σβέννυμι
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
English (LSJ)
Hdt.2.66, Pl.Lg.835e, etc.; σβεννύω, Pi.P.1.5, Hp.Acut. 54, Thphr. Ign.19, etc.: impf.
A ἐσβέννυον Paus.4.21.4: fut. σβέσω App BC2.68, (κατα-) A.Ag.958, E.IT633; Ep. σβέσσω Orac. ap. Hdt. 8.77, Theoc.23.26: aor. ἔσβεσα Il.16.293 (tm.), S.Aj.1057, Ar.Av. 778 (lyr.); Ep. inf. σβέσσαι Il.16.621; Ion. inf. κατα-ς βῶσαι Herod. 5.39: pf. and aor. 2, v. infr.:—Med., fut. σβήσομαι (ἀπο-) Pl.Lg. 805c: aor. σβέσαντο Q.S.1.795:—Pass., Hes.Op.590: fut. σβεσθήσομαι Gal.7.17: aor. ἐσβέσθην Hp.Acut. (Sp.) 26, (κατ-) X.HG5.3.8; Ep. συνέσβετο Opp.H.2.477, etc.: pf. ἔσβεσμαι Longin.21.1, Ael.NA9.54, etc., (ἀπ-) Hp.Int.43:—besides these, aor. 2 and pf. and plpf. Act. are used intr., ἔσβην Il.9.471, (ἀπ-) E.Fr.971, (κατ-) Hdt.4.5; imper. σβῆτε (trans.) Sophr. in Stud.Ital.10.123; part. ἀποσβείς Hp.Epid.4.31: pf. ἔσβηκα (ἀπ-) X.Cyr.8.8.13, (κατ-) A.Ag. 888: plpf. ἐσβήκει (ἀπ-) Pl.Smp. 218b:—quench, put out, used by Hom. in the literal sense only in compd. κατα-σβέννυμι (q.v.); σ. τὸ καιόμενον Hdt.2.66; κεραυνόν Pi.P.1.6; φλόγα Th.2.77, A.R.4.668.
2 of liquids, dry up, ἡ Μηδικὴ πόα σ. τὸ γάλα Arist.HA522b25, cf. AP9.549 (Antiphil.).
3 generally and metaph., quench, quell, check, κεῖνός γ' οὐκ ἐθέλει σβέσσαι χόλον Il.9.678; ἀνθρώπων σβέσσαι μένος 16.621; ὕβριν Simon. (132) ap.Hdt.5.77, cf. Orac. ap. eund.8.77, Heraclit.43, Pl.Lg.835e; εἰ μὴ θεῶν τις τήνδε πεῖραν ἔσβεσεν S.Aj.1057; ὡς φόνῳ σβέσῃ φόνον E.HF40; ἔσβεσε κύματα νήνεμος αἴθρη Ar.Av.778; σ. αὔξην καὶ ἐπιρροήν Pl.Lg.783b; τὸν θυμόν ib.888a; καῦμα (in the bowels) Hp.Acut.54; ὁ βορέας σ. τὴν θερμότητα Arist.Mete.347b4; λιθάργυρον ὄξει ἢ οἴνῳ σ. cooling it, Dsc.5.87; ὕδατι δίψαν σ. A.R.3.1349; σ. τυραννίδα Epigr. ap. Plu.Lyc.20; κλέος AP9.104 (Alph.); Ἑλλάδα φωνήν ib.451; regard as extinguishable, ταύτας τὰς δυνάμεις Plot.6.4.10.
II Pass. σβέννυμαι (with intr. tenses of Act., v. supr.), to be quenched, go out, of fire, οὐδέ ποτ' ἔσβη πῦρ Il.9.471; of inflamed pustules, go down, disappear, Hp.Acut. (Sp.) 26; ἰχθύων.. ᾠὰ μετὰ ἁλῶν σβεσθέντα (s.v.l.) καὶ ἐποπτηθέντα Diph.Siph. ap. Ath.3.121c: metaph. of men, become extinct, die, AP 7.20 (Simon.?); of a city, ib.9.178 (Antiphil.).
2 of liquids, run dry, γάλα Arist.HA587b28; πηγαί AP9.128; αἷμα Plu.2.49d; αἶγες σβεννύμεναι goats which are going off their milk, Hes.Op. 590.
