λωτός
English (LSJ)
ὁ (λῶτα· ἄνθη, Hsch. is perhaps for ἄωτα), name applied to various plants and trees (Thphr. HP 7.15.3, Plin.HN14.101, cf. Hsch.) providing fodder or fruit:
I fodder plants,
1 clover, trefoil, Trifolium fragiferum, Od.4.603, Thphr. HP 7.8.3, 7.13.5, Dsc. 4.111.
2 fellbloom, Lotus corniculatus, Il.14.348, Plin.HN22.55.
3 = τῆλις, fenugreek, Trigonella foenum-graecum, Dsc.2.102; λωτὸς ἄγριος = wild fenugreek, Trigonella gladiata, Id.4.111, Gal.12.65.
4 melilot, Trigonella graeca, Thphr. HP 9.7.3.
b Italian melilot, Melilotus messanensis, Dsc.4.110, Gal. l.c.
5 = κύτισος, Medicago arborea, Ps.-Dsc.4.112.
II Nile water-lily, Egyptian lotus, Nymphaea lotus, Hdt.2.92, Thphr. HP 4.8.9, PHib.1.152 (iii B.C.), Dsc.4.113, Plin.HN13.107; the blue species (Nymphaea stellata), Thphr. HP 4.8.11; also, Nymphaea nelumbo, Ath.3.73a.
III of trees found in Libya,
1 nettle-tree, Celtis australis, Thphr. HP 1.5.3, 4.3.1, Dsc. 1.117, etc.; used for making flutes, Thphr. HP 4.3.4: hence
b in E. (lyr.) and later poets, flute, λ.… Μουσᾶν θεράπων El.716, cf. Pae.Delph.12, AP7.182 (pl., Mel.); Λίβυς λ. E.Tr.544, Hel.170, IA 1036, prob. in Limen.13.
c pipe inserted in the νάβλα, Sopat. 10.
d tube or stalk of vaginal speculum, Aët. 16.89, Paul.Aeg. 6.73.
2 tree growing among the Lotophagi, Zizyphus lotus, λωτοῖο… μελιηδέα καρπόν Od.9.94, cf. Hdt.2.96, 4.177, Thphr. HP 4.3.1-4, Plb.12.2.2.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
nom de diverses plantes :
1 lotus grec, qu'on donnait aux chevaux comme fourrage;
2 lotus de Cyrénaïque ou des Lotophages, càd jujubier ; fruit de cet arbre, càd lotus ou jujube;
3 lotus d'Égypte, sorte de nénuphar;
4 lotus du N de l'Afrique, d'un bois dur et noir ; flûte en bois de ce lotus.
Étymologie: DELG terme médit. d'origine obscure.
English (Autenrieth)
lotus.—(1) a species of clover, Od. 4.603, Il. 14.348.—(2) the tree and fruit enjoyed by the Lotus-eaters, Od. 9.91 ff. Said to be a plant with fruit the size of olives, in taste resembling dates, still prized in Tunis and Tripoli under the name of Jujube.
Spanish
Greek Monolingual
ο (Α λωτός)
νεοελλ.
1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια ψυχανθή
2. κοινή ονομασία διαφόρων φυτών, που κανένα δεν κατατάσσεται από τους βοτανικούς στο γένος λωτός
αρχ.
1. ονομασία διαφόρων ειδών φυτών και θάμνων
2. ονομασία δένδρων και θάμνων που είναι ιθαγενή της Λιβύης, όπως ο θάμνος κελτίς η νότιος, από το σκληρό μαύρο ξύλο του οποίου κατασκευάζονταν ανδριάντες και αυλοί
3. συνεκδ. ο αυλός
4. το θαμνώδες δένδρο ζίζυφος λωτός
5. σωληνοειδές όργανο που αποτελούσε μέρος του ασιατικού μουσικού οργάνου νάβλος ή νάβλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεσογειακή λ. αβέβαιης προελεύσεως. Προήλθε πιθ. από το εβρ. lōt, το οποίο στη μετάφραση τών Εβδομήκοντα αποδίδεται με τη λ. στακτή «έλαιο που στάζει από διάφορα δέντρα» — η λ., επομένως, δήλωνε αρχικά ένα δέντρο από το οποίο εκκρίνεται λάδι, όπως είναι η μελικουκιά.
