τροφή
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ἡ, (τρέφω)
A nourishment, food, Hdt.3.48, S.Ph.32,953, Th.1.5, Ev.Matt. 3.4, Gal.6.35, Iamb.VP3.16, etc.; ἡ καθ' ἡμέραν ἀναγκαία τροφή Th.1.2; the means of maintaining an army, provisions, forage, τροφὴν παρέχειν Id.8.57, cf. 6.93: pl., OGI56.70 (Canopus, iii B. C.), etc.
2 βίου τροφαί way of life, livelihood, living, S.OC338,446; τροφή alone, δουλίαν ἕξειν τροφήν Id.Aj.499, cf. OC362; φεῦ τῆς ἀνύμφου . . σῆς τροφῆς Id.El.1183; τὰς ἐκ γῆς τ. ηὕρετο Pl.Prt.322a: then, simply, mode of life, δίκην τίνουσαι τῆς προτέρας τ. Id.Phd.81d, cf. 84b; βώμιοι τ. E.Ion 52.
3 that which provides or that which procures sustenance, as the bow of Philoctetes, χερὶ πάλλων τὰν ἐμὰν μελέου τροφάν S.Ph.1126 (lyr.).
4 a meal, τροφαῖς τέτταρσιν ἐχρῶντο Philem.Gloss. ap. Ath. 1.11d.
II nurture, rearing, παιδία . . τρέφειν . . τροφήν τινα τοιήνδε Hdt.2.2, cf. 3; χάριν τροφᾶς ἀμείβων v.l. in A.Ag.729 (lyr.); νέας τροφῆς στερηθείς S.Aj.511; μητρὸς τ. E.Ion 1377: freq. in plural, ἐν τροφαῖσιν while in the nursery, opp. ἐφηβήσας, A.Th.665; ἠνυτόμαν τροφαῖς Id.Ag.1159 (lyr.); ὦ δυσάθλιαι τ. S.OC330; αἱ ἐμαὶ τ. E.Tr.1187; τ. δημόσιαι Arist.Rh.1361a36; ἐκτίνων τροφάς, much like τροφεῖα, A.Th. 548; οἷς ὀδύνας ἀντὶ τροφῶν ἔλιπον IG12(5).973 (Tenos).
2 education, E.Hec.599 (pl.); τ. τε καὶ παιδεία Pl.Alc.1.122b, cf. Arist.EN1179b34, 1180a26, al.
3 rearing of animals or keeping of animals, Hdt. 2.65; τροφαῖς ἵππων Pi.O.4.16.
III sometimes in Poets for the concrete θρέμμα, brood, νέα τροφή a new generation, S.OT1, cf. A.Th. 786 (lyr.); of animals, ἀρνῶν τροφαί, i.e. young lambs, E.Cyc. 189.
IV a place in which animals are reared, ἰβίων τροφαί PTeb. 5.70, cf. 62.19, al. (ii B. C.), PPetr.3p.221 (iii B. C.), etc.
English (Woodhouse)
board, education, feeding, food, maintenance, rearing, support, sustenance, provisions
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. 1 action de nourrir, nourriture ; ἐν τροφαῖσιν ESCHL tandis qu'il était en nourrice ; éducation ; en gén. soin, entretien;
2 nourriture, aliment ; particul. approvisionnements d'une armée, etc. ; en gén. ressources d'une armée ; ce qui procure de la nourriture, ce qui fait vivre;
3 genre de vie, vie;
II. nourrisson ; génération.
Étymologie: τρέφω.
