συγγνώμη
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
A fellow-feeling, forbearance, lenient judgement, allowance, Ar.Pax 997, Pl.Criti.107a, Arist.EN1143a23, 1 Ep.Cor.7.6. Phrases: a. συγγνώμην ἔχειν = judge kindly, excuse, pardon, E.Or. 661, Ar.Pax 668, etc.; τινι Hdt.1.116,155, S.Ph.1319, Lys.12.29, Pl.Phd. 88c, X.HG6.2.13, etc.; ἑαυτῷ κακῷ ὄντι Pl.R. 391e; τινος for a thing, Hdt.6.86. γ, S.El.400, Ar.V.368, Lys.10.2, Pl.Phdr.233c, etc.; περί τι Arist.EN1143a22; followed by ὅτι, Hdt.7.13, Pl.R. 472a; by εἰ.., E.Hipp.117, etc.; by inf., S.Aj.1322; c. gen. abs., σ. ἔχε ἐμοῦ παρανοήσαντος Ar.Nu.1479; so συγγνώμην ποιήσασθαι = grant pardon Hdt.2.110; συγγνώμην διδόναι Plb.8.35.2; συγγνώμην νέμειν Paus.2.27.4, Jul.Or.2.50c; ἀπονέμειν Luc.Nigr. 14: opp.
b συγγνώμης τυγχάνειν X.Mem.1.7.4, And.1.141, Lys.1.3; παρά τινος from a person, Id.24.17, Isoc.12.38, etc.; συγγνώμης τινός, ὑπέρ τινος τυχεῖν, for a thing, E.Hipp.1326, Isoc. 12.271; ξυγγνώμην ἁμαρτεῖν.. λήψονται = will be pardoned for offending, Th.3.40; συγγνώμην αἰτεῖσθαι = beg pardon Pl.Criti.106b; συγγνώμην ἔχει = calls for forbearance, S.Tr.328; ἔχοντάς τι ξυγγνώμης Th.3.44; ἐχέτω συγγνώμην = let it pass, Plu.2.1118e.
c πολλὴ ἔκ γε ἐμεῦ ἐγίνετο συγγνώμην Hdt.9.58; συγγνώμη τοι = I excuse you, Id.1.39, cf. Th.8.50 (both c. inf.): συγγνώμη [ἐστί], c. acc. et inf., it is excusable that... Id.4.61, 5.88, cf. D.19.238; τὸ πεπεῖσθαι.. σ. Id.Prooemia 34: also with a part., σ. [ἐστί τινι] πλοῦτον ἀγειρομένῳ AP11.389 (Lucill.); σ. [ἐστὶ] εἰ... ἐὰν... Th.1.32, 4.114, Pl.Hp.Mi.372a.
2 Rhet., confession and avoidance, Hermog.Stat.2, al.
German (Pape)
[Seite 962] ἡ, Verzeihung; συγγνώμην ἔχειν, verzeihen, Soph. El. 392; τινί, Ai. 1301 Phil. 1303 (aber Tr. 328 ἡ τύχη κακὴ μέν, ἀλλὰ συγγνώμην ἔχει ist = verdient Verzeihung), wie Eur. Or. 660 u. öfter; συγγνώμης τυχεῖν, Hipp. 1326; συγγνώμην ἔχειν τινί, Her. 6, 86, 3; τινός, Plat. Phaedr. 233 c u. öfter; Lys. 12, 29; Isocr. 4, 14. 82; συγγνώμην ποιήσασθαι, Her. 2, 110; γίγνεταί μοι συγγνώμη, 9, 58; τούτων ἀπεχομένῳ σοι ἔσται πολλὴ συγγνώμη, Plat. Theaet. 197 a; συγγνώμην αἰτούμενος ὡς περὶ μεγάλων μέλλων λέγειν, Critia. 106 b; auch absolut, συγγνώμη ἀδελφῷ βοηθεῖν, als sprichwörtlich bemerkt, Dem. 19, 238, d. i. daß man dem Bruder beisteht, darf Einem Niemand verargen, nämlich auch in schlechter Sache; συγγνώμης τυγχάνειν παρά τινος, Din. 2, 3; αἰτεῖσθαι, Pol. 4, 14, 7; διδόναι, 12, 7, 5 u. öfter; συγγνώμην ἀπονέμειν τινί, Luc. Alex. 17.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
pardon : συγγνώμην ἔχειν τινί accorder le pardon à qqn ; τινος pour qch ; συγγνώμης τυγχάνειν XÉN obtenir son pardon ; avec une prop. inf. ou avec εἰ, c'est chose pardonnable de ou si;
NT: indulgence, condescendance.
