ἴς
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
English (LSJ)
(A) [ῑ], ἡ, gen. ἰνός, acc. ἶνα, nom.pl. ἶνες, dat.
A ἴνεσι Il.23.191, also ἰσίν Sor. (v. infr.), Suid. s.v. ἶνες, cj. Nauck for εἰσίν in A.Fr.229:—sinew, tendon, sg. once in Hom., ὡς δ' ὅτ' ἂν.. ἀνὴρ.. ἶνα τάμῃ διὰ πᾶσαν Il.17.522: usually in plural, sinews, οὐ γὰρ ἔτι σάρκας τε καὶ ὀστέα ἲνες ἔχουσιν Od.11.219, cf. Il.23.191; ἶνες ἄρθρων Ar.Pax86, cf. Archil.138; ἶνες αὐτὸ μόνον καὶ λεπτὴ δορά, of a person wasted by disease, Ph.2.432; δοράς, σάρκας, ἶνας ib.527: metaph., Τρωίας ἶνας ἐκταμὼν δορί Pi.I.8(7).57.
2 later, the fibrous vessels in the muscles, Pl.Ti.84a, Arist.HA515b27, al.; in blood, fibrine, Id.PA650b14, cf. Pl.Ti.82c, Meno Iatr.17.34: metaph., of metals, Plu.2.434b.
3 rib in the leaves of plants, Thphr.HP3.12.7 (sg.).
4 strip of papyrus, ταῖς τῶν χαρτῶν ἰσίν Sor.1.13: sg., Gal.10.1000.
b λεπτὴ ἴς a small fibre of papyrus, Id.17(1).795.
(B) [ῑ], ἡ, three times in acc. sg. ἶνα (elided ἶν') Il.5.245,7.269, Od.9.538, freq. in instr. ἶφι (q.v.), elsewhere only nom. sg.:—strength, force, of persons, ἀλλ' ἄρα καὶ ἲς ἐσθλή Il.12.320; ἐπέρεισε δὲ ἶν' ἀπέλεθρον 7.269; ἤ μοι ἔτ' ἐστὶν ἴς, οἵη πάρος.. Od.21.283, cf. 11.393, 18.3: freq. in periphrasis, ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο the strong Telemachus, 2.409; κρατερὴ ἲς Ὀδυσῆος Il.23.720; ἲς Ἡρακλῆος Hes.Th.951; and in twofold periphrasis, ἲς βίης Ἡρακληείης ib.332; also of things, ἲς ἀνέμου or ἀνέμοιο, Il.15.383, 17.739, Od.9.71; ἲς ποταμοῖο Il.21.356; κράται' ἴς was read by Ptol.Asc.in Od.11.597; v. κρατύς. (ϝῑ-, cf. γίς· ἰσχύς, Hsch., pr. n. ϝιφιάδας IG7.3172.70, Lat. vis, vim; prob. cogn. with ἵεμαι but not with ἴς (A).)
German (Pape)
[Seite 1262] ἡ, gen. ἰνός, acc. ἶνα, plur. ἶνες, ἴνεσι (eigtl. Fισ, vis), Muskel, Muskel- oder Gliederband, Sehne, Sitz der Körperkraft; οὐ γὰρ ἔτι σάρκας τε καὶ ὀοτέα ἶνες ἔχουσιν Od. 11, 219, vgl. Il. 23, 190; κάλυψε νέκυν, μὴ πρὶν μένος Ἠελίοιο σκήλει' ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν 16, 316 (vgl. νεῦρα); bes. die starken Halsmuskeln, das Genick, ὅτ' ἄν – ἀνὴρ κόψας ἐξόπιθεν κεράων βοός – ἶνα τάμῃ διὰ πᾶσαν 17, 520; vgl. Ap. Rh. 2, 826 μέσσας δὲ σὺν όστέῳ ἶνας ἔκερσε. – Gew. die Muskel-, Körperkraft, ἐσθλή Il. 12, 320, ἐπέρεισε δὲ ἶν' ἀπέλεθρον 7, 269 Od. 9, 538; οὐ γάρ οἱ ἔτ' ἦν ἲς ἔμπεδος, οὐδέ τι κίκυς 11, 393; οὐδέ οἱ ἦν ἲς οὐδὲ βίη 18, 3; εἴ μοι ἔτ' ἔστιν ἴς, οἵη πάρος ἔσκεν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσιν 21, 283; umschreibend, ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο, des Telemach heilige Stärke, der starke T., Od. oft; κρατερὴ ἲς Ὀδυσῆος Il. 23, 720; mit verdoppeltem Nachdruck ἲς βίης Ἡρακληείης Hes. Th. 332. – Auch auf Lebloses übertragen, bes. vom Winde, Il. 15, 383 Od. 9, 71 u. öfter; ποταμοῖο Il. 21, 356. – Pind. Τροΐας ἶνας ἐκταμών I. 7, 53, übertr., die Kraft Troja's; Ar. πρὶν ἂν ἰδίῃς καὶ διαλύσῃς ἄρθρων ἶνας Paz 85, die Sehnenkraft der Gelenke. Bei Hippocr., Plat. Tim. 82 c u. Arist., z. B. H. A. 3, 6, die thierischen Fleischfasern in den Muskeln u. im Blute; bei Theophr. auch die Pflanz- u. Holzfasern; auch von Metalladern, οἷον ἶνες ἢ τρίχες ἀραιαὶ διατρέχουσιν ἐν τοῖς μετάλλοις Plut. def. orac. 43. oder ἵς, veraltetes Pronomen, f. ἴ).