German (Pape)
ἡ, das Ernähren, μαστῶν ἀποστὰς καὶ τροφῆς ἐμῆς, Soph. El. 766; Nahrung, Kost, Speise, Unterhalt; Pind. τροφαῖς ἵππων, Ol. 4.14; vgl. Her. 2.65; βίου τροφή, Lebensunterhalt, Lebensweise, Soph. O.C. 328, 338, 362, 446; Eur.; und in Prosa, z.B. ἡ ἐκ τῆς γῆς τροφή Plat. Euthyphr. 14a; auch im plur., τροφὰς ἄλλοις ἄλλας ἐξεπόριζε Prot. 321b. – Überh. Pflege und Erziehung, Her. 2.2; Ἄργει δ' ἐκτίνων καλὰς τροφάς, Aesch. Spt. 530; Ag. 711 und öfter; παιδείας καὶ τροφῆς, Plat. Polit. 275c, und öfter; vgl. noch δι' ἀπαιδευσίαν καὶ κακὴν τροφήν, Rep. VIII.552e; überhaupt Lebensweise, δίκην τίνουσι τῆς προτέρας τροφῆς κακῆς οὔσης, Phaed. 81d; Folgde: τροφὴ ἐκ παίδων κακή, Pol. 1.81.10. – Auch das was erzogen wird, Zögling, junges Volk, Soph. O.R. 1; auch von Tieren, die junge Brut, Eur. Cycl. 189.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τροφή -ῆς, ἡ [τρέφω] voeding, het voeden, voedselvoorziening:; ἡ καθ’ ἡμέραν ἀναγκαία τροφή de dagelijkse eerste levensbehoeften Thuc. 1.2.2; τροφὴν παρέχειν voeding verschaffen Thuc. 8.57.1; uitbr.: χερὶ πάλλων τὰν ἐμάν... τροφάν met mijn hand mijn voedselvoorziening (boog) hanterend Soph. Ph. 1126. verzorging, het groot brengen:; παιδία... τρέφειν... τροφήν τινα τοιήνδε om de babies groot te brengen op ongeveer de volgende manier Hdt. 2.2.2; τροφαὶ δημόσιαι verzorging op staatskosten Aristot. Rh. 1361a36; poët. kroost, nageslacht:. Κάδμου... νέα τροφή nieuw nageslacht van Kadmos Soph. OT 1. manier van leven, levenswijze:. δουλίαν ἕξειν τρόφην het leven van een slavin gaan krijgen Soph. Ai. 499; δίκην τίνουσαι τῆς προτέρας τροφῆς (zielen) die gestraft worden voor hun vroegere slechte levenswijze Plat. Phaed. 81d.
Russian (Dvoretsky)
τροφή: дор. τροφά (ᾱ) ἡ
1 еда, пища, средства пропитания Her., Soph., Eur., Thuc., Plat.: βίου τ. или τροφαί Soph. средства к жизни; ἡ ἐμὴ τ. Soph. средство, которым я добываю себе пропитание, т. е. лук со стрелами;
2 образ жизни, поведение: δίκην τίνειν τῆς προτέρας τροφῆς κακῆς οὔσης Plat. нести кару за прежний дурной образ жизни;
3 вскармливание (τ. τε καὶ παιδεία Plat.): ἐν τροφαῖσιν Aesch. в младенческом возрасте;
4 выращивание, воспитание Trag., Plat., Arst.;
5 уход или разведение (sc. τῶν θηρίων Her.; τροφαὶ ἵππων Pind.);
6 отпрыск, потомство: Κάδμου τ. Soph. потомки Кадма, т. е. фиванцы; ἀρνῶν τροφαί Eur. бараний приплод, т. е. ягнята.
English (Strong)
from τρέφω; nourishment (literally or figuratively); by implication, rations (wages): food, meat.
English (Thayer)
τροφῆς, ἡ (τρέφω, 2perfect τέτροφα), food, nourishment: Xenophon, Plato, and following; the Sept. for לֶחֶם, אֹכֶל, מָזון, etc.)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
1. αυτό με το οποίο τρέφεται κανείς, καθετί που χρησιμεύει για τη θρέψη, την αύξηση και τη συντήρηση του ανθρώπινου οργανισμού, φαγητό
2. φρ. «πνευματική τροφή» — ό,τι συντελεί στη διεύρυνση και ανάπτυξη του πνεύματος
νεοελλ.
βιολ. ουσία, γενικώς, φυσική και με περίπλοκη σύνθεση, η οποία, σε συνδυασμό με άλλες, σε κατάλληλες αναλογίες, είναι ικανή να εξασφαλίσει τον κανονικό κύκλο ζωής ενός ατόμου και τη διατήρηση του είδους στο οποίο ανήκει
αρχ.
