παρατίθημι
English (LSJ)
Dor. and poet. παρτίθημι (late forms from
A παρατίθω PMag.Par.1.333, Tab.Defix.Aud. 26.27) ; 3sg. παρτιθεῖ, παρατιθεῖ, Od. 1.192, Hdt.4.73 : impf. -ετίθει Ar.Ach.85, Eq.1223 : aor. Act. παρέθηκα, Med. παρεθέμην : pf. παρατέθεικα : in Att. παράκειμαι generally serves as the Pass. :—place beside, πὰρ δὲ τίθει δίφρον Od. 21.177, cf. 182 (tm.), Berl.Sitzb. 1927.167 (Cyrene), etc. ; [εἰκόσι] κόσμον OGI90.40 (Rosetta, ii B. C.). b. freq. of meals, set before, serve up, σφιν δαῖτ' ἀγαθὴν παραθήσομεν Il. 23.810, cf. 9.90 (tm.) ; ἥ οἱ βρῶσίν τε πόσιν τε παρτιθεῖ Od.1.192 ; πὰρ δ' ἐτίθει σπλάγχνων μοίρας 20.260 ; [νῶτα βοὸς] γέρα πάρθεσαν αὐτῷ 4.66 ; νῦν οἱ παράθες ξεινήϊα καλά Il.18.408 ; ξείνιά τ' εὖ παρέθηκεν 11.779, cf. Od.9.517 (tm.) ; θεὰ παρέθηκε τράπεζαν 5.92 : c. gen., τῷ νεκρῷ πάντων παρατιθεῖ Hdt. 4.73, cf. 1.119 (Pass.) ; παρετίθεσαν ἐπὶ τὴν τράπεζαν κρέα X.An.4.5.31 ; οἱ παρατιθέντες the serving-men, Id.Cyr.8.8.20 ; τὰ παρατιθέμενα meats set before one (with or without βρώματα), ib.2.1.30, 5.2.16 : in Com., Ar.Ach.85, Eq.52,57, Aristomen. 12, etc.; of a sacrificial meal, σκέλος τοῦ πράτου βοὸς παρθέντω τῷ θιῷ IG42(1).41.11 (Epid., v/iv B. C.). c. of a mother, put to the breast, Sor. 1.105. 2. generally, provide, furnish, αἲ γὰρ ἐμοὶ . . θεοὶ δύναμιν παραθεῖεν (v.l. περιθεῖεν) oh that they would place power at my disposal !, Od.3.205 ; π.ἑκάστων τῶν σοφῶν ἀπογεύσασθαι, i. e. π. ἕκαστα τὰ σοφὰ ὥστε ἀπογεύσασθαι αὐτῶν, Pl.Tht. 157c ; π. αὐτοῖς . . ἀναγιγνώσκειν . . ποιήματα Id.Prt. 325e :—Med., expose for sale, Arist.HA622b34. 3. place upon, στεφάνους παρέθηκε καρήατι Hes. Th.577 (nisi leg. περίθηκε). 4. lay before one, explain, X.Cyr.1.6.14 ; π. ἔν τισι ὡς οὐ χρή. . POxy. 2110.6 (iv A. D.) ; allege, produce, Is.9.32 ; ὑποδείγματα Phld. Mus. p.79 K.; παραβολὴν π. αὐ τοῖς Ev.Matt. 13.24 :—Med., v. infr. B. 5. 5. put or provide side by side, ὁμοῦ λύπας ἡδοναῖς π. Pl.Phlb. 47a ; παρατεθείσης τῆς ἀπολογίας (sc. τῇ κατηγορίᾳ) Demad.6 ; set side by side, compare, τινά τινι Plu.Demetr.12. b. Gramm., place side by side, juxtapose (opp. συντίθημι form a compound), A.D.Pron.42.5, al. (Pass.). 6. deposit, = παρακατατίθημι, Charito 8.4 (s.v.l.), v. infr. B. 2. B. Med., set before oneself, have set before one, ἐπὴν δαΐδας παραθεῖτο Od. 2.105 codd., cf. 19.150, 24.140 ; σκύφος παραθέσθαι E.Cyc. 390 ; τράπεζαν Περσικήν Th. 1.130 ; σῖτον X.Cyr.8.6.12 ; οἱ τὰ εὐτελέστερα παρατιθέμενοι those who fare less sumptuously, Id.Hier.1.20 ; have meat set before others, ἠῶθεν δέ κεν ὔμμιν ὁδοιπόριον παραθείμην Od. 15.506 ; provide for oneself, supply oneself with, παρετίθεντο τῶν ἀναγκαίων πρὸς τὸν πόλεμον, ὅσα . . Plu.Per.26. 