λάσκω

From LSJ

τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάσκω Medium diacritics: λάσκω Low diacritics: λάσκω Capitals: ΛΑΣΚΩ
Transliteration A: láskō Transliteration B: laskō Transliteration C: lasko Beta Code: la/skw

English (LSJ)

impf.
A ἔλασκον E.El.1214 (lyr.): fut. λᾰκήσομαι Ar.Pax381, 384: aor. 1 ἐλάκησα [ᾰ] ib.382 (δια-λᾱκήσας Id.Nu.410 is prob. from διαλακέω, Dor. for διαληκέω): aor. 2 ἔλᾰκον, Ep. λάκον Il.14.25, al.: aor. 1 ἔληξα Herod.8.65: pf. λέληκα Il.22.141, Arist.HA618b31, λέλᾱκα A.Pr.407 (lyr.), Ar.Ach.410 (paratrag.); part. fem. λελᾰκυῖα Od.12.85:—Med., v. infr. 11:—ring, rattle, crash:
I of things, ring when struck, λάκε χαλκὸς νυσσομένων ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσι Il. 14.25; λάκε δ' ἀσπίς 20.277; also λάκε δ' ὀστέα the bones cracked, broke with a crash, 13.616; λάκε δ' ἀμφὶ πυρὶ ὕλη crackled, Hes. Th. 694; ἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαι creaked under the weight, A.Th. 153 (lyr.):—this sense occurs only in aor. 2 Act.
II of animals, scream, of the falcon, ὀξὺ λεληκώς Il.22.141; of the nightingale in the falcon's talons, τί λέληκας; Hes.Op.207; also, of dogs, howl, bay, Σκύλλη… δεινὸν λελακυῖα Od.l.c.; rare in Prose, οὐ μινυρίζει οὐδὲ λέληκεν, of the black eagle, Arist.l.c.:—this sense occurs only in pf., exc. in Ep. aor. Med., κύνες λελάκοντο h.Merc.145.
III of human beings, shout, scream, cry aloud, λέληκεν ἢν καὶ μηδέν' ἀνθρώπων ὁρᾷ Semon.7.15; φόβος μυχόθεν ἔλακε A.Ch.35 (lyr.), cf. S.Ant. 1094, etc.; τί λέλακας; Ar.Ach. l. c.; μή νυν λακήσῃς Id.Pax382: hence of Oracles, utter, A.Ag.1426 (lyr.), S.Tr.824 (lyr.), Ar.Pl. 39; also, sing, πρὸς αὐλόν E.Alc.346.
2 c. acc. cogn., shriek forth, utter aloud, ὀλολυγμόν A.Ag.596; στονόεν λέλακε χώρα Id. Pr.l.c.; λ. βοάν E.El.l.c., cf. Ion776 (anap.); ἀγγελίας Id.IT461 (anap.); πῆμα A.Ag.865; ῥῆμα γενναῖον Ar.Ra.97: c. dupl. acc., τοιαῦτα λάσκεις τοὺς… φίλους; E.Andr.671:—in this sense only in Trag. and (rarely) Com.

German (Pape)

