ἀμφισβητέω
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
impf. ἠμφεσβήτουν: fut. ἀμφισβητήσω: aor. ἠμφεσβήτησα:—Pass., fut. of med. form
A ἀμφισβητήσομαι Pl. Tht.171b: aor. ἠμφεσβητήθην Id.Plt.276b, al., Is.8.44:—Ion. ἀμφισβατέω twice in Hdt. (v. infr.), SIG279.18 (Zelea): impf. ἀμφεσβάτει Inscr.Prien.37.99; also Aeol. pf. part. Pass. ἀμφισβατημένος IG12(2).6.25 (Mytilene): (v. βαίνω):—lit. go asunder, stand apart: hence, disagree with, ὁ ἕτερος τῶν λόγων τῷ πρότερον λεχθέντι -βατέων Hdt.9.74.
b abs., disagree, dispute, wrangle, Id.4.14, etc.: περί τινος And.1.27, Isoc.4.19, Pl.Prt. 337a; ὑπέρ τινος Antipho3.4.3: πρός τινα 3.1.1; οἱ ἀμφισβητοῦντες = the parties, in a lawsuit, Arist.Rh.1354a31.
2 c. dat. pers., dispute with or argue with a person, Pl.Phdr.263a,al.; τινὶ περί τινος Id.Plt.268a.
3 c. gen. rei, dispute for or dispute about a thing, τοῦ σίτου τοῦ ἡμετέρου D.32.9; lay claim to, τῆς ἡγεμονίας Isoc.4.20; τῶν οὐδὲν ὑμῖν προσηκόντων Epist. Phil. ap. D.12.23; τῆς ἀρχῆς D.39.19; τῆς πολιτείας Arist.Pol.1280a6, cf. 1283a11; τρία τὰ ἀμφισβητοῦντα τῆς ἰσότητος three things which claim equal shares in... 1294a19; τῆς μεσότητος ἀμφισβητέω τὰ ἄκρα EN1125b18:—also ἀμφισβητέω πρός τι make a claim with reference to a standard, Pol. 1283a24.
b Att. law-term, lay claim to property of deceased or guardianship of heiress, χρημάτων Jsoc.19.3; κλήρου D.3.5, 44.38; κληρονομίας Is.3.1: abs., 3.61, 6.3; τινὶ περὶ τῶν πατρῴων 3.61; πρὸς διαθήκην in defiance of a will, Isoc.19.1.
4 c. acc. rei, dispute point, be at issue upon it, ἓν τουτὶ ἀμφισβητοῦμεν Pl.Grg. 472d; οὐκ ἀληθῆ ἀ. Mx.242d; cf. ἀμφισβητητέον.
5 c. acc. et inf., argue, maintain that... ἀ. εἶναί τι Id.Grg.452c, cf. D.27.62, etc.; but ἀμφισβητέω ὅτι ἐστί τι dispute the fact that... Pl.Smp. 215b: with neg., argue or maintain that it is not, τὸ μὴ οὐχὶ ἡδέα εἶναι τὰ ἡδέα λόγος οὐδεὶς ἀ. Phlb.13a; ἠμφεσβήτει μὴ ἀληθῆ λέγειν ἐμέ D.19.19; ἀ. ὡς οὐκ ἀληθῆ λέγει τις Pl.R. 476d,al.: οὐδεὶς ἀ. περὶ τούτων, ὡς οὐ.. Arist.Pol.1287b17; σὺ δὲ ἀμφισβητῶν ἀνὴρ εἶναι Aeschin.2.148.