1. ο πορισμός τροφίμων («τὰς ἐκ γῆς τροφὰς εὕρετο», (Πλατ.)
2. τρόπος παρασκευής φαγητού
3. γεύμα
4. τρόπος διατροφής, δίαιτα και, γενικότερα, τρόπος διαβίωσης
5. ανατροφή («χάριν τροφῆς ἀμείβων», Αισχύλ.)
6. στρ. προμήθειες για τη συντήρηση στρατεύματος
7. (σχετικά με ζώα) διατήρηση, συντήρηση («τροφαῖς ἵππων», Πίνδ.)
8. ο τόπος όπου εκτρέφονται ζώα
9. αυτό με το οποίο προμηθεύεται κανείς τα απαραίτητα για τη ζωή, όπως λ.χ. το τόξο του Φιλοκτήτη
10. διαγωγή («δίκην τίνουσαι, τῆς προτέρας τροφῆς κακῆς οὔσης», Πλάτ.)
11
(στην ποίηση) θρέμμα (α. «ὦ τέκνα Κάδμου τοῦπάλαι νέα τροφή», Σοφ.
β. «ἀρνῶν τροφαί», Ευρ.)
12. φρ. «βίου τροφαί» — τρόπος διαβίωσης (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ- της ρίζας του ρ. τρέφω (βλ. λ. τρέφω)].
Greek Monotonic
τροφή: ἡ (τρέφω)·
I. 1. οτιδήποτε τρώγεται και αποσκοπεί στη θρέψη και τη διατήρηση του σώματος, τροφή, τρόφιμα, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· ἡ καθ' ἡμέραν τροφή, το καθημερινό «ψωμί» κάποιου, σε Θουκ.· τροφὴν παρέχειν, μέσα για τη διατήρηση του στρατεύματος, επιδρομή για τρόφιμα, στον ίδ.
2. βίου τροφή ή τροφαί, τρόπος ζωής, σε Σοφ.· ομοίως, η λέξη τροφή μόνη της, δουλίαν ἕξειν τροφήν, στον ίδ.· έπειτα απλώς, τρόπος ζωής, σε Πλάτ.
3. αυτό με το οποίο κάποιος προμηθεύει στον εαυτό του τα προς το ζην, όπως το τόξο του Φιλοκτήτη, σε Σοφ.
II. 1. τροφή, ανατροφή, σε Ηρόδ., Τραγ.· στον πληθ., ἐν τροφαῖσιν, ενώ είναι κάποιος στα χέρια της τροφού, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. ανατροφή, σε Ευρ. κ.λπ.
III. ενίοτε, στους ποιητές, γενιά, νέα τροφή, λέγεται για τους νέους ανθρώπους, σε Σοφ.· ἀρνῶντροφαί, δηλ. νεαρά αρνάκια, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
τροφή: ἡ, (τρέφω) ὡς καὶ νῦν, πᾶν τὸ ἐσθιόμενον πρὸς θρέψιν τοῦ σώματος καὶ διατήρησιν αὐτοῦ, χυδ. «θροφή», τρωκτὰ σησάμου τε καὶ μέλιτος ἐποιήσαντο νόμον φέρεσθαι, ἵνα ἁρπάζοντες οἱ τῶν Κερκυραίων παῖδες ἔχοιεν τροφὴν Ἡρόδ. 3. 48· οὐδ’ ἔνδον οἰκοποιός ἐστί τις τροφή; δηλ. πάντα τὰ ἀπαιτούμενα πρὸς συντήρησιν τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, Σοφ. Φ. 32, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb. εἴσειμι πρός σε ψιλός, οὐκ ἔχων τροφὴν αὐτόθι 953, Θουκ. 1. 5, κλπ.· ἡ καθ’ ἡμέραν τρ. αὐτόθι 2, κλπ.· τροφὴν παρέχειν, τὰ μέσα πρὸς διατήρησιν στρατεύματος, τὰ ἐπιτήδεια, ζωοτροφίαι, προνομή, ὁ αὐτ. 8. 