[Seite 18] oder ληκέω, s. ἐπιλ., dor. λακεῖ, Theocr. 2, 24; ἔλασκον, Aesch. Ag. 582; fut. λακήσω, u. λακήσομαι, Ar. Pax 381. 384, wo die Quantität des α nicht zu erkennen ist, aor. ἐλάκησα, mit kurzem α, Ar. Pax 382 (διαλακήσασα, Ar. Nubb. 410); aor. II. ἔλακον, λακεῖν, und med. ἐλακόμην, wozu λελάκοντο gehört, H. h. Merc. 145; perf. λέλακα, ion. λέληκα, aber fem. part. λελακυῖα; – 1) tönen, krachen, von leblosen Dingen, die durch einen Wurf od. Schlag ertönen, nur aor. II., λάκε χαλκὸς νυσσομένων ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσιν Il. 14, 25, λάκε δ' ἀσπίς, der Schild krachte, vom Wurfspieß getroffen, 13, 616; vgl. Hes. Th. 694; ἔλακον ἀξόνων βρι θομένων χνόαι Aesch. Spt. 138. Bei Sp. bes. = unter Geräusch, Gekrach zerbrechen, zerkrachen, Hesych. erkl. λάκε durch ἐθλάσθη, συνετρίβη. So ἐλάκησε Act. Ap. 1, 18. – 2) von Tieren, schreien; vom gellenden Schreien des Falken, Il. 22, 241; der gewürgten Nachtigall, Hes. O. 209, vom Hundegebell, κύνες λελάκοντο H. h. Herc. 145; Σκύλλη δεινὸν λελακυῖα Od. 12, 85. – Bei den Tragg. auch von menschlicher Stimme, laut reden, sprechen, bes. auch verkünden, weissagen, περίφρονα δ' ἔλακες Aesch. Ag. 1401; ἀμβόαμα Ch. 35, öfter; μἡ πώποτ' αὐτὸν ψεῦδος ἐς πόλιν λακεῖν Soph. Ant. 1094; τοὔπος τὸ θεοπρόπον ὅτ' ἔλακεν ὁ θεός Trach. 824; κακὸν ἄκρον Ion 776; ἀγγελίας I. T. 461; τί δῆθ' ὁ Φοῖβος ἔλακεν ἐκ τῶν στεμμάτων Ar. Plut. 39; τί λέλακας, was schreist du, Ach. 410; vgl. Eur. Hipp. 55; π ρόπασα δ' ἤδη στονόεν λέλακε χώρα Aesch. Prom. 407; μὴ νῦν λακήσῃς Ar. Pax 382; auch = schelten, schmähen, ξένης ὕπερ τοιαῦτα λάσκεις τοὺς ἀναγκαίους φίλους Eur. Andr. 672.

French (Bailly abrégé)

f. λακήσομαι, ao. ἐλάκησα, ao.2 ἔλακονinf. λακεῖν ; pf. λέλακα au sens d'un prés.
I. seul. à l'ao.2 craquer : λάκε χαλκός IL, ἀσπίς IL l'armure d'airain, le bouclier craqua ; λάκε ὀστέα IL les os craquèrent;
II. p. ext. résonner, retentir avec force, d'où
1 crier, pousser un cri retentissant ; avec un acc. : λ. ὀλολυγμόν ESCHL pousser des hurlements;
2 faire entendre un chant : πρὸς αὐλόν EUR en se faisant accompagner de la flûte;
3 dire à haute voix, annoncer, proclamer ; ἀγγελίας EUR des nouvelles ; particul. en parl. d'oracles;
NT: casser, briser en morceaux.
Étymologie: R. Λακ, faire du bruit, résonner, retentir.

Russian (Dvoretsky)

λάσκω: тж. med. (fut. λᾰκήσομαι, aor. 1 ἐλάκησα, aor. 2 ἔλακον, pf. λέλᾱκα - эп. λέληκα, inf. λακεῖν, part. pf. λεληκώς)
1 звучать, греметь, звенеть (λάκε χαλκός Hom.);
2 трещать: λάκε ὀστέα Hom. затрещали (переломленные) кости;
3 кричать (τί λέληκας; Hes. и τί λέλακας; Arph.): οὐδὲ κύνες λελάχοντο HH даже собаки не лаяли;
4 (о крике, вопле) издавать, испускать (ὀλολυγμόν Aesch.; βοάν Eur.);
5 громко возглашать, провозглашать, возвещать (ψεῦδος Soph.; ἀγγελίας Eur.; ῥῆμα γενναῖον Arph.): λ. τοὺς φίλους Eur. осыпать друзей оскорблениями;
6 петь (λ. πρὸς αὐλόν Eur.);
7 (с шумом), лопаться (ἐλάκησε μέσος NT).

