὐλοὶ ἀνδρεῖοι, v. αὐλός.
II. manly, masculine, Hdt., Attic; in bad sense, stubborn, Luc.:—neut. τὸ ἀνδρεῖον, by crasis τἀνδρεῖον, = ἀνδρεία, Eur., Thuc.
2. of things, strong, vigorous, Ar.
English (Woodhouse)
Léxico de magia
-ον varonil de Selene ἐνεύχομαί σοι ... μιτρίη, ἀνδρείη a ti te suplico, que llevas una cinta, varonil P IV 2275
Translations
manly
Arabic: رُجُولِيّ; Armenian: առնական; Bengali: মরদ; Bulgarian: мъжки; Cantonese Cantonese: 男氣/男气; Catalan: viril; Chinese Mandarin: 男子氣/男子气; Czech: mužný, mužský; Danish: mandlig; Dutch: mannelijk; Finnish: miehekäs; French: viril; Georgian: კაცური, მამაკაცური, ვაჟკაცური; German: männlich; Greek: αντρίκειος, αρρενωπός, ανδροπρεπής; Ancient Greek: ἀρρενοπρεπής, ἀρρενώδης, ἀρρενῶδες, ἀγηνόρειος, ἀγανόρειος, ἀγήνωρ, ἔπανδρος, ἀνδρικός, ἀρρενωπός, ἀνδρήιος, ἀνδρεῖος, ἀνδρώδης, ἀνδρῶδες; Hebrew: גַּבְרִי; Hungarian: férfias; Indonesian: jantan; Irish: fearúil; Japanese: 男らしい; Kurdish Central Kurdish: پیاوانە; Latin: masculus; Lithuanian: výriškas; Maori: whakatāne; Middle English: manly; Norwegian Bokmål: mannlig; Nynorsk: mannleg; Occitan: masculin; Old English: werlīċ; Ottoman Turkish: مردانه; Pashto: نر, نارينه; Persian: مردانه; Polish: męski, mężny; Portuguese: varonil, viril; Romanian: masculin, bărbătesc, viril, bărbătos; Russian: мужественный, мужеподобный, мужской; Samogitian: vīrėšks; Sanskrit: वृषन्; Scottish Gaelic: fearail, duineil, tapaidh; Spanish: varonil; Swedish: manlig; Turkish: erkeksi; Yiddish: מענלעך
brave
Afrikaans: dapper, braaf; Albanian: i guximshëm; Arabic: شُجَاع, جَرِيء, جَسُور; Egyptian Arabic: شجيع; Armenian: քաջ; Aromanian: gioni; Asturian: bravu, valiente; Azerbaijani: cəsur, mərd, comərd, ürəkli; Bashkir: батыр, ҡыйыу; Basque: ausart; Belarusian: храбры, адважны, смелы; Bengali: সাহসী; Breton: kaloneg; Bulgarian: храбър, смел; Burmese: ရဲရင့်, သတ္တိကောင်း; Catalan: valent, coratjós, audaç; Chechen: майра; Cherokee: ᏧᎵᏨᏯᏍᏗ; Chinese Gan: 勇敢, 有量, 猛, 敢, 俹/𱎫; Mandarin: 勇敢; Czech: odvážný, statečný; Danish: modig; Dutch: moedig; Esperanto: brava, kuraĝa; Estonian: vapper, vahva, julge; Faroese: djarvur; Finnish: rohkea, urhea, reipas; French: courageux; Friulian: di fiât; Galician: bravo, valente; Georgian: გამბედავი, მამაცი, გულადი, გაბედული, ვაჟკაცი, გულოვანი; German: tapfer, mutig; Greek: γενναίος, θαρραλέος; Ancient Greek: ἀγαθός, ἀγανόρειος, ἀγασός, ἀγηνόρειος, ἀγήνωρ, ἀδείλανδρος, ἀζαθός, ἀλκήεις, ἄλκιμος, ἀνδρεῖος, ἀνδρήιος, ἀνόρεος, ἀρρενῶδες, ἀρρενώδης, εἰνάρετος, ἐνάρετος, ἐσθλός, ἐσλός, ἔσλος, εὐθαρσής, εὐκάρδιος, ἐύς, ἐΰς, εὐτλήμων, εὔτολμος, εὔψυχος, ἠΰς, θαρσητικός, θρασύς, θρασύσπλαγχνος, θυμοειδής, ἰνάρετος, ἰσχυροκάρδιος, κινδυνευτής, κρατερόφρων, μεγαθαρσής, μεγάλήτωρ, μεγαλόθυμος, μεγαλοθύμων, μεγαλόφρων, πανθαρσής, περίσπλαγχνος, ταλαίφρων, ταλακάρδιος, ταλαύρινος, τλάθυμος, τλάμων, τλήθυμος, τλήμων, τολμάεις, τολμήεις, τολμῆεν, τολμήεσσα, τολμῇν, τολμηρός, τολμῇς, τολμῇσσα, φαρυμός; Haitian Creole: brav; Hawaiian: koa; Hebrew: אַמִּיץ, אמיצה; Hindi: बहादुर, व्यकित; Hungarian: bátor; Icelandic: hugrakkur; Ido: brava, kurajoza; Igbo: ebube; Indonesian: berani; Ingush: майра; Irish: calma, misniúil, cróga, móruchtúil, fearúil; Italian: coraggioso, ardito, baldo, audace, valoroso, impavido; Japanese: 勇敢な, 勇気ある, 勇猛な, 雄々しい; Javanese: wani; Kazakh: ержүрек, батыл, батыр, дәділ; Khmer: ក្លាហាន; Korean: 용감하다; Kurdish Central Kurdish: ئازا, قارەمان; Kyrgyz: кайраттуу, жүрөктүү, батымдуу; Ladino: korajozo; Lao: ກຳແຫງ, ກ້າຫານ, ກ້າ; Latin: animosus, fortis, magnanimus; Latvian: drosmīgs, drošs; Lithuanian: drąsus; Luxembourgish: daper, couragéiert; Macedonian: храбар, смел; Malay: berani; Malayalam: ധീര, ധൈര്യമുള്ള; Maltese: kuraġġuż; Manchu: ᠪᠠᡨᡠ᠋ᡵᡠ; Maori: hautoa, māia, toa; Marathi: चातुर्य; Middle English: doughty; Mongolian: эрэлхэг, зоригтой; Norman: brave; Norwegian: modig; Occitan: coratjós, valent; Ojibwe: zoongide'e; Old English: beald; Old Javanese: wani; Ottawa: aakde'e, zoongde'e; Ottoman Turkish: قوچاق; Persian: شجاع, دلیر, نیو; Plautdietsch: brow; Polish: odważny, chrobry, dzielny; Portuguese: bravo, valente, corajoso; Romanian: curajos, brav; Russian: храбрый, смелый, отважный, бесстрашный, бравый; Scots: wicht; Scottish Gaelic: misneachail, tapaidh; Serbo-Croatian Cyrillic: храбар; Roman: hrabar; Sicilian: curaggiusu; Slovak: odvážny, statočný; Slovene: pogumen, hraber; Somali: geesi; Southern Altai: јӱректӱ; Spanish: valiente, valeroso, corajudo; Swahili: jasiri; Swedish: modig; Tagalog: matapang; Tajik: шуҷоъ, далер, диловар, шуҷоатманд; Tamil: தைரியசாலி; Telugu: ధైర్యమైన; Thai: กล้าหาญ, กล้า; Tibetan: བློ་ཁོག་ཆེན་པོ; Turkish: cesur, mert, korkusuz, yürekli, cesaretli; Turkmen: batyr, mert; Tuvan: эккер-эрес, кайгал, дидим; Ukrainian: хоробрий, відважний, сміливий; Urdu: بهادر; Uyghur: باتۇر, قورقماس, جەسۇر, مەرد; Uzbek: jasur, mard, botir, dovyurak; Vietnamese: dũng cảm), mạnh dạn, mạnh bạo, gan dạ; Volapük: kuradik; Walloon: coraedjeus, bråve, franc; Welsh: dewr, gwrdd, gwrol, eofn, glew; Yiddish: העלדיש, מוטיק; Zulu: -nesibindi