II Pass., to be the subject of dispute, to be in question, ἀμφισβητεῖταί τι Pl.R. 581e, etc.: impers., ἀμφισβητεῖται περί τι Sph.225b; περί τινος R.457e; ἠμφεσβητήθη μηδεμίαν εἶναι τέχνην Plt.276b; ὁ πολίτης ἀμφισβητεῖται = is a debatable term, Arist.Pol.1275a2; τὰ ἀμφισβητούμενα, = ἀμφισβητήματα, Th. 6.10, 7.18, Isoc.4.19, Pl.Lg.641e, etc.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón. -ᾰτέω Hdt.4.14, 9.74
• Morfología: [impf. ἠμφεσβήτουν Pl.Mx.242d, aor. ind. ἠμφεσβήτησα Is.4.10]
I en gener. no estar de acuerdo, disputar, querellarse
1 abs. estar en desacuerdo Hdt.4.14, οἱ ἀμφισβητοῦντες los litigantes, las partes en un juicio, Arist.Rh.1354a31.
2 c. ac. de cosa discutir ἓν μὲν τουτὶ ἀ. Pl.Grg.472c, οὐκ ἀληθῆ ἀ. objetar falsedades Pl.Mx.242d
•en v. pas. ἀμφισβητοῦνται ἑκάστου εἴδους αἱ ἡδοναί Pl.R.581e, τὰς δὲ διαθήκας ὑφ' ἡμῶν ἀμφισβητουμένας Is.1.42, χώραν ἀμφισβητουμένην terreno discutido Isoc.6.24, cf. Plu.2.190e, γνώμη ἀ. sentencia discutible Thphr.Lex.p.143, τὴν ... ἀ. ὄρχησιν Pl.Lg.815b, το ἀ. ἔδαφος terreno en disputa Wilcken Chr.1.41.3.23 (III a.C.), cf. PCair.Zen.179.1.10 (III a.C.)
•τὰ ἀμφισβητούμενα puntos contenciosos, puntos de controversia τὰ ἀ. ἔχομεν Th.6.10, περὶ τῶν ἀ. ἡμᾶς ἐδίδαξαν nos informaron sobre los puntos a discutir Isoc.4.19, τὸ σοὶ δοκοῦν περὶ τῶν νῦν ἀ. Pl.Lg.641e, ὡς διαλαβὼν περὶ τῶν ἀ. PGen.31.7 (II a.C.).
3 c. dat. de pers. no estar de acuerdo con, discutir con, contradecir ὁ δ' ἕτερος τῶν λόγων τῴ πρότερον λεχθέντι ἀμφισβατέων Hdt.9.74, ἀμφισβητοῦμεν ἀλλήλοις τε καὶ ἡμῖν αὐτοῖς Pl.Phdr.263a, (γυνή) ἀμφισβητοῦσα τῷ Νικομήδει Lys.23.10, ἐνίκησε ... ἅπαντας τοὺς ἀμφισβητήσαντας ἑαυτῇ venció a todos los que se oponían a ella D.43.6
•tb. c. πρός y ac. πρὸς τίνα Antipho 3.1.1, πρὸς ἐμέ Mitteis Chr.2.88.4.16 (II a.C.), πρὸς τὸν πατέρα Mitteis Chr.2.88.1.18 (II a.C.), πρὸς τίνα (λόγον) respecto a un (argumento) Pl.Phlb.11a, cf. Isoc.19.1
•c. dat. de pers. y giro preposicional c. gen. no estar de acuerdo con ... sobre ... βουκόλῳ ... ἀ. περὶ τούτων οὐδενός Pl.Plt.268a, Ξέρξῃ ... περὶ τῆς βασιλείας ἀμφισβητῶν (Ariamenes vino de Bactriana) a disputar a Jerjes el reino Plu.2.173b, ἔθνη περὶ αὐτῶν ἀμφισβητοῦντα ὑμῖν Pl.Lg.638e
•oponerse a ὁ λόγος ἀ. τοῖς φαινομένοις ἐναργῶς Arist.EN 1145b28.
4 c. gen. disputar, discutir sobre, por τοῦ σίτου D.32.9, τῆς θαλάττης Plb.2.71.7
•c. giro preposicional c. gen. περί τινος And.Myst.27, περὶ τῶν λόγων Pl.Prt.337a, περὶ θρεμμάτων Plb.23.1.11, cf. D.C.36.53.3, ὑπέρ τινος Antipho 3.4.3, ὑπέρ τοῦ τειχισμοῦ τῆς πόλεως Plb.5.93.5.