Greek (Liddell-Scott)

λάσκω: παρατ. ἔλασκον Τραγ.· μέλλ. λᾰκήσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 381, 384· ἀόρ. α΄ ἐλάκησα [ᾰ] αὐτόθι 382, (διαλᾱκήσας) αὐτόθι Νεφ. 410, πιθ. ἐκ τοῦ διαλᾱκέω, Δωρ. ἀντὶ -ληκέω)· ― ἀόρ. β΄ ἔλᾰκον, Ἐπικ. λάκον Ὅμ.· ― πρκμ. λέλᾱκα, Ἰων. λέληκα Ἰλ., μετοχ. θηλ. λελᾰκυῖα Ὀδ. ― Μέσ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. (Ἐκ τῆς √ ΛΑΚ, ἥτις φαίνεται λακεῖν, λακίς, πρβλ. ληκέω, λᾱκέω, λακάζω, λασκάζω, λακερός, λακέρυζα· Σανσκρ. lap, lap-âmi (loquor, queror)· Λατ. loq-uor, loq-uax, κτλ.). Κροτῶ, ἠχῶ· Ι. ἐπὶ πραγμάτων, ἃ ἠχοῦσι κρουόμενα, λάκε χαλκὸς νησσομένων ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσι Ἰλ. Ξ. 25· λάκε δ’ ἀσπὶς Υ. 277· ὡσαύτως λάκε δ’ ὀστέα, τὰ ὀστᾶ ἐκρότησαν, ἐθραύσθησαν μετὰ τριγμοῦ, Ν. 616· λάκε πυρὶ ὕλη, ἔτριζε, Ἡσ. Θ. 694· ἔλακον ἀξόνων βριθόμεναι χνόαι, ἔτριζον ὑπὸ τὸ βάρος, Αἰσχύλ. Θήβ. 153· ― ἡ ἔννοια αὕτη ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ ἀορ. β΄ ἐνεργ. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων, κράζω, φωνάζω, ὡς ἐπὶ τοῦ κίρκου, ὀξὺ λεληκὼς Ἰλ. Χ. 141· ἐπὶ τῆς ἀηδόνος ἐν τοῖς ὄνυξι τοῦ κίρκου, τί λέληκας; Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 205· ὡσαύτως ἐπὶ κυνῶν, ὠρύομαι, ὑλακτῶ, Σκύλλη... δεινὸν λελᾰκυῑα Ὀδ. Μ. 85· σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, οὐ μινυρίζει οὐδὲ λέληκεν (λέλακεν;), ἐπὶ τοῦ μελαναέτου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 3· ― αὕτη ἡ ἔννοια ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ πρκμ., ἐξαιρέσει τοῦ Ἐπικ. μέσ. ἀορ., κύνες λελάκοντο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 145. ΙΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, κράζω, κραυγάζω, φωνάζω μεγαλοφώνως, Αἰσχύλ. Χο. 35, Σοφ. Ἀντ. 1094, κτλ.· τί λέλακας; Ἀριστοφ. Ἀχ.· μή νυν λακήσῃς ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 382· ― ἐντεῦθεν ἐπὶ χρησμῶν, θορυβωδῶς διακοινῶ, διαλαλῶ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1426, Σοφ. Τρ. 824, Ἀριστοφ. Πλ. 39· ὡσαύτως ᾄδω, πρὸς αὐλὸν Εὐρ. Ἄλκ. 346. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., κράζω μεγαλοφώνως, ἐκπέμπω, διαλαλῶ, ἔλασκον ὀλολυγμὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 596, πρβλ. Πρ. 407· λ. βοὰν Εὐρ. Ἠλ. 1214, Ἴων 776· ψεῦδος ἐς πόλιν λ. Σοφ. Ἀντ. 1094· ἀγγελίας, πῆμα, κτλ., Εὐρ. Ι. Τ. 461, κ. ἀλλ.· ῥῆμα γενναῖον Ἀριστοφ. Βάτρ. 97· μετὰ διπλῆς αἰτ., τοιαῦτα λάσκεις τούς... φίλους Εὐρ. Ἀνδρ. 671. ― Ἐπὶ ταύτης τῆς σημασ. μόνον παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, κυρίως Τραγ. IV. μετὰ γεν., διαρρήγνυμαι, «σκάνω», ἐλάκησε μέσος Πράξ. Ἀπ. α΄, 18· δράκων φυσηθεὶς ἐλάκησε Πράξ. Θωμᾶ § 33, σ. 219 ἔκδ. Taf., πρβλ. Γεωπ. 13. 15.