ΠΑΡ. αρχ. λωτόεις, λωτώ.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) λωτοειδής, λωτοφάγος
αρχ.
λωτοβοσκός, λωτομήτρα, λωτοτρόφος, λωτοφόρος
νεοελλ.
λωτόμηλα. (Β' συνθετικό) αρχ. μελίλωτος, μυρόλωτος, ξυλόλωτος, πικρόλωτος.
Greek Monotonic
λωτός: -οῦ, ὁ, όνομα πολλών φυτών:
I. Ελληνικός λωτός, φυτό το οποίο έτρωγαν τα άλογα, είδος τριφυλλιού, σε Όμηρ.
II. Κυρηναϊκός λωτός, θάμνος της Αφρικής, του οποίου ο καρπός χρησίμευε σαν τροφή σε κάποιες συγκεκριμένες φυλές της παραλίας, απ' όπου κι οι επονομαζόμενοι Λωτοφάγοι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
III. Αιγυπτιακός λωτός, το κρίνο του Νείλου, σε Ηρόδ.
IV. δέντρο της Βόρειας Αφρικής· διακρίνεται για το σκληρό μαύρο ξύλο του, από το οποίο κατασκευάζονταν οι αυλοί· απ' όπου, Λίβυς λωτός, χρησιμ. από τους ποιητές αντί αὐλός, σε Ευρ.
German (Pape)
ὁ (ein Fremdwort, wahrscheinlich ägyptisch), Name verschiedener Gewächse;
1 Lotosklee, eine um Sparta und in der Gegend von Troja wildwachsende Kleeart, die zum Pferdefutter gebraucht wurde und bes. an Flußufern und in feuchten Niederungen wuchs, ἵπποι – λωτὸν ἐρεπτόμενοι, Il. 2.776, 14.348, 21.351, vgl. Od. 4.603 und Voß zu Virgils Georg. 2.84 p. 292.
2 der kyrenäische Lotos der Lotophagen, eine afrikanische Baumart, deren Früchte die aus Od. 9.84 ff. und Her. 4.177 bekannten und danach benannten Lotophagen aßen; Hom. nennt auch die Frucht λωτός, a.a.O. 93, 97, und ἄνθινον εἶδαρ, 84, was wohl nur die vegetabilische Natur dieser Speise bezeichnet, nicht auf die Blüte zu beziehen ist, und sagt, sie sei μελιηδής, honigsüß; Her. vergleicht sie an Größe mit der Beere des Mastixbaumes, σχῖνος, die so groß wie die Olive ist, und an Geschmack mit der Dattel, φοίνιξ, und sagt, daß die Lotophagen aus ihr auch eine Art Wein bereiteten. Es war nach Her. 2.96 eine stachlige, nicht sehr hochwachsende Baumart; vgl. Pol. 12.2 und Schweigh. daselbst, wie Ath. XIV p. 651, etwa rhamnus lotus od. zizyphus lotus, die noch jetzt in Tunis und Tripolis beliebte jujuba.
3 der ägyptische Lotus, Her. 2.92, eine lilienartige Nilpflanze, deren eine Gattung große, weiße Blüten trägt; an der Sonne gedörrt, wurde ihr Mark zermahlen und Brot daraus gebacken, auch ihre runde, apfelgroße, sehr süße Wurzel wurde gegessen, nymphaea lotus; eine andere Gattung trug rosenrote Blüten und in einem zelligen Samengehäuse, κιβώριον, viele eßbare Bohnen, κύαμοι, die man ägyptische Bohnen nannte, nymphaea nelumbo; – eine dritte Gattung blühte blau, Ath. XV p. 677c, nelumbium speciosum od. cyamus Smithii. – Als Symbol des Nils, mit dessen Anschwellungen er wuchs, – man sagte in Ägypten »je mehr Lotos, desto mehr Jahressegen« – war er den Ägyptiern heilig; und von ihnen kam er zu den Indern, wo er ebenfalls als Symbol des Ganges heilig war.