3 generally, to be quelled or lulled, of wind, οὐδέ ποτ' ἔσβη οὖρος Od.3.182; of sound, σβέννυτο θωρήκων ἐνοπή Tryph.10: metaph., τὸ μάχιμον σβεννύμενον ὑπὸ γήρως Plu.Pomp.8; ἐσβέσθη Νίκανδρος his charm is quenched, AP12.39; of an orator, D.H.Pomp. 4; ἐσβέσθη τὰ φίλτρα AP7.221, cf. Philostr.VA1.33, Longin.21.1; of legal proceedings, to be cancelled, διὰ τὸ ἐσβέσθαι πᾶν σπέρμα δίκης PMonac.1.43 (vi A.D.). (I.-E. zgu̯es-, cf. ζείναμεν· σβέννυμεν, Hsch., Lith. gèsti 'to be extinguished'.)
French (Bailly abrégé)
f. σβέσω, ao. ἔσβεσα, pf. inus.
Pass. ao. ἐσβέθην, ao.2 ἔσβην, pf. ἔσβεμαι;
1 éteindre, acc. ; fig. supprimer, détruire, anéantir, acc. ; Pass. être éteint, s'éteindre;
2 en parl. de liquides dessécher, acc. ; Pass. se sécher, se dessécher;
3 apaiser, calmer : χόλον IL éteindre ou apaiser la colère ; Pass. s'apaiser, se calmer : ἔσβη οὖρος OD le vent s'apaisa ; s'affaiblir, s'atténuer : τὸ μάχιμον σβεννύμενον ὑπὸ γήρως PLUT l'humeur batailleuse éteinte par la vieillesse.
Étymologie: R. Σβεσ, éteindre.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σβέννῡμι en σβεννύω, praes. med. σβέννυμαι; sigm. aor. ἔσβεσα, ep. inf. σβέσσαι, ptc. σβέσας; stamaor. ἔσβην; aor. pass. ἐσβέσθην; perf. act. alleen in compos. ἔσβηκα, plqperf. alleen in compos. ἐσβήκειν; perf. med.-pass. ἔσβεσμαι, alleen in compos. ἀπέσβεσμαι; fut. σβέσω, ep. σβέσσω act., met acc. (causat.) met sigm. aor., aor. pass., perf. act. en pass., fut. maken dat … uitgaat, blussen, (uit)doven:; σβεννύναι τὸ καιόμενον het brandende vuur blussen Hdt. 2.66.3; overdr. beteugelen, kalmeren:. σβέσσαι μένος de vechtlust doen doven Il. 16.621; κεἰ μὴ θεῶν τις τήνδε πεῖραν ἔσβεσεν en als niet één van de goden deze poging in de kiem had gesmoord Soph. Ai. 1057. intrans. med.-pass. met stamaor. ἔσβην (uit)doven, uitgaan:; οὐδέ ποτ’ ἔσβη πῦρ nooit doofde het vuur Il. 9.471; overdr. minder worden, doven:; οὐδέ ποτ’ ἔσβη οὖρος nooit ging de wind liggen Od. 3.182; τὸ μάχιμον ἤδη σβεννύμενον ὑπὸ γήρως de vechtlust die door de ouderdom al minder vurig werd Plut. Pomp. 8.5; uitdrogen:. γάλα αἰγῶν σβεννυμενάων melk van geiten die aan het uitdrogen zijn Hes. Op. 590.
German (Pape)
[ῡ], auch σβεννύω, κεραυνὸν σβεννύεις, Pind. P. 1.5; fut. σβέσω, aor. ἔσβεσα, inf. ep. σβέσσαι, perf. pass. ἔσβεσμαι und aor. ἐσβέσθην;
1 im act. auslöschen, löschen; zunächst vom Feuer, πῦρ, πυρκαϊήν, Il. 16.293, 23.237, 250, 24.791, in welchen Stellen richtiger eine tmesis von κατασβέννυμι angenommen wird; ἔσβεσεν ἀστέρας, Mel. 35 (XII.59); – dann auch von flüssigen Dingen, erschöpfen, austrocknen machen; – und übertragen, stillen, dämpfen, mäßigen, bes. von Leidenschaften, χόλον, μένος σβέσσαι, Il. 9.678, 16.621; κεἰ μὴ θεῶν τις τήνδε πεῖραν ἔσβεσεν, Soph. Aj. 1036, Schol. ὁρμὴν ἔπαυσεν; Eur. vrbdt ὡς φόνῳ σβέσῃ φόνον, Herc.Fur. 40; in Prosa: οἳ μάλιστα ὕβριν σβεννύασιν, Plat. Legg. VIII.835d; σβέσαντες τὸν θυμόν, X.888a; auch ἐσβέσαθ' ἡρώων κλέος, Alpheus Mit. 9 (IX.104), und oft in der Anth., z.B. ὕβριν Ep.adesp. 159 (VI.343); ἀγλαΐην Agath. 39 (VII.602), ἀγηνορίην Paul.Sil. 36 (V.301), εὐφροσύνην Ep.adesp. 386 (IX.375), und sonst.