57, πρβλ. 6. 93. 2) βίου τροφὴ ἢ τροφαί, τρόπος τοῦ ζῆν, ὦ πάντ’ ἐκείνῳ τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε καὶ βίου, τροφὰς Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 338, 446· οὕτω, τροφὴ καθ’ ἑαυτό, δουλίαν ἕξειν τροφὴν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 499. πρβλ. Ο. Κ. 362· φεῦ τῆς ἀνύμφου... σῆς τροφῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1183· τὰς ἐκ γῆς τρ. εὕρετο Πλάτ. Πρωτ. 322Α ἀκολούθως ἁπλῶς, τρόπος ζωῆς, ζωή, δίκην τίνουσαι τῆς προτέρας τρ. ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 81D, πρβλ. 84Β βώμιοι τρ. Εὐρ. Ἴων 52. 3) δὸ δι’ οὗ τις προμηθεύει εἰς ἑαυτὸν τὰ πρὸς τὸ ζῆν, οἷον τὸ τόξον τοῦ Φιλοκτήτου, χερὶ πάλλων τὰν ἐμὰν μελέου τροφάν Σοφ. Φ. 1126. 4) φαγητόν, τροφαῖς τέτταρσιν ἐχρῶντο Ἀθήν. 11D κἑξ. ΙΙ. τροφή, ἀνατροφή, παιδία... τρέφειν... τροφήν τινα τοιήνδε Ἡρόδ. 2, πρβλ. 3· χάριν τροφῆς ἀμείβων Αἰσχύλ. Ἀγ. 729· νέας τροφῆς στερηθεὶς Σοφ. Αἴ. 510· τρ. μητρὸς Εὐρ. Ἴων 1377· συχν. ἐν τῷ πληθ., ἐν τροφαῖσιν, ἐν ᾧ εἶναι τις εἰς χεῖρας τῆς τροφοῦ, ἀντίθ. τῷ ἐφηβήσας, Αἰσχύλ. Θήβ. 665· ἠνυτόμαν τροφαῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1159· ὦ δυσάθλιαι τρ. Σοφ. Ο. Κ. 328· αἱ ἐμαὶ τρ. Εὐρ. Τρῳ. 1187· τρ. δημόσιαι Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 9· ἐκτίνειν τροφάς, σχεδὸν ὡς τὸ τροφεῖα, Αἰσχύλ. Θήβ. 548. 2) ἀνατροφή, Εὐρ. Ἑκ. 599. τρ. τε καὶ παιδεία, συνημμένα, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 9, 8., 10, 13, κ. ἀλλ. 3) τὸ τρέφειν, διατηρεῖν ζῷα, Ἡρόδ. 2. 65· τροφαῖς ἵππων Πινδ. Ο. 4. 24. ΙΙΙ. ἐνίοτε παρὰ ποιηταῖς ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου θρέμμα· ὦ τέκνα, Κάδμου τοῦ πάλαι νέα τροφή, νέα θρέμματα, νέα γενεά, Σοφ. Ο. Τ. 1· πρβλ. ἐπίκοτος· - ἐπὶ ζῴων, ἀρνῶν τροφαί, = ἄρνες ἐκτεθραμμένοι, Εὐρ. Κύκλ. 189.
Middle Liddell
τροφή, ἡ, τρέφω
I. nourishment, food, victuals, Hdt., Soph., etc.; ἡ καθ' ἡμέραν τρ. one's daily bread, Thuc.; τροφὴν παρέχειν to furnish provisions, forage, Thuc.
2. βίου τροφή or τροφαί a way of life, livelihood, living, Soph.; so, τροφή alone, δουλίαν ἕξειν τροφήν Soph.; then, simply, a mode of life, life, Plat.
3. that which provides sustenance, as the bow of Philoctetes, Soph.
II. nurture, rearing, bringing up, Hdt., Trag.; in plural, ἐν τροφαῖσιν while in the nursery, Aesch., etc.
2. education, Eur., etc.
