μονή
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English (LSJ)
ἡ, (μένω)
A abiding, tarrying, E.Tr.1129, HF957, Ar.Av.418 (lyr.), X.An.5.1.5, etc.; opp. ἔξοδος, Hdt.1.94; opp. φορά, Pl.Cra. 437b; opp. κίνησις, Arist.Ph.205a17; τὴν μονὴν ποιεῖσθαι make delay, tarry, Th.1.131; μὴ λαμβάνειν μονὴν μηδὲ στάσιν Plb.4.41.4; μ. τις καὶ στάσις τῆς φωνῆς Aristox.Harm.p.12 M.: pl., Arist.Ph.230a20; κινήσεις ἢ μοναί Id.de An.408b18; μονὰς ποιεῖσθαι Str.1.3.12; persistence, continuance, τοῦ αἰσθήματος Arist.APo.99b36.
2 permanence, τῆς γῆς Epicur.Nat.11.10, cf. Dam.Pr.36.
3 Gramm., preservation, τοῦ ν A.D.Pron.50.25.
II stopping-place, station, Paus.10.31.7; apartment, Ev.Jo.14.2,23; quarters, billets, OGI527.5 (Hierapolis).
2 monastery, Just.Nov.133.1, etc.
III appearance in a court of law, PHib.93.2, 111.31 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 202] ἡ, das Bleiben, Verweilen; Eur. Troad. 1129 Herc. Fur. 957; Her. 1, 94; Thuc. 7, 47, μονὴν ποιεῖσθαι, sich aufhalten, 1, 131; ἡ ἐν Τροίᾳ μονὴ τοῦ πλήθους, Plat. Crat. 395 a; Gegensatz von φορά, ib. 437 b u. öfter; Xen. An. 5, 1, 5; Sp., μονὴν καὶ στάσιν λαβεῖν, Pol. 4, 41, 4. – Das Kloster, Phot. bibl. 79 b 36, oft.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. action de s'arrêter :
1 halte, séjour;
2 retard, lenteur ; particul. repos, pause;
II. auberge, hôtellerie;
NT: ῆς (ἡ) I. action de s'arrêter, d'où :
1 halte, séjour
2 retard, lenteur ; (particul.) repos, pause
II. lieu où l'on réside :
1 auberge, hôtellerie ; (en gén.) logement
2 monastère
μένω.
Étymologie: μένω.
Russian (Dvoretsky)
μονή: ἡ
1 пребывание на месте: κληρῶσαι τὴν μὲν (μοῖραν) ἐπὶ μονῇ, τὴν δὲ ἐπ᾽ ἐξόδῳ ἐκ τῆς χώρης Her. бросить жребий которой части остаться и которой выселиться из страны;
2 остановка, задержка (μονὴν ποιεῖσθαι Thuc.): ἐν τῇ μονῇ Xen. во время остановки;
3 покой, неподвижность (κινήσει μ. ἐναντία, sc. ἐστίν Arst.);
4 длительность, затяжка, стойкость (τοῦ αἰσθήματος Arst.);
5 жилище, обитель (ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν NT).
Greek (Liddell-Scott)
μονή: ἡ, (μένω) τὸ μένειν, παραμένειν, βραδύνειν, διαμένειν, Εὐρ. Τρῳ. 1129, Ἡρ. Μαιν. 957, Ἀριστοφ. Ὄρν. 417, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 5, κτλ.· ἀντίθετ. τῷ ἔξοδος, Ἡρόδ. 1. 94· τοῦ φορά, Πλάτ. Κρατ. 437Β· τοῦ κίνησις, Ἀριστ. Φυσ. 5. 6, 9, κ. ἀλλ.· μονὴν ποιεῖσθαι, ἀργοπορεῖν, βραδύνειν, Θουκ. 1. 131. 2) παραμονή, συνεχὴς διάρκεια, τοῦ αἰσθήματος Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 19, 3, πρβλ. π. Ψυχ. 1. 4, 12. ΙΙ. τόπος ἔνθα ἵσταταί τις ἢ μένει, σταθμός, Παυσ. 10. 31, 7· τόπος διαμονῆς, κατάλυμα, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιδ΄, 2. ΙΙΙ. = μοναστήριον, Ἀθαν. Ι, 368C, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 220C, Παλλαδ. Λαυσ. 1020C, κλ. 2) ὁ μοναστικὸς βίος, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1052Α.
English (Strong)
from μένω; a staying, i.e. residence (the act or the place): abode, mansion.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μονή)
1. μοναστήρι
2. τόπος διαμονής, κατάλυμα («ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν», ΚΔ)
3. τόπος στον οποίο μένει ή σταθμεύει κανείς προσωρινά, χάνι, πανδοχείο («τέτμηται δὲ διὰ τῶν μονῶν ἡ ὁδός», Παυσ.)
4. φρ. «αιώνιες μονές» — η μετά θάνατον ζωή («μετέστη εις τας αιωνίους μονάς» — πέθανε
νεοελλ.