2 im pass. σβέννυμαι, mit dem aor.2 act. ἔσβην, σβείην, σβῆναι (fut. ἀποσβήσομαι), und dem perf. ἔσβηκα, erlöschen, ausgehen; zunächst vom Feuer, Il. 9.471; ὁ θάνατός ἐστι σβεσθῆναι, Luc. V.H. 1.29; von flüssigen Dingen, vertrocknen, austrocknen, versiegen, dah. αἶγες σβεννύμεναι, Ziegen, die nicht mehr säugen, Hes. O. 592; – überh. sich legen, still oder ruhig werden, nachlassen, aufhören; vom Winde, ἔσβη οὖρος, Od. 3.183; und bes. von Leidenschaften, τὸ μάχιμον ἔδη σβεννύμενον ὑπὸ γήρως, Plut. Pomp. 8; oft in der Anth., wo auch ἐσβέσθη Νίκανδρος gesagt ist, Ep.adesp. 19 (XII.39), seine Schönheit ist erloschen und die Liebesglut, die er einflößte. – In der Kochkunst = dämpfen, μεθ' ἁλῶν σβεσθέντα καὶ ἐποπτηθέντα, Ath. III.121c.
Russian (Dvoretsky)
σβέννῡμι: и (только praes.) σβεννύω (эп. fut. σβέσσω, aor. ἔσβεσα - эп. ἔσβεσσα, inf. aor. σβέσσαι; aor. 2 ἔσβην в знач. pass.)
1 тушить, гасить (τὸ καιόμενον Her.; δύναμιν πυρός NT); pass. гаснуть, тухнуть (οὐδέ ποτε ἔσβη πῦρ Hom.; αἱ λαμπάδες σβέννυνται NT);
2 перен. погашать, возмещать (φόνῳ φόνον Soph.);
3 успокаивать, умерять, унимать, смирять, обуздывать, сдерживать (μένος ἀνθρώπων Hom.; ὕβριν Her.; ἐπιρροήν Plat.; τὴν θερμότητα Arst.): τὸ θαρσαλέον σβεννύμενον ὑπὸ γήρως Plut. отнятая старостью отвага; pass. утихать (ἔσβη οὖρος Hom.);
4 подавлять, уничтожать (Ἑλλάδα φωνήν Anth.);
5 иссушать: ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα Arst. от мидийской травы (у коров) пропадает молоко; σβέννυντο πηγαί Anth. источники иссякли; αἶγες σβεννύμεναι Hes. козы, не дающие молока;
6 приправлять, сдабривать (ἡδύσμασι μυρίοις τὸν φόνον Plut.).
Spanish
English (Strong)
a prolonged form of an apparently primary verb; to extinguish (literally or figuratively): go out, quench.
Greek Monolingual
και σβεννύω ΜΑ
σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ.
β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.)
αρχ.
1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.)
2. καταπνίγω, κατευνάζω, καταπραΰνω (α. «κεῖνος γ' οὐκ ἐθέλει σβέσσαι χόλον», Ομ. Ιλ.
β. «ἔσβεσε κύματα νήνεμος αἴθρη», Αριστοφ.)
3. εξαλείφω, εξαφανίζω («σβεννύναι κλέος», Ανθ. Παλ.)
4. καταστρέφω, εξολοθρεύω («σβεννύναι ταύτας τὰς δυνάμεις», Πλωτίν.)