Étymologie: συγγιγνώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγγνώμη -ης, ἡ Att. ook ξυγγνώμη [συγγιγνώσκω] begrip, vergiffenis, excuus:, σ. ἔχειν medelijden hebben (met), begrip hebben (voor), vergiffenis schenken (aan), excuseren, met dat. van persoon; met gen. van zaak:; σ. τὸν θεὸν παραιτέετο αὐτῷ ἴσχειν τῶν ῥηθέντων hij vroeg de god om hem vergiffenis te schenken voor zijn woorden Hdt. 6.86.γ.2; σ. ποιήσασθαι vergiffenis schenken Hdt. 2.110.3 = σ. ἀπονέμειν Luc. 8.14; συγγνώμης τυγχάνειν vergiffenis krijgen Xen. Mem. 1.7.4; συγγνώμην λαμβάνειν geëxcuseerd worden: ξυγγνώμην ἁμαρτεῖν ἀνθρωπίνως λήψονται ze zullen het excuus ontvangen (= in de ogen van anderen het excuus hebben) dat ze op menselijke wijze hebben gefaald Thuc. 3.40.1; σ. (ἐστι) met dat. en ptc. er is begrip voor (iem. ) dat, het is begrijpelijk, vergeeflijk dat iem..; τούτων... μὴ ἀπεχομένῳ σοι ἔσται πολλὴ συγγνώμη het zal je geheel vergeven worden dat je van die dingen niet wegblijft Plat. Tht. 197a; met dat. en inf..; ξυγγνώμην... εἶναι ἑαυτῷ περὶ ἀνδρὸς πολεμίου... κακόν τι βουλεύειν (hij schreef) dat men hem moest excuseren dat hij iets kwaads beraamde tegen zijn vijand Thuc. 8.50.2; ook met AcI; τοὺς... Ἀθηναίους ταῦτα... προνοεῖσθαι πολλὴ ξυγγνώμη het is heel begrijpelijk dat de Atheners dat hebben gepland Thuc. 4.61.5; met εἰ- bijzin: het is vergeeflijk als...
Russian (Dvoretsky)
συγγνώμη: ἡ
1 извинение, прощение (συγγνώμην αἰτεῖσθαι Plat.): σ. τινός Her., Soph. прощение чего-л.; συγγνώμην ἔχειν τινί Her., Plat. даровать кому-л. прощение; συγγνώμην τυγχάνειν τινός Eur. и ὑπέρ τινος Isocr. получать прощение чего-л.; συγγνώμην ἁμαρτεῖν λαμβάνεσθαι Thuc. быть прощенным за свои проступки; κακὴ μὲν αὐτῇ γ᾽, ἀλλὰ συγγνώμην ἔχει Soph. (судьба) жестока к ней, но (зато) несет и прощение; οἷς πολλὴ δοκεῖ σ. εἶναι Plat. им, думается, вполне простительно;
2 снисходительность, уступчивость (περί τι Arst.);
3 позволение, разрешение (κατὰ συγγνώμην NT).
English (Strong)
from a compound of σύν and γινώσκω; fellow knowledge, i.e. concession: permission.
