κατακλίνω
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
[ῑ], A lay down, (δόρυ) κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ Od.10.165; κ. τοὺς Πέρσας ἐς λειμῶνα having made them recline (for dinner) in a meadow, Hdt.1.126, cf. Pl.R.363c, 420e, Ev.Luc.9.14, Milet.1(9).368; κ. παιδίον put it to bed, Ar.Lys.19, cf. Plu.Lyc.3; κ. τινὰ ἐν ἁρμαμάξῃ X.Cyr.6.4.11; also, cause one to take to his bed, i.e. strike with disease, PMag.Par.1.2075; of animals, X. Cyn.9.3; κ. τινὰ εἰς Ἀσκληπιοῦ lay a sick person in the temple of Asclepios, Ar.Pl.411, V.123; ταύταν ὀβολῶ κ. (sens. obsc.) Cerc. 5.31:—Pass. (with aor. 2 Att. κατεκλίνην, aor. 1 κατεκλίθην Att. and in other dialects), lie at table, κατακλιθέντας πίνειν Hdt.2.121.δ; κατακλῐνήσομαι Ar.Eq.98, cf. V.1208; generally, lie down, κατακλινεὶς δευρί Id.Nu.694; κατακλίνεσθαι παρά τινα lie at table next him, Pl. Smp.175a; but, παρά τινι lie with him sexually, ib.203c; κατακλίνηθι μετ' ἐμοῦ Ar.Lys.904; κ. ἐπὶ ταῖς κοίταις, ἐπὶ στιβάδος, Ar.V.1040, X.Cyr.5.2.15; of a sick man, take to one's bed, Hp.Epid.1.2; simply, lie in bed, Id.Prog.3, Diocl.Fr.141; κατακλιθέντα ἐς τὸ ἱερόν Hyp.Eux. 18; κατεκλίθη ὕπτιος Pl.Phd.117e codd.; κατακεκλιμένος, of a corpse, Plb.6.53.1. II cause to incline, bend downwards, ἕως ἂν κατακλίνῃ [ὁ ἐλέφας τοὺς φοίνικας] Arist.HA610a23: metaph., lay prostrate, overthrow, τύραννον Thgn.1181. III Pass., of ground, slope, ἤπειρόνδε A.R.2.734. 2 of the sun, set, Poll.4.157. 3 of crabs' eyes, turn sideways, Arist.HA529b28. 4 kneel, ὅταν κατακλιθῇ εἰς γόνατα (κάμηλος) ib.499a17. 5 c. dat., to be set under, made subject to, ὅταν κατακλιθῇ τὸ θητικὸν τῷ προπολεμοῦντι Herm.in Phdr.p.157 A.
German (Pape)
[Seite 1354] (s. κλίνω), niederlegen, -lehnen, -biegen; δόρυ ἐπὶ γαίῃ Od. 10, 165; sich hinlegen lassen, τοὺς Πέρσας εἰς λειμῶνα Her. 1, 126; Plat. Rep. II, 363 c; Xen. Cyr. 6, 4, 11 u. Sp.; von Kranken, die man zur Heilung in Tempel des Asklepios u. anderer Götter legte, um sie durch magischen Tempelschlaf heilen zu lassen, κατακλίνειν αὐτὸν εἰς Ἀσκληπιοῦ κράτιστόν ἐστι Ar. Plut. 411, vgl. 661; übh. hinlegen, zum Schlaf, παιδίον Lys. 18; aber κατακλίνει τὸ παιδίον ἐν τῇ βασιλικῇ χώρᾳ ist = auf den Thron setzen, Plut. Lyc. 3. – Med. mit aor. I. u. II. u. fut. II. pass., sich niederlegen zu Tische, Ar. Vesp. 1208 ff., κατακλινείς u. κατακλιθῆναι, σὺ δ' οὐ κατακλινεῖ, zu Bett, sich hinlegen, Lys. 910, κατακλίθητι u. κατεκλίνης, 904. 906, ἐπὶ ταῖς κοίταις Vesp. 1040, κατακλινήσομαι Equ. 98, wie Plat. Conv. 222 e; κατακλίνεται παρ' αὐτῷ 203 c; παρά τινα, neben Einem, am Tische, 175 a; κατεκλίθη ὕπτιος Phaed. 117 e; κατακλινέντες ἐπὶ στιβάδων Rep. II, 372 b, wie Xen. Cyr. 5, 2, 15; – von Kranken, κατεκλίθη Andoc. 1, 125; – κατακλίνεσθαι εἰς γόνατα, auf die Kniee fallen, Arist. H. A. 2, 1. – Von der untergehenden Sonne, Poll. 4, 157; – abwärts gehen, sich senken, νάπη κατακέκλιται Ap. Rh. 2, 734. – Aor. med. bei Plut. sept. sap. conv. 4.