III. sometimes, in Poets, a brood, νέα τροφή, of young people, Soph.; ἀρνῶν τροφαί, i. e. young lambs, Eur.
Chinese
原文音譯:trof» 特羅費
詞類次數:名詞(16)
原文字根:滋養(物) 相當於: (אֹכֶל) (לֶחֶם)
字義溯源:滋養品,食物,飲食,食品,糧,飯,贍養;源自(τρέφω)*=使強而有力,餵養)
出現次數:總共(16);太(4);路(1);約(1);徒(7);來(2);雅(1)
譯字彙編:
1) 食物(7) 太3:4; 約4:8; 徒9:19; 徒27:33; 徒27:34; 徒27:36; 徒27:38;
2) 飲食(4) 太6:25; 太10:10; 路12:23; 雅2:15;
3) 糧(3) 太24:45; 來5:12; 來5:14;
4) 以食物(1) 徒14:17;
5) 飯(1) 徒2:46
Translations
Abkhaz: афа; Acholi: cam; Afrikaans: kos, voedsel; Ainu: アエㇷ゚; Akan: aduane; Albanian: ushqim; Ambonese Malay: makanan; Amharic: ምግብ, መብል; Arabic: طَعَام; Egyptian Arabic: اكل; Gulf Arabic: أَكِل; Hijazi Arabic: أَكِل; Moroccan Arabic: ماكلة; South Levantine Arabic: أكل; Aramaic: אוכלא; Armenian: ուտելիք, սնունդ, կերակուր; Aromanian: mãcari, mãcare; Assamese: খোৱাবস্তু, খানা; Asturian: comida; Azerbaijani: qida, ərzaq, yemək; Bakhtiari: زات; Baluchi: ورگ; Bashkir: аҙыҡ, ризыҡ, аш; ем; Basque: janari; Belarusian: харчава́нне, е́жа; Bengali: খাদ্য, গেজা; Breton: boued, bouedoù; Bulgarian: храна́; Burmese: စားစရာ, အစားအစာ, အစား; Catalan: menjar, aliment; Cebuano: pagkaon; Central Melanau: wakkan; Chechen: яа хӏума, кхача, даар; Chichewa: chakudya; Chichonyi-Chidzihana-Chikauma: chakurya; Chinese Cantonese: 嘢食, 食物; Mandarin: 食物, 食品; Chuvash: апат-ҫимӗҫ; Crimean Tatar: aş; Czech: potrava, jídlo; Danish: føde, mad, næring; Darkinjung: ngunnuñ; Dolgan: ас; Dutch: voedsel, eten; Dzongkha: ལྟོ; Esperanto: manĝaĵo; Estonian: toit; Faroese: matur, føði; Fijian: kakana; Finnish: ruoka, ravinto; French: nourriture, alimentation, manger, bouffe; Galician: comida, mastoca, cibo, bodo; Gallurese: alimentu, riccattu; Georgian: საზრდო, საჭმელი, საკვები; German: Nahrung, Essen, Lebensmittel, Speise; Gothic: 𐌼𐌰𐍄𐍃; Greek: τροφή, φαγητό, φαΐ; Ancient Greek: βρῶμα, βορά, εἶδαρ; Guaraní: embi'u; Guhu-Samane: patta; Gujarati: ખાવાનું; Haitian Creole: manje; Halkomelem: s'elhtel; Hawaiian: ʻai; Hebrew: אוכל \ אֹכֶל, מָזוֹן; Hiligaynon: pagkaon; Hindi: खाना, भोजन; Hungarian: étel, ennivaló, élelem, étek, táplálék; Iban: pemakai; Icelandic: matur, fæði; Ido: nutrivo, nutrajo, manjajo; Igbo: nri; Indonesian: makanan, pangan; Ingush: яа хӏама; Interlingua: alimento; Irish: bia; Italian: cibo, alimento, vitto; Japanese: 食べ物, 食物, 食料, 飯, 食品, 餌; Javanese: pangan, panganan; Kabyle: učči; Kannada: ಕೂತ; Kapampangan: pamangan; Kazakh: ас, тамақ; Khakas: ас; Khasi: jingbam; Khmer: ម្ហូបអាហារ, ម្ហូប, អាហារ; Khoekhoe: ǂû-i; Korean: 음식(飮食); Kuna: masi; Kurdish