ἐπαρκέω

From LSJ
Revision as of 14:59, 25 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ; <b class="b3">" to "; <b class="b3">")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαρκέω Medium diacritics: ἐπαρκέω Low diacritics: επαρκέω Capitals: ΕΠΑΡΚΕΩ
Transliteration A: eparkéō Transliteration B: eparkeō Transliteration C: eparkeo Beta Code: e)parke/w

English (LSJ)

fut. -έσω (v. infr.): Ep. aor. inf.
A ἐπαρκέσσαι A.R.2.1161, cf. IG5(1).730.18:—to be strong enough for a thing, in Hom. always of cases of danger or injury: 1. c. acc. rei et dat. pers., ward off something from one, οὐδέ τί οἱ τό γ' ἐπήρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον Il.2.873; οὔτε τι Τηλέμαχος τό γ' ἐπήρκεσεν Od.17.568; οὐδὲν γὰρ αὐτῳ ταῦτ' ἐπαρκέσει τὸ μὴ οὐ πεσεῖν prohibebit quominus.., A.Pr.918.
2 c. acc. rei, ward off, prevent, ἐπαρκέσσαι κακότητα A.R.2.1161; σέ τοι μόνον δέδορκα πημονάν (Reiske for ποιμένων) ἐ. S.Aj. 360 (lyr.).
3 c. dat. pers. only, help, assist, Thgn.871, Hdt.1.91, Lys.13.93, 1 Ep.Ti.5.10, etc.: rarely c. acc. pers., E.Or.803 (troch.): abs., τίς ἄρ' ἐπαρκέσει; who will aid? A. Th.91 (anap.), cf. S.OC777.
II supply, furnish, ἄκος δ' οὐδὲν ἐπἤρκεσαν, τὸ μὴ πόλιν.. παθεῖν A.Ag.1170 (lyr.); ἐ. τινί τι Pl.Prt. 321a, cf. Ar.Pl.830, LXX 1 Ma.11.35, etc.; also ἐ. τινὶ τῶν ἑαυτοῦ impart to him a share of.., X.Mem.1.2.60: c. dat. rei, supply with, πέπλοις E.Cyc.301.
III abs., to be sufficient, enough, ὅσσον ἐπαρκεῖ Sol.5.1 (v.l. ἀπαρκεῖ); ἐπαρκέσει νόμος ὅδ' this law shall prevail, S.Ant.612(lyr.).
2 stand to the credit of, c. dat., γενεᾷ Pi.N.6.60.

German (Pape)

[Seite 905] (s. ἀρκέω), 1) helfen, b eist eben, unterstützen, Theogn. 821; vgl. Buttm. Lexil. II p. 251; τίς ἄρα ῥύσεται; τίς ἄρ' ἐπαρκέσει θεῶν; Aesch. Spt. 92; φίλοις Eur. Hec. 958; θεὸς ἐπήρκεσε Her. 1, 91; τινί, Lys. 13, 93; τοῖς δεομένοις Ar. Plut. 830; Plat. Rep. III, 393 e, für das hom. χραισμεῖν gesetzt; abweichend ποιμένων ἐπαρκέσοντα Soph. Ai. 360; mit dem acc. der Person, Eur. Or. 793; – τινί τι, Jemandem Etwas abwehren, οὐδέ τί οἱ τόγ' ἐπήρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον Il. 2, 873; οὔτε τι Τηλέμαχος τόγ' ἐπήρκεσεν, wehrte es nicht ab, Od. 17, 568; κακότητα Ap. Rh. 2, 1163; οὐδὲν γὰρ αὐτῷ τοῦτ' ἐπαρκέσει τὸ μὴ οὐ πεσεῖν, es wird ihm nicht dagegen helfen, daß er fällt, Aesch. Prom. 920. – 2) gewähren, darreichen; ἄκος Aesch. Ag. 1143; Pind. N. 6, 62; ξένια δοῦναι καὶ πέπλοις ἐπαρκέσαι, damit aushelfen, Eur. Cycl. 301; ἀλληλοφθοριῶν διαφυγὰς αὐτοῖς Plat. Prot. 321 a; Xen. Conv. 4, 43 u. Folgde; τινί τινος, Einem wovon mitteilen, Xen. Mem. 1, 2, 60; Arist. Eth. 9, 2. – 3) intr., hinreichen; δήμῳ ἔδωκα τόσον κράτος, ὅσον ἐπαρκεῖ Plut. Sol. 18; ἐπαρκέσει νόμος ὅδε, das Gesetz wird fortbestehen, Soph. Ant. 608.