2. deposit what belongs to one in another's hands, give in charge, τοῦ παραθεμένου τὰ χρήματα Hdt.686. β'; τὴν οὐσίαν ταῖς νήσοις π. X.Ath. 2.16 ; τῶν ἀβακείων ἃ παρεθέμεθα παρ' αὐτῷ PCair.Zen. 71 (iii B. C.), cf. Plb. 3.17.10, PGrenf. 1.14.1 (ii B. C.), etc.; deposit deeds or documents, POxy. 237 iv 38 (ii A. D.), etc.; give a person in charge to, τινὶ ὀρφανόν Arr. Epict.2.8.22; commend or commit into another's hands, εἰς χεῖράς σου τὸ πνεῦμα Ev.Luc.23.46 ; τινὰς τῷ Κυρίῳ Act.Ap.14.23, cf. 20.32, 1 Ep.Pet.4.19 ; commend by a letter of introduction, PGiss.88.5 (ii A. D.). b. store up in one's mind, ἅ τις ὁρᾷ π. παρ' αὑτῷ Plot.4.4.8. 3. venture, stake, hazard, σφὰς γὰρ παρθέμενοι κεφαλάς Od.2.237 ; τοίτ' ἀλόωνται ψυχὰς παρθέμενοι 3.74, cf. Tyrt. 12.18. 4. apply something of one's own to a purpose, employ it, ὄψιν ἐν τῷ διανοεῖσθαι Pl.Phd.65e. 5. cite in one's own favour, cite as evidence or authority, π. μῦθον, παράδειγμα, Id.Plt. 275b, 279a ; ἀντίγραφον [ἐπιστολῆς] BGU1004.12 (iii B. C.) ; ἀποδείξεις Wilcken Chr.77.5 (ii A. D.) ; ψήφισμα Plu.2.833e, cf. D. Chr.17.10, Ath.11.479c, Porph.Abst. 1.3, etc.; mention, ἔννοιάν τινος A.D.Synt.65.9 ; ἐκδόσεις π. quote editions, Id.Pron.89.22 : abs., quote instances, ib. 52.7,al. :—rarely in Act., λέξεις π. D.H.Dem.37, v. l. in Id.Comp.23. 6. affix, apply a name, τῷ χωρίῳ ὄνομα Paus. 2.14.4. 7. explain, allege, Wilcken Chr. 20 iii 12 (ii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 503] (s. τίθημι), 1) daneben-, davorstellen; bes. – a) der eigentliche Ausdruck von Speisen, vorsetzen, sowohl in tmesi, παρὰ δέ σφι τίθει δαῖτα Il. 9, 90, λαρὸν παρὰ δεῖπνον ἔθηκας 19, 316, u. öfter in der Od., – als in der zusammengesetzten Form, σὺ μὲν νῦν οἱ παράθες ξεινήϊα καλά Il. 18, 408, θεὰ παρέθηκε τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα Od. 5, 92, νῶτα βοὸς πάρθεσαν αὐτῷ, 4, 66, παρτιθεῖ 1, 192; so auch Folgde; vgl. Ar. Ach. 85. 789 Equ. 1223; τραγήματά που παραθήσομεν, Plat. Rep. II, 372 d; τράπεζαν Περσικήν, Thuc. 1, 130; absol. Xen. Cyr. 8, 8, 20; Arist. pol. 1, 6 u. sonst; auch im med., sich Speise vorsetzen, Xen. Cyr. 8, 6, 12; vgl. Eur. σκύφος τε κισσοῦ παρέθετο, Cycl. 390; δευτέρας τραπέζας παρετίθετο πολυτελεῖς, Pol. 39, 2, 11. – Im weiteren Sinne, vorlegen, παρατιθέασιν αὐτοῖς ἀναγιγνώσκειν ποιητῶν ἀγαθῶν ποιήματα, Plat. Prot. 325 e, zu lesen geben, vgl. Theaet. 