καλώ

Revision as of 09:34, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM καλῶ, -έω, Α αιολ. τ. κάλημι)
1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.)
2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α. «δεν μέ κάλεσε στον γάμο της» β. «ὁπότε ἐπὶ δεῖπνον καλέσαι», Ξεν.)
3. διατάζω κάποιον να έρθει στο δικαστήριο ως μάρτυρας ή ως κατηγορούμενος («ἕως ἂν τὴν δίκην ἄρχων καλῆ», Αριστοφ.)
4. ζητώ, απαιτώ, αξιώνω (α. «το καλεί η ώρα» ή «το καλεί ο καιρός» — τὸ απαιτούν οι περιστάσεις
β. «ὁ καιρὸς... οὐ μόνον εὔνουν καὶ πλούσιον ἄνδρ' ἐκάλει», Δημοσθ.)
5. δίνω όνομα σε κάποιον, ονομάζω, ονοματίζω («τὸ δ' ἐστὶ ἐν τῆ Θεράπνῃ καλευμένη», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. διατάζω κάποιον ως ανώτερη αρχή να κάνει κάτι («μέ κάλεσε σε απολογία ο υπουργός
2. φρ. α) «καλώ στα όπλα» — προσκαλώ στις τάξεις του στρατού, επιστρατεύω
β) «καλώ σε βοήθεια» — φωνάζω ή κάνω σήματα ζητώντας βοήθεια
νεοελλ.-μσν.
1. προσκαλώ σε αγώνα
2. αποκαλώ, θεωρώ («ἅπαντες τὸν Διγενήν ἐκάλουν εὐεργέτην», Διγ. Ακρ.)
3. παρακινώ («καλεί με να μαλώσομε», Ερωτόκρ.)
μσν.
1. πίνω στην υγεία κάποιου λέγοντας το όνομά του, προπίνω
2. παθ.
1. καλοῦμαι, -έομαι
α) προορίζομαι για κάτι («ἐκλήθηκα δούλη», Ιμπ. και Μαργ.)
β) υποχρεώνομαι να κάνω κάτι
3. φρ. «ὄνομα καλεῖται» — ονομάζεται
μσν.-αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) επικαλούμαι, προσφωνώ (α. «τὸν θεὸν καλοῦμαι μάρτυραν στὴν θλίψιν ὅπου ἔχω», Χρον. Moρ.
β. «τούτων μάρτυρας καλῶ θεούς», Σοφ.)
αρχ.
1. μέσ. φωνάζω κάποιον κοντά μου («Ἑλένην ἐκαλέσσατο φωνῆ», Ομ. Ιλ.)
2. παθ. ονομάζομαι, θεωρούμαι ως κάτι, είμαι κάτιτάδε... πιστὰ καλεῖται», Αισχύλ.)
3. (παθ. παρακμ.) κέκλημαι
(ιδίως για πρόσ. που μεταβαίνουν στον έγγαμο βίο) έχω λάβει όνομα, θεωρούμαι ότι είμαι, είμαι («σὴ παράκοιτις κέκλημαι», Ομ. Ιλ.)
4. φρ. «ὄvoμα καλεῖν τι ή τινα ήἐπὶ τινι» — ονομάζω, καλώ κάποιον με το όνομά του, δίνω όνομα σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. καλέ-ω, - σχηματίστηκε από θ. καλε- που αποτελεί την απαθή και συνεσταλμένη βαθμίδα μιας αρχικής δισύλλαβης ρίζας καλη-. Αυτή η βαθμίδα εμφανίζεται στον αόρ. ε-κάλε-σα καθώς και στα μεταρρηματικά παρ. κάλε-σις, καλε-στός κ.ά. Ο αιολ. τ. κάλη-μι (αν εδώ το -η- δεν οφείλεται σε μετρική έκταση) και το κυπρ. καλή-ζω εμφανίζουν υστερογενώς εκτεταμένη (ως προς το β' φωνήεν) μορφή της ρίζας. Απαντά επίσης θ. κλη- (μηδενισμένη και απαθής βαθμίδα της αρχικής ρίζας) σε ρηματικούς τ. του καλῶ, όπως: παθ. μέλλ. κλη-θήσομαι, παθ. αόρ. -κλήθην, ποιητ. ενεστωτικός τ. με αναδιπλασιασμό κι-κλή-σκω καθώς και στα περισσότερα μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. κλῆσις, κλητήρ, κλητός). Το ρ. καλῶ, τέλος, συνδέεται με τον ουμβρικό τ. προστακτικής kařetu, λατ. calāre «καλώ» (στη λατ. απαντά και θ. clā-, πρβλ. clamo, -āre «φωνάζω»).
ΠΑΡ. καλεστής, καλεστός, κλήση (Α -ις), κλητήρας (Α -ήρ), κλητός
αρχ.
καλήτωρ, κλήδην, κλήτωρ
αρχ.-μσν.
κάλεσις
μσν.
καλεστικός, καλέστρα
μσν.- νεοελλ.
κάλεσμα, καλεσμός
νεοελλ.
καλεσιά.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. καλεσάνδρα, καλεσίχορος. (Β' συνθετικό) ανακαλώ, αντεγκαλώ, αποκαλώ, εγκαλώ, επανακαλώ, μετακαλώ, παρακαλώ, προκαλώ, προσκαλώ, συγκαλώ, συναποκαλώ
αρχ.
αντεπικαλώ, αντικαλώ, αντιπαρακαλώ, εισκαλώ, εκκαλώ, εναπειροκαλώ, επεγκαλώ, επεισκαλώ, επικαλώ, κατακαλώ, προεγκαλώ, προεκκαλώ, προσεπικαλώ, προσεπιπαρακαλώ, προσπαρακαλώ, συμπαρακαλώ, συνεκκαλώ
νεοελλ.
αντιπροκαλώ, αντιπροσκαλώ, θερμοπαρακαλώ, συχνοπαρακαλώ, χιλιοπαρακαλώ].