English (Autenrieth)

aor. 2 λάκε, perf. part. w. pres. signif. λεληκώς, λελακυῖα: give voice, of animals, Scylla (as dog), a falcon, Il. 22.141; of things, sound, χαλκός, ἀσπίς, ὀστέα. (Il. and Od. 12.85.)

English (Thayer)

1st aorist ἐλάκησα; (cf. Alexander Buttmann (1873) Ausf. Sprchl. ii., p. 233; Krüger, 2:1, p. 134; Kühner, § 343, i., p. 858; (Veitch, under the word); Winer's Grammar, 88 (84));
1. to crack, crackle, crash: Homer, Hesiod, Tragg., Aristophanes
2. to burst asunder with a crack, crack open: ὁ δράκων φυσηθεις (after having sucked up the poison) ἐλάκησε καί ἀπέθανε καί ἐξεχύθη ὁ ἰός αὐτοῦ καί ἡ χολή, Act. Thomae § 33, p. 219, Tdf. edition.

Greek Monolingual

λάσκω (Α)
1. (για πράγματα) κάνω κρότο, ηχώ («λάκε χαλκὸς νυσσομένων ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσι», Ομ. Ιλ.)
2. (για πτηνό) κράζω, κρώζω
3. (για σκύλο) γαυγίζω («Σκύλλη... δεινὸν λελακυῑα», Ομ. Οδ.)
4. (για πρόσ.) κραυγάζω, φωνάζω δυνατά («λέληκεν ἤν καὶ μηδέν' ἀνθρώπων ὁρᾷ», Σιμων.)
5. βγάζω χρησμό («τί δῆτα Φοῑβος ἔλακεν ἐκ τῶν στεμμάτων;», Αριστοφ.)
6. εκστομίζω μεγαλοφώνως («ὀλολυγμόν... ἔλασκον εὐφημοῦν τες», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. αορ. ἔλακον και παρακμ. λέληκα είναι οι αρχαιότεροι αναγόμενοι σε ΙΕ. ρίζα lā(ı)- «κραυγάζω». Από το θ. του αορ. σχηματίστηκαν οι ενεστ. λάσκω < λάκ-σκω με επίθημα -σκω (πρβλ. γηράσκω) και λακάζω, ενώ από το θ. του παρακμ. σχηματίστηκαν οι τ. λᾱκέω, ἐλᾱκησα. Η αρχική σημ. του θ. ήταν «κραυγάζω», από όπου η σημ. «κάνω θόρυβο, τρίζω» για τον τ. λακέω και η σημ. του «μιλώ, ανακοινώνω» για τους τ. ἔλακον και λάσκω.

Greek Monotonic

λάσκω: (από √ΛΑΚ), μέλ. λᾰκήσομαι, αόρ. ἐλάκησα [ᾰ], αόρ. βʹ ἔλᾰκον, Επικ. λάκον, παρακ. λέλᾶκα, Ιων. λέληκα, Επικ. θηλ. μτχ. λελᾰκυῖα, γʹ πληθ. Μέσ. με αναδιπλ. αορ. βʹ λελάκοντο·
I. λέγεται για πράγματα, ηχώ, κάνω κρότο, λάκε χαλκός, σε Ομήρ. Ιλ.· λάκε δ' ὀστέα, τα κόκαλα έτριζαν, έσπασαν με κρότο, στο ίδ.
II. λέγεται για ζώα, κρώζω, φωνάζω, κράζω, λέγεται για το γεράκι, ὀξὺ λεληκώς, στο ίδ.· λέγεται για το αηδόνι στα νύχια του γερακιού, τί λέληκας; σε Ησίοδ.· επίσης, λέγεται για σκύλους, υλακτώ, γαβγίζω, σε Ομήρ. Οδ.
III. 1. χρησιμ. για ανθρώπους, κραυγάζω, φωνάζω δυνατά, σε Αισχύλ., Σοφ., κ.λπ.· τίλέλᾱκας; σε Αριστοφ.· μή νυν λακήσῃς, στον ίδ.· λέγεται για χρησμούς, διαλαλώ, κοινολογώ, διαδίδω, γνωστοποιώ, σε Αισχύλ., κ.λπ.· επίσης, τραγουδώ, πρὸς αὐλόν, σε Ευρ.
2. με σύστ. αιτ., ουρλιάζω, διαλαλώ, ξεστομίζω, σε Τραγ.
IV.ραγίζω, σπάζω, κατακερματίζω, σε Καινή Διαθήκη