157 c παρατίθημι ἑκάστων τῶν σοφῶν ἀπογεύσασθαι; – und übh. darreichen, gewähren, auch med., ἠῶθεν δέ κεν ὔμμιν ὁδοιπόριον παραθείμην, Od. 15, 505; – δύναμίν τινι, Einem Macht beilegen, ertheilen, 3, 205. – b) aufsetzen, στεφάνους παρέθηκε καρήατι, Hes. Th. 577. – c) bei Jemandem als Pfand niederlegen, Einem Etwas zum Aufbewahren geben, τινί τι, Sp.; häufiger im med., παραθέμενος τὰ χρήματα, Her. 6, 86; τὴν οὐσίαν ταῖς νήσοις παρατίθενται, Xen. Ath. 2, 16; Pol. 33, 12, 3 u. A. (vgl. παρακατατίθημι). – d) daneben-, zusammenstellen, um zu vergleichen, τοῦτον ἐπίτηδες ἐκείνῳ παρεθήκαμεν, Plut. Demetr. 12; πρός τινα, Luc. Prom. 15. – e) vorlegen, auseinandersetzen in der Rede, διῆλθές μοι παρατιθεὶς ἕκαστον, Xen. Cyr. 1, 6, 14; Folgde; auch im med., Luc. Alex. 21. – 2) med.; – a) neben sich hinstellen, δαΐδας, Od. 2, 105. 19, 150. 24, 140; u. von Speisen, sich vorsetzen lassen, zu sich nehmen, vgl. 1 a. – b) als Zeugen, als Beweis für sich anführen, bes. Beweisstellen für sich u. seine Meinung citiren, παράδειγμα σμικρότατον παραθέμενος, Plat. Polit. 279 a; u. bes. bei Sp., ὡς Νίκανδρός φησιν, παρατιθέμενος τὸ ἐκ Νεφελῶν Ἀριστοφάνους, Ath. XI, 479 c; Plut. u. oft bei Gramm., zuweilen auch im act., vgl. Schäf. ad D. Hal. C. V. p. 84. 359, melet. crit. p. 25. – c) für sich bei Seite legen, aufbewahren, aufsparen (vgl. 1 c), τὰ χρήματα παρετίθετο εἰς τὰς ἰδίας ἐπιβολάς, Pol. 3, 17, 10; Sp., bes. N. T. – d) daran setzen, aufs Spiel setzen, κεφαλάς, ψυχὰς παρθέμενοι, die Köpfe, das Leben daran setzend, Od. 2, 237. 9, 255; Tyrt. 3, 18 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρατίθημι: ποιητ. παρτίθημι: β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. -τιθεῖς, -τιθεῖ Ὀδ. Α. 192: παρατ. -ετίθεις, -ετίθει Ὅμ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 85, Ἱππ. 1223: ἐνεργ. ἀόρ. παρέθηκα, μέσ. παρεθέμην: πρκμ. παρατέθεικα· - παρ’ Ἀττ. καθόλου εἰπεῖν τὸ παράκειμαι χρησιμεύει ὡς παθητ. τοῦ παρατίθημι. Τοποθετῶ πλησίον, παραθέτω, παρ δὲ τίθει δίφρον Ὀδ. Φ. 177· οὕτω παρ’ Ἀττ. β) συχν. ἐπὶ φαγητῶν, παραθέτω, σφιν δαῖτ’ ἀγαθὴν παραθήσομεν Ἰλ. Ψ. 810, πρβλ. Ι. 90 ἣ οἱ βρῶσίν τε πόσιν τε παρτιθεῖ Ὀδ.· Α. 192· παρ’ δ’ ἐτίθει σπλάγχνων μοίρας Υ. 260 νῶτα βοὸς γέρα πάρθεσαν αὐτῷ Δ. 66· νῦν οἱ παράθες ξεινήια πολλὰ Ἰλ. Σ. 408· ξείνιά τ’ εὖ παρέθηκεν Λ. 779, πρβλ. Ὀδ. Ι. 517· θεὰ παρέθηκε τράπεζαν Ὀδ. Ε. 92· πρβλ. Ἡρόδ. 1. 119., 4. 73· παρετίθεσαν ἐπὶ τὴν τράπεζαν κρέα Ξεν. Ἀν. 4. 5, 31· οἱ παρατιθέντες, οἱ παρατιθέντες τὰ ἐδέσματα, οἱ ὑπηρετοῦντες εἰς τὴν τράπεζαν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 8, 20· τὰ παρατιθέμενα, ἐδέσματα τιθέμενα ἐνώπιόν τινος (μετὰ τῆς λέξεως βρώματα ἢ ἄνευ αὐτῆς), αὐτόθι 2. 1, 30., 5. 2, 16· συχνότατα παρὰ τοῖς κωμ., ἴδε Ἀριστοφ. Ἀχ. 85, Ἱππ. 52. 57, κ. ἀλλ., καὶ τοῦ Meineke τοὺς Πίνακας εἰς τὰ Κωμικ. Ἀποσπ. 