French (Bailly abrégé)
ἰνός (ἡ) :
I. muscle, nerf ; au plur.
1 primit. muscles ; postér. fibre;
2 veine des métaux;
II. p. ext., au sg. force, vigueur, véhémence ; périphr. c. βίη : κρατερὴ ἲς Ὀδυσῆος IL la force puissante d'Ulysse, le vigoureux Ulysse ; ἲς ἀνέμου ou ἀνέμοιο IL, OD la force du vent ; ἲς ποταμοῖο IL la force du fleuve.
Étymologie: pour *Ϝίς, cf. lat. vis.
Russian (Dvoretsky)
ἴς: ἰνός (ῑ) ἡ (dat. pl. ἴνεσι Hom., ἶσιν Aesch.)
1 мышца, мускул: ἶνες καὶ μέλεα Hom. мышцы и члены, т. е. тело, организм; ἄρθρων ἶνες Arph. мышцы тела, мускулатура;
2 сухожилие: σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔχουσιν Hom. сухожилия связывают мышцы и кости;
3 волокно: ἶνες αἵματος Arst. волокнистое вещество крови (т. е. фибрин); ἶνες καὶ νεῦρα Plat. (мышечные) волокна и сухожилия;
4 (у беспозвоночных), кровеносный сосуд (τὰ μικρὰ τῶν ζῴων ὀλίγας ἶνας ἀντὶ φλεβῶν εχουσιν Arst.);
5 прожилка (ἶνες ἐν τοῖς μετάλλοις Plut.);
6 сила, мощь (ἐνὶ μελεσσιν Hom.): описательно κρατερὴ ἲς Ὀδυσῆος Hom. могучий Одиссей; ἲς Ἡρακλῆος или ἲς βίης Ἡρακληείης Hes. могучий Геракл;
7 сила, стремительность, напор (ἀνέμοιο, ποταμοῖο Hom.).
Greek Monolingual
(I)
η (ΑΜ ἴς, ἰνός)
καθένα από τα νηματια που απαρτίζουν ζωικό, φυτικό ή ορυκτό σώμα και τα οποία έχουν επιμήκη λεπτή μορφή
νεοελλ.
1. ανατ. ονομασία που δίνεται σε ανατομικά στοιχεία με διαφορετικούς ρόλους τα οποία έχουν κοινό χαρακτηριστικό τη μακριά και λεπτή μορφή (α. «μυϊκές ίνες» β. «νευρικές ίνες» γ. «συνδετικές ίνες»)
2. βοτ. στον πληθ. οι ίνες
πολύ επιμήκη κύτταρα με παχιές μεμβράνες τα οποία αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του στερεωτικού συστήματος τών φυτών
αρχ.
1. τένοντας
2. νεύρο («οὐ γὰρ ἔτι σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔχουσιν», Ομ. Οδ.)