English (Thayer)
(T WH συγγνώμη, cf. σύν, II. at the end), συγγνωμης, ἡ (συγγιγνώσκω, to agree with, to pardon; see γνώμη), from (Sophocles and) Herodotus down, pardon, indulgence: κατά συγγνώμην, οὐ κατ' ἐπιταγήν, by way of concession or permission, not by way of command, 1 Corinthians 7:6.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και συγνώμη Ν, και αττ. τ. ξυγγνώμη Α συγγιγνώσκω
άφεση, χάρη αδικήματος ή παραπτώματος, συγχώρηση
νεοελλ.
1. (αστ. δίκ.) άτυπη δήλωση βούλησης με την οποία ο προσβεβλημένος από παράπτωμα αναγόμενο από τον νόμο σε λόγο λύσης μνηστείας, γάμου ή υιοθεσίας ή σε λόγο αποκλήρωσης και κληρονομικής αναξιότητας συγχωρεί τον πταίσαντα, υπό την έννοια ότι αποσβήνει τις νομικές συνέπειες του παραπτώματος
2. φρ. «ζητώ συγγνώμη», ή, απλώς, «συγγνώμη» — με συγχωρείτε
αρχ.
1. συμπάθεια, εύνοια, επιείκεια
2. (στη ρητ.) α) ομολογία, αναγνώριση
β) αναίρεση, ακύρωση
3. (σε συνεκφορά με τα ρήματα δίδωμι, ποιοῦμαι, νέμω και ἀπονέμω) συγχωρώ
4. φρ. α) «συγγνώμην ἔχω» — συγχωρώ (Ευρ.)
β) «συγγνώμης τυγχάνω [ή λαμβάνω]» — συγχωρούμαι (Ανδοκ.)
γ) «συγγνώμη ἐστί [ή γίγνεταί] τινι» — συγχωρείται κάποιος (Ηρόδ.)
δ) «συγγνώμην αἰτοῦμαι» — ζητώ συγγνώμη (Πλάτ.)
ε) «ξυγγνώμη ἐστί» — πρέπει να συγχωρεθεί (Ηρόδ.)
στ) «συγγνώμην ἔχει» — μπορεί να συγχωρεθεί (Σοφ.).
Greek Monotonic
συγγνώμη: Αττ. ξυγ-γν-, ἡ,
I. αναγνώριση, παραδοχή κάποιου πράγματος, ομολογία, συγγνώμην ἔχειν, ὅτι..., αναγνωρίζω ότι..., σε Ηρόδ.
II. 1. αίσθημα συμπάθειας προς κάποιον, επιεικής κρίση γι' αυτόν, παραχώρηση, προσπάθεια δικαιολόγησής του, σε Αριστοφ., Κ.Δ.
2. συγχώρεση, άφεση, συγγνώμην ἔχειν, συγχωρώ, τινί, σε Ηρόδ., Αττ.· τινός, για κάτι, σε Ηρόδ., Αττ.· αντίθ. προς το συγγνώμης τυγχάνειν, κερδίζω τη συγχώρηση κάποιου, σε Ξεν. κ.λπ.· ξυγγνώμην λήψονται, θα συγχωρεθούν, σε Θουκ.