Greek (Liddell-Scott)
κατακλίνω: μέλλ. -κλῐνῶ (ἴδε κλίνω):- βάλλω τι ἢ τινὰ κάτω, κάμνω νὰ καθίσῃ ἢ νὰ πλαγιάσῃ, δόρυ κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ Ὀδ. Κ. 165∙ κατ. τοὺς Πέρσας εἰς λειμῶνα, διατάξας νὰ ἀνακλιθῶσι (πρὸς δεῖπνον) ἔν τινι λειμῶνι, Ἡρόδ. 1. 126, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 363C, 420E∙ κατ. παιδίον, τὸ βάλλω νὰ κοιμηθῇ, Ἀριστοφ. Λυσ. 18∙ αἱ δὲ θεράπαιναι κατακλίνασαι αὐτὴν ἐν τῇ ἀρμαμάξῃ Ξεν. Κύρ. 6. 4, 11∙ ἐκεῖ σκιά ἐστι καὶ πνεῦμα μέτριον καὶ πόα καθέζεσθαι ἢ ἐὰν βουλώμεθα κατακλιθῆναι Πλατ. Φαῖδρ. 3, Β, καί, κατακλινέντι τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τῆς πόας αὐτόθι 5. 6∙- οὕτως ἐπὶ ζῷων, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 9, 3∙ κ. τινὰ εἰς Ἀσκληπιοῦ, βάλλω ἀσθενῆ νὰ κοιμηθῇ ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ Ἀσκληπιοῦ ὅπως ἰαθῇ, Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 411, 662, Σφ. 123∙ κατακλιθέντα ἐς τὸ ἱερὸν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 31∙ πρβλ. ἐγκοιμάομαι∙ - ἀνακλίνομαι παρὰ τὴν τράπεζαν, παρακάθημαι εἰς φαγητόν, Λατ. accumbere, κατακλιθέντας πίνειν Ἡρόδ. 2. 121, 4∙ κατακλῐνήσομαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 98, πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Σφ. 1208 κἑξ.∙ κατακλινεὶς δευρὶ ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 694∙ κατακλίνηθι μετ’ ἐμοῦ ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 904∙ κατακλίνεσθαι παρά τινα ἢ τινι Πλάτ. Συμπ. 175Α, 203C∙ ὡσαύτως, κ. ἐπὶ κοίτῃ, ἐπὶ στιβάδος Ἀριστοφ. Σφ. 1040, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 15∙ ἐπὶ ἀσθενοῦς, «πέφτω ’ς τὸ κρεββάτι», Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α´, 939∙ κατεκλίθη ὕπτιος Πλάτ. Φαίδων 117Ε∙ ποτὲ μὲν ἑστὼς ἐναργής, ποτὲ δὲ κατακεκλιμένος, (δηλ. ὁ νεκρός), Πολύβ. 6. 53, 1∙ ἐν Ἀνδοκ. 16. 28, κατελύθη ἐκ διορθώσεως τοῦ Baiter.∙ κατακλίνας ἑαυτὸν καὶ ἡμᾶς Πλουτ. Συμπ. ἑπτ. Σοφ. 149, ὅπου εὕρηται καὶ ὁ μέσ. ἀόρ. κατακλινάμενος. ΙΙ. κάμνω τι νὰ κλίνῃ, κλίνω, «γέρνω» πρὸς τὰ ἐμπρός, ἕως ἂν κατακλίνῃ ὁ ἐλέφας τοὺς φοίνικας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 30∙ αἱ ἔλαφοι κατακλίνονται ὑπὸ τῇς ἡδονῆς, θελγόμεναι ὑπὸ τῆς ἡδονῆς ἁπλώνονται κατὰ γῆς, αὐτοθι 9, 5∙ ἡ κάμηλος κ. εἰς γόνατα, κάθηται εἰς τὰ γόνατα, γονατίζει, 2, 1∙ καὶ ἐν τῷ ἀορ., ὅταν κατακλιθῇ εἰς γόνατα αὐτόθι∙ μεταφ., κ. τύραννον, καταβάλλω, καταρρίπτω τύραννον, Θέογν. 1183. ΙΙΙ. Παθ., ἐπὶ ἐδάφους, εἶμαι κατωφερής, εἴσω κατακέκλιται κοίλη νάπη Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 734. 2) ἐπὶ τοῦ ἡλίου, δύεται, βασιλεύει ὁ ἥλιος, Πολυδ. Δ’, 157. 3) ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, στρέφομαι πρὸς τὰ πλάγια, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 29.