1. φωλιά άγριου ζώου, μονιά
2. μουσ. μελωδία πάνω στον ίδιο μουσικό φθόγγο με περισσότερους από έναν χρόνο
νεοελλ.-μσν.
καλύβα για διαμονή ζώου, στάβλος
μσν.
1. λημέρι
2. (για νεκρό) τάφος
3. απόσταση ανάμεσα σε δύο στάσεις ή διανυκτερεύσεις
4. φρ. α) «ἄϋλοι μοναί» — η μέλλουσα ζωή
β) «μοναί κυρίου» — παράδεισος
γ) «ἀπέρχομαι εἰς τὰς ἐκεῖθεν μονάς» — πεθαίνω
δ) «ποιῶ μονήν» — κατασκηνώνω, διαμένω προσωρινά
αρχ.
1. παραμονή σε έναν τόπο, αργοπορία
(«μὴ λαμβάνειν μονὴν μηδὲ στάσιν», Πολύβ.)
2. χρονική διάρκεια («μονὴ αἰσθήματος», Αριστοτ.)
3. μονιμότητα, στερεότητα
4. γραμμ. διατήρηση
5. μοναστικός βίος
6. βεβαίωση ενώπιον δικαστηρίου η οποία κυρίως αφορά την ανάληψη υποχρέωσης από εκείνον που κάνει τη βεβαίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μένω. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα μου- του θ. μεν- του μένω. Η χρησιμοποίηση της λέξης στους χριστιανικούς χρόνους με σημ. «μοναστήρι» τη συνέδεσε παρετυμολογικά με τους τ. μόνος, μονάζω κ.λπ.].
Greek Monotonic
μονή: ἡ (μένω), διαμονή, κατοικία, αναμονή, παραμονή, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· μονὴν ποιεῖσθαι, καθυστερώ, χρονοτριβώ, σε Θουκ.· τόπος στάσεως, σταθμός, κατοικία, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
μονή, ἡ, μένω
a staying, abiding, tarrying, stay, Hdt., Eur., etc.; μονὴν ποιεῖσθαι to make delay, tarry, Thuc.: a stopping place, station, mansion, NTest.
Chinese
原文音譯:mon» 摩尼
詞類次數:名詞(2)
原文字根:停留
字義溯源:住處,住;源自(μένω)*=住)。主耶穌上去,是為我們預備住處( 約14:2);然後父和子要下來與我們同住( 約14:23)。主耶穌的上去與下來之目的相同,都是為著‘住’;達成這件事的條件:愛他,遵守他的話
出現次數:總共(2);約(2)
譯字彙編:
1) 住處(2) 約14:2; 約14:23
English (Woodhouse)
delay, sojourn, spending one's time
Translations
delay
Arabic: تَأْخِير, تَأَخَّر; Egyptian Arabic: مهلة; Armenian: ուշացում; Assamese: পলম, দেৰি; Azerbaijani: ləngimə, yubanma, gecikmə, təxir; Belarusian: затрымка, прыпынак, прамаруджанне, спазненне; Bulgarian: отлагане, забавяне, закъснение; Catalan: retard, demora, endarreriment; Chinese Mandarin: 遲延/迟延, 延遲/延迟; Czech: zpoždění; Dutch: vertraging; Esperanto: prokrasto; Finnish: viivästys, viive, viipymä, viivästymä, jahkailu, viivyttely, vitkastelu, aikailu, kuhnailu, lykkäys, vitkuttelu; French: délai, retard; Galician: demora, mora, retraso; German: Verzögerung, Verspätung; Greek: καθυστέρηση; Ancient Greek: διατριβή, τριβή, μονή, ἕδρα, μελλήματα, μέλλησις, ἐπιμονή, ἐπίσχεσις, μελλώ; Hebrew: איחור / אִחוּר; Hindi: देर, विलंब; Hungarian: késedelem, késés; Icelandic: töf; Indonesian: keterlambatan; Irish: faillí; Italian: ritardo; Japanese: 遅れ, 遅延; Korean: 지연(遲延), 지체(遲滯); Kurdish Central Kurdish: دواخستن, پاشخستن; Latin: mora; Macedonian: одложување; Maltese: dewmien; Maori: akutōtanga, roa; Norwegian Bokmål: forsinkelse; Persian: دِرَنگ, دیرکَرد; Polish: opóźnienie; Portuguese: atraso, demora, mora, espera; Romanian: întârziere; Russian: задержка, промедление, опоздание; Scottish Gaelic: dàil; Slovak: sklz, zdržanie, meškanie; Slovene: zamuda, odlašanje; Somali: daahi; Spanish: retraso, demora; Swedish: försening, fördröjning, uppskov; Telugu: ఆలస్యము; Thai: ดีเลย์; Tigrinya: ደንጐየ, ድንጓየ, ደንጎየ; Turkish: gecikme, rötar; Ukrainian: затримка, затримка, задержка, гаянка, зволікання, спі́знення; Urdu: دیر; Yiddish: אָפּלייג; Zazaki: rotar, peymende