4 Außerdem hieß noch ein Baum in Nordafrika Lotos, der von der Höhe des Birnbaumes war, gezackte Blätter hatte und geschmack- und geruchlose Bohnen trug, Theophr. Er hatte hartes, schwarzes Holz, das zu Bildsäulen und Flöten verarbeitet wurde; dah. heißt λωτός bei den Dichtern oft die Flöte, Eur. Troad. 544 und öfter, wie in der Anth.
5 ein anderer Baum, diospyros lotus, trieb einen kürzern Stamm mit schöner, glatter Rinde, hatte lange, eirunde, unten filzige Blätter und rankende Zweige, und trug rötliche, süße Beeren; er wurde in Italien zur Zier der Häuser benutzt, Columella 7.9; vgl. Voß zu Virg. Georg. 2.84 p. 294.
Russian (Dvoretsky)
λωτός: ὁ
1 лотос греческий (разновидность клевера, предполож. Trifolium melilotus) Hom.;
2 лотос киренейский (предполож. Zizyphus lotus или Rhamnus lotus): ὅστις λωτοῖο φάγοι μελιηδέα καρπόν, οὐκέτ᾽ νέεσθαι ἤθελεν Hom. кто ни поел медвяного плода лотоса, уже не хотел возвращаться (к своим);
3 лотос египетский (разновидность кувшинки - Nymphae lotus с белыми цветами и Nymphae nelumbo с розовыми цветами) Her.;
4 лотос африканский, «ливийский» (дерево с черной твердой древесиной);
5 свирель из древесины лотоса (см. 4): ὑμέναιος διὰ λωτοῦ Λίβυος Eur. брачная песнь в сопровождении ливийской свирели.
Greek (Liddell-Scott)
λωτὸς: -οῦ, ὁ, ὄνομα πολλῶν φυτῶν ἐσφαλμένως πολλάκις συγχεομένων· πέντε ἰδίως δύνανται νὰ σημειωθῶσι: Ι. ὁ Ἑλληνικὸς λωτὸς φυόμενος ἄγριος ἐν τοῖς περὶ τὴν Σπάρτην καὶ Τροίαν λειμῶσι, τὸν ὁποῖον ἔτρωγον οἱ ἵπποι, εἶδος τριφυλλίου, ἴσως trifolium melilotus L, Ἰλ. Β. 776., Ξ. 348., Φ. 351., Ὀδ. Δ. 603. ΙΙ. ὁ Κυρηναϊκὸς λωτός, θάμνος τις τῆς Ἀφρικῆς, οὗ ὁ καρπὸς ἐχρησίμευεν ὡς τροφὴ φυλῶν τινων τῆς παραλίας, ἐντεῦθεν καλουμένων λωτοφάγων, Ι. 84. ἑξ., Ἡροδ. 4. 177· ἐν τῇ Ὀδυσ. ὁ καρπὸς καλεῖται μελιηδής Ι. 93 ἑξ.· ― ὁ δὲ Ἡρόδ. παραβάλλει τὸν καρπὸν αὐτοῦ ὡς πρὸς τὸ μέγεθος πρὸς τὸν τοῦ σχίνου (ἔχοντα τὸ μέγεθος ἐλαίας), κατὰ δὲ τὴν γεῦσιν πρὸς τὸν φοίνικα, καὶ λέγει ὅτι ἐξ αὐτοῦ κατεσκευάζοντο καὶ οἶνος· ― τὸ ἄνθινον εἶδαρ, Ὀδ. Ι. 84, ἀναφέρεται οὐχὶ κατὰ γράμμα εἰς τὸ ἄνθος τοῦ φυτοῦ ἐσθιόμενον, ἀλλ’ εἰς τὸ φυτικὸν εἶδος τῆς τροφῆς, ἴδε ἄνθινος. ― Ἦτο δὲ χαμηλὸς ἀκανθώδης θάμνος, Ἡρόδ. 2. 96, πρβλ. Schweingh. Πολύβ. 12. 2· κατὰ τὸν Sprengel, Rhamnus Lotus L.· κατὰ τὸν Wildenow, Zizyphus Lotus, ὅπερ ἔτι καὶ νῦν τιμᾶται πολὺ ἐν Τύνιδι καὶ Τριπόλει ὑπὸ τὸ ὄνομα jujube, καρπὸς τοῦ Παραδείσου ἐν τῇ Ἀραβικῇ ποιήσει. ΙΙΙ. ὁ Αἰγύπτιος λωτός, τὸ κρίνον τοῦ Νείλου, πρῶτον μνημονευόμενος ἐν Ἡροδ. 2. 