3. η ινική του αίματος
4. λωρίδα παπύρου («ταῖς τῶν χαρτῶν ἰσίν»)
5. μτφ. ήρωας, πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Έχει υποτεθεί ότι στη λ. ΐς υπήρχε -F-, όπως συνάγεται από το ομηρικό μέτρο, πράγμα που οδήγησε στη σύνδεση της λ. με το (F)is «δύναμη» (βλ. λ. ις). Υποστηρίχθηκε δηλ. είτε ότι η κλίση ἰν-ός, ἶν-α κ.λπ. προήλθε από την αιτιατ. ἶν (προ φωνήεντος) του ουσ. ἴς «δύναμη» είτε ότι το θ. ἰν- ανάγεται σε IE wĩs- < wīs-n-, απ' όπου υστερογενώς προήλθε η ονομαστ. ἴς, ενώ η σημ. «νεύρο» αποτελεί νεωτερισμό της Ελληνικής. Αν όμως αποκλειστεί η σχέση της λ. με το ἴς «δύναμη», τότε δεν υπάρχει βέβαιη ετυμολογία. Υπετέθη απλώς σχέση με τη ρίζα του ἴτυς και με τη γλώσσα του Ησύχ. γίς-ἱμάς.
ΠΑΡ. ινίο(ν), ινώδης
αρχ.
ιναία, ινώ
μσν.
ινάριον
νεοελλ.
ινίδιο.
ΣΥΝΘ. (Α’ συνθετικό) αρχ. ινοειδής
νεοελλ.
ινοβλάστη, ινοβλάστωμα, ινοθώρακας, ινοκυστικός, ινολίπωμα, ινομύζωμα, ινομύωμα, ινοπαγής, ινοσάρκωμα, ινόστεμμα. (Β' συνθετικό) αρχ. άινος, εύινος, λεπτόϊνος, ολιγόϊνος, πολύϊνος.
(II)
(ΑΜ ίνα)
(τελικ. σύνδ.) α) για να, με σκοπό να («ἵνα δὴ μή τινα τῶν νόμων ἀναγκασθῇ λῡσαι», Ηρόδ.)
β) φρ. «ἵνα τί» — για ποιό λόγο, γιατί; («θεέ μου, θεέ μου ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες;», ΚΔ)
μσν.-αρχ.
με αποτέλεσμα να, ώστε να...
αρχ.
1. (σύνδ.) (ελλειπτ. χρήσεις) α) για να οριστεί ο σκοπός τών λεγομένων (i. «Ζεὺς ἔσθ', ἵν' εἰδῇς» — υπάρχει ο Δίας, στό λέω να το ξέρεις, Σοφ.
ii. «ἵν' ἐκ τούτων ἄρξωμαι» — για ν' αρχίσω απ' αυτά, Δημοσθ.)
β) με προτρεπτική σημασία («ἵνα ἐλθὼν ἐπιθῇς τὰς χεῖρας αὐτῇ», ΚΔ)
γ) φρ. «ἵνα τί» ή «ἵνα δὴ τί» — για ποιό σκοπό, προς τί
2. επίρρ. α) εκεί, σ' εκείνο το σημείο («κείνους δὲ κιχησόμεθα πρὸ πυλάων... ἵνα γάρ σφιν ἐπέφραδον ἠγερέθεσθαι» — θα τους συναντήσουμε μπροστά απ' τις πύλες, γιατί εκεί τους παρήγγειλα να συγκεντρωθούν
β) όπου, εκεί όπου («στήσε δ' ἄγων ἵν' Ἀθηναίων ἵσταντο φάλαγγες» — τους οδήγησε και τους τοποθέτησε εκεί όπου είχαν παραταχθεί οι φάλαγγες τών Αθηναίων, Ομ. Ιλ.)
γ) για περιστάσεις («γάμος, ἵνα χρή» — γάμος, κατά τον οποίο πρέπει...)
δ) (με γεν.) σε ποιὸ μέρος, σε τί σημείο (i. «ἵνα τῆς χώρης» — σε ποιὸ σημείο της χώρας, Ηρόδ.
ii. «ἵνα εἶ κακοῦ» — σε τί κακό βρίσκεσαι, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἵ-να
το ἵ- πιθ. < ΙΕ αναφορικό yo- (στο οποίο ανάγεται και η αναφορ. αντων. ὅς «ο οποίος»), ενώ ως προς την κατάλ. -να η λ. συνδέεται με τους τ. της αρχ. ινδ. ye-na, te-na, που δηλώνουν όργανο, μέσο. Η λ. ἵνα, επειδή ως επίρρ. συντασσόταν με υποτακτική, έλαβε αργότερα τη χρήση τελικού συνδέσμου και σημ. «για να». Από τον τ. ἵνα προήλθε ο νεοελλ. σύνδ. να].