Central Kurdish: خواردەمەنی, چێشت; Northern Kurdish: xurek, xiza; Kyrgyz: аш, тамак, тамак-аш; Ladino: alimento, komida; Lao: ອາຫານ, ເຄື່ອງກິນ; Latgalian: iedīņs; Latin: cibus, pabulum, esca, cibaria, alimentum, pulmentum; Latvian: pārtika, ēdiens; Laz: gyari; Lithuanian: maistas; Luhya: syakhulia; Lushootseed: sʔəɬəd; Lü: ᦃᧁᧉᦓᧄᧉ, ᦃᧁᧉᦔᦱ; Macedonian: храна; Maguindanao: ken; Malay: makanan; Malayalam: ആഹാരം, ഭക്ഷണം; Maltese: ikel; Manx: bee; Maori: kai, haupa, kame, kamenga; Maranao: ken; Mazanderani: خهراک; Meru: irio; Mingrelian: ოჭკომალი; Mirandese: quemido, alimiento; Mongolian: хоол, хүнс, зоог; Mwani: chakurya; Nahuatl Classical: tlacualli; Navajo: chʼiyáán; Neapolitan: mmangià; Nepali: खाना; Ngazidja Comorian: zio Norman: mang'rie, nouôrrituthe; Northern Sami: biebmu; Norwegian: mat, føde, næring; Occitan: manjar, aliment; Ojibwe: miijim; Oriya: ଖାଦ୍ୟ; Oromo: nyaata; Ossetian: хӕрд, хӕринаг; Paiwan: lami; Pangasinan: panangan; Pashto: ډوډۍ; Persian: غذا; Pipil: takwal, tacual; Pitcairn-Norfolk: wettles; Pitjantjatjara: mai; Plautdietsch: Äten; Polish: jedzenie, pożywienie, żywność, strawa, jadło, pica; Portuguese: comida, alimento; Punjabi: ਅਹਾਰ, ਖਾਣਾ; Quechua: mikhuna; Rapa Nui: kai; Rohingya: hána; Romani: xaben; Romanian: aliment, mâncare, hrană; Russian: еда, пища, питаание, корм; Rusyn: їджіня, страва; Sanskrit: खाद्य, भोजन, अन्न, प्सुरस्, घास; Santali: ᱡᱚᱢᱟᱜ; Sardinian Campidanese: alimentu; Logudorese: tzibbu, alimentu; Scottish Gaelic: biadh; Serbo-Croatian Cyrillic: храна; Roman: hrána; Sinhalese: කෑම, ආහාර; Skolt Sami: porrmõš; Slovak: jedlo, strava; Slovene: hrana; Sorbian Lower Sorbian: jěza; Sotho: dijo; Spanish: alimento, comida, víveres; Swahili: chakula; Swedish: mat, föda; Tabasaran: хураг; Tagalog: pagkain; Tajik: ғизо; Talysh: خراک; Tamil: சாப்பாடு, உணவு; Tatar: аш; Telugu: ఆహారం, తిండి; Thai: อาหาร, ของกิน; Tibetan: ལྟོ, ཁ་ལག; Tigrinya: መግቢ; Tocharian B: śwātsi; Tok Pisin: kaikai; Torres Strait Creole: kaikai; Tupinambá: emi'u; Turkish: yiyecek, yemek, besin, aş, azık; Turkmen: aş, azyk; Tuvan: чем, аъш-чем; Ugaritic: 𐎀𐎋𐎍; Ukrainian: ї́жа, харчува́ння; Urdu: کھانا; Uyghur: ئوزۇق, يېمەك; Uzbek: ozuqa, oziq, ovqat, yemak, taom; Veps: söm; Vietnamese: thức ăn, thực phẩm, đồ ăn; Volapük: fid; Võro: süük; Walloon: amagnî, amindjî; Waray-Waray: pagka-un; Welsh: bwyd; West Frisian: fiedsel; Western Panjabi: اہار, کھانا; White Hmong: mov, zaub mov; Yakut: ас; Yiddish: עסן; Yoruba: oúnjẹ; Yámana: antama; Zhuang: gijgwn; ǃXóõ: ʻâã