French (Bailly abrégé)
1 déposer, acc., le rég. ind. avec ἐπί τινι;
2 étendre sur un lit : εἰς Ἀσκληπιοῦ τινα AR déposer un malade sur un lit dans le temple d'Asclépios;
3 faire coucher ou faire s'asseoir à terre (pour manger);
Pass. (f.2 κατακλινήσομαι, ao.2 κατεκλίνην, postér. ao. κατεκλίθην, pf. κατακέκλιμαι) et Moy. κατακλίνομαι (f.2 κατακλινοῦμαι, ao. κατεκλινάμην) se coucher, particul. sur un lit de table ; méd. prendre le lit.
Étymologie: κατά, κλίνω.
English (Autenrieth)
aor. part. -κλίνᾶς: lean or lay down; δόρυ ἐπὶ γαίῃ, Od. 10.165†.
English (Strong)
from κατά and κλίνω; to recline down, i.e. (specially) to take a place at table: (make) sit down (at meat).
English (Thayer)
1st aorist κατεκλινα; 1st aorist passive κατεκλιθην; from Homer down; in the N. T. in reference to eating, to make to recline: τινα, T Tr WH) (ἐπί τό δεῖπνον, Xenophon, Cyril 2,8, 21); middle, with 1st aorist passive, to recline (at table): L T Tr WH; εἰς τήν πρωτοκλισίαν, εἰς τό ἐσθίειν, εἰς τό δεῖπνον, Josephus, Antiquities 6,8, 1 (variant)).
Greek Monolingual
(AM κατακλίνω)
1. βάζω κάτι σε πλαγιαστή θέση («δόρυ κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ», Ομ. Οδ.)
2. βάζω κάποιον να πλαγιάσει για να κοιμηθεί («ἡ δὲ παιδίον κατέκλινε», Αριστοφ.)
3. μέσ. κατακλίνομαι
ξαπλώνω στο κρεβάτι, πλαγιάζω
μσν.
μτφ. παίρνω τον κατήφορο
αρχ.
1. βάζω ασθενή στο ιερό του Ασκληπιού για να γιατρευτεί («κατακλίνειν αὐτὸν εἰς Ἀσκληπιοῦ κράτιστόν ἐστι», Αριστοφ.)
2. γέρνω κάτι προς τα κάτω («ἕως ἂν κατακλίνῃ ὁ ἐλέφας τοὺς φοίνικας», Αριστοτ.)
3. ανατρέπω, αναποδογυρίζω
4. καταβάλλω («τύραννον... κατακλῑναι», Θέογν.)
5. μέσ. α) παρακάθημαι σε γεύμα
β) παίρνω θέση στο ανάκλιντρο δίπλα σε κάποιον («παρ' Ἐρυξίμαχον κατακλίνου», Πλάτ.)
γ) (για το έδαφος) είμαι κατηφορικός
δ) (για τον ήλιο) δύω
ε) (για τα μάτια του κάβουρα) στρέφομαι πλάγια («καὶ ὀφθαλμούς... οὐδὲ κατακλινομένους», Αριστοτ.)