2) καθόλου, προσφέρω, παρέχω, πορίζω, αἳ γὰρ ἐμοὶ τοσσήνδε θεοὶ δύναμιν παραθεῖεν, εἴθε νὰ μοὶ ἔδιδον οἱ θεοὶ τόσην δύναμιν, Ὀδ. Γ. 205· παρατίθημι ἑκάστων τῶν σοφῶν ἀπογεύσασθαι, δηλ., παρατίθημι ἕκαστα τὰ σοφὰ ὥστε ἀπογεύσασθαι αὐτῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 157C· οὕτω, π. αὐτοῖς ... ἀναγιγνώσκειν ... ποιήματα ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 325Ε· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐκθέτω εἰς πώλησιν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 2. 3) ἐπιτίθημι, στεφάνους παρέθηκε καρήατι Ἡσ. Θεογ. 577. 4) προβάλλω ἐνώπιόν τινος, προτείνω, ἐξηγοῦμαι, τινί τι Ξεν. Κύρ. 1. 6,· 14· ἀναφέρω, παρουσιάζω, Ἰσαῖ. 78. 13· ἄλλην παραβολὴν παρέθηκεν αὐτοῖς λέγων Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 24· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἴδε κατωτ. Β. 5. 5) τίθημί τι πλησίον ἑτέρου, ἢ τὰ διακεκριμένα συγχεῖν καὶ ὁμοῦ λύπας ἡδοναῖς παρατιθέναι Πλάτ. Φίληβ. 47Α, πρβλ. Δημάδ. 179. 16· ― παραθέτω, παραβάλλω, συγκρίνω, τινί τι Πλουτ. Δημήτρ. 12· τι πρός τι Λουκ. Προμ. 15. Β. Μέσ., θέτω ἐμπρὸς μου ἢ πλησίον μου, κελεύω νὰ θέσωσι πλησίον μου, ἐπεὶ δαΐδας παραθεῖτο Ὀδ. Β. 105, πρβλ. Τ. 150, Ω. 140· παραθέσθαι σκύφος Εὐρ. Κύκλ. 390· τράπεζαν Θουκ. 1. 130· σῖτον Ξεν. Κύρ. 8. 6, 12· οἱ τὰ εὐτελέστατα παρατιθέμενοι, οἱ τρεφόμενοι ἥκιστα πολυδαπάνως, ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 1. 20· ― ὡσαύτως, παραθέτω ἢ διατάσσω νὰ παρατεθῇ τροφὴ ἐνώπιόν τινος, ἠῶθεν δέ κεν ὕμμιν ὁδοιπόριον παραθείμην Ὀδ. Ο. 506· προνοῶ δι’ ἐμαυτόν, ἐφοδιάζομαι μέ..., ὅσα... Πλουτ. Περικλ. 26. 2) καταθέτω εἰς χεῖραν ἄλλου ὅ,τι ἀνήκει εἰς ἐμέ, καταθέτω πρὸς φύλαξιν, τοῦ παραθεμένου τὰ χρήματα Ἡρόδ. 6. 86, 1· τὴν οὐσίαν ταῖς νήσοις π. Ξεν. Ἀθην. 2, 16, πρβλ. Πολύβ. 3. 17, 10, κτλ.· (ὅθεν παραθήκη)· ― ἀκολούθως, παραδίδω πρόσωπον εἰς τὴν φροντίδα τινός, τινί τινα Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 8, 22· συνιστῶ εἰς τὴν φροντίδα τινός, τι εἴς τινα Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 46· τινά τινι Πράξ. Ἀποστ. ιδ΄, 23, κ΄, 32. 3) ἀποτολμῶ, διακινδυνεύω, ἐμβάλλω εἰς κίνδυνον, σφὰς γὰρ παρθέμενοι κεφαλὰς Ὀδ. Β. 237· τοί τ’ ἀλόωνται ψυχὰς παρθέμενοι Γ. 74, Ι. 255· πρβλ. Τυρταῖ. 9. 18· ἴδε παραβάλλω ΙΙ. 1. 4) ἐφαρμόζω τι ἐξ ἰδίων μου πρός τινα σκοπόν, μεταχειρίζομαί τι, τι ἔν τινι Φαίδων 65Ε. 5) φέρω ἢ ἀναφέρω τι εἰς ὑποστήριξιν τῶν λεγομένων μου, ἀναφέρω ὡς ἀπόδειξιν ἢ ὡς μαρτυρίαν, π. μῦθον, παράδειγμα Πλάτ. Πολιτικ. 275Β, 279Α· ψήφισμα Πλούτ. 2. 833D, κτλ.· συχνάκις παρ’ Ἀθην. καὶ τοῖς γραμματ.· ἐνίοτε ὡσαύτως ἐν τῷ ἐνεργ., Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 23. 6) προσάπτω ὄνομα, τῷ χωρίῳ ὄνομα Παυσ. 2. 14, 4.