II jur. como término legal ático
1 exigir, reclamar dinero, etc., c. gen. χρημάτων Isoc.19.3, κλήρου D.44.38, τῆς κληρονομίας Is.3.1
•abs. οὐκ ἠμφεσβήτουν ἀλλ' ἡσυχίαν εἶχον Is.11.16, οὐδαμοῦ ἠμφεσβήτησεν Is.4.10, ὀρθῶς ἀ. Arist.Pol.1283a24, περὶ τῶν πατρῴων Is.3.61.
2 en sent. más amplio ref. a cargos, situaciones sociales, etc. pretender, exigir, reclamar τῆς ἡγεμονίας Isoc.4.20, τῆς ἀρχῆς D.39.19, τῆς πολιτείας Arist.Pol.1280a6, τῶν ἀρχῶν Arist.Pol.1283a11
•en sent. abstr. exigir τρία ἐστὶ τά ἀμφισβητοῦντα τῆς ἰσότητος hay tres títulos que exigen la igualdad Arist.Pol.1294a19, (τῆς μεσότητος) ὡς ἑρήμης ἔοικεν ἀμφισβητεῖν τὰ ἄκρα parece que los extremos luchan por (el término medio) como si este faltara Arist.EN 1125b18.
III ref. a una de las posturas en un debate
1 c. complet. de inf. mantener que ἀ. ... τὴν παρ' αὑτῷ τέχνην μείζονος ἀγαθοῦ αἰτίαν εἶναι ἢ τὴν σήν Pl.Grg.452c, cf. D.27.62
•esp. c. neg. mantener que no, decir que no ... τὸ ... μὴ οὐχὶ ἡδέα εἶναι τὰ ἡδέα λόγος οὐδεὶς ἀ. Pl.Phlb.13a, ἀ. μὴ ἀληθῆ λέγειν ἐμέ D.19.19, οὐδ' ἀ. μὴ οὐκ ἀληθῆ ταῦτα εἶναι Is.8.19.
2 c. complet. c. ὡς, ὅτι discutir que, dudar de que ὅτι ... το εἶδος ὅμοιος εἶ τούτοις ... ἀ. Pl.Smp.215b, ἀ. ὡς οὐκ ἀληθῆ λέγομεν Pl.R.476d, ἠμφεσβήτει ὡς ... ἄλλοι τινὲς εἶεν ἀμείνους Pl.Mx.242d.
• Etimología: De ἀμφίς y un derivado de la raíz de ἔβᾱν. Se ha propuesto que hay haplología por *ἀμφισβᾰτητέω.
German (Pape)
[Seite 143] (-βαίνω), impf. ἠμφισβήτουν, Andoc. 1, 27 Lys. 1, 29; ἠμφεσβήτει, Bekk. Plat. Menex. 242 d Dem. 39, 19; aor. ἠμφεσβήτησα, Plat. Gorg. 479 d; Dem. 27, 15; perf. ἠμφεσβήτηκα, ibid. 23; aor. pass. ἠμφισβητήθην, Isaeus 8, 44; Plat. Polit. 276 b; ἀμφισβητήσεται ist pass. Theaet. 171 b; – in den Meinungen auseinander gehen, vgl. ἀμφὶς φράζεσθαι, widersprechen, Her. 4, 14; von ἐρίζειν unterschieden, Plat. Prot. 337 a. – Von Plato an sehr häufig, bes. bei den Rednern. 