5. καταλύω («σβεννύντας ποτὲ τούσδε τυραννίδα χάλκεος Ἄρης εἶλε», επιγρ.)
6. (σχετικά με φόνο) εκδικούμαι («ὡς φόνῳ σβέσῃ φόνον», Ευρ.)
7. ψύχω («λιθάργυρον ὄξει ἢ οἴνῳ σβεννύναι», Διοσκ.)
8. παθ. σβέννυμαι και σβεννύομαι
α) (αμτβ.) i) (για φλεγμονή ή εξάνθημα) εξαλείφομαι, εξαφανίζομαι
ii) κοπάζω, ησυχάζω, παύω (α. «οὐδέ ποτ' ἔσβη οὖρος», Ομ. Οδ.
β. «τὸ μάχιμον σβεννύμενον ὑπὸ γήρως», Πλούτ.)
iii) (για πρόσ.) πεθαίνω
β) (για πόλη) καταστρέφομαι, ερημώνομαι
γ) διαγράφω («διὰ τὸ ἔσβεσθαι πᾶν σπέρμα δίκης», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σβέννυμι (< σβέσ-νυμι, με ένθημα -νυ-, πρβλ. δείκ-νυ-μι) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα zgwes- «εξαλείφομαι, σβήνω» (πρβλ. βαλτ. gestu «καταστρέφομαι, σβήνω, εξαφανίζομαι», αρχ. σλαβ. ugasiti, αρχ. ινδ. jāsayati «εξολοθρεύω»). Στην ΙΕ ρίζα zgwes- με ηχηρό συριστικό σύμφωνο και χειλοϋπερωικό φθόγγο οδήγησαν οι τ. που παραδίδει ο Ησύχιος: ζείναμεν
σβέννυμεν, ζόασον
σβέσον, ζοάσεις σβέσεις. Προβλήματα, ωστόσο, παρουσιάζει η μορφή του σ-βέννυμι και ως προς την εμφάνιση αρκτικού σ- (προσφιλές στην Ελληνική, που όμως δεν μαρτυρείται σε άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα) και ως προς την απόδοση του χειλοϋπερωικού φθόγγου της ρίζας με χειλικό σύμφωνο -β- αντί του αναμενόμενου οδοντικού (πριν από φωνήεν -ε-). Πολλοί μάλιστα έχουν αποδώσει τις φωνολογικές αυτές ανακολουθίες που παρουσιάζει ο σχηματισμός του σβέννυμι σε λόγους εκφραστικότητας που συνεπάγεται ένα ρ. με σημ. «σβήνω, εξαλείφω, εξολοθρεύω». Το σύστημα του ρ. σβέννυμι στηρίζεται στο θ. σβεσ- που μαρτυρείται αρχικά στον σιγματικό αόρ. ἔσβεσ(σ)α και στο ρηματ. επίθ. ἄσβεστος. Ο ενεστ. σβέννυμι (< σβέσ-νυ-μι) είναι μτγν., όπως και οι παθ. αόρ. ἐσβέσθην και παρακμ. ἔσβεσμαι, σχηματισμένος από το θ. σβεσ- του σιγματικού αορ. (πρβλ. κορέννυμι < αόρ. ἐκόρεσα, στορέννυμι < ἐστόρεσα). Ο αόρ. β' ἔσβην σχηματίστηκε κατά τα ἐκάην, ἐάγην
και με μακρό φωνηεντισμό μαρτυρείται ο τ. κατα-σβῶσαι].
Greek Monotonic
σβέννῡμι: ή -ύω, μέλ. σβέσω, Επικ. σβέσσω· αόρ. αʹ ἔσβεσα, Επικ. απαρ. σβέσσαι — Μέσ., μέλ. σβήσομαι, αόρ. αʹ ἐσβεσάμην — Παθ., αόρ. αʹ ἐσβέσθην, παρακ. ἔσβεσμαι· εκτός αυτών, ο αόρ. βʹ, παρακ. και Ενεργ. υπερσ. χρησιμ. ως αμτβ., ἔσβην, ἔσβηκα, ἐσβήκειν·
I. 1. σβήνω, καταστέλλω, καταπραΰνω, καταπαύω, Λατ. extinguere, σε Ηρόδ., Πίνδ.
2. καταστέλλω, δαμάζω, θέτω υπό έλεγχο, μετριάζω, σβέννυμι χόλον, μένος, σε Ομήρ. Ιλ.· κύματα, σε Αριστοφ. κ.λπ.