French (Bailly abrégé)
placer auprès :
1 offrir, présenter : δίφρον OD un siège ; τράπεζαν OD placer la table devant celui qu’on veut traiter, particul. faire servir sur la table, acc. ; abs. οἱ παρατιθέντες XÉN ceux qui servent à table, les servants ; τὰ παρατιθέμενα XÉN les mets servis sur la table;
2 présenter, offrir τινά τινι IL, OD qch à qqn ; fig. exposer, raconter, acc.;
3 procurer : δύναμίν τινι OD la puissance à qqn;
4 mettre à côté ; mettre en parallèle, comparer τινά τινι, τι πρός τι une personne ou une chose à une autre;
Moy. παρατίθεμαι placer devant soi ou faire placer devant soi, d’où
1 se servir ou se faire servir des mets sur la table, se faire présenter (des flambeaux, etc.);
2 déposer qch de soi ou pour soi, déposer en garde ou en gage : τὰ χρήματα HDT sa fortune ; τὴν οὐσίαν τινί XÉN son avoir entre les mains de qqn ; en gén. remettre, confier, recommander : τί τινι confier qch à qqn;
3 produire au jour, citer, alléguer : τι qqe preuve ou témoignage;
4 mettre de côté pour soi, mettre en réserve : τι qch;
5 exposer à un risque : κεφαλήν OD ou ψυχήν OD sa tête ou sa vie.
Étymologie: παρά, τίθημι.
English (Autenrieth)
παρτιθεῖ, fut. παραθήσομεν, aor. παρέθηκα, 3 pl. πάρθεσαν, subj. παραθείω, opt. παραθεῖεν, imp. παράθες, mid. aor. 2 opt. παραθείμην, part. παρθέμενοι: place or set by or before one, esp. food and drink; then in general, afford, give; δύναμιν, ξείνιά τινι, Il. 11.779; mid., set before oneself, have set before one; fig., put up as a stake, wager, risk, stake; κεφαλάς, ψῦχάς, β 23, Od. 3.74.
English (Strong)
from παρά and τίθημι; to place alongside, i.e. present (food, truth); by implication, to deposit (as a trust or for protection): allege, commend, commit (the keeping of), put forth, set before.
English (Thayer)
future παραθήσω; 1st aorist παρέθηκα; 2nd aorist subjunctive 3rd person plural παραθῶσιν, infinitive παραθεῖναι (R G); passive, present participle παρατιθέμενος; 1st aorist infinitive παρατεθῆναι (παρατίθεμαί; future παραθήσομαι; 2nd aorist 3rd person plural παρέθεντο, imperative παράθου (Homer down; the Sept. chiefly for שׂוּם;
1. to place beside, place near (cf. παρά, IV:1) or set before: τίνι τί, as a. food: τράπεζαν a table, i. e. food placed on a table, Diogn. 5,7 [ET]); τά παρατιθέμενα ὑμῖν (A. V. such things as are set before you), of food, Xenophon, Cyril 2,1, 30); singular to set before (one) in teaching (Xenophon, Cyril 1,6, 14; the Sept. τίνι παραβολήν, to set forth (from oneself), to explain: followed by ὅτι, Xenophon, respub. Athen. 2,16; Polybius 33,12, 3; Plutarch, Numbers 9; τί τίνι, a thing to one to be cared for, τινα τίνι, to commend one to another for protection, safety, etc., Diodorus 17,23); τάς ψυχάς to God, τό πνεῦμα μου εἰς χεῖρας Θεοῦ, Psalm 31:6>).