1) im Widerspruch mit Jemandem, dagegen behaupten, Gegensatz von ὁμολογέω, mit darauf folgendem acc. c. inf., z. B. Pla Gorg. 452 c; Dem. 19, 19, u. so οὐκ ἠμφεσβήτησε μὴ ἔχειν, er leugnete den Besitz nicht, 27, 15; vgl. Lys. 23, 13 u. Plat. Hipp. min. 269 d οὐκ ἀμφ. μὴ οὐχὶ σὲ εἶναι σοφώτερον; häufiger noch ὡς, z. B. ὡς οὐ γνώσεται Charm. 169 e; Parm. 135 a; ὅτι, Conv. 215 b; auch der bloße acc., wie ἓν τουτί Gorg. 472 d; τἀληθῆ Men. 242 d; dah. geradezu bezweifeln, τὴν πραγμάτων ἰσότητα, Arist. – 2) streiten, rechten, πρός τινα Plat. Soph. 246 b; πρὸς ἓν ῥῆμα, gegen, um ein Wort rechten, Dem. 34, 33; häufiger τινί, z. B. Phaedr. 263 a; Is. 8, 27; οἱ ἀμφισβητοῦντες, die Processirenden, Arist. rhet 1, 1. – Der Gegenstand des Streites wird mit dem gen. ausgedrückt, ἡμῖν τοῦ σίτου, Dem. 32, 9, streitet mit uns über das Getreide; vgl. Plat. Polit. 279 a; Polyb. 2, 71, 7; τινὶ περί τινος Plat. Polit. 268 a; τινὶ ὑπέρ τινος Polyb. 1. 71, 5; περί τι Plat. Menex. 237 c. – 3) Anspruch auf etwas machen, τινός, τοῦ εὐφρονεῖν Isocr. 5, 82; τῆς ἡγεμονίας 4, 20; τῆς ἀρχῆς Dem. 39, 19. – Auch im pass. nicht selten; πρᾶγμα ἀμφισβητούμενον u. τὰ ἀμφισβητούμενα, streitige Sachen, Punkte, Isocr. 5, 3; Thuc. 6, 10 u. öfter Polyb., z. B. 1, 68. 80; ἀμφισβητεῖται ἔκ τινος Plat. Theaet. 171 d, von Einem bezweifelt werden; ἀμφισβητεῖται περί τινος, es wird worüber gestritten, Rep. V, 457 e; περί τι Soph. 225 b.
French (Bailly abrégé)
ἀμφισβητῶ :
f. ἀμφισβητήσω ; pour les temps à augment ἠμφισβ- ou ἠμφεσβ-;
litt. aller chacun de son côté, d'où
I. être en désaccord avec : τῷ πρότερον λεχθέντι (λόγῳ) HDT avec le premier récit;
II. disputer, discuter, contester :
1 abs. οἱ ἀμφισβητοῦντες les adversaires, les défendeurs (en justice);
2 avec un seul rég. ἀ. τινι discuter contre qqn ; être en contestation au sujet de qch;
3 avec deux rég. (dat. de pers. et gén. de chose seul ou précédé d'une prép.) τινὸς ἀ. τινι discuter avec qqn au sujet de qch ; Pass. être l'objet d'une contestation, d'une discussion : τὰ ἀμφισβητούμενα les points controversés.