Greek (Liddell-Scott)
ἴς: ῑ, ἡ, γεν. ἰνός, αἰτιατ. ἶνα, ὀνομαστ. πληθυντ. ἶνες, δοτ. ἴνεσι Ἰλ. Ψ. 191: - μῦς (τοῦ σώματος), παρ’ Ὁμήρῳ μόνον ἅπαξ καθ’ ἑνικόν, ὡς τὸ ἰνίον, ὁ μυὼν ὁ κατὰ τὸ ὄπισθεν τοῦ τραχήλου μέρος, ὡς δ’ ὅτ’ ἂν... ἀνήρ... ἶνα τάμῃ διὰ πᾶσαν Ἰλ. Ρ. 522: - ἀλλὰ κατὰ πληθ., οἱ μύες, μυῶνες, οὐ γὰρ ἔτι σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔχουσιν, (κατὰ τὸν Σχολ. αἱ ἶνες σημαίνουσιν ἐνταῦθα νεῦρα «ὡς κινήσεώς τε καὶ αἰσθήσεως ὄργανα»), Ὀδ. Λ. 219, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 191· ἶνες ἄρθρων Ἀριστοφ. Εἰρ. 86, πρβλ. Ἀρχίλ. 127· μεταφ., ἥρωες εἶναι αἱ ἶνες τῆς Τροίας, Πινδ. Ι. 8 (7). 113. 2) βραδύτερον (ἀφοῦ οἱ μυῶνες ἐκλήθησαν νεῦρα) αἱ ἶνες εἶναι τὰ ἐντὸς τῶν μυώνων μιτοειδῆ ἀγγεῖα, Λατ. fibrae, Πλάτ. Τίμ. 82C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 6, 1, κ. ἀλλ.· ἶνες αἵματος, τὸ ἰνῶδες μέρος, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4. 1, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 81Α· ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 7 τὰ ἀγγεῖα τῶν φυτῶν· πρβλ. ἰνώδης· - μεταφ. ἐπὶ μετάλλων, Πλούτ. 2. 434Β. 3) λεπτὴ ἴς, ἡ ἐγκαρσία γραμμὴ ἐν τῷ γράμματι Θ, Γαλην. 9. 354. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, κατὰ τὸ πλεῖστον ἰσχύς, δύναμις, «νεῦρα», ἀλλ’ ἄρα καὶ ἲς ἐσθλὴ Ἰλ. Μ. 320· ἐπέρεισε δὲ ἶν’ ἀπέλεθρον, «ἐπεστήριξε δὲ δύναμιν μεγίστην» (Θ. Γαζῆς), Η. 269, κτλ.· ἤ μοι ἔτ’ ἐστὶν ἴς, οἵη πάρος.. Ὀδ. Φ. 283, πρβλ. Λ. 393, Σ. 3· - συχνὸν ἐν περιφρ. ὡς τὸ βίη, ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο, ὁ κραταιὸς Τηλέμαχος· κρατερὴ ἲς Ὀδυσῆος Ἰλ. Ψ. 720· ἲς Ἡρακλῆος Ἡσ. Θ. 951· καὶ ἐν διττῇ περιφρ., ἲς βίης Ἡρακληείης Ἡσ. Θ. 332· οὕτως ἲς ἀνέμου ἢ ἀνέμοιο Ἰλ. Ο. 383, Ρ. 739, Ὀδ. Ι. 71· ἲς ποταμοῖο Ἰλ. Φ. 536. (Ἐκ τῆς √ϜΙΣ· διότι τὸ Ϝ άναφαίνεται παρ’ Ὁμ. ὡς ἐν τοῖς ἶφι, ἴφιος, Λατ. vis, vires· ἐντεῦθεν ὡσαύτως ἰσχύς, Λακων. βίσχυς, (ὅ ἐ. ϝίσχυς) Ἡσύχ. Ἀλλ. ἡ ἐτυμολογία δὲν εἶναι ἄμοιρος δυσκολιῶν, ἴδε Κούρτ. ἀριθ. 615).