II. Παθ. σβέννυμαι (με αμτβ. χρόνους της Ενεργ., βλ. ανωτ.), δαμάζομαι, εξαλείφομαι, κατασβήνομαι, κοπάζω, παύω να καίω, Λατ. extingui, λέγεται για πυρκαγιά, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ.,
1. λέγεται για ανθρώπους, εξοντώνομαι, φονεύομαι, εξαλείφομαι, σε Ανθ.
2. γενικά, πραΰνομαι, κατευνάζομαι, μετριάζομαι, ησυχάζω, λέγεται για τον άνεμο, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
σβέννῡμι: Πλάτ., κλ.· ἢ σβεννύω Πινδ. Π. 1. 8, Θεόφρ. κλ.· παρατ. ἐσβέννυον Παυσ. 4. 21, 4· - μέλλ. σβέσω Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 68, (κατα-) Αἰσχύλ., Εὐριπ. Ἐπικ. σβέσσω Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 8. 77· - ἀόρ. ἔσβεσα Ὅμ., Ἀττ., Ἐπικ. ἀπαρ. σβέσαι Ἰλ. Π. 621· - πρκμ. καὶ ἀόρ. β΄, ἴδε κατωτ. - Μέσ., μέλλ. σβήσομαι (ἀπο-) Πλάτ. Νόμ. 805C· ἀόρ. ἐσβέσατο Ἀνθ. Π. 9. 104. - Παθ., Ἠσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 588· μέλλ. σβεσθήσομαι Γαλην.· - ἀόρ. ἐσβέσθην Ἱππ. 400. 52, (κατ-) Ξεν., κλ.· - πρκμ. ἔσβεσμαι Αἰλ. π. Ζ. 9. 54, κτλ., (ἀπ-) Ἱππ. 555. 56· - πλὴν τούτων ὁ ἀόρ. β΄ καὶ ὁ πρκμ. καὶ ὑπερσ. ἐνεργ. κεῖνται ἀμεταβάτως, ἔσβην Ἰλ. Ι. 471, (ἀπ-) Εὐρ. Ἀποσπ. 961, (κατ-) Ἡρόδ. 4. 5· μετοχ. ἀποσβεὶς Ἱππ. 1133· πρκμ. ἔσβηκα (ἀπ-) Ξεν. Κύρ. 8. 8, 13, (κατ-) Αἰσχύλ. Ἀγ. 888· ὑπερσ. ἐσβήκει (ἀπ-) Πλάτ. Συμπ. 218Β. (Ἐκ τῆς √ΣΒΕ ἢ ΣΒΕΣ· ἐντεῦθεν καὶ τὸ Λατ. Ve-sev-us, Ve-suv-ius, δηλ. ὁ «ἄσβεστος», κατὰ τὸν Pott Et. Forsch. 1. 87). Σβήνω, Λατ. extinguere, καὶ εὕρηται παρ’ Ὁμήρῳ ἐπὶ τῆς κυριολεκτικῆς σημασίας του μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ κατα-σβέννυμι, ὃ ἴδε, σβ. τὸ καιόμενον Ἡροδ. 2. 66· κεραυνὸν Πινδ. Ι. 1. 8· φλόγα αἴματι Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 668. 2) ἐπὶ ὑγρῶν, ἐξαντλῶ, κάμνω νὰ ξηρανθῇ, ἴδε κατασβέννυμι. 3) καθόλου καὶ μεταφορ., σβήνω, καταπνίγω, κατευνάζω, καθησυχάζω, καταπραΰνω, κεῖνός γ’ οὐκ ἐθέλει σβέσσαι χόλον Ἰλ. Ι. 678· ἀνθρώπων σβέσσαι μένος ΙΙ. 621· ὕβριν Σιμωνίδ. (133) παρ’ Ἡροδ. 5. 77, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 835D· εἰ μὴ θεῶν τις τήνοε πεῖραν ἔσβεσεν Σοφ. Αἴ. 1057· ὡς φόνῳ σβέσῃ φόνον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 40· ἔσβεσε κύματα νήνεμος αἴθρη Ἀριστοφ. Ὄρν. 778· σβ. αὔξην καὶ ἐπιρροὴν Πλάτ. Νόμ. 783Α· τὸν θυμὸν αὐτόθι 888Α· ὁ βορέας σβ. τὴν θερμότητα Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 10, 4· ὕδατι δίψαν σβ. Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 1349· σβ. τυραννίδα Ἀνθ. Π. παράρτ. 314· κλέος αὐτόθι 9. 104· Ἑλλάδα φωνήν αὐτόθι 451. ΙΙ. Παθητ. σβέννυμαι (μετὰ τῶν ἀμεταβ. χρόνων τοῦ ἐνεργ., ἴδε ἀνωτέρ.), σβήνομαι, «χάνομαι», Λατ. extingui, κυρίως ἐπὶ τοῦ πυρός, οὐδὲ ποτ’ ἔσβη πῦρ Ἰλ. Ι. 471, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 61· ἐπὶ ἐξανθημάτων φλεγμαινόντων, καταπίπτω, ἐξαφανίζομαι, Ἱππ. 400. 52· ᾠὰ μετὰ ἁλῶν σβεσθέντα, ψυχρανθέντα, Δίφιλ. παρ’ Ἀθην. 121C· μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπων, σβήνομαι, ἀπέρχομαι, ἐκλείπω, ἀποθνήσκω, Σιμωνίδ. (;) 190, Ἀνθ. Π. 7. 20. 2) ἐπὶ ὑγρῶν, ξηραίνομαι, πήγνυμαι, γάλα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 11, 2· (πρβλ. ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα αὐτόθι 3. 21, 4)· πηγαὶ Ἀνθ. Π. 9. 128· αἷμα Πλούτ. 2. 49D· αἶγες σβεννύμεναι, ὧν τὸ γάλα στειρεύει, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 588, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. 2. 1, σ. 349., 2. 2, σ. 179. 3) καθόλου, καταπίπτω, ἡσυχάζω, κοπάζω, παύω, ἐπὶ ἀνέμου, οὐδὲ ποτ’ ἔσβη οὖρος Ὀδ. Γ. 183· τὸ μάχιμον σβεννύμενον ὑπὸ γήρως Πλουτ. Πομπ. 8· ἐσβέσθη Νίκανδρος, ἡ ὁρμὴ τοῦ πάθους του ἐσβέσθη, κατέπαυσεν, Ἀνθ. Π. 12. 39· ἐπὶ ῥήτορος, Διον. Ἁλ. πρ. Γναῖον Πομπ. 4· ἐσβ. τὰ φίλτρα Ἀνθ. Π. 7. 221, πρβλ. Φιλόστρ. 42, Λογγῖν. 21.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: quench, to extinguish, to be extinguished, extinct (IA.).
Other forms: -ύω (Pi., Hp. a. o.), aor. σβέσ(σ)αι (Il.), pass. σβεσθῆναι (IA.), fut. σβέσω (A., E. a. o.); midd. σβέννυμαι (Hes.), aor. σβῆναι (Il.), fut. σβήσομαι (Pl. a. o.), perf. ἔσβηκα (A.), ἔσβεσμαι (Parm. a.o.).
Compounds: Also w. prefix, esp. ἀπο- and κατα- (on the use in Hom. Graz Le feu dans l'Il. et l'Od.259ff.).
Derivatives: σβέ-σις (ἀπό-, κατά- σβέννυμι) f. extinction, putting out (Arist. etc.), σβεσ-τήρ, -τῆρος m. extinguisher (Plu.; not quite certain), -τήριος useful for extinguishing (Th. etc.), -τικός id. (Arist. etc.); ἄ-σβεσ-τος unextinguishable (Hom. a.o.; σβεστός Nonn.), f. (sc. τίτανος) unslaked lime (Dsc., Plu. a. o.) with ἀσβεστ-ήριοι and -ωσις H. as explanation of κονιαταί resp. κονίασις. -- Deviating the aor. κατα-σβῶσαι (Herod.). -- Besides some H.glossen: ζείναμεν (-υμεν?) σβέννυμεν, ἐζίνα (for -είν-) ἐπεσβέννυεν, ἀποζίννυται (cod. -ξ-; for -ζείν-) ἀποσβέννυται; ζόασον σβέσον; ζοάσ<εις> σ[ε]βέσεις.