Étymologie: ἀμφίς, βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφισβητέω:
1 расходиться (во мнениях), быть несогласным, спорить (τι, περί τι и περί τινος Plat. и πρός τι Arst.): τῷ πρότερον λεχθέντι (sc. λόγῳ) ἀ. Her. противоречить ранее сказанному; ἀ. πρός τινα Plat. расходиться во мнениях с кем-л.; ἀ. τινι περί τινος Plat., Isae., τινί τινος Dem. и τινι ὑπέρ τινος Polyb. спорить с кем-л. относительно чего-л.; οἱ ἀμφισβητοῦντες Arst., Dem. спорящие стороны (на суде); τὰ ἀμφισβητούμενα Thuc., Plat., Isocr., Polyb. спорные пункты, разногласия; ἀ. μὴ πρός τινα εἶναι τὰς δίκας Lys. возражать против подсудности дела кому-л.;
2 (оспаривая) утверждать: ἀ. τι εἶναί τι Plat. настаивать на чем-л.; ἠμφεσβήτει μὴ ἀληθῆ λέγειν ἐμέ Dem. он утверждал, что я говорил неправду;
3 оспаривать друг у друга, заявлять претензию, претендовать (τινος Isocr., Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφισβητέω: παρατ. ἠμφισβήτουν ἢ ἠμφεσβ-: μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ἠμφισβήτησα ἢ ἠμφεσβ-: - Παθ., μέλλ. κατὰ μέσ. τύπον -ήσομαι Πλάτ. Θεαίτ. 171Β: ἀόρ. ἠμφισβητήθην ἢ ἠμφεσβ-. Περὶ τῆς ἁπλῆς ἢ διπλῆς αὐξήσεως, ὡς πρὸς τὴν ὁποίαν τὰ ἄριστα χειρόγραφα τοῦ αὐτοῦ συγγραφέως ποικίλλουσιν, ἴδε Veitch Ἑλλ. Ρήματα ἐν λ. Ρῆμα τῆς Ἀττ. πεζογρ. δὶς ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. ὑπὸ τὴν Ἰων. μορφὴν ἀμφισβατέω, πρβλ. Ἐπιγρ. Πριήν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2985Β. 6, Μυτιλ. αὐτόθι 2166. 20. (Ἐκ τῆς √ΒΑ, ἴδε βαίνω). Κατὰ λέξιν ὑπάγω χωριστά, ἵσταμαι χωριστά, διίσταμαι, ἑπομ. = διαφωνῶ πρός τινα, ὁ ἕτερος τῶν λόγων, τῷ πρότερον λεχθέντι ἀμφ. Ἡρόδ. 9. 74. β) ἀπολ. διαφωνῶ, φιλονεικῶ, συζητῶ, ἐρίζω, διαφέρομαι, Λατ. altercari, ὁ αὐτ. 4. 14, καὶ Ἀττ. περί τινος Ἀνδοκ. 4. 38, Ἰσοκρ. 44D, Πλάτ. Πρωτ. 337Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 73. 5 καὶ ἀλλ.: ὑπέρ τινος Ἀντιφῶν 124. 15· πρός τινα ὁ αὐτ. 120 ἐν τέλ.: - οἱ ἀμφισβητοῦντες ἢ ἐρίζοντες, οἱ ἀντίδικοι ἐν δίκῃ. Δημ. 1175. 11, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 6 καὶ ἀλλ. 2) μ. δοτ. προσ., ἐρίζω ἢ συζητῶ πρός τινα, τινὶ Πλάτ. Φαῖδρος 263Α και ἀλλ.· τινὶ περί τινος ὁ αὐτ. Πολιτ. 268Α, Ἰσαῖος 44. 