French (Bailly abrégé)

ἐπαρκῶ :
1 venir en aide à, secourir : τινι, rar. τινα qqn;
2 écarter : τινι ὄλεθρον IL écarter de qqn la mort ; τινι τὸ μὴ οὐ πεσεῖν ESCHL empêcher qqn de tomber ; τι empêcher qch;
3 subvenir à, pourvoir à, en gén. : τινί τι subvenir à qqn en qch, càd fournir qch à qqn ; τινί τινος fournir à qqn le secours de qch ; ἐπ. ἄκος… τὸ μή et une prop. inf. ESCHL fournir un remède pour que… ne;
4 abs. suffire : ὅσον ἐπαρκεῖ PLUT autant qu'il faut ; avoir toute sa force, prévaloir.
Étymologie: ἐπί, ἀρκέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαρκέω:
1 приходить на (оказывать) помощь, помогать (τινι Eur., Her., Lys., Arph., Plat., Arst., Plut., редко τινα Eur.): οὐδὲν αὐτῷ ταῦτ᾽ ἐπαρκέσει τὸ μὴ οὐ πεσεῖν Aesch. ничто не спасет его от падения; ἐ. τινι πρὸς ἀλυπίαν Plut. утешить чью-л. печаль;
2 уделять, доставлять, давать (τινί τι Plat. и τινί τινος Xen., Arst.): πέπλοις ἐπαρκέσαι Eur. снабдить одеждой; ἄκος ἐ. Aesch. давать средство (спасения);
3 (пред)отвращать (τι Hom.): ἐ. τινι ὄλεθρον Hom. помешать чьей-л. гибели;
4 быть достаточным: ὅσον ἐπαρκεῖ Plut. сколько нужно;
5 быть в силе: καὶ τὸ μέλλον ἐπαρκέσει (v.l. ἐπικρατεῖ) νόμος ὅδε Soph. этот закон сохранит свою силу и впредь.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαρκέω: μέλλ. -έσω, Ἐπικ. ἀόρ. ἀπαρ. ἐπαρσέσσαι Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 473. 8: - εἶμαι ἀρκούντως ἰσχυρὸς πρός τι, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν περιπτώσει κινδύνου ἢ βλάβης: 1) μετ’ αἰτιατ. πράγμ. καὶ δοτ. προσ., ἀποκρούω τι ἀπό τινος, οὐδέ τέ οἱ... ἐπήρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον, «οὐδ’ ἀπεσόβησεν αὐτῷ τὴν χαλεπὴν φθοράν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Β. 873· οὔτε τι Τηλέμαχος τό γ’ ἐπήρκεσεν, ἤμυνεν, ἀπέκρουσεν, ἀπώθησεν, Ὀδ. Ρ. 568. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ. μόνον, οὐδὲν γὰρ αὐτῷ ταῦτ’ ἐπαρκέσει τὸ μὴ πεσεῖν, οὐδόλως θὰ ἐπαρκέσωσιν αὐτῷ ταῦτα (αἱ βρονταὶ δηλ. καὶ αἱ ἀστραπαὶ) εἰς τὸ νὰ μὴ πέσῃ, κατ’ οὐδὲν θὰ συντελέσωσι ταῦτα ὅπως ἐμποδισθῇ ἡ πτῶσις αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 918· ἐπαρκέσαι κακότητα, ἀποκροῦσαι, ἀπῶσαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1161· ἐν Σοφ. Αἴαντι 360 (σέ τοι μόνον δέδορκα ποιμένων ἐπαρκέσοντ’) τὸ ποιμένων ὁ Reiske μετέτρεψεν εἰς τὸ πημονάν. Τὴν διόρθωσιν ταύτην ἐγκρίνει καὶ ὁ Jebb καὶ εἰσήγαγεν αὐτὴν εἰς τὸ κείμενον, 3) μετὰ δοτ. προσώπου μόνον, βοηθῶ, ἔρχομαι εἰς ἐπικουρίαν, Θέογν. 871, Ἡρόδ. 1. 91, Λυσ. 138. 43, Ἀριστοφ. Πλ. 830, κτλ.· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. χραισμεῖν 4: - σπανίως μετ’ αἰτ. προσώπου, ὡς τὸ ὠφελεῖν, Εὐρ. Ὀρ. 803: - ἀπολ., τίς ἄρ’ ἐπαρκέσει; τίς βοηθήσει; Αἰσχύλ. Θήβ. 92· πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 777. ΙΙ. χορηγῶ, παρέχω, μεταδίδωμι, ἄκος δ’ οὐδὲν ἐπήρκεσεν, τὸ μὴ πόλιν... παθεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1170· ἐπ. τινί τι Πλάτ. Πρωτ. 321Α, κτλ.· ὡσαύτως, ἐπ. τινί τινος πᾶσιν ἀφθόνως ἐπήρκει τῶν ἑαυτοῦ, παρεῖχε, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 60· μετὰ δοτ. πράγμ., ἐφοδιάζω τινὰ μέ τι, πέπλοις ἐπαρκέσαι Εὐρ. Κύκλ. 301. 2) ἀναλαμβάνω τὴν δαπάνην περί τινος, γίνομαι χορηγός, Ἀλκιμίδα τό γ’ ἐπάρκεσεν κλειτᾷ γενεᾷ Πινδ. Ν. 6. 103. ΙΙΙ. ἀπολ., ἐπαρκῶ, ὡς καὶ νῦν, ὅσσον ἐπαρκεῖ Σόλων 4. 1· (πρβλ. ἀπαρκέω)· ἐπαρκέσει νόμος ὅδ’ οὗτοςνόμος θὰ ἐπκρατήσῃ, Σοφ. Ἀντιγ. 612. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπαρκεῖ· ὑπουργεῖ, χορηγεῖ, βοηθεῖ».