3. λέγεται για πράξεις, ενέργειες, συγγνώμην ἔχει, επιδέχονται, επιτρέπουν τη συγχώρηση, είναι συγγνωστά, άξια συγχώρεσης, συγχωρήσιμα, σε Σοφ.· ἔχειν τι συγγνώμης, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συγγνώμη: Ἀττ. ξυγγν-, ἡ, ὁμολογία, ἀναγνώρισις, συγγνώμην ἔχειν, ὅτι ...., παραδέχομαι, ὁμολογῶ ὅτι ..., Ἡρόδ. 7. 13, Πλάτ. Πολ. 472Α. ΙΙ. συμπάθεια πρός τινα, αἴσθημα ὅμοιον πρὸς τὸ αἴσθημά τινος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 997· καὶ ὑπονοεῖ ἠθικὴν ἐκτίμησιν τῆς φύσεως πράξεώς τινος, ἐπιεικὴς κρίσις περί τινος, τὸ ἐπιτρέπειν ἢ χαρίζεσθαι, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 11, 1, πρβλ. Ἐπιστ. πρὸς Κορ. ζ΄, 6. 2) συγχώρησις, ἄφεσις πλημμελήματος (ἴδε συγγιγνώσκω IV), α) συγγνώμην ἔχω, συγχωρῶ, Εὐρ. Ὀρ. 661, Ἀριστοφ. Εἰρ. 668, κλπ.· σ. ἔχειν τινὶ Ἡρόδ. 1. 116, 155, Σοφ. Φιλ. 1319, Ἀριστοφ. Νεφ. 138, Ξεν., κλπ.· ἑαυτῷ κακῷ ὄντι Πλάτ. Πολ. 391Ε· τινος, διά τι πρᾶγμα, Ἡρόδ. 6. 86, 3, Σοφ. Ἠλ. 400, Ἀριστοφ. Σφ. 368, Πλάτ., κλπ.· περί τι Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 11, 1. ἑπομένου εἰ ..., Εὐρ. Ἱππ. 117, κτλ.· μετ’ ἀπαρ., Σοφ. Αἴ. 1322· μετὰ γεν. ἀπολ., σ. ἔχε ἐμοῦ παρανοήσαντος Ἀριστοφ. Νεφ. 1480· - οὕτω, σ. ποιήσασθαι Ἡρόδ. 2. 110· διδόναι Πολύβ. 8. 1, 2· νέμειν, ἀπονέμειν Παυσ. 2. 27, 4, Λουκ. Νιγρῖν. 14· - τοὐναντίον τοῦ β) συγγνώμης τυγχάνειν, Ξεν. Ἀπομν. 1. 7, 4, πρβλ. Ἀνδοκ. 18. 30, Λυσί. 92. 7· παρά τινος ὁ αὐτ. 190. 22, Ἰσοκρ. 240C, κτλ.· τινός, ὑπέρ τινος, διά τι πρᾶγμα, Εὐρ. Ἱππ. 1326, Ἰσοκρ. 289D ξυγγνώμην ἁμαρτεῖν ... λήψονται, θὰ συγχωρηθῶσι διὰ τὸ πλημμέλημά των, Θουκ. 3. 40 συγγνώμην αἰτεῖσθαι Πλάτ. Κριτί. 106Β. γ) γίγνεταί τινι ἔκ τινος συγγνώμη Ἡρόδ. 9. 58· ἐστί τοι ξυγγνώμη, παρέχω σοι συγγνώμην, σὲ συγχωρῶ, ὁ αὐτ. 1. 39, πρβλ. Θουκ. 8. 50 - ξυγγνώμη [ἐστὶ] μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., εἶναι συγγνωστέον ..., ὁ αὐτ. 4. 61., 5. 81, Δημ. 415. 16· τὸ πεπεῖσθαι ... ξυγγνώμη ὁ αὐτ. 1443. 27· ὡσαύτως μετὰ μετοχ., σ. [ἐστί τινι] πλοῦτον ἀγειρομένῳ Ἀνθ. Π. 11. 389· σ. [ἐστὶ] εἰ ... ἐάν ..., Θουκ. 1. 24, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων 372Α. 3) ἐπὶ πράξεων, κλπ., κακὰ μέν, ἀλλὰ συγγνώμην ἔχει, ἐπιδέχονται συγχώρησιν, εἶναι συγγνωστά, Σοφ. Τρ. 328· ἔχειν τι ξυγγνώμης Θουκ. 3. 44, πρβλ. Πλούτ. 2. 1118Ε· τὰ ῥηθησόμενα ξυγγνώμης δεῖται Πλάτ. Κριτί. 107Α.