8, κτλ. 3) μ. γεν. πράγμ. = ἐρίζω, φιλονεικῶ περί τινος, διά τι, τοῦ σίτου ἀμφ. ἡμῖν, πρὸς ἡμᾶς περὶ τοῦ σίτου, Δημ. 884. 26: ἐντεῦθεν, ἔχω ἀξιώσεις ἐπί τινος, ἀντιποιοῦμαί τινος, τῶν οὐδὲν ὑμῖν προσηκόντων ὁ αὐτ. 165. 11· τῆς ἀρχῆς ὁ αὐτ. 1000. 3· τῆς πολιτείας Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 8, 7, πρβλ. 3. 12, 7· τρία τὰ ἀμφισβητοῦντα τῆς ἰσότητος, τρία πράγματα τὰ ὁποῖα ἔχουσιν ἀξιώσεις ἐπὶ τῆς ἰσότητος, ὁ αὐτ. 4. 8, 9· τῆς μεσότητος ἀμφισβητεῖ τὰ ἄκρα ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 4. 4, 4· - οὕτω καὶ ἀμφ. πρός τι ὁ αὐτ. Πολιτ. 3. 13, 1. β) ὡς δικαν. ὅρος τοῦ Ἀττ. δικαίου, ἐγείρω ἀξιώσεις ἐπὶ τῆς περιουσίας τεθνεῶτος ἢ ἐπὶ τῆς κηδεμονίας κληρονόμου, τοῦ κλήρου ἀμφ. Δημ. 1051. 22., 1092. 3· πρβλ. Ἰσαῖον 44. 8. κἑξ., Α. Β. 256. 13. 4) μ. αἰτ. πράγμ., διαφιλονεικῶ τι, εὑρίσκομαι ἐν ἀμφισβητήσει περὶ αὐτοῦ, ἓν τουτὶ ἀμφισβητοῦμεν Πλάτ. Γοργ. 472D· οὐκ ἀληθῆ ἀμφ. ὁ αὐτ. Μενέξ. 242D: - οὕτω καὶ μετὰ δοτ. πράγμ., ἴδε ἐν λ. ἀμφισβητητέον. 5) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., διισχυρίζομαι ὅτι, ἀμφ. εἶναι τι ὁ αὐτ. Γοργ. 452C, πρβλ. Δημ. 833. 6, κτλ.· οὕτως, ἀμφ. ὅτι ἐστί τι Πλάτ. Συμπ. 215Β· οὕτω καὶ μετ’ ἀρνήσεως, ἐπιμένω, διισχυρίζομαι ὅτι δὲν ἔχει οὕτω τὸ πρᾶγμα, ἀμφ. μὴ εἶναι ἡδέα τὰ ἡδέα ὁ αὐτ. Φίληβ. 13Β· ἠμφισβήτει μὴ ἀληθῆ λέγειν ἐμὲ Δημ. 347. 8· οὕτω καί, ἀμφ. ως οὔκ ἐστί τι Πλάτ. Πολιτ. 476D καὶ ἀλλ.· ἀμφ. περὶ τούτων ὡς οὐ ... Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16, 10. 6) ἐν Αἰσχίν. 48. 1. (148) ὑπάρχει παίγνιόν τι ἐπὶ τῆς λέξεως, σὺ δὲ ἀμφισβητῶν ἀνὴρ εἶναι, οὐ γάρ ἂν τολμήσαιμι εἰπεῖν, ὡς ἀνήρ εἶ, ἐγράφης λιποταξίου, διότι ἐτέθη εἰς τοιαύτην θέσιν ὥστε ὁ ἀκούσας αὐτὴν πρὶν ἀκούσῃ τὰ ἑπόμενα νὰ σχηματίσῃ τὴν ἐναντίαν ἰδέαν. ΙΙ. Παθ., εἶμαι τὸ ἀντικείμενον ἀμφισβητήσεως, ἀμφισβητοῦμαι, ἀμφισβητεῖταί τι Πλάτ. Πολιτ. 581Ε, κτλ.· ἢ ἀπροσ., ἀμφισβητεῖται περί τι ὁ αὐτ. Σοφ. 225Β· περί τινος ὁ αὐτ. Πολ. 457Ε· ἀμφισβητεῖται μή εἶναί τι, εἶναι φιλονεικούμενος, διαφιλονεικεῖται ὁ αὐτ. Πολιτ. 276Β· ὁ πολίτης ἀμφισβητεῖται, δηλ. ἡ λέξις πολίτης εἶναι ἀμφισβητήσιμος, οὐ γὰρ τὸν αὐτὸν ὁμολογοῦσι πάντες εἶναι πολίτην κτλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 2: - τὰ ἀμφισβητούμενα. = τὰ ἀμφισβητήματα, Θουκ. 6. 10., 7. 18, Ἰσοκρ. 44C, Πλάτ. Νόμ. 641D, κτλ.