English (Autenrieth)
(ϝίς, cf. vis), acc. ἶνα, pl. ἶνες, dat. ἴνεσι: (1) sinew, collectively, Il. 17.522, elsewhere pl.—(2) strength, force, literally and fig.; freq. with gen. as periphrasis for the person, κρατερὴ ἲς Ὀδυσῆος, i. e. the mighty strong Odysseus himself, Il. 23.720 and Il. 21.356.
English (Slater)
ῑς (ἡ)
a strength [ἶν coni. Kayser: κρίσιν codd. (P. 4.253) ] πρόσθα μὲν ς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλανός τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον (Wil.: ἴς Π: σ coni. G-H. v. Ἀχελώιος) fr. 70. 1.
b sinew met., Ἑλέναν τ' ἐλύσατο, Τροίας ἰνας ἐκταμὼν δορί, ταί μιν ῥύοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου ἔργον ἐν πεδίῳ κορύσσοντα (I. 8.52)
Spanish
Greek Monotonic
ἴς: [ῑ], ἡ, γεν. ἰνός, αιτ. ἶνα, ονομ. πληθ. ἶνες, δοτ. ἴνεσι ή ἰσί·
I. μυς (του σώματος), ιδίως, μυς στο πίσω μέρος του αυχένα, σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., μύες, σε Όμηρ.
II. ως επί το πλείστον στον ενικ., δύναμη, ισχύς, «νεύρα», Λατ. vis, σε Όμηρ.· περιφραστικά, όπως το βίη, ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο, κραταιός, δυνατός Τηλέμαχος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
ἴς
Grammatical information: f.
Meaning: power, strength (Hom., Hes.).
Other forms: acc. ἴν(α) (3 times, only before vow., s. below), instr. ἶφι
Derivatives: ἴφι-ος strong (ἴφια μῆλα Hom., D. P.; on the formation Schwyzer 461) with PN as Ϝιφιάδας, Ϝίφιτος (Boeot., Cor.), Ἶφις (Ι 667 a. o.; endearing name); s. also ἴφθιμος. -
Origin: IE [Indo-European] [1123] *uiH- strength
Etymology: H. γίς (= Ϝίς) ... ἰσχύς confirms the identity of (Ϝ)ίς strength with Lat. vīs id.); the expected acc. (Ϝ)ίν = vim can be restored from the always antevocalic ἶν'.
ἰνός
Grammatical information: f.
Meaning: sinew (Hom., Hp., Archil., Ar.), sinew of the neck (Ρ 522), vessels of the muscles, fibrine, of plants, ribs of leaves (Pl., Arist., Thphr.); details of the botan. use in Strömberg Theophrastea 129ff.).
Other forms: mostly pl. ἶνες, dat. ἴνεσι, late ἰσίν, ἴναις.
Compounds: compp. ἄ-, πολύ-ϊνος without, with many ἶνες etc. (Thphr.; Strömberg 135).
Derivatives: ἰνίον n. the sinews at the back of the head, the neck (Il., Hp., Arist.; cf. κρανίον and Chantraine Formation 59); ἰνώδης sinewy, fibrous (X., Arist., Thphr.); prob. also ἰναία δύναμις H. (quite uncertain conj. Peripl. M. Rubr. 46); denomin. verbs: ἰνόω provide with ἶνες, stengthen (Hdn.), ἐξ-ινόω remove the ἶνες, make powerless (Lyc.), also ἐξ-ινίζω, -ινιάζω (Gal., Peripl. M. Rubr. a. o.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The question rises, whether ἴς sinew arose from a remarkable concretization of ἴς strength or was a separate word. Old is the assumption (e. g. G. Meyer Gr.3 418), that the ν-stem inflection ἶν-α, ἶν-ες etc. arose from an expected acc. (Ϝ)ῖν-α; in formal respect this gives a possible solution. - Scheftelowitz IF 33, 158f. assumes an independent word (Ϝ)ίς, (Ϝ)ινός sinew (cf. γίς ἱμάς H.), from a verb bow, bend (s. ἴτυς, ἶρις).
Middle Liddell
I. a muscle, esp. the muscle at the back of the neck, Il.:—in pl. the muscles, Hom.
II. strength, force, Lat. vis, Hom.:—in periphrasis like βίη, ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο the strong Telemachus, Od., etc.
Frisk Etymology German
ἴς: 1.
{í̄s}
Forms: Akk. ἴν(α) (3mal, nur vor Vok., vgl. unten), Instr. ἶφι
Grammar: f.