Middle Liddell
I. acknowledgment, confession, συγγνώμην ἔχειν, ὅτι . . to acknowledge that . ., Hdt.
II. a fellow-feeling with another, a lenient judgment, allowance, Ar., NTest.
2. pardon, forgiveness, συγγνώμην ἔχειν to pardon, τινί Hdt., Attic; τινός for a thing, Hdt., Attic:—opp. to συγγνώμης τυγχάνειν, to obtain forgiveness, Xen., etc.; ξυγγνώμην λήψονται, will be pardoned, Thuc.
3. of acts, συγγνώμην ἔχει admit of excuse, are excusable, Soph.; ἔχειν τι ξυγγνώμης Thuc.
Chinese
原文音譯:suggnèmh 尋格-格挪姆
詞類次數:名詞(1)
原文字根:共同-知道(果效)
字義溯源:同識,讓步,准,允准;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(γινώσκω)*=知道)組成
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 允准(1) 林前7:6
English (Woodhouse)
forbearance, forgiveness, pardon, making allowances
Translations
forgiveness
Albanian: falje; Arabic: مَغْفِرَة, غُفْرَان, مُسَامَحَة, عَفْو; Armenian: ներում; Aromanian: ljirtari, ljirtãciuni; Azerbaijani: əfv, bağışlama, bağışlanma; Belarusian: прабачэнне; Bengali: ক্ষমা, মাফি, মাগফিরাত; Bulgarian: опрощение, прошка, извинение; Burmese: ခွင့်လွှတ်ခြင်း; Cebuano: kapasayloan; Chinese Mandarin: 饒恕/饶恕, 寬恕/宽恕; Czech: odpuštění; Danish: tilgivelse, eftergivelse; Dutch: vergeving, vergiffenis; Esperanto: pardono; Estonian: andeksand, andeksandmine; Finnish: anteeksianto, anteeksi antaminen, anteeksiantamus; French: pardon; Georgian: შენდობა, პატიება; German: Verzeihung, Vergebung; Gothic: 𐌰𐍆𐌻𐌴𐍄; Greek: συγχώρεση, συγγνώμη; Ancient Greek: αἴδεσις, αἰδώς, αἴδως, ἄφεσις, ἱλασμός, σύγγνοια, ξύγγνοια, συγγνώμη, συγχώρησις; Hebrew: סְלִיחָה; Hindi: क्षमा, माफ़ी; Hungarian: megbocsátás; Irish: maitheamh; Italian: perdono; Japanese: 容赦; Kazakh: кешірім; Korean: 용서(容恕); Kurdish Central Kurdish: لێبوردن; Kyrgyz: кечирүү; Lao: ການໃຫ້ອະໄພ; Latin: venia, remissio; Latvian: piedošana; Lithuanian: atleidimas; Macedonian: прошка, извинение; Malagasy: Famelana; Manx: maih, maihnys; Maori: murunga, murunga hara; Norwegian Bokmål: tilgivelse; Old English: forġiefnes; Persian: بخشش, گذشت, معافی; Polish: wybaczenie, przebaczenie, odpuszczenie; Portuguese: perdão; Romanian: iertare, scuză, pardon; Russian: прощение, извинение; Serbo-Croatian Cyrillic: опроштење, извињење; Roman: oprošténje, izvinjénje; Slovak: odpustenie; Slovene: odpuščanje; Spanish: perdón; Swahili: ghofira; Swedish: förlåtelse; Tagalog: kapatawaran; Tajik: бахшиш, гузашт; Thai: อโหสิกรรม, การให้อภัย; Tocharian B: kṣānti; Turkish: af, bağışlama; Ukrainian: прощення, пробачення; Urdu: مُعَافِی; Uzbek: kechirish, kechirim; Vietnamese: sự tha thứ; Volapük: pard