στ) (για ασθενή) πέφτω άρρωστος
6. παθ. υποτάσσομαι
7. φρ. «κατακλίνομαι εἰς τὰ γόνατα» — γονατίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κλίνω «γέρνω κάτι, πλαγιάζω»].
Greek Monotonic
κατακλίνω: [ῑ], μέλ. -κλῐνῶ — Παθ., αόρ. αʹ κατεκλίθην [ῐ]· αόρ. βʹ κατ-εκλίνην [ῐ], μτχ. -κλῐνείς· μέλ. -κλῐνήσομαι·
I. βάζω κάτι κάτω, βάζω κάτι να καθίσει, (δόρυ) κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ, σε Ομήρ. Οδ.· κατ. τοὺς Πέρσας εἰς λειμῶνα, αφού τους έκανε να ακουμπήσουν για δείπνο σε κάποιο λιβάδι, σε Ηρόδ.· κ. τινὰ εἰς Ἀσκληπιοῦ, βάζω ασθενή να κοιμηθεί στον ιερό ναό του Ασκληπιού, έτσι ώστε να γιατρευτεί, σε Αριστοφ. — Παθ., κάθομαι στο τραπέζι, κάθομαι για φαγητό, Λατ. accumbere, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
II. μεταφ., βάζω κάποιον μπρούμυτα, ανατρέπω, αναποδογυρίζω, σε Θέογν.
Russian (Dvoretsky)
κατακλίνω: (ῑ)
1) складывать (вниз), класть (δόρυ ἐπὶ γαίη Hom.);
2) сажать, усаживать (τινὰς κλισίας ἀνὰ πεντήκοντα NT): κ. τοὺς Πέρσας εἰς λειμῶνα Her. пригласить персов расположиться на лугу (для пира); κ. τινὰ ἐν τῇ βασιλικῇ χώρᾳ Plut. посадить кого-л. на трон;
3) класть в постель, укладывать (παιδίον Arph.; γυναῖκα ὠδίνουσαν Plut.): κ. τινὰ εἰς Ἀσκληπιοῦ Arph. класть кого-л. в храм Асклепия (для излечения);
4) наклонять, нагибать (τοὺς φοίνικας Arst.);
5) med. ложиться (ἐπὶ ταῖς κοίταις Arph.; ἐπὶ στιβάδος Xen.): κατεκλίθη ὕπτιος Plat. (Сократ) лег на спину;
6) med. располагаться (за столом), возлечь (παρά τινα и τινί Plat.; εἰς τὴν πρωτοκλισίαν NT);
7) med. наклоняться: κ. εἰς γόνατα Arst. становиться на колени;
8) отклонять в сторону: ὀφθαλμοὶ κατακλινόμενοι Arst. широко расставленные глаза.
Middle Liddell
fut. -κλῐνῶ Pass., aor1 κατ-εκλίθην aor2 κατ-εκλίνην part. -κλῐνείς fut. -κλῐνήσομαι
I. to lay down, δόρυ κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ, Od.; κατ. τοὺς Πέρσας εἰς λειμῶνα having made them recline (for dinner) in a meadow, Hdt.; κ. τινὰ εἰς Ἀσκληπιοῦ to lay a sick person in the temple of Aesculapius, that he might sleep there and so be cured, Ar.: —Pass. to lie at table, sit at meat, Lat. accumbere, Hdt., Ar., etc.
II. metaph. to lay prostrate, overthrow, Theogn.
Chinese
原文音譯:katakl⋯nw 卡他-克利挪
詞類次數:動詞(3)
原文字根:向下-斜 相當於: (שָׁכַב)
字義溯源:斜躺下,斜躺席桌旁,斜躺著進餐,坐,坐下,坐席;昔時坐席的習慣是斜躺著。由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(κλίνω)*=傾斜)組成。參讀 (ἀνάκειμαι)的比較
出現次數:總共(3);路(3)
譯字彙編:
1) 坐席(1) 路24:30;
2) 坐(1) 路14:8;
3) 坐下(1) 路9:14