Origin: IE [Indo-European] [479] *(s)gʷes- extinguish
Etymology: The above formal system is as a whole built on the root σβεσ- in σβέσ-σαι and ἄ-σβεσ-τος. To the aorist σβέσ(σ)αι joined σβέννυμι from *σβέσ-νυ-μι (on the phonetics Schwyzer 697), σβέσω, σβεσθῆναι, ἔσβεσμαι. To this came as innovation ἔσβην, σβῆναι (after ἔστην, ἐκάην, ἐάγην etc.), to which came σβήσομαι, ἔσβηκα. On itself stands κατα-σβῶσαι, which may have an old lengthened grade (cf. below), but which can also with ζόασον, ζοάσεις (s. ab.) be understood as an iterativ (from *σβοῆσαι) of uncertain date. Cf. (with partly diff. view) Schwyzer 719 and 743 w. n. 1. From the byforms with ζ-, ζείναμεν etc., one can conclude for σβέσ(σ)αι, σβέννυμι to an IE *sgʷes-, which cannot be separated from other verbs for extinguish: Lith. gęs-tù, gès-ti extinguish, die out, caus. ges-aũ, -ýti extinguish, Slav., e.g. OCS u-gašǫ, u-gasiti extinguish (IE *gʷōs-; also in -σβῶσαι?; s. ab.), Toch. AB käs- extinguish; prob. also Skt. jásate is extinguished, jāsayati exhaust. Hitt. kišt-'be extinguished, perish' (e.g. 3. sg. kištari) is however incompatable with the labiovelar in σβέννυμι. If we posit a pure velar g, which is possible for all other languages, σβέννυμαι must be separated. -- Through the initial σ- Greek is distinguished from its cognates. Prob. it concerns a prefix (after Prellwitz s. v. a mutilated ἐξ-). Diff. Brugmann (e.g. Grundr.2 I 590) and Schwyzer 743 n. 1 (to be rejected). -- Further forms from the diff. languages with uncertain hypotheses and older lit. in Bq and WP. 1, 693f. (Pok. 479f.); s. also Fraenkel Wb. s. gèsti, Vasmer s. gasítь, W.-Hofmann s. sēgnis.
Middle Liddell
I. to quench, put out, Lat. extinguere, Hdt., Pind.
2. generally, to quench, quell, check, σβ. χόλον, μένος Il.; ὕβριν Simon.; κύματα Ar., etc.
II. Pass. σβέννυμαι (with intr. tenses of Act., v. supr.), to be quenched, go out, Lat. extingui, of fire, Il.: metaph. of men, to become extinct, die, Anth.
2. generally, to be quelled or lulled, of wind, Od.
Frisk Etymology German
σβέννυμι: (ion. att.),
{sbénnumi}
Forms: -ύω (Pi., Hp. u. a.), Aor. σβέσ(σ)αι (seit Il.), Pass. σβεσθῆναι (ion. att.), Fut. σβέσω (A., E. u. a.) ‘(aus)löschen’; Med. σβέννυμαι (seit Hes.), Aor. σβῆναι (seit Il.), Fut. σβήσομαι (Pl. u. a.), Perf. ἔσβηκα (seit A.), ἔσβεσμαι (Parm. u.a.)
Grammar: v.
Meaning: erlöschen, ermatten;
Composita: auch m. Präfix, bes. ἀπο- und κατα- (zum Gebrauch bei Hom. Graz Le feu dans l'Il. et l'Od.259ff.).
Derivative: Davon σβέσις (ἀπό-, κατά- ~) f. das Auslöschen, Erlöschen (Arist. usw.), σβεστήρ, -τῆρος m. Auslöscher (Plu.; nicht ganz sicher), -τήριος zum Auslöschen dienlich (Th. usw.), -τικός ib. (Arist. usw.); ἄσβεστος unauslöschlich (Hom. u.a.; σβεστός Nonn.), f. (sc. τίτανος) ungelöschter Kalk (Dsk., Plu. u. a.) mit ἀσβεστήριοι und -ωσις H. als Erklärung von κονιαταί bzw. κονίασις. — Abweichend der Aor. κατασβῶσαι (Herod.). — Daneben einige H.glossen: ζείναμεν (-υμεν?)· σβέννυμεν, ἐζίνα (für -είν-)· ἐπεσβέννυεν, ἀποζίννυται (cod. -ξ-; für -ζείν-)· ἀποσβέννυται; ζόασον· σβέσον; ζοάσ<εις>· σ[ε]βέσεις.