English (Autenrieth)

bring defence to, ward off; τινί τι, Od. 17.568.

English (Slater)

ἐπαρκέω provide ἄγγελος ἔβαν, πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο, Ἀλκίμιδα, δέ γ' ἐπαρκέσαι κλειτᾷ γενεᾷ (Turyn: τό γ' ἐπαρκέσε codd.: “infinitivo apud verbum γαρύω sane inusitato” Schr.: cf. Fraenkel on Agam. 1170) (N. 6.60)

English (Strong)

from ἐπί and ἀρκέω; to avail for, i.e. help: relieve.

English (Thayer)

ἐπάρκω; 1st aorist (ἐπηρκεσα), subjunctive ἐπαρκέσω; properly, to avail or be strong enough for ... (see ἀρκέω); hence,
a. to ward off or drive away, τί τίνι, a thing for another's advantage equivalent to a thing from anyone (Homer), to defend.
b. to aid, give assistance, relieve (Herodotus, Aeschyl, others): τίνι, to give aid from one's own resources, ἐπαρκείσθω (L text T Tr WH marginal reading) for ἐπαρκείτω (R G L marginal reading WH text); (κατά δύναμιν ἀλλήλοις ἐπάρκειν, Xenophon, mem. 2,7, 1).

Greek Monotonic

ἐπαρκέω: μέλ. -έσω,
I. 1. αποκρούω κάτι από κάποιον, τι, τινι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με αιτ. πράγμ. μόνο, αποκρούω, αποτρέπω, εμποδίζω, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπ. μὴ πεσεῖν, prohibere quominus, σε Αισχύλ.
3. με δοτ. προσ. μόνο, βοηθώ, υποστηρίζω, ενισχύω, συνδράμω, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· σπανίως με αιτ. προσ., όπως το ὠφελεῖν, σε Ευρ.· απόλ. τίς ἄρ' ἐπαρκέσει; ποιος θα βοηθήσει, ποιος θα με συνδράμει; σε Αισχύλ.
II. εφοδιάζω, παρέχω, τι, στον ίδ.· ἐπ. τινί τινος, παρέχω, χορηγώ σε αυτόν ένα μερίδιο από κάτι, σε Ξεν.· με δοτ. πράγμ., εφοδιάζω με κάτι, σε Ευρ.
III. απόλ., επαρκώ, είμαι αρκετός, επικρατώ, υπερισχύω, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. έσω
I. to ward off a thing from a person, τί τινι Il.
2. c. acc. rei only, to ward off, prevent, Od.; ἐπ. μὴ πεσεῖν, prohibere quominus, Aesch.
3. c. dat. pers. only, to help, assist, Hdt., Ar.:—rarely c. acc. pers., like ὠφελεῖν, Eur.:—absol., τίς ἄρ' ἐπαρκέσει; who will aid? Aesch.
II. to supply, furnish, τι Aesch.; ἐπ. τινί τινος to impart to him a share of, Xen.; c. dat. rei, to supply with a thing, Eur.
III. absol. to be sufficient, to prevail, Soph.

Chinese

原文音譯:™parkšw 誒普-阿而咳哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:在上-足夠
字義溯源:幫助,有益於,援助,救濟;由(ἐπί)*=在⋯上,在)與(ἀρκέω)*=避免,滿足)組成
出現次數:總共(3);提前(3)
譯字彙編
1) 能幫助(1) 提前5:16;
2) 就該幫助(1) 提前5:16;
3) 救濟(1) 提前5:10