Greek Monolingual
δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ
1. θέτω, τοποθετώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον
2. παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω φαγητό (α. «ἀφοῡ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ.
β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. θέτω μπροστά μου ή κοντά μου, δίνω εντολή να τοποθετήσουν κοντά μου κάτι
2. (το αρσ. της μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ παρατιθέντες
αυτοί που παρέθεταν τα φαγητά στο τραπέζι, οι σερβιτόροι
3. (το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ παρατιθέμενα
τα προσφερόμενα φαγητά
4. μέσ. θέτω ή δίνω εντολή να παρατεθεί τροφή μπροστά σε κάποιον
5. εναποθέτω τροφή πάνω στον τάφο ενός νεκρού («τῷ νεκρῷ πάντων παρτιθεῑ», Ηρόδ.)
6. προσφέρω, παρέχω, δίνω
7. (για μητέρα) παρέχω τον μαστό για θηλασμό
8. μέσ. δίνω όνομα σε χωριό ή τοποθεσία («οὗτος ἦν ὁ τῷ χωρίῳ τὸ ὄνομα παραθέμένος Κελεάς», Παυσ.)
9. μέσ. εκθέτω αντικείμενα για πούλημα
10. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο («στεφάνους παρέθηκε καρήατι», Ησίοδ.)
11. προβάλλω, παρέχω εξηγήσεις μπροστά σε κάποιον
12. αναφέρω, παρουσιάζω («ἄλλην παραβολὴν παρέθηκεν αὐτοῑς», ΚΔ)
13. μέσ. φέρω ή αναφέρω κάτι για υποστήριξη ή ως μαρτυρία («διὰ ταῡτα καὶ τὸν μῡθον παρεθέμεθα», Πλάτ.)
14. (ενεργ. και μέσ.) αναφέρω, μνημονεύω («παρατίθεσθαι ἔννοιαν τινος», Απολλ. Δύσκ.)
15. αναφέρω περίπτωση, παράδειγμα
16. πάπ. συνιστώ με συστατική επιστολή
17. τοποθετώ κάτι δίπλα σε κάτι άλλο («ὁμοῡ λύπας ἡδοναῑς παρατιθέναι», Πλάτ.)
18. παραβάλλω, συγκρίνω για να βρω ομοιότητες ή διαφορές («τοῡτον μὲν οὖν ἐπίτηδες ἐκείνῷ παρεθήκαμεν», Πλούτ.)19. μέσ. καταθέτω, εμπιστεύομαι σε κάποιον καθετί που μού ανήκει, καταθέτω για φύλαξη («τούτου τοῡ παραθεμένου τὰ χρήματα», Ηρόδ.)
20. μέσ. παραδίνω κάποιον στη φροντίδα άλλου («παρατίθεσθαί τινι ὀρφανόν», Αρρ.)
21. μέσ. εναποθέτω, παραδίνω («πάτερ, εἰς χεῑράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῡμὰ μου», ΚΔ)
22. μέσ. αποτολμώ, διακινδυνεύω, εκθέτω σε κίνδυνο («σφᾱς γὰρ παρθέμενοι κεφαλάς», Ομ. Οδ.)
23. μέσ. μεταχειρίζομαι κάτι για κάποιο σκοπό, εφαρμόζω κάτι με δική μου πρωτοβουλία για κάποιο σκοπό («τὴν ὄψιν παρατιθέμενος ἐν τῷ διανοεῑσθαι», Πλάτ.)
24. φρ.
α) «οἱ τὰ εὐτελέστερα παρατιθέμενοι» — αυτοί που τρέφονταν φτωχικά, με ελάχιστη δαπάνη
β) «παρατίθεμαι ἐκδόσεις» — παραθέτω, αναφέρω τις εκδόσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + τίθημι «τοποθετώ»].