Etymology: Das obige Formensystem ist im ganzen auf der Wz. σβεσ-in σβέσσαι und ἄσβεστος aufgebaut. An den Aorist σβέσ(σ)αι schlossen sich σβέννυμι aus *σβέσνυμι (zum Lautlichen Schwyzer 697), σβέσω, σβεσθῆναι, ἔσβεσμαι. Dazu trat als Neubildung ἔσβην, σβῆναι (nach ἔστην, ἐκάην, ἐάγην usw.), wozu σβήσομαι, ἔσβηκα. Für sich steht κατασβῶσαι, das eine alte Dehnstufe enthalten kann (vgl. unten), sich aber auch mit ζόασον, ζοάσεις (s. ob.) als ein Iterativ (aus *σβοῆσαι) unbestimmten Alters verstehen läßt. Vgl. (mit z. T. anderer Auffassung) Schwyzer 719 und 743 m. A. 1. Aus den Nebenformen mit ζ-, ζείναμεν usw., läßt sich für σβέσ(σ)αι, σβέννυμι ein idg. zgʷes- erschließen, das von anderen Verben für ‘aus-, erlöschen’ nicht zu trennen ist: lit. gęs-tù, gès-ti erlöschen, ausgehen, Kaus. ges-aũ, -ýti auslöschen, slav., z.B. aksl. u-gašǫ, u-gasiti auslöschen (idg. gʷōs-; auch in -σβῶσαι?; s. ob.), toch. AB käs- erlöschen; wohl auch aind. jásate ist erschöpft, jāsayati erschöpfen. Heth. kišt-’erlöschen, vergehen’ (z.B. 3. sg. kištari) ist dagegen mit dem Labiovelar in σβέννυμι nicht vereinbar. Bei Ansetzung eines rein velaren g, das für alle übrigen Sprachen möglich ist, muß umgekehrt σβέννυμαι ausscheiden. — Durch das anlaut. σ- unterscheidet sich das Griech. von seinen Verwandten. Wahrscheinlich steckt darin ein Präfix (nach Prellwitz s. v. ein verstümmeltes ἐξ-). Anders Brugmann (z.B. Grundr.2 I 590) und Schwyzer 743 A. 1 (abzulehnen). — Weitere Formen aus den verschiedenen Sprachen mit unsicheren Hypothesen und älterer Lit. bei Bq und WP. 1, 693f. (Pok. 479f.); s. noch Fraenkel Wb. s. gèsti, Vasmer s. gasítь W.-Hofmann s. sēgnis.
Page 2,685-686
Chinese
原文音譯:sbšnnumi 士編匿米
詞類次數:動詞(8)
原文字根:消滅 相當於: (כָּבָה)
字義溯源:熄滅*,消滅,滅盡,吹滅,滅,止住,制伏,窒息,銷滅
同源字:1) (ἄσβεστος)不被熄滅的 2) (ζβέννυμι / σβέννυμι)熄滅
出現次數:總共(8);太(2);可(3);弗(1);帖前(1);來(1)
譯字彙編:
1) 滅(3) 可9:44; 可9:46; 可9:48;
2) 他⋯吹滅(1) 太12:20;
3) 熄滅了(1) 來11:34;
4) 去滅盡(1) 弗6:16;
5) 要滅了(1) 太25:8;
6) 要銷滅(1) 帖前5:19
Mantoulidis Etymological
(=σβήνω, καθησυχάζω). Θέμα σβεσ + πρόσφυμα νυ + μι = σβέννυμι.
Παράγωγα: σβέσις, σβεστήρ, σβεστήριος, σβεστικός, σβεστός, ἄσβεστος.
Léxico de magia
apagar una lámpara προσελθὼν τῷ λύχνῳ λέγε ζʹ τὸν ὑποκείμενον λόγον καὶ σβέσας αὐτὸν κοιμοῦ acercándote a la lámpara, pronuncia siete veces la fórmula siguiente, apágala y ve a dormir P VII 364
Lexicon Thucydideum
extinguere, to quench, extinguish, 2.77.6.