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: ring, rattle (only λακεῖν), crash (-ληκέω), (λακέω), shout, scream, speak loudly; on the meaning Björck Alpha impurum 280 ff. (A., E., Ar.).
Other forms: Lengthened λασκάζει φλυαρεῖ, θωπεύει H., ἐπι-ληκέω (θ 379), (δια-)λακέω (Ar. Nu. 410, Theoc., Act. Ap. 1, 18), λακάζω (A.), also λάω in (ὀξὺ) λάων? (cf. s.v.), aor. λακεῖν (Il., trag.), λελακέσθαι (h. Merc.), λακῆσαι (Ar. Pax 382), -λακῆσαι (Ar. Nu. 410), fut. λακήσομαι (Ar. Pax 381,384), perf. λέληκα (X 141), λέλακα (A. in lyr., E., Ar.).
Derivatives: 1. From λακεῖν: λάκος ἦχος, ψόφος; λακερόν ἠχαῖον (cod. εἰκαῖον) H., λακέρυζα screaming (κορώνη Hes.; also κύων, second. -ζος; Schwyzer 473 472 A. 3) with λακερύζω, -ομαι (EM, H., Phot., Suid.), but s. on λαγκύζεσθαι; λακέτας (λακ-?) kind of cicada (Ael.; cf. Gil Emer. 25,318); λάκημα fragment (cf. Björck 282; at least partly to λακίς, s. v.). 2. From ληκέω, λακέω: Λακητήρ spit of land of Kos (Fraenkel Nom. ag. 1, 162); here also Ληκήτρια f. name of a goddess (Lyc. 1391) after Schwyzer RhMus. 75, 448 (codd. Ληκτηρ-); ληκητής cryer and λακεδόνες f. pl. bawling (Timo). To the old pair λακεῖν: λέλακα, -ηκα (cf. κραγεῖν κέκραγα a. o.) the other forms were created: to λακεῖν: λάσκω (from *λάκ-σκω; cf. below), λακάζω, λακῆσαι, λελακέσθαι (old?); to λέλακα, -ηκα: λακέω, ληκέω, λακῆσαι, perhaps also λάω (s.v.); λακήσομαι allows both interpretations as the quantity is uncertain.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No certain connections outside Greek. Jokl Untersuchungen 205 compares Alb. laikatis flatter, persuade. Without the κ (λάσκω = λά-σκω) doubting W. P. Schmid IF 62, 238 n. 68; unconvincing) we can connect the words discussed sub λῆρος. WP. 2, 376 f., Pok. 658 f.(?), also W.-Hofmann s. loquor. - Root speculations in Ammer Sprache 2, 210.

Middle Liddell

[from Root !λακ]
I. to ring, rattle, crash, λάκε χαλκός Il.; λάκε δ' ὀστέα the bones cracked, broke with a crash, Il.
II. of animals, to shriek, scream, of the falcon, ὀξὺ λεληκώς Il.; of the nightingale in the falcon's talons, τί λέληκας; Hes.; also of dogs, to howl, bay, Od.
III. of men, to shout, scream, cry aloud, Aesch., Soph., etc.; τί λέλᾱκας; Ar.; μή νυν λακήσηις Ar.:—hence of Oracles, to noise abroad, Aesch., etc.: also, to sing, πρὸς αὐλόν Eur.
2. c. acc. cogn. to shriek forth, utter aloud, Trag.
IV. to crack or burst asunder, NTest.