Greek Monotonic
ἀμφισβητέω: Ιων. -βᾰτέω, μέλ. -ήσω, παρατ. και αόρ. αʹ (με διπλή αύξ.)· ἠμφεσβήτουν, ἠμφεσβήτησα — Παθ. μέλ. του Μέσ. τύπου -ήσομαι, αόρ. αʹ ἠμφισβητήθην ή ἠμφεσβ-· (βαίνω)·
I. 1. κυριολεκτικά, στέκομαι μακριά, και επομένως διαφωνώ με κάτι που ειπώθηκε, με δοτ., σε Ηρόδ.· με δοτ. προσ., διαφωνώ ή ερίζω με, τινί, σε Πλάτ.
2. απόλ., διαφωνώ, φιλονικώ, συζητώ, στον ίδ. κ.λπ.· οἱ ἀμφισβητοῦντες, οι αντίπαλοι, οι διάδικοι σε μια δίκη, σε Δημ.
3. με γεν. πράγμ., διαφωνώ για ή σχετικά μ' ένα ζήτημα, στον ίδ.· επίσης, περί τινος, σε Πλάτ.· έχω αξίωση στην ιδιοκτησία τεθνεώντος προσώπου, τοῦ κλήρου, σε Δημ.
4. με αιτ. πράγμ., αμφισβητώ ένα σημείο, σε Πλάτ.
5. με αιτ. και απαρ., επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω, στον ίδ.
II. Παθ., γίνομαι αντικείμενο αμφισβήτησης, στον ίδ. ή απρόσ., ἀμφισβητεῖται περί τι ή τινος, στον ίδ.· ἀμφισβητεῖται μὴ εἶναι τι, διαφιλονικείται, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: stand apart, disagree, dispute (Att., Hdt.)
Other forms: -βατέω (Ion., Aeol., Lesb.? Rhod.?)
Derivatives: ἀμφισβήτησις juridical term: dispute, controversy, claim (Att.) - Beside ἀμφισβατέω: ἀμφισβασίη (Hdt.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From ἀμφίς and βαίνειν (βῆναι) separate, as if from *ἀμφισβή-της (cf. ἐμπυριβή-της), resp. *ἀμφισβάτης (cf. παραι-βάτης). See Fraenkel Nom. ag. 1, 34 and 117 (partly different).
Middle Liddell
βαίνω
I. literally, to stand apart, and so to disagree with an argument, c. dat., Hdt.:—c. dat. pers. to dispute or argue with, τινι Plat.
2. absol. to dispute, wrangle, argue, Plat., etc.:— οἱ ἀμφισβητοῦντες the opponents, in a lawsuit, Dem.
3. c. gen. rei, to dispute for or about a thing, Dem.; also περί τινος Plat.:— to lay claim to the property of a deceased person, τοῦ κλήρου Dem.
4. c. acc. rei, to dispute a point, Plat.
5. c. acc. et inf. to argue that, Plat.
II. Pass. to be the subject of dispute, Plat.; or impers., ἀμφισβητεῖται περί τι or περί τινος Plat.; ἀμφισβητεῖται μὴ εἶναί τι it is disputed, Plat. Hence
Frisk Etymology German
ἀμφισβητέω: (att., auch Hdt.), -βατέω (ion., wohl auch äol., rhod.)
{amphisbētéō}
Meaning: auseinander gehen, umstreiten, beanspruchen.
Derivative: Ableitungen: ἀμφισβήτησις Rechtsausdruck: Streit, Anspruch, Gegenbehauptung (att., hell. und spät) mit ἀμφισβητήσιμος strittig, umstritten, s. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 54f., 58; ἀμφισβητητικός zur ἀμφισβήτησις gehörend (Pl.). — ἀμφισβήτημα Streitfrage, Streitigkeit (Pl., Arist. usw.) mit ἀμφισβητηματικός (Aps.). — Neben ἀμφισβατέω: ἀμφισβασίη (ion. usw.).
Etymology: Zusammenbildung von ἀμφίς und βαίνειν (βῆναι) auseinander gehen, virtuell von einem (nie existierenden) *ἀμφισβήτης (vgl. ἐμπυριβήτης), bzw. *ἀμφισβάτης (vgl. παραιβάτης). Vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 34 und 117 (teilweise abweichend).
Page 1,99