Meaning: Kraft, Stärke (Hom., Hes.).
Derivative: Davon ἴφιος kräftig (ἴφια μῆλα Hom., D. P.; zur Bildung Schwyzer 461) mit PN wie ϝιφιάδας, ϝίφιτος (böot., kor.), Ἶφις (Ι 667 u. a.; Kosename); s. auch ἴφθιμος. — 2. ἴς, ἰνός f., meist pl. ἶνες, Dat. ἴνεσι, spät ἰσίν, ἴναις Sehne (Hom., Hp., Archil., Ar. u. a.), Nackensehne (Ρ 522), ‘Muskelfaden, Blutfaser (Fibrin), Pflanzenfaser, Blattnerv’ (Pl., Arist., Thphr. u. a.; Einzelheiten aus dem botan. Sprachgebrauch bei Strömberg Theophrastea 129ff.). Kompp. ἄ-, πολύϊνος ohne, mit vielen ἶνες usw. (Thphr.; Strömberg 135). Ableitungen: ἰνίον n. die Sehnenpartie am Hinterkopf, das Genick, der Nacken (Il., Hp., Arist. usw.; vgl. κρανίον und Chantraine Formation 59); ἰνώδης sehnig, fibrös (X., Arist., Thphr. u. a.); wohl auch ἰναία· δύναμις H. (ganz unsichere Konj. Peripl. M. Rubr. 46); denominative Verba: ἰνόω mit ἶνες versehen, stärken (Hdn.), ἐξινόω die ἶνες entfernen, entkräften (Lyk.), auch ἐξινίζω, -ινιάζω (Gal., Peripl. M. Rubr. u. a.).
Etymology : H. γίς (= ϝίς)· ... ἰσχύς bestätigt die Identität von (ϝ)ίς Kraft mit lat. vīs ib. (nach Holthausen IF 62, 152 hierher noch germ. PN wie asächs. Wī-rīc[?]); der zu erwartende Akk. (ϝ)ί̄ν = vim läßt sich aus dem stets antevokalischen ἶν’ leicht wiederherstellen. Es entsteht somit die Frage, ob ἴς Sehne durch eine bemerkenswerte Konkretisierung von ἴς Kraft entstanden ist oder als ein besonderes Wort zu gelten hat. Alt ist die Annahme (z. B. G. Meyer Gr.3 418), daß die ν-Stammflexion ἶνα, ἶνες usw. aus einem erweiterten Akk. (ϝ)ῖνα hervorgegangen sei; in formaler Hinsicht bietet sie eine jedenfalls mögliche Lösung. Nach Sommer Lautstud. 118 wäre ἰν- in ἶνες, ἰνίον usw. als n-Ableitung eines alten s-Stammes *u̯ī-s- (in lat. vīr-ēs?; unsicher, s. W.-Hofmann s. 2. vīs) aus *u̯ī̆s-n- zu erklären, wozu sekundär der Nom. ἴς; auch dabei wird also von dem abstrakten Begriff Kraft ausgegangen. Ähnlich Kretschmer Glotta 30, 94 A. 1 (aus *u̯is-en-), Pisani Ist. Lomb. 76, 14f. (*u̯īs- urspr. neutr.), Specht KZ 59, 291; s. noch Schwyzer 570 m. A. 2. — Dagegen will Scheftelowitz IF 33, 158f. ein besonderes Wort (ϝ)ί̄ς, (ϝ)ινός Sehne (vgl. γίς· ἱμάς H.) ansetzen, von einem Verb biegen (s. ἴτυς, ἶρις), u. zw. entweder aus *u̯ī-n- (vgl. čech. winek Band, Stirnband) oder aus *u̯ī̆s-n- (> gr. ϝιν-).
Page 1,735-736
Mantoulidis Etymological
-ἰνός , ἡ (=μῦς, δύναμη, νεῦρο). Ἀπό ρίζα ϝισ-ἴς (Λατιν. vis).
Παράγωγα: ἰνίον (=αὐχένας), ἰνώδης (=νευρώδης), ἰσχίον.
Léxico de magia
ἡ ac. tardío ἶναν tira de papiro πρὸς ἐπίδοσιν λόγων ἄρας ἶναν γράψον οὕτως para reforzar las palabras toma una tira de papiro y escribe lo siguiente P XXXVI 167