Frisk Etymology German

λάσκω: (A., E., Ar.),
{láskō}
Forms: erweitert λασκάζει· φλυαρεῖ, θωπεύει H., ἐπιληκέω (θ 379), (δια-)λακέω (Ar. Nu. 410, Theok., Act. Ap. 1, 18 u. a.), λακάζω (A.), auch λάω in (ὀξὺ) λάων? (vgl. s.v.), Aor. λακεῖν (Il., Trag.), λελακέσθαι (h. Merc.), λακῆσαι (Ar. Pax 382), -λακῆσαι (Ar. Nu. 410), Fut. λακήσομαι (Ar. Pax 381,384), Perf. λέληκα (poet. seit X 141, auch Arist.HA 618b. 31), λέλακα (A. in lyr., E., Ar. [parod.])
Grammar: v.
Meaning: krachen (nur λακεῖν), klatschen (-ληκέω), platzen (λακέω), kreischen, schreien, laut sprechen, verkünden; ausführlich über Bedeutung und Verbreitung Björck Alpha impurum 280 ff.
Derivative: Ableitungen: 1. Von λακεῖν: λάκος· ἦχος, ψόφος; λακερόν· ἠχαῖον (cod. εἰκαῖον) H., λακέρυζα krächzend (κορώνη Hes. u. a.; auch κύων, sekund. -ζος; Schwyzer 473 472 A. 3) mit λακερύζω, -ομαι (EM, H., Phot., Suid.); λακέτας (λακ-?) Art Zikade (Ael.; vgl. Gil Emer.25,318); λάκημα Riß (vgl. Björck 282; wenigstens teilweise zu λακίς, s. d.). 2. Von ληκέω, λακέω: Λακητήρ Landspitze der Insel Kos (Fraenkel Nom. ag. 1, 162); dazu Ληκήτρια f. N. einer Göttin (Lyk. 1391) nach Schwyzer RhMus. 75, 448 (codd. Ληκτηρ-); ληκητής Schreier und λακεδόνες f. pl. Geschrei (Timo). Zu dem alten Formpaar λακεῖν: λέλακα, -ηκα (vgl. κραγεῖν· κέκραγα u. a.) wurden die übrigen Formen nach und nach hinzugeschaffen: zu λακεῖν: λάσκω (aus *λάκσκω; vgl. unten), λακάζω, λακῆσαι, λελακέσθαι (alt?); zu λέλακα, -ηκα: λακέω, ληκέω, λακῆσαι, vielleicht auch λάω (s.d.); λακήσομαι läßt wegen der unsicheren Quantität beide Deutungen zu.
Etymology: Ohne sichere außergriech. Entsprechung. Jokl Untersuchungen 205 vergleicht alb. laikatis schmeicheln, beschwatzen. Bei Abtrennung des κ (λάσκω = λάσκω fragend W. P. Schmid IF 62, 238 A. 68; wenig glaubhaft) ergibt sich Anschluß an die s. λῆρος besprochenen Schallwörter. WP. 2, 376 f., Pok. 658 f., auch W.-Hofmann s. loquor. — Wurzelbetrachtung bei Ammer Sprache 2, 210.
Page 2,88-89

Chinese

原文音譯:l£scw 拉士何
詞類次數:動詞(1)
原文字根:破裂
字義溯源:裂開^,裂縫,爆開,崩裂
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 崩裂(1) 徒1:18

Mantoulidis Etymological

(=ἠχῶ, φωνάζω). Ἀπό ρίζα λακ-. Θέμα λακ+σκ+ω = λάσκω. Ἀπό τήν ἴδια ρίζα: λακίς (=σχίσμα), λακίζω (=σπαράζω), λακερός, λακέρυζα (=αὐτή πού κραυγάζει), λάκος, ὁ (=θόρυβος), λακάζω (=φωνάζω).