92, οὗ ὑπάρχουσι τρία εἶδη: 1) μετὰ μεγάλων λευκῶν ἀνθέων· ἐξηραίνετο οὗτος εἰς τὸν ἥλιον, καὶ ἡ ἐντεριώνη αὐτοῦ ἐκοπανίζετο καὶ κατεσκευάζετο ἐξ αὐτῆς ἄρτος· ἡ ῥίζα ὡσαύτως ἐτρώγετο ἔχουσα μέγεθος καὶ σχῆμα μήλου καὶ ἡδεῖα τὴν γεῦσιν, Ἡρόδοτ. ἔνθ’ ἀνωτέρω. 2) μετὰ ῥοδοχρόων ἀνθέων καὶ καρποῦ ὀσπριώδους ὁ Αἰγυπτιακὸς κύαμος, Ἀθήν. 677D, E· ὁ Ἡρόδ., ἔνθ’ ἀνωτ., περιγράφει αὐτοῦ τὰ ἄνθη: κρίνεα ῥόδοισιν ἐμφερέα. 3) μετὰ κυανῶν ἀνθέων, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Τῶν τριῶν τούτων εἰδῶν τὸ πρῶτον νομίζεται ὅτι εἶναι Nymphaea Lotus, τὸ δεύτερον Nymphaea Nelumbo, τὸ τρίτον Nelumbium Speciosum· ἴδε Sprengel Antiq. Bot. σ. 56, Voss. Virg. Ecl. 4. 20, Schweigh. Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ πρβλ. κολοκασία. ― Ἐν Αἰγύπτῳ ὁ λωτὸς ἦτο ἱερὸν σύμβολον τοῦ Νείλου (κατὰ τὴν ὕψωσιν τοῦ ὁποίου ἐφαίνετο), καὶ ἑπομένως τῆς γονιμότητος· ἐντεῦθεν καὶ ἡ συνεχὴς αὐτοῦ χρῆσις ἐν ταῖς τελεταῖς τῆς Ἴσιδος καὶ τοῦ Ὀσίριδος καὶ ἡ συχνὴ αὐτοῦ εἰκόνισις ἐπὶ τῶν ἔργων τῆς ἀρχαίας τέχνης καὶ μάλιστα τῆς Αἰγυπτιακῆς, ἴδε Creuzer Sumbolik 1. 283 κἑξ., 508 κἑξ. (τῆς Γαλλικῆς μεταφρ. 1. 404, πρβλ. 525). Ὁ Ἰνδικὸς λωτὸς, τὸ ἱερὸν σύμβολον τοῦ Γάγγου ποταμοῦ, κτλ., εἶναι ὅμοιος τὸ εἶδος. IV. δένδρον τι τῆς βορείου Ἀφρικῆς κατὰ τὸν Sprengel Celtis Australis L., ὅμοιον ἀπίᾳ («ἀπιδιᾷ»), ἀλλὰ μετὰ ὀδοντωτῶν φύλλων καὶ φέρον ὀσπριοειδῆ καρπὸν ἄνευ γεύσεως ἢ ὀσμῆς, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 3, 1· διακρίνεται ἐκ τοῦ σκληροῦ μέλανος ξύλου αὐτοῦ, ἐξ οὗ ἀγάλματα, αὐλοὶ κττ. κατεσκευάζοντο· ― ἐντεῦθεν Λίβυς λωτὸς κεῖται παρὰ ποιηταῖς ἀντὶ τοῦ αὐλός, Εὐρ. Ι. Α. 1036, Ἑλ. 170, Τρῳ. 544, κτλ., Ἀνθ. Π. 7. 182· ἀλλ’ οὐχὶ παρὰ Πινδ., Αἰσχύλ., ἢ Σοφ. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Πλίν. Ν. Η. 13. 17 (32) λέγει ῥητῶς ὅτι τὸ ξύλον τοῦτο ἐχρησίμευε πρὸς κατασκευὴν αὐλῶν (tibiae), δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ νομίσωμεν ὅτι τὰ στελέχη λωτοῦ ἐσχημάτιζον φυσικοὺς αὐλοὺς ἢ σωλῆνας καθάπερ ὁ κάλαμος. Παρ’ Εὐρ. καὶ ἐν τῇ Ἀνθ. ἀείποτε συνοδεύει γαμήλιον εὐωχίαν ἢ Βακχικὴν καὶ Φρυγικὴν μανιώδη διάχυσιν. Κατὰ Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 165C, φαίνεται ὅτι ἦτο αὐλὸς ἀποτελῶν μέρος τοῦ Ἀσιατικοῦ μουσικοῦ ὀργάνου νάβλα. V. ἕτερον εἶδος δένδρου λωτοῦ, Diospyrus lotus, ἐφύετο ἐν Ἰταλίᾳ, εἶχε δὲ βραχὺ στέλεχος μετὰ στιλπνοῦ φλοιοῦ· τοὺς ἀφθόνους καὶ ζωηροὺς αὐτοῦ κλάδους ὄντας κληματοειδεῖς τὴν φύσιν τοὺς ἔκαμνον νὰ ἀναρριχῶνται ἐπὶ τῶν οἰκιῶν, Columell. 7. 9· καὶ τὰ μὲν φύλλα αὐτοῦ ἦσαν ᾠοειδῆ καὶ χνοώδη κάτωθεν, οἱ δὲ καρποὶ ἐρυθροὶ καὶ ἡδεῖς τὴν γεῦσιν, Voss Virg. G. 2. 84.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: lotus, name of several nutrimental plants, Trifolium, Melilotus, Trigonella a. o. (Il.), also of the Egypt. waterlily, Nymphaea (Hdt.), of the libyan lotustree, Celtis australis (ι 93 f.), flute made from it (E.); on the meaning Strömberg Theophrastea 184, Carnoy REGr. 71, 95 f., Economos ClassJourn. 30, 424ff.
Compounds: Compp., e.g. Λωτο-φάγοι pl. People's name (Od.), μελί-λωτος m. (-ον n.) Melilotus (Sapph.).
Derivatives: λωτόεις rich in lotus, prob. in λωτεῦντα, -οῦντα for -όεντα (πεδία, M 283), s. Schwyzer 527 n. 2; cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 35 a. 351, REGr. 63, 283; λώτινος consisting, made of l. (Sapph., Anacr.); λωτάριον lotusflower (medic.), λῶταξ αὑλητής' (Zonar., Eust.). Denomin. verbs: 1. λωτίζομαι (-ω H.) pick the flower, i.e. take the best (A. Supp. 963), ἀπο-λωτίζω take from someb. the flower (E.), with λώτισμα the flower, the best of something (A. Fr. 99, 18, E. Hel. 1593); cf. v. Wilamowitz Eur. Her. v. 476. - 2. λωτέω play flute (Zonar.); hardly in λωτεῦντα (M 283), s. λωτόεις.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Mediterranean word; after Lewy Fremdw. 46 from Hebr. lōṭ στακτή' (LXX Ge. 37, 25; 43, 11); also Arab. lādan > λάδανον, λήδανον, s. v.
Middle Liddell
λωτός, οῦ,
the lotus, name of several plants.
I. the Greek lotus, a plant on which horses fed, a kind of clover or trefoil, Hom.
II. the Cyrenean lotus, an African shrub, whose fruit was the food of certain tribes on the coast, hence called Lotophagi, Od., Hdt.
III. the Egyptian lotus, the lily of the Nile, Hdt.
IV. a North-African tree; from its hard black wood flutes were made:—hence Λιβὺς λωτός is used in Poets for a flute, Eur.
Frisk Etymology German
λωτός: {lōtós}
Grammar: m.
Meaning: Lotus, Ben. verschiedener Futterpflanzen, ‘Trifolium, Melilotus, Trigonella u. a.’ (seit Il.), auch von der ägypt. Wasserlilie, Nymphaea (Hdt. usw.), vom libyschen Lotusbaum, Celtis australis (seit ι 93 f.), daraus gemachte Flöte (E. u.a.); zur Begriffsbestimmung Strömberg Theophrastea 184, Carnoy REGr. 71, 95 f., Economos ClassJourn. 30, 424ff.
Composita: Kompp., z.B. Λωτοφάγοι pl. VN (Od. usw.), μελίλωτος m. (-ον n.) Melilotus (Sapph. usw.).
Derivative: Davon λωτόεις lotusreich, wahrscheinlich in λωτεῦντα, -οῦντα für -όεντα (πεδία, Μ 283), s. Schwyzer 527 A. 2; vgl. Chantraine Gramm. hom. 1, 35 u. 351, REGr. 63, 283; λώτινος ‘aus L. bestehend, gemacht’ (Sapph., Anakr. usw.); λωτάριον Lotosblümchen (Mediz.), λῶταξ ’αὐλητής’ (Zonar., Eust.). Denominative Verba: 1. λωτίζομαι (-ω H.) ‘sich die Blüte, d.h. das Beste nehmen’ (A. Supp. 963), ἀπολωτίζω ‘jemdm. die Blüte berauben’ (E.), mit λώτισμα die Blüte, das Beste von etwas (A. Fr. 99, 18, E. Hel. 1593); vgl. v. Wilamowitz Eur. Her. v. 476. — 2. λωτέω Flöte spielen (Zonar.); kaum in λωτεῦντα (M283), s. λωτόεις.
Etymology: Mittelmeerwort unsicheren Ursprungs; nach Lewy Fremdw. 46 mit Muss-Arnolt aus hebr. lōṭ ’στακτή’ (LXX Ge. 37, 25; 43, 11); dazu noch arab. lādan > λάδανον, λήδανον, s. d.
Page 2,153
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=εἶδος τριφυλλιοῦ, εἶδος δέντρου στήν Αἴγυπτο). Ἡ καταγωγή της εἶναι σημιτική.
Παράγωγα: λώτινος, λωτοειδής, λωτόεις, λωτοφάγος.
Léxico de magia
ὁ bot. loto planta acuática sagrada en Egipto sobre la que se asienta la divinidad σὲ καλῶ, τὸν μέγαν ἐν οὐρανῷ, ... ἐπὶ λωτῷ καθήμενος a ti te llamo, al grande del cielo, el que está sentado en el loto P II 102 P II 107 P XII 87 SM 6 1 representada en un anillo ἔχε μετὰ σεαυτοῦ δάκτυλον σιδηρο<ῦ>ν, ἐφ' ὃν γέγλυπται Ἁρποκράτης ἐπὶ λωτῷ καθήμενος ten un anillo de hierro, en el que esté grabado Harpócrates sentado sobre el loto P LXI 32
Translations
fenugreek
Arabic: حُلْبَة; Moroccan Arabic: حَلبة, حُلبة; Armenian: հացհամեմ, չաման; Azerbaijani: güldəfnə, şəmbəllə; Bulgarian: сминдух; Burmese: ပဲနံ့သာ; Catalan: fenigrec, coleta; Esperanto: fenugreko; Estonian: lambalääts; Finnish: sarviapila, rohtosarviapila; French: fenugrec, senègre, senegré; Georgian: ულუმბო, უცხო სუნელი; German: Bockshornklee; Ancient Greek: αἰγίκερας, αἰγόκερας, αἰγόκερως, αἰγοκερωτή, βούκερας, βούκερον, βουκέρως, κεράτιον, λωτός, τῆλις; Irish: seamair Ghréagach; Kurdish Central Kurdish: شِمڵی; Northern Kurdish: şembelîlk; Southern Kurdish: شِمِلیە; Latin: Trigonella foenum-graecum, foenum-graecum, carphos, aegoceras, telis; Maltese: ħelba, fienu; Moroccan Amazigh: ⵜⵉⴼⵉⴹⴰⵚ; Norwegian Bokmål: bukkehornkløver; Persian: شنبلیله; Polish: kozieradka; Russian: пажитник, шамбала, чаман, фенугрек; Spanish: fenogreco, alholva; Swedish: bockhornsklöver; Tashelhit: ⵜⵉⴼⵉⴹⴰⵚ; Tocharian B: wetene; Turkish: çemenotu, çemen, boy otu; Walloon: